Σελίδες

2/12/07

Η δυσκολία του να είσαι φιλόλογος

Μέσα από τη διδακτική τους εμπειρία, οι φιλόλογοι καθηγητές αποκτούν μοναδική και πολλές φορές βιωματική εξοικείωση με τη γλώσσα. Πρόκειται για καθημερινή τριβή και εξοικείωση η οποία είναι διαφορετική σε ποιότητα και από αυτή του συγγραφέα (κειμενογράφου ή λογοτέχνη) αλλά και από αυτή του γλωσσολόγου. Για να γίνω σαφέστερος, αποτολμώ έναν παραλληλισμό με τα εικαστικά. Ο μεν συγγραφέας ασχολείται με τη γλώσσα όπως ο ζωγράφος με τα χρώματά του και τους δυνατούς συνδυασμούς τους: η δημιουργικότητα, οι συμβάσεις της τέχνης, οι ιδέες και οι προτιμήσεις του είναι αυτές που τον καθοδηγούν σε αυτή του την ενασχόληση. Ο δε γλωσσολόγος είναι κατά κάποιον τρόπο ο χημικός της γλώσσας: τα ερωτήματα που τον απασχολούν περιστρέφονται γύρω από το ποια είναι η σύνθεση των χρωμάτων, γιατί στέκονται στον καμβά (ή γιατί τρέχουν πάνω στον σοβά), πώς ανακατεύονται – και τα συναφή.

Οι φιλόλογοι όμως έχουν επωμιστεί το δύσκολο έργο να παλεύουν καθημερινά με τη γλώσσα ως δάσκαλοι. Αποστολή τους είναι να διδάξουν λίγα από την επιστήμη του χημικού, λίγα από την τέχνη του ζωγράφου, λίγα και από Ιστορία Τέχνης…

Γλωσσικά μαθήματα και μαθηματικά

Οι φιλόλογοι ταυτόχρονα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Αντίθετα με τους φυσικούς ή τους μαθηματικούς, το αντικείμενο που διδάσκουν κινεί το ενδιαφέρον της κοινωνίας έντονα. Μάλιστα, δεν υπάρχει ούτε μία κοινωνία που να διαθέτει γραμματισμό η οποία να μην ασχολείται με τη γλώσσα της, και μάλιστα από πολιτική και ιδεολογική άποψη συνήθως, και μάλιστα αγνοώντας την ουσία του γλωσσικού φαινομένου, και μάλιστα εντελώς εσφαλμένα συνήθως. Παράδειγμα η έντονη διαμάχη που ταλανίζει την πορτογαλική κοινωνία μεταξύ όσων πρεσβεύουν ότι η νεολαία της Πορτογαλίας πρέπει να διδάσκεται κυρίως γλώσσα και ξένες γλώσσες και όσων φρονούν ότι πρέπει να διδάσκεται κυρίως την εθνική λογοτεχνία – παράδειγμα αρκούντως μακρινό κι ανώδυνο, πλην όμως χαρακτηριστικό. Άλλο τρανό παράδειγμα, σχεδόν εξίσου ανώδυνο, η έκθεση Μπεντολιλά στη Γαλλία, η οποία προτείνει την επανεισαγωγή της εκτενούς διδασκαλίας της γαλλικής γραμματικής στα σχολεία, ώστε τα παιδιά να μάθουν να σκέφτονται λογικά (δείτε και το προηγούμενο άρθρο αυτής της στήλης για σχετική συζήτηση). Στον ελληνόφωνο χώρο τώρα, και αλλού, μόνον η διδασκαλία της ιστορίας είναι ιδεολογικά φορτισμένη περισσότερο από αυτή της γλώσσας, κι αυτό όχι πάντοτε.

Η θέση των φιλολόγων καθίσταται δεινή και για άλλον ένα λόγο. Ας ξεκινήσουμε πάλι από τα μαθηματικά και τη φυσική που διδάσκονται στα σχολεία, τα οποία θεμελιώνονται στη σύγχρονη θεωρητική και εφαρμοσμένη έρευνα στους αντίστοιχους κλάδους. Απεναντίας, η διδασκαλία της γλώσσας στον ελληνόφωνο χώρο είναι αβάσταχτα πεπαλαιωμένη: είτε γίνεται με βάση αθεωρητικές αναλύσεις είτε βασίζεται στις παραδοσιακές γραμματικές – κι όταν μιλάμε για παραδοσιακές γραμματικές της ελληνικής, εννούμε ηλικίας από 2300 έως περίπου 70 ετών η νεώτερη, του Τριανταφυλλίδη. Αυτό είναι προβληματικότατο: πρώτον, οι αθεωρητικές αναλύσεις πάντοτε συγκαλύπτουν στην πραγματικότητα σιωπηρές θεωρητικές παραδοχές, συνήθως αυθαίρετες αλλά και σύνθετες. Δεύτερον, η γλωσσολογική έρευνα των είκοσι τελευταίων ετών και μόνο έχει αναλύσει και εξηγήσει ζητήματα για τα οποία εδώ και 23 αιώνες υπήρξε κυρίως σιωπή ή κάποιες επιδερμικές περιγραφές, ελλείψει των κατάλληλων θεωρητικών εργαλείων. Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι και η βαθύτερη κατανόηση των βασικών σειρών των όρων (ρήμα-υποκείμενο-αντικείμενο και υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο) στα ελληνικά και του πώς λειτουργούν, αρχής γενομένης με την έρευνα της Ειρήνης Φιλιππάκη-Warburton τη δεκαετία του 80. Έτσι, η γλωσσολογία έχει φωτίσει τις διαφορές μεταξύ του «διάβασα το βιβλίο που ο Νίκος έγραψε», όπου υπάρχει έμφαση στο υποκείμενο, και του πιο ουδέτερου «διάβασα το βιβλίο που έγραψε ο Νίκος» – τα παραδείγματα από άρθρο του Γιάννη Χάρη στα Νέα ήδη από το 2000. Οι σχολικές γραμματικές σιωπούν μέσα στην άγνοιά τους για τέτοια και άλλα πολλά ζητήματα.

Με άλλα λόγια, ζητείται από τον φιλόλογο να διδάξει στα παιδιά πώς λειτουργεί η γλώσσα αλλά χωρίς να του δίνεται πρόσβαση στη σύγχρονη έρευνα πάνω στα θέματα αυτά και χωρίς να του παρέχονται τα κατάλληλα εφόδια, τα κατάλληλα εργαλεία. Σημειωτέον μάλιστα ότι δεν αγγίξαμε καν θέματα παιδαγωγικής επάρκειας των εκπαιδευτικών υλικών, της (αν)ισορροπίας μεταξύ διδασκαλίας της Αρχαίας και διδασκαλίας της Νέας, του πώς πρέπει να διδάσκεται η Αρχαία γλώσσα ή του αιτήματος για διδιαλεκτική εκπαίδευση στην Κύπρο, ζήτημα το οποίο έχει μελετήσει εκτενώς ο Α. Παπαπαύλου...

Τα βάσανα των φιλολόγων (και των μαθητών τους)

Παραμένοντας στην ελληνόφωνη εκπαίδευση, επιστρέφουμε στον αρχικό παραλληλισμό σχετικά με τη δουλειά του φιλολόγου: ο φιλόλογος δεν καλείται μόνο να διδάξει πώς λειτουργεί η γλώσσα αλλά και να μάθει στα παιδιά να γράφουν. Εδώ τα προβλήματα είναι ίσως σοβαρότερα από αυτά της διδασκαλίας της γλώσσας. Όχι γιατί η διδασκαλία της γλώσσας γίνεται ορθότερα αλλά γιατί, ούτως ή άλλως, όλοι είμαστε προικισμένοι με το χάρισμα της γλώσσας: έτσι, ακόμα και αν δεν καταλαβαίνουμε σε επίπεδο ανάλυσης τη διαφορά χρόνου και ποιού ενεργείας, μπορούμε ωστόσο να τα χρησιμοποιούμε μια χαρά ως φυσικοί ομιλητές της ελληνικής: άλλο «θέλω να πίνω» κι άλλο «θέλω να πιω».

Όμως η διδασκαλία της γραφής πάει πολύ πιο μακριά από τη διδασκαλία της γραμματικής. Πρώτα απ’ όλα, η ίδια η γραφή είναι μια πολιτισμική κατασκευή: δεν αναπτύσσεται φυσικά στον άνθρωπο και αυθόρμητα όπως η γλώσσα, το περπάτημα ή η σεξουαλική συμπεριφορά. Δεύτερον, το να γράφει κανείς σωστά εξαρτάται από πολλούς ετερόκλητους παράγοντες, μάλιστα ένας από αυτούς είναι και η συγκρότηση της σκέψης, όπως θα λέγαμε απλά. Τρίτον, είναι απαραίτητο να είναι κανείς εξοικειωμένος με διάφορες κειμενικές συμβάσεις όταν γράφει, αναλόγως με το τι κείμενο χρειάζεται να γράψει: αλλιώς γράφονται απλές οδηγίες, αλλιώς συνταγές, αλλιώς ένα ερωτικό γράμμα, αλλιώς μια αναφορά ή μια αίτηση.

Σε πείσμα όλων αυτών, ο φιλόλογος καλείται να διδάξει γραφή διδάσκοντας στον μαθητή κυρίως λογοτεχνία και ζητώντας του ταυτόχρονα να παραγάγει κυρίως κείμενα επιχειρηματολογίας – τις γνωστές μας εκθέσεις. Βεβαίως, έχουνε γίνει βήματα προς την σωστή κατεύθυνση, όπως προσπάθειες για εξοικείωση των μαθητών με διάφορα κειμενικά είδη πέρα από τα κείμενα γνώμης και τη λογοτεχνία. Ωστόσο, ένας από τους βασικούς πυρήνες του γλωσσικού μαθήματος εξακολουθεί να αποτελείται από την προγραμματική διδασκαλία της λογοτεχνίας ούτως ώστε ο μαθητής να μάθει να επιχειρηματολογεί γραπτώς. Δεν είναι άξιον απορίας που οι περισσότεροι μαθητές ούτε τη λογοτεχνία απολαμβάνουν ως αναγνώστες, ούτε κείμενα γνώμης και ανάπτυξης επιχειρημάτων μπορούνε να συντάξουν. Το πραγματικό δυστύχημα είναι ότι οι φιλόλογοι επωμίζονται μεγάλο μέρος της ευθύνης ενώ οι απόφοιτοι των Λυκείων δεν μπορούν τελικά ούτε απλές αιτήσεις εργασίας ή ακόμα και έκδοσης πιστοποιητικών να συντάξουν...

Σήμερα άγγιξα μόνο τις πιο προφανείς από τις δυσκολίες του να είσαι φιλόλογος: πολλαπλοί στόχοι του γλωσσικού μαθήματος, ιδεολογική του φόρτιση, απουσία γλωσσολογικής ενημερότητας στη διδασκαλία της γλώσσας, σύγχυση στόχων και ασυνέπεια μεθόδων στη διδασκαλία της γραφής. Θέλω να πιστεύω ότι έχει γίνει ευρύτερα κατανοητό, και ιδίως εκεί όπου σχεδιάζονται οι εκπαιδευτικές τακτικές και στρατηγικές, ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη ουσιώδους και όχι καιροσκοπικής ή ‘επικαιρικής’ μεταρρύθμισης του γλωσσικού μαθήματος. Αν θέλουμε να μάθουν τα παιδιά μας να ζωγραφίζουν...

Ευχαριστώ την Ιωάννα Παπαδοπούλου για την πολύτιμη βοήθειά της.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 2ας Δεκεμβρίου 2007]

7/10/07

Η μαγική εικόνα

Ένας γνωστός μου από την Ελλάδα που επισκέφτηκε την Κύπρο τον Ιούλιο με ρώτησε τι σημαίνει η πινακίδα «Απαγορεύεται η διακίνηση πεζών στον αυτοκινητόδρομο». Παρότι είναι φυσικός ομιλητής της ελληνικής, δεν ήταν εξοικειωμένος με τα ελληνικά της Κύπρου. Και δεν εννοώ την κυπριακή ελληνική διάλεκτο, παρά τα ντόπια επίσημα ελληνικά, τα ντόπια ‘καλαμαρίστικα’, δηλαδή αυτά που χρησιμοποιεί το κυπριακό κράτος και τα κυπριακά μέσα ενημέρωσης.

Διακίνηση, με και χωρίς διακινητή

Για ποιον λόγο τράβηξε η συγκεκριμένη πινακίδα την προσοχή του Γιώργου; (ο γνωστός μου, που λέγαμε). Η απάντηση είναι ότι στην κοινή νεοελληνική όπως μιλιέται στην Ελλάδα, το ουσιαστικό ‘διακίνηση’ προϋποθέτει την ύπαρξη ενός εξωτερικού δράστη, κάποιου που κάνει τη διακίνηση – ενός ‘διακινητή’, σαν να λέμε. Αναφερόμαστε λοιπόν στη ‘διακίνηση ναρκωτικών’ επειδή κάποιος μεσάζοντας, ο διακινητής, τα μεταφέρει και τα προωθεί από την παραγωγή στην κατανάλωση. Μιλάμε για (ελεύθερη ή απρόσκοπτη) διακίνηση ιδεών επειδή κάποιος διακινητής, ο δημοσιογράφος, συγγραφέας ή ακτιβιστής, τις κυκλοφορεί. Για τους ομιλητές της νεοελληνικής γλωσσικής ποικιλίας όπως μιλιέται στην Ελλάδα, η ‘διακίνηση πεζών’ ή η ‘διακίνηση σκύλων’ θα εξυπάκουε οπωσδήποτε κάποιον διακινητή, ο οποίος θα μετέφερε τους πεζούς ή τους σκύλους – πράγμα παραδοξολογικό. Σε αυτή τη γλωσσική ποικιλία όταν ο εξωτερικός δράστης, ο ‘διακινητής’, δεν υπάρχει ή δε χρειάζεται, θα χρησιμοποιούνταν το ουσιαστικό ‘διέλευση’, ‘κυκλοφορία’ ή κάποιο παρόμοιο – τέλος πάντων, ένα ουσιαστικό που δε θα υπαινίσσεται την παρουσία εξωτερικού δράστη.

Σήμερα όμως η πρόθεσή μου δεν είναι να επισημάνω ένα γλωσσικό λάθος, όπως έκανα στηλιτεύοντας τα σχεδόν κορακίστικα ‘να δεκτώ’ και ‘δέκτηκε’ στο άρθρο μου στις 22 Ιουλίου. Απεναντίας, θέλω να επιστήσω την προσοχή σας σε ένα πολύ σημαντικό αλλά παραγνωρισμένο θέμα: στο γλωσσικό τοπίο της ελληνόφωνης Κύπρου και στη μελέτη του. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο λόγος που το ‘διακίνηση πεζών’ είναι αποδεκτό στην κοινή νεοελληνική όπως χρησιμοποιείται στην Κύπρο (μια ποικιλία που έχουνε περιγράψει και μελετήσει οι Α. Παναγιώτου, Α. Αρβανίτη και Μ. Καρυολαίμου) είναι γιατί το ‘διακίνηση’ δεν εξυπακούει εξωτερικό δράστη, ‘διακινητή’, αντίθετα με την κοινή νεοελληνική όπως χρησιμοποιείται στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια απλή διαφορά στο λεξιλογικό ρεπερτόριο των δύο ποικιλιών. Άλλες διαφορές εντοπίζονται στη χρήση του παρακειμένου, σε κάποιες προφορές, και σε πολλούς όρους όπως ‘αφυπηρετώ’ και ‘συνταξιοδοτούμαι’, ‘φώτα (τροχαίας)’ και ‘φανάρια’, ‘έντιμος (υπουργός)’ και ‘αξιότιμος (υπουργός)’ και άλλα πολλά. Τονίζω για άλλη μια φορά ότι εδώ δε συζητάμε τις διαφορές μεταξύ της κυπριακής ελληνικής (της διαλέκτου) και της κοινής, αλλά για διαφορές μεταξύ της κοινής της Κύπρου (όπου ανήκει λ.χ. το ‘αφυπηρετώ’) και της Ελλάδας (όπου θα λέγαμε ‘συνταξιοδοτούμαι’).

Γλωσσική διτυπία;

Η διαφορές μεταξύ λέξεων όπως ‘διακίνηση’ (Ελλάδας) και ‘διακίνηση’ (Κύπρου) αποτελούν απλώς πινελιές σε μια εικόνα πολύ σύνθετη, τη γλωσσική εικόνα της ελληνόφωνης Κύπρου. Πρόκειται για ένα ζήτημα με το οποίο έχουν ασχοληθεί εκτενώς και συστηματικά οι περισσότεροι γλωσσολόγοι που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο, φωτίζοντας σε βάθος τη γλωσσική κατάσταση στο νησί. Αλλά ας εξετάσουμε την εικόνα αυτή από την αρχή, προσπαθώντας να διακρίνουμε τα βασικά της χαρακτηριστικά, τις αδρές γραμμές της.

Για τους περισσότερους μη ειδικούς, η κυπριακή διάλεκτος της ελληνικής, τα κυπραίικα, απλώς κείται αντιθετικά προς την κοινή νεολληνική, τα καλαμαρίστικα. Όταν λέω «αντιθετικά», το εννοώ με δύο τρόπους: Πρώτον, ότι η κυπριακή και η κοινή υπάρχουν δομικά και λεξιλογικά ως δύο γλωσσικές ποικιλίες ξεχωριστές και ξεκάθαρα διαφορετικές – όπως τα ιταλικά και τα ισπανικά, λόγου χάρη. Έτσι, ο μέσος Ελληνοκύπριος αντιλαμβάνεται ότι το ‘δε(ν) θα το πάρω’ και το ‘τα έφεραν / τα φέραν(ε)’ είναι καλαμαρίστικα, ενώ το ‘έθθα το πκιά(σ)ω’ και το ‘εφέραν τα’ είναι κυπραίικα. Δεύτερον, οι δύο ποικιλίες γίνονται αντιληπτές από τους ομιλητές σαν να επιτελούν εντελώς διαφορετικές λειτουργίες και σαν να χρησιμοποιούνται για τελείως διαφορετικούς σκοπούς και σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Στην κοινωνιογλωσσολογία λέμε σε αυτές τις περιπτώσεις ότι επικρατεί ένα καθεστώς διτυπίας ή διφυίας (diglossia), όπως ίσχυε στην Ελλάδα τον καιρό που η καθαρεύουσα είχε τον χαρακτήρα επίσημης γλώσσας. Συνεπώς, ο μέσος Ελληνοκύπριος φρονεί πως τα καλαμαρίστικα χρησιμοποιούνται σε δημόσια, επίσημα και ‘σοβαρά’ περιβάλλοντα ενώ τα κυπραίικα σε ιδιωτικές, ανεπίσημες και πιο οικείες περιστάσεις.

Την αντίληψη ότι στην Κύπρο επικρατεί διτυπία / διφυία τροφοδοτεί και η στάση της κρατούσας ιδεολογίας απέναντι στη χρήση αλλά και την ίδια την ύπαρξη της διαλέκτου. Αυτή η στάση κυμαίνεται από επεικώς αμήχανη, όπως στο ζήτημα της τυποποίησης των τοπωνυμίων της Κύπρου, έως και εχθρική, όπως όταν απαγορεύει κάθε χρήση της διαλέκτου μέσα στη σχολική τάξη – ενδεχομένως γιατί η χρήση θα προκαλούσε σύγχυση στους μαθητές κατά τη γνώμη κάποιων ιθυνόντων, ίσως άμοιρων γλωσσολογικής ή ψυχολογικής παίδευσης. Εν πάση περιπτώσει, και για ιδεολογικούς λόγους, οι δυο ποικιλίες γίνονται τελικά αντιληπτές ως ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Σχετικά υπενθυμίζω ότι στο πρώτο άρθρο που έγραψα ειδικά για αυτή τη στήλη, τον Μάιο του 2006, παρέθεσα τη γνώμη ντόπιου λογίου ότι πρέπει «να περιορίζεται η χρήση της [διαλέκτου] ώστε σε εκατό, ας πούμε, χρόνια να έχει απομείνει μόνο μια ντόπια χαρακτηριστική προφορά» ώστε να αποφευχθεί η «δια παντός αποκοπή των Κυπρίων από το σώμα του Ελληνισμού». Αναρωτιέται πάντως κανείς εάν το ενδεχόμενο αυτής της «αποκοπής» έχει πια νόημα ή και εάν η «αποκοπή» αυτή είναι πια εφικτή.

Οι πολλές γλωσσικές ποικιλίες της Κύπρου

Αυτό το αυστηρό αντιθετικό σχήμα διτυπίας / διφυίας με την κοινή (τα καλαμαρίστικα) από τη μια μεριά και τη διάλεκτο (τα κυπραίικα) από την άλλη υπονομεύεται αμέσως από την ύπαρξη μιας κοινής νεοελληνικής στην Κύπρο ελαφρώς διαφορετικής από αυτήν της Ελλάδας. Όπως επισημαίνει η γλωσσολόγος Μαριλένα Καρυολαίμου, η κατάσταση αυτή μάς φέρνει στον νου την πολυκεντρική κατάσταση που επικρατεί με την αγγλική γλώσσα, η οποία διαθέτει διάφορες επίσημες εκδοχές: την αμερικανική, τη βρετανική, την αυστραλιανή κ.ο.κ.

Ακόμα περισσότερο, η αντίληψη ότι στην Κύπρο επικρατεί διτυπία / διφυία διαψεύδεται και από τις γλωσσικές πρακτικές των ίδιων των ομιλητών. Όποιες και αν είναι οι στάσεις και γνώμες τους για το θέμα, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων αναμιγνύει στην καθημερινή χρήση τις ποικιλίες. Σε επίπεδο λιανικής, όπως διαπίστωσε σε πρόσφατη έρευνά της η γλωσσολόγος Σταυρούλα Τσιπλάκου, κοντά στα «αμιγή» ‘έθθα το πκιά(σ)ω’ και ‘εφέρασιν τα’ ακούγονται και πολλά ενδιάμεσα όπως ‘δε θα το πκιάσω’, ‘τα εφέρασι’ και ούτω καθεξής. Επιπλέον, περνώντας στην χοντρική, κάθε άλλο παρά σαφή διαχωριστικά όρια υπάρχουν στις χρήσεις (ντόπιας) κοινής και διαλέκτου: έχω συμμετάσχει σε επίσημες συσκέψεις σχεδιασμού προγραμμάτων που «έλαβαν χώρα» αποκλειστικά σε ένα αγγλο-ελληνοκυπριακό ιδίωμα και έχω ακούσει συζητήσεις σε διπλανά τραπέζια σε γνωστό καφέ μεταξύ δημοσίων (εννοώ «κυβερνητικών») υπαλλήλων σε άπταιστη ντόπια κοινή (για αυτά τα θέματα υπάρχει και η σημαντική έρευνα της Ελισάβετ Σίβας). Τέλος, έχω διανοούμενους διαλεκτόφωνους γνωστούς που δε θυμάμαι να έχουνε καλαμαρίσει ποτέ...

Αυτή η ανάμιξη των ποικιλιών, λιανική και χοντρική, δε συνεπάγεται φυσικά την ύπαρξη μιας γλωσσικής σούπας στην ελληνόφωνη Κύπρο. Οπωσδήποτε υφίσταται η λεγόμενη «αστική κυπριακή», η μορφή της κυπριακής διαλέκτου σε χρήση από τους κατοίκους κυρίως των πόλεων και όπως διαμορφώθηκε μετά το 1974. Υπάρχουν ακόμα οι ντόπιες ποικιλίες της κυπριακής ελληνικής διαλέκτου (π.χ. Πάφου, Κοκκινοχωρίων, Καρπασίας) και οι ομιλητές τους. Είδαμε πώς μαρτυρείται και η χρήση μιας ντόπιας εκδοχής της κοινής νεοελληνικής. Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν δε μετρήσει κανείς τις υπό διαμόρφωση ποικιλίες των Ποντίων και άλλων μεταναστών, η εικόνα που σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας είναι τωόντι πιο σύνθετη από μια ξεκάθαρη διτυπική κατάσταση όπου κοινή και διάλεκτος συνυπάρχουν πλάι-πλάι και με σαφώς καθορισμένες λειτουργίες η καθεμία.

Οι Ελληνοκύπριοι ομιλητές σε πραγματικές συνθήκες επικοινωνίας επιλέγουν ανά πάσα στιγμή, μέσα από μια υποσυνείδητη δημιουργική διαδικασία, προφορές, τύπους, δομές και λέξεις από όλες τις ποικιλίες που τυχαίνει να γνωρίζουν: την κοινή της Κύπρου, την αστική κυπριακή ή και κάποια τοπική ποικιλία, αλλά και τα αγγλικά ή και την κοινή της Ελλάδας, και παράγουν προφορικά (κυρίως) κείμενα τα οποία με δυσκολία θα μπορούσαν να ταξινομηθούν αυστηρά σε μια από τις παραπάνω κατηγορίες.

Βλέποντας αυτή την εικόνα αλλιώς, χάρη στην πρόσβαση του μέσου Ελληνοκύπριου σε παραπάνω από μία νοητική γραμματική, σε κάθε επικοινωνιακό γεγονός παράγει δυναμικά λόγο με χαρακτηριστικά που δεν ανήκουν αποκλειστικά σε καμμιά από αυτές, παρά σε όλες τους.

(Ευχαριστώ θερμά τη Μαριλένα Καρυολαίμου για την πολύτιμη συνεισφορά της στο σημερινό άρθρο).

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 7ης Οκτωβρίου 2007]

26/8/07

Μίλα μου για γλώσσα

Ο Αύγουστος, αν και κανονικά μήνας διακοπών, είναι η εποχή κατά την οποία οι δάσκαλοι αρχίζουμε να σκεφτόμαστε τι θα διδάξουμε το επερχόμενο ακαδημαϊκό έτος και πώς. Επίσης προετοιμάζουμε το υλικό μας ή, στη χειρότερη περίπτωση, προσπαθούμε να το οργανώσουμε με συστηματικό και εύληπτο τρόπο ώστε τον Σεπτέμβριο να το παρουσιάσουμε στους φοιτητές και να το συζητήσουμε μαζί τους.

Εισαγωγικά μαθήματα

Οι πρωτοετείς φοιτητές είναι πάντα το πιο συναρπαστικό γκρουπ φοιτητών. Υπάρχουν ωστόσο δυσκολίες: οι πρωτοτετείς φοιτητές έρχονται στην ανώτατη εκπαίδευση από ένα σχολικό σύστημα το οποίο εν πολλοίς καταστέλλει την κριτική σκέψη (κακά τα ψέματα) ενώ δεν ενθαρρύνει καθόλου τον μαθητή (και μέλλοντα φοιτητή και πολίτη) να κάνει ερωτήσεις, να αμφιβάλλει, ενδεχομένως να αμφισβητεί. Πολλές φορές οι πρωτοτετείς φοιτητές διακατέχονται από ένα κάποιο μούδιασμα απέναντι στις αυξημένες απαιτήσεις της ύλης στο πανεπιστήμιο, αφού από το σχολείο έχουνε προετοιμαστεί να αντιλαμβάνονται τις ανώτατες σπουδές αποκλειστικά ως πρόσκτηση και αφομοίωση ύλης. Κατά συνέπεια, καμμιά φορά τους διακρίνει και μια προκαταβολική απαξίωση απέναντι στη γνώση (“τι μας χρειάζονται όλα αυτά, κύριε;” και ούτω καθεξής).

Όταν μάλιστα διδάσκει κανείς Εισαγωγή στη Γλωσσολογία σε πρωτοτετείς, αντιμετωπίζει ένα επιπλέον πρόβλημα: πρέπει να μιλήσει στους φοιτητές για ένα γνωστικό αντικείμενο το οποίο (δυστυχώς) δε διδάσκεται καθόλου στα σχολεία. Έτσι, η εικόνα που έχουν οι πρωτοετείς φοιτητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη γλωσσολογία συνήθως είτε είναι ένας κενός καμβάς, είτε αποτελείται από ένα σκαρίφημα περί ετυμολογίας.

Γιατί λοιπόν πρόκειται για “συναρπαστικό γκρουπ” φοιτητών; Γιατί η διδασκαλία της Εισαγωγής στη Γλωσσολογία, που απευθύνεται συνήθως σε πρωτοτετείς, είναι το αγαπημένο μου μάθημα; Κατά κάποιο παράδοξο τρόπο, ακριβώς για τους παραπάνω λόγους!

Πρώτα από όλα, παρουσιάζοντας τη Γλωσσολογία, έχει κανείς την ευκαιρία να παρουσιάσει για σχεδόν πρώτη φορά ένα καινούργιο γνωστικό πεδίο στην ολότητά του και από την αρχή. Επιπλέον, δεν πρόκειται για ένα γνωστικό πεδίο με κάποιο μακρινό αντικείμενο, όπως λ.χ. η παλαιοντολογία ή με αντικείμενο δυσπρόσιτο και άπιαστο για πολλούς, όπως λ.χ. η μαθηματική ανάλυση ή η τοπολογία: η γλώσσα βρίσκεται παντού και με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο μάς αφορά όλους.

Πολλοί προορισμοί

Ένας άλλος λόγος που χαίρομαι πραγματικά να διδάσκω εισαγωγές στη Γλωσσολογία είναι το εύρος και ο πλούτος της. Δε θα ήταν υπερβολικό ίσως να αναπαραγάγω εδώ τον ισχυρισμό του Neil Smith ότι η γλωσσολογία μας βάζει στο κέντρο του κόσμου – ή, τουλάχιστον, στο κέντρο της ανθρώπινης εμπειρίας περί τον κόσμο. Σε μια εποχή αναγκαίας και αναπόφευκτης εξειδίκευσης, η Γλωσσολογία ανοίγει πολλές πόρτες και παράθυρα ταυτόχρονα σε ένα πλατύ και ποικίλο τοπίο γνώσης, αντίληψης και επιστημονικής εξήγησης.

Αν κάποιος συναρπάζεται με τα αινίγματα του νου και της ανθρώπινης φύσης, π.χ. πώς ένα τόσο πολύπλοκο τυπικό σύστημα όπως η γλώσσα μπορεί να παράγεται στον ανθρώπινο εγκέφαλο με βάση λίγες αλλά σαφείς γενικές αρχές, θα βρει ενδιαφέρουσα τη Θεωρητική Γλωσσολογία και τα μυστικά της νοητικής γραμματικής. Αν κάποιος αισθάνεται δέος απέναντι στην ανάπτυξη του ανθρώπου, απέναντι στη μετάβασή του από άλαλο νήπιο σε παιδί που μιλάει ή νοηματίζει μέσα σε ένα διάστημα τριών-τεσσάρων χρόνων, αν θέλει να κατανοήσει και να βοηθήσει τα παιδιά με τυχόν γλωσσικές δυσκολίες, θα καταπιαστεί με την Εξελικτική Γλωσσολογία και τη μελέτη της γλωσσικής ανάπτυξης. Εάν κανείς προβληματίζεται για το πώς λειτουργεί η γλώσσα στις ανθρώπινες κοινωνίες και για τον κεντρικό ρόλο που παίζει η γλώσσα (η προφορά, η διάλεκτος, η αργκό…) όσον αφορά τη θέση του καθενός μας μέσα στην κοινωνία, θα στραφεί προς την Κοινωνιογλωσσολογία. Αν κάποιος είναι πιο ‘πειραματικός’ τύπος και επιθυμεί να φωτίσει το πώς παράγεται και γίνεται κατανοητή η ομιλία και ο γραπτός λόγος σε πραγματικό χρόνο, ίσως τότε να αφοσιωθεί περισσότερο στην Ψυχογλωσσολογία. Μπορεί κανείς πάλι, ενδεχομένως ομιλητής της ελληνικής, μιας γλώσσας με μακροχρόνια γραπτή παράδοση, να βρει γοητευτικό το πρόβλημα στο κέντρο της Ιστορικής Γλωσσολογίας: πώς και γιατί αλλάζουν οι ανθρώπινες γλώσσες με το πέρασμα του χρόνου.

Τα παραπάνω είναι λίγα μόνο από τα παράθυρα και τις πόρτες που μπορεί να ανοίξει ένα εισαγωγικό μάθημα στη Γλωσσολογία, και παρουσιάζονται ενδεικτικά (αλλά και ως ορεκτικά). Άλλωστε δε θα είχα σκοπό να δώσω εδώ έναν κατάλογο των πολλών κλάδων της Γλωσσολογίας ή των ακόμα περισσότερων περιοχών όπου συναντάει και συνδιαλέγεται με άλλα γνωστικά αντικείμενα, από τη μετάφραση μέχρι τους υπολογιστές, από την ανατομία μέχρι τα νομικά – και πάει λέγοντας. Εδώ θέλω απλώς να μοιραστώ τη χαρά του να ανοίγει κανείς πόρτες και παράθυρα στη μελέτη της γλώσσας. Φυσικά, η χαρά γίνεται μεγαλύτερη όταν τα πορτοπαράθυρα αυτά ανοίγονται για νέους ανθρώπους, και όχι μόνο για τους ‘λόγιους’ ή τους πολύ μελετηρούς: ακριβώς επειδή η γλώσσα είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης, η μελέτη της, η Γλωσσολογία, έχει να προσφέρει κάτι και στους ‘θεωρητικούς’ και στους ‘πρακτικούς’.

Ακόμα καλύτερα, στη Γλωσσολογία θα βρούνε κάτι και εκείνοι οι νεανικοί νόες που τους απασχολούν οι γρίφοι, το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος γύρω μας και το πώς δουλεύουνε τα πράγματα, αλλά και εκείνοι που κυρίως προβληματίζονται πάνω στην ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά, την κοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις. Με άλλα λόγια υπάρχει απήχηση στη Γλωσσολογία για εμάς, είτε είμαστε από αυτούς που διέλυαν ραδιόφωνα για να δούν από πού έρχεται η μουσική και που τους αρέσει να επιλύουν προβλήματα, είτε είμαστε από εκείνους που ονειρεύονται άλλες εποχές και κοινωνίες και που αναρωτιούνται για τη συμπεριφορά των ανθρώπων και τις διαφορές μεταξύ τους.

“Τι μας χρειάζονται όλα αυτά, κύριε;”

Δε μίλησα καθόλου για την πρακτική χρησιμότητα της Γλωσσολογίας και τις αναρίθμητες εφαρμογές της, ούτε για την επαγγελματική αποκατάσταση όσων τελικά επιλέγουν να τη σπουδάσουν. Άλλωστε, ακόμα και όταν διδάσκω εισαγωγικά μαθήματα, αφιερώνω πολύ λίγο χρόνο σε θέματα πρακτικών εφαρμογών και επαγγελματικών λύσεων. Δεν οφείλεται σε αμέλεια ή έλλειψη ρεαλισμού αυτή η παράλειψη, ούτε επειδή παραγνωρίζω τα πρακτικά προβλήματα των νέων ανθρώπων – και φυσικά το ζήτημα της εργασίας είναι ίσως το πιο σημαντικό από αυτά. Απλώς θέλω να πιστεύω ότι σπουδάζουμε για τον εαυτό μας και όχι για τον μέλλοντα εργοδότη μας, ότι επενδύουμε στον εαυτό μας και στη γνώση, προσπαθώντας – όσο γίνεται – να απαντήσουμε ερωτήσεις, να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας και να καλλιεργήσουμε τη δυνατότητά μας να συνεχίσουμε να κάνουμε ερωτήσεις. Η ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι – και δεν μπορεί να είναι – ένα πολυετές σεμινάριο κατάρτισης προς απόκτηση πιστοποιητικών (α)καταλληλότητας για το ένα ή για το άλλο επάγγελμα. Αφήστε που σπάνια είναι ξεκάθαρο πότε και σε τι θα χρειαστεί κάτι που σπουδάζουμε στα είκοσί μας, ούτως ή άλλως…

Εύχομαι τέλος καλή σχολική και ακαδημαϊκή χρονιά σε όλους, είτε πρόκειται να διδαχθούν Γλωσσολογία, είτε όχι!

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 26ης Αυγούστου 2007]

17/6/07

Από τους λεξάριθμους μέχρι το μέλλον της ελληνικής

Ξεκινήσαμε πριν δύο εβδομάδες να εξετάζουμε τις αντιλήψεις περί φθοράς, έκπτωσης και κινδύνου αφανισμού της γλώσσας μας. Είδαμε πως τέτοιες ιδέες είναι πάρα πολύ διαδεδομένες αλλά ατεκμηρίωτες – ωστόσο συχνά υπαγορεύουν κυβερνητικές πολιτικές. Με αφορμή έναν συλλογικό τόμο, σήμερα θα δούμε ότι η γλωσσική κινδυνολογία βασίζεται είτε σε στρεβλές αντιλήψεις για τη γλώσσα είτε σε λανθασμένες ιδέες για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού.

Το βιβλίο «Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας»

Ο συλλογικός τόμος «Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας» κυκλοφόρησε το 2003. Τον επιμελείται η Εύα Αυλίδου, ενώ οι εκδόσεις Αρχέτυπο έκαναν μια αξιέπαινη δουλειά στην επιμέλεια και στο στήσιμο του βιβλίου. Μακάρι όλες οι εκδόσεις στα ελληνικά για τη γλώσσα να ήτανε τόσο φροντισμένες.

Το βιβλίο περιέχει δύο εξαιρετικά κείμενα: το πρώτο είναι του σπουδαίου κλασσικού φιλολόγου Γεράσιμου Χρυσάφη, το οποίο ανατέμνει (ή «αποδομεί», αν προτιμάτε) τον λογιοτατισμό και τον αττικισμό, τις μεταμορφώσεις τους και τα αποτελέσματά τους στην ελληνική παιδεία και γραμματεία, από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους μέχρι και σήμερα. Ο Χρυσάφης αφήνει τις πηγές να μιλήσουν από μόνες τους και, παρότι αναφέρεται στο παρελθόν και το παρόν της ελληνικής, αφήνει τον αναγνώστη να συναγάγει τα δικά του συμπεράσματα για το μέλλον της. Το δεύτερο υπογράφεται από τον εκλεκτό συνάδελφο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, ο οποίος με κατατοπιστικό αλλά και διεξοδικό τρόπο αντικρούει τον μύθο ότι η (ελληνική) γλώσσα κινδυνεύει – παράλληλα επισημαίνοντας τον διαχρονικό και παγκόσμιο χαρακτήρα αυτής της κινδυνολογίας. Εάν βρήκατε το προηγούμενο κείμενο αυτής της στήλης («Κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα;») ορεκτικό, το κείμενο του Χαραλαμπάκη με τη διεξοδικότητα και την ακρίβειά του θα σας χορτάσει.

Φαντασιοκοπήματα και προχειρότητες

Δεδομένου του ενδιαφέροντος των παραπάνω δύο κειμένων, αποτελεί δυσάρεστη έκπληξη ότι τα μισά περίπου κείμενα στον τόμο της Αυλίδου ασχολούνται με τη γλώσσα ερήμην της γλωσσολογίας ή και της φιλολογίας! Βεβαίως, όλοι έχουμε γνώμες και γούστα σχετικά με τη γλώσσα. Πώς όμως και γιατί η επιμελήτρια συμπεριέλαβε γλωσσολογικά δοκίμια και άλλες σοβαρές μελέτες (όπως θα δούμε κατόπιν) μαζί με ένα πλήθος ψευδογλωσσολογικών ληρημάτων; Υπάρχουν άραγε τόμοι για την ιατρική, έστω απευθυνόμενοι στο ευρύ κοινό, οι οποίοι επίσης φιλοξενούν ξόρκια, γητειές και συνταγές για μαγιλίκια τσαρλατάνων και ‘πρακτικών γιατρών’;

Έχουμε και λέμε: η Νίκη Μάρκου ισχυρίζεται ότι η ελληνική ήταν η γλώσσα των αρχανθρώπων και ότι οι νέοι βωμολοχούν γιατί δεν έχουνε λεξιλόγιο, στηλιτεύει τον δανεισμό ξένων λέξεων και αναπαράγει το άτοπο αναμάσημα ότι «η γλώσσα των υπολογιστών» είναι τα αρχαία ελληνικά. Οι Σταύρος Δωρικός και Κωνσταντίνος Χατζηγιαννάκης χρησιμοποιούν απίθανες παρετυμολογήσεις για να μας πείσουν ότι η ελληνική είναι η μητέρα όλων των γλωσσών. Η Τζίνα Αργυριάδη-Σταθοπούλου δίνει μια λεξαριθμική-καββαλιστική ανάλυση της ελληνικής (ξανασχοληθήκαμε με αυτά τα θέματα πέρσι τον Δεκέμβριο), παραθέτοντας και ποιήματά της. Η Μαρία Στούπη μάς μιλάει για τον «προσωδιακό» χαρακτήρα της ελληνικής, κάτι που θα μπορούσαμε να είχαμε γλιτώσει εάν είχε συμβουλευτεί μια καλή εισαγωγή στη Γενική Γλωσσολογία. Η Μαρίνα Καραβά-Γαλάνη παραθέτει πίνακα βάσει του οποίου σχεδόν οποιαδήποτε ακολουθία ‘φθόγγων’ μπορεί να κωδικοποιεί οτιδήποτε. Π.χ. ΕΣΕΝΟΠΟΕΙ ΠΟΝ ΟΚΛΟΠΟ ΚΟΕ ΣΟΙ ΚΕΠΕΛΚΝΟΠΕΙ ΚΕΝ ΙΣΙΕΙΠΕΝΟΣΙΣΕ σημαίνει «ετεροποιεί τον άνθρωπο και καταστρέφει την ιδιαιτερότητα» – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Ο Αριστείδης Κωνσταντινίδης μετράει λέξεις ελληνικής προέλευσης στην ξένη ορολογία, και προβλέψιμα αιτιάται τους ομιλητές της ελληνικής ότι αφήνουμε αναξιοποίητο όλον αυτό τον λεκτικό πλούτο. Ο Κωνσταντίνος Καρκανιάς «ανησυχεί» επειδή δεν καταλαβαίνει τους νέους, επειδή οι νέοι δεν καταλαβαίνουν Πλούταρχο και Παπαδιαμάντη (σε αυτό οι νέοι μοιάζουν με τους γονείς και τους παππούδες μου), επειδή γεμίσαμε ξένες λέξεις και επιγραφές και, φυσικά, για τη λεγόμενη λεξιπενία. Ο Αδαμάντιος Κρασανάκης απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους η ελληνική μπορεί και πρέπει να γίνει διεθνής γλώσσα. Δυστυχώς το εικοσιμιάς σελίδων κείμενό του (άνευ βιβλιογραφίας) περιέχει αναρίθμητα τερατώδη λάθη. Και πάλι, η ανάγνωση μιας εισαγωγής στη Γενική Γλωσσολογία θα είχε αποτρέψει το κακό.

Η πλάνη της ταύτισης γλώσσας και πολιτισμού

Ίσως το πιο οδυνηρό από τα κείμενα που περιλαμβάνει ο τόμος είναι του νεοελληνιστή Φώτη Δημητρακόπουλου. Ο Δημητρακόπουλος με σύνθημα «η ελληνική γλώσσα είναι το παρελθόν της» (σ. 31) επιχειρηματολογεί υπέρ της επιστροφής στην Καθαρεύουσα και στο πολυτονικό (σ. 27), προκρίνοντας την ανάγκη για άνετη πρόσβαση στον αττικό και αττικίζοντα λόγο. Αυτή υποτίθεται ότι θα ανακόψει τη θρυλούμενη επέλαση της αγγλικής και θα αποτρέψει το ενδεχόμενο πολυδιάσπασης των ελληνικών σε διαλέκτους (!) – λες και η αδιάσπαστη πρόσβαση του αραβικού κόσμου στην κλασσική αραβική απέτρεψε τον διαλεκτικό κατακερματισμό του. Συγχέοντας γλωσσική μορφή («καθαρεύουσα») και ύφος, ισχυρίζεται ότι οι σοβαρές εφημερίδες γράφονται «στην απλή Καθαρεύουσα με καταλήξεις της απλοελληνικής» (σ. 22). Όμως, τι είναι πλεόν η Καθαρεύουσα χωρίς τις καταλήξεις της; Γενικά, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς θα μπορούσε κάποιος φιλόλογος, έστω και αν αγνοεί βασικές αρχές της γλωσσικής επιστήμης, να επιμένει (ακόμα) στην απαξίωση της γλωσσικής αλλαγής και στο παμπάλαιο επιχείρημα ότι η ‘νέα γλώσσα’ χρειάζεται φως και ρεύμα από τον αττικό λόγο για να λειτουργήσει. Την απάντηση δίνει, κατά κάποιον τρόπο, μια προσεκτική ανάγνωση τεσσάρων κειμένων του τόμου: του Εμμανουήλ Μικρογιαννάκη, του Βασίλη Φίλια, του Γιάννη Σπυρόπουλου και του Γιώργου Καραμπελιά.

Η επιβίωση της ελληνικής κατά τους Φίλια, Καραμπελιά και Μικρογιαννάκη απειλείται μακροπρόθεσμα από την παγκοσμιοποίηση. Τα κεφάλαιά τους, όπως και του Σπυρόπουλου, συντονίζονται στην εξής άποψη: η ελληνική γλώσσα θα επιβιώσει εφόσον παράγει πολιτισμό (γραμματειακού περιεχομένου – ό,τι φτιάχνεται με γλώσσα δηλαδή) ή και εφόσον θα αποτελεί κομμάτι ενός δυναμικού και αυτοδύναμου πολιτισμού (πνευματικού και πολιτικού). Αυτή η θεώρηση ανήκει φυσικά στη σφαίρα της κοινωνικής και πολιτικής κριτικής, άρα δεν μπορεί να σχολιαστεί με επάρκεια από έναν γλωσσολόγο. Ωστόσο, νομίζω ότι μπορώ να συνεισφέρω τα παρακάτω στον διάλογο για το αν η δυναμικότητα ενός πολιτισμού συσχετίζεται με την επιβίωση της γλώσσας του.

Ένα από τα πιο συναρπαστικά ευρήματα της σύγχρονης γλωσσολογίας είναι και η αναίρεση του ιδεολογήματος των γραμματικών του 19ου αιώνα ότι πολιτισμός και γλώσσα βρίσκονται σε σχέση συμπόρευσης, ισομορφίας ή και ταύτισης μεταξύ τους. Έχουμε π.χ. ξαναδεί ότι η γλώσσα των Αβορίγινων Γουόλμπιρι διαθέτει μορφολογία και συντακτικά χαρακτηριστικά που τη φέρνουνε πολύ κοντά στις κλασσικές γλωσσες. Σε πιο πρακτικό επίπεδο, συχνά μια γλώσσα επιβιώνει ή και καλλιεργείται ενώ έχει ξεπέσει ο πολιτισμός ο οποίος τη γέννησε ή μέσα στον οποίο ‘μεγαλούργησε’: αρκεί κανείς να σκεφτεί τα τζότζιλ των Μάγια, τα κέτσουα των Ίνκα ή τα αρμενικά και τα γεωργιανά. Μάλιστα, τα αρμενικά και τα γεωργιανά είναι περιπτώσεις πολύ ενδιαφέρουσες, εφόσον διατηρούν ολοζώντανα και τα αλφάβητά τους. Αυτό το σημειώνω γιατί ο Καραμπελιάς φαίνεται να αναγνωρίζει τη χαμηλή πιθανότητα αφανισμού της ελληνικής αλλά να ανησυχεί για την πιθανότητα απεμπόλησης της ελληνικής γραφής.

Οι Φίλιας, Καραμπελιάς, Μικρογιαννάκης και Σπυρόπουλος δείχνουνε λοιπόν να θεωρούν δεδομένο ότι η ευρωστία μιας γλώσσας εξαρτάται από την πολιτική και οικονομική ηγεμονία του οργανισμού (κράτους ή άλλου) που τη χρησιμοποιεί. Ενώ είναι γεγονός ότι οι διεθνείς γλώσσες διαδόθηκαν ακριβώς χάρη στην πολιτικοοικονομική ισχύ των ομιλητών τους, παρόλα αυτά η ισχύς μιας ελίτ δε συνεπάγεται απαραιτήτως ευρωστία και εξάπλωση της γλώσσας της: έτσι, η περσική αυτοκρατορία μιλούσε αραμαϊκά (όχι περσικά) και η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ελληνικά, ακόμα και πριν τον διαχωρισμό της. Επίσης, παρά την οικονομική παντοδυναμία της Ιαπωνίας σήμερα, οι ιάπωνες μαθαίνουν αγγλικά, ενώ ιαπωνικά μαθαίνουν ελάχιστοι μη-Ιάπωνες.

Συμπερασματικά, το βασικό ερώτημα δεν αφορά τελικά την επιβίωση της ελληνικής (η οποία, επιμένω, πρέπει να θεωρείται δεδομένη), παρά τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στο μέλλον και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η ελληνική κοινωνία και εξελίσσεται ο ελληνικός πολιτισμός. Και γι’ αυτά τα θέματα δεν έχω τίποτε να πω εδώ.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 17ης Ιουνίου 2007]

15/4/07

Αληθώς ο Κύριος

Στο κλίμα των ημερών, θα ξεκινήσουμε από τον αναστάσιμο χαιρετισμό και την αντιφώνησή του, που ακούγονται την περίοδο του Πάσχα, και θα καταλήξουμε στο να ψηλαφήσουμε γραμματικές δομές που δεν προφέρονται αλλά είναι παρούσες και έχουν αντίκτυπο στην επικοινωνία.

Ελλειπτικοί χαιρετισμοί

Ο συγχωρεμένος ο παππούς μου ο Πολίτης, παρότι άθεος, ήταν «άθεος ηρέμα». Οπότε δεν είχε κανένα πρόβλημα να αντιφωνεί το «Χριστός Ανέστη» της Πασχαλιάς. Αντίθετα όμως με τα κρατούντα στην ελληνική πρωτεύουσα, δηλαδή αντί να αντιφωνεί «Αληθώς Ανέστη», απεναντίας απαντούσε στο «Χριστός Ανέστη» «Αληθώς ο Κύριος». Αυτό αποπροσανατόλιζε κάπως τη μητέρα μου, η οποία θεωρούσε το «Αληθώς ο Κύριος» ως ενός είδους υπεκφυγή (αφού δεν περιέχει το ρήμα «ανέστη»), άρα προϊόν απροθυμίας να αναγνωριστεί η Ανάσταση του Χριστού εκ μέρους του άθεου πεθερού της.

Φυσικά, όπως συμβαίνει πάρα πολλές φορές, η εξήγηση του γιατί ο παππούς χρησιμοποιούσε το λιγότερο σύνηθες «Αληθώς ο Κύριος» ήταν απλούστερη – και πάντως δεν αποτελούσε σε εκείνη την περίσταση δήλωση πίστης (ή, μάλλον, απιστίας): πρόκειται για μια εναλλακτική αντιφώνηση στο «Χριστός Ανέστη» που παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν από τους Έλληνες της Πόλης. Ο λαογράφος θα σταματούσε κάπου εδώ. Ένας θεωρητικός γλωσσολόγος όμως αναρωτιέται: τι απέγινε το ρήμα «ανέστη»; Είναι όντως πιο ασαφής η αντιφώνηση «Αληθώς ο Κύριος» από την αντιφώνηση «Αληθώς Ανέστη»;

Κατ’ αρχάς, και οι δύο αντιφωνήσεις αποτελούν ελλειπτικές προτάσεις, δηλαδή προτάσεις των οποίων κάποια συντακτικά συστατικά, όπως κάποιες λέξεις ή φράσεις, δεν προφέρονται. Για να το θέσουμε όπως θα το αναγνωρίσουν οι παλαιότεροι, και οι δύο είναι προτάσεις όπου «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται». Έτσι, στο «Αληθώς Ανέστη» παραλείπεται το υποκείμενο «Χριστός» ενώ στο «Αληθώς ο Κύριος» παραλείπεται το ρήμα «ανέστη». (Για τη διευκόλυνση των αναγνωστών, θα βάζω σε παρενθέσεις το υλικό που απαλείφεται.) Για να δώσω ένα παράδειγμα, οι προτάσεις «Αληθώς Ανέστη» και «Αληθώς ο Κύριος» είναι συντακτικά ομόλογες με πιο καθημερινές και σαφώς μικρότερης σημασίας ανακοινώσεις όπως «Η επιταγή έφτασε» που μπορούν να σχολιαστούν με ελλειπτικές προτάσεις όπως «Επιτέλους ήρθε (η επιταγή)!», συντακτικώς αντίστοιχα με το «Αληθώς Ανέστη», ή «Επιτέλους (ήρθε) η σκασμένη!», συντακτικώς αντίστοιχα με το «Αληθώς ο Κύριος».

Η έλλειψη ως συντακτικό φαινόμενο

Το φαινόμενο της έλλειψης, δηλαδή της απαλοιφής συντακτικών συστατικών που εννοούνται από τα συμφραζόμενα, απαντά σε όλες τις φυσικές γλώσσες. Ωστόσο, η γραμματική κάθε φυσικής γλώσσας περιορίζει το ποια συστατικά της πρότασης και σε ποιες περιπτώσεις μπορούνε να απαλειφθούν. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι σε καμμία γλώσσα δεν μπορούμε να παραλείψουμε ό,τι να ’ναι μόνο και μόνο επειδή εννοείται από τα συμφραζόμενα. Πρέπει να επιτρέπει και το συντακτικό σύστημα της γλώσσας την έλλειψή του, την απαλοιφή του συγκεκριμένου συστατικού δηλαδή. Για να δώσω ένα παράδειγμα, οι Ορθόδοξοι Άγγλοι χρησιμοποιούν τον πασχαλινό χαιρετισμό “Christ is risen”, του οποίου η αντιφώνηση είναι “He is risen indeed”. Παρότι η μορφή του ρήματος ‘is’ στο τρίτο πρόσωπο του ενικού και στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα δεν αφήνει αμφιβολία για το ποιος ανέστη, η παράλειψη του υποκειμένου, της αντωνυμίας ‘he’ δεν είναι ποτέ δυνατή στα αγγλικά (αντίθετα με ό.τι συμβαίνει στα ελληνικά). Ωστόσο πάλι, στα αγγλικά μπορούμε να έχουμε έλλειψη της ρηματικής φράσης και μόνο, λόγου χάρη στον εξής διάλογο: “I have brought charcoal” («Έχω φέρει κάρβουνα»), “Susan has (brought charcoal), too”. Όπως φαίνεται από την αντιγραμματικότητα στα ελληνικά της μετάφρασης, «*Και η Σούζαν έχει (φέρει κάρβουνα)», η έλλειψη της ρηματικής φράσης στην ελληνική γλώσσα είναι αδύνατη ακόμα και όταν ευκόλως εννοείται από τα συμφραζόμενα.

Όπως συμβαίνει πολλές φορές στις φυσικές γλώσσες, μια δομική δυνατότητα του γλωσσικού συστήματος όπως η έλλειψη, παρότι περιορίζεται από ενδοσυντακτικούς παράγοντες, μπορεί να έχει τεράστια επικοινωνιακή χρησιμότητα. Έτσι, η ύπαρξη της έλλειψης μάς επιτρέπει να βραχυλογούμε, να μην κουράζουμε δηλαδή τον αποδέκτη του γλωσσικού μηνύματός μας με πληκτικές επαναλήψεις. Φανταστείτε δηλαδή να μην υπήρχε η δυνατότητα της έλλειψης: ακόμα και όταν η αναγκαία πληροφορία είναι μόνο μια λέξη, π.χ. «δύο», θα έπρεπε ανελλιπώς να δίνουμε πληροφορίες υπό τη μορφή ολόκληρων, ακέραιων προτάσεων όπως «Οι φράουλες κοστίζουνε δύο λίρες το κιλό». Ωστόσο, η επικοινωνιακή διευκόλυνση της βραχυλογίας είναι εφικτή μόνο και μόνο επειδή την επιτρέπει το δομικό σύστημα της γλώσσας. Για να χρησιμοποιήσω μια αναλογία: επειδή τα αυτιά μας βρίσκονται εκεί που βρίσκονται μπορούμε να στηρίζουμε τα γυαλιά μας, όμως τα αυτιά μας δε βρίσκονται εκεί που βρίσκονται ούτως ώστε να στηρίζουμε τα γυαλιά μας...

Το «Αληθώς ο Κύριος» και πάλι

Γιατί όμως το «Αληθώς (ανέστη) ο Κύριος» σκανδάλιζε τη μητέρα μου; Παρότι είναι λιγότερο συνηθισμένο, είναι και λιγότερο σαφές από το «Αληθώς (Χριστός) Ανέστη»; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση μπορεί να δοθεί αφού λάβουμε υπόψη την πραγματολογική πλευρά της γλώσσας, δηλαδή το κομμάτι εκείνο της επικοινωνίας που πάει πέρα από το στεγνό γλωσσικό μήνυμα, πέρα από τη σκέτη εκτός συμφραζομένων πρόταση, δηλαδή.

Ας υποθέσουμε ότι ο γραμματικός μηχανισμός που απαλείφει το υποκείμενο, όπως στο «Αληθώς (Χριστός) Ανέστη», είναι ο ίδιος με αυτόν που απαλείφει το ρήμα, όπως στο «Αληθώς (ανέστη) ο Κύριος». Ακόμα κι αν αυτή η παραδοχή είναι εσφαλμένη, οι δύο αντιφωνήσεις είναι γραμματικά μάλλον εξίσου απλές ή εξίσου πολύπλοκες. Πού έγκειται λοιπόν η διαφορά τους; Μα φυσικά στην επικοινωνιακή διάστασή τους. Πρώτα απ’ όλα, και οι δύο αντιφωνήσεις είναι πραγματολογικά εξίσου σαφείς και περιέχουν και οι δύο επιβεβαίωση του αναστάσιμου χαιρετισμού, με το «αληθώς». Ωστόσο, η πρώτη και πιο διαδεδομένη, το «Αληθώς (Χριστός) Ανέστη», επαναλαμβάνει ρητά την ουσία του πασχαλινού μηνύματος, όπως αυτή κωδικοποιείται στο ρήμα «ανέστη». Η δεύτερη αντιφώνηση, το «Αληθώς (ανέστη) ο Κύριος» θεωρεί την Ανάσταση δεδομένη και παραλείπει το ρήμα ενώ παράλληλα – πλεοναστικά θα έλεγε κανείς – ξαναδηλώνει το υποκείμενο της Ανάστασης, αλλά αυτή τη φορά με την ιδιότητα του Κυρίου. Ακριβώς επειδή ως επικοινωνιακά όντα απεχθανόμαστε τους πλεονασμούς, όταν το μήνυμα περιέχει πλεονασμούς, τείνουμε να τους εκλαβουμε ως το σημαντικό κομμάτι του μηνύματος, αυτό που δεν πρέπει να διαφύγει. Εν ολίγοις, το «Αληθώς (Χριστός) Ανέστη» τονίζει την Ανάσταση, το «Αληθώς (ανέστη) ο Κύριος» τη συνδέει με το ότι ο Χριστός είναι ο Κύριος.

Τι διαλέγουμε να (μην) πούμε

Πέρα από τον εθιμοτυπικό ή μη χαρακτήρα του αναστάσιμου χαιρετισμού και τις οποιεσδήποτε πεποιθήσεις των στενών συγγενών μου ή οποιουδήποτε άλλου, το μήνυμα αυτού του άρθρου είναι ότι η σύνταξη κάθε γλώσσας μάς προσφέρει ένα ρεπερτόριο από δομικές δυνατότητες, κάποιες από τις οποίες μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να καταστήσουμε την επικοινωνιακή πράξη πιο αποτελεσματική. Όμως – όπως είδαμε παλιότερα με αφορμή το τι μπορούμε να κάνουμε με τις ερωτήσεις, ασχέτως τι σημαίνουν – μεγάλο μέρος του επικοινωνιακού γεγονότος, ιδίως όσον αφορά τις πιο λεπτοφυείς λειτουργίες του, βασίζεται στο τι επιλέγουμε να απαλείψουμε, τι επιλέγουμε να επαναλάβουμε και με ποιον τρόπο. Σε αυτό το θέμα θα επανέρθουμε σε δυο εβδομάδες.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 15ης Απριλίου 2007]

1/4/07

Γράφονται τα κυπριακά;

Σε μια πρόσφατη τηλεοπτική συζήτηση κατά τη διάρκεια μιας ειδησεογραφικής-ενημερωτικής εκπομπής, ο παρουσιαστής ρωτούσε την καλεσμένη του αν γράφονται τα κυπριακά, βεβαιώνοντάς την παράλληλα ότι δε γράφονται και ότι είναι μια καθομιλουμένη διάλεκτος και μόνο. Είναι όμως αλήθεια ότι δε γράφονται τα κυπριακά; Γιατί όχι;

Η γραπτή μορφή

Το αν πρέπει να γράφεται μια γλωσσική ποικιλία καθώς και πώς πρέπει να γράφεται, δηλαδή με ποιο σύστημα γραφής, αποτελεί πολύ σημαντικό ζήτημα για πάρα πολλές γλώσσες, και μάλιστα όσες δεν έχουν επίσημο χαρακτήρα ή νομοθετική κατοχύρωση. Στην Τουρκία ισχύει ακόμη γενική απαγόρευση χρήσης των γραμμάτων q, w και x με το πρόσχημα ότι δεν υπάρχουν στην τουρκική γλώσσα (βεβαίως ‘τυχαίνει’ να χρησιμοποιούνται στη γραφή της κουρδικής). Τα παιχνίδια της ελληνικής κυβέρνησης με το σλαβομακεδονικό αλφαβητάριο τη δεκαετία του 1920 τα είδαμε συνοπτικά παλιότερα. Οι ομιλητές της αρβανίτικης και της αρωμουνικής (βλάχικης) για δεκαετίες ταλαντεύθηκαν ανάμεσα στο ελληνικό και το λατινικό αλφάβητο: το μεν ελληνικό απηχεί τις εθνικές και πολιτικές επιλογές αυτών των κοινοτήτων αλλά αποδίδει ελλιπώς τους φθόγγους των γλωσσών τους, το δε λατινικό αποδίδει καλύτερα τους φθόγγους αλλά παραπέμπει σε ανεπιθύμητα συγγενικές με τα αρβανίτικα και τα αρωμουνικά γλώσσες: την αλβανική και τη ρουμανική. Σήμερα πάντως η αρβανίτικη και η αρωμουνική γενικά δε γράφονται, εν μέρει και λόγω των διλημμάτων αυτών. Τέλος, η χίντι και η ούρντου, εξαιρετικά κοντινές μεταξύ τους γλώσσες της ινδικής υποηπείρου που κατάγονται από τη σανσκριτική, γράφονται με τελείως διαφορετικά συστήματα: η χίντι γράφεται με το συλλαβικό αλφάβητο ντεβανάγκαρι ενώ για την ούρντου χρησιμοποιείται τροποποιημένο το αραβικό αλφάβητο ώστε να γίνεται και οπτικά σαφής η πίστη των ομιλητών της ούρντου στο Ισλάμ.

Τα παραπάνω τα αναφέρω για να υπογραμμίσω ότι το αν θα γράφεται μια γλωσσική ποικιλία και πώς θα γράφεται είναι για άλλη μια φορά ζήτημα πολιτισμικό, πολιτικό και κοινωνικό – όχι γλωσσικό. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε γλώσσα μπορεί να γραφτεί: άλλωστε έχουν προταθεί συστήματα γραφής ακόμα και για τις νοηματικές γλώσσες, στις οποίες οι λέξεις δεν αρθρώνονται γραμμικά, όπως στις ομιλούμενες, αλλά πολλές φορές ταυτόχρονα η μία με την άλλη.

(Πώς) γράφεται η κυπριακή ελληνική;

Η απάντηση, για όποιον έχει περάσει από το κυπριακό σχολείο, είναι βεβαίως γνωστή. Η νεοελληνική διάλεκτος της Κύπρου γράφεται εδώ και αιώνες, πρόκειται μάλιστα για μία από τις πρώτες νεοελληνικές διαλέκτους από τις οποίες έχουμε γραπτά μνημεία. Αρκεί κανείς να θυμηθεί τις απαρχές, τα πετραρχικής εμπνεύσεως ερωτικά ποιήματα του 16ου αιώνα, και όλη τη συνακόλουθη γραμματεία, διερευνημένη ή μη, όπως συνεχίζεται τον 19ο αιώνα μέσω των Βασίλη Μιχαηλίδη, Δημήτρη Λιπέρτη – αλλά και άλλων πολλών – μέχρι και σήμερα, αναφέροντας δειγματοληπτικά τον ποιητή Κώστα Βασιλείου ή τα βιβλία του χαράκτη Χαμπή. Η κυπριακή ελληνική γράφεται λοιπόν εδώ και αιώνες.

Το ελληνικό σύστημα γραφής παγιώθηκε, όπως και η ιστορική ορθογραφία της ελληνικής γλώσσας, σε μια εποχή κατά την οποία η προφορά της γλώσσας μας ήταν πολύ διαφορετική από σήμερα. Έκτοτε η προφορά όλων των ελληνικών ποικιλιών έχει μεταβληθεί αισθητά. Χαρακτηριστικά αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι έχουμε έξι τρόπους για να αποδώσουμε τον φθόγγο /i/ στη γραφή της νέας ελληνικής – με τα γράμματα ιώτα, ήτα και ύψιλον καθώς και με τα δίψηφα ‘ει’, ‘οι’ και ‘υι’ – ενώ καθένας από αυτούς τους τρόπους απέδιδε διαφορετικούς φθόγγους όταν παγιώθηκε η ορθογραφία. Η φωνολογική αυτή μεταβολή μοιραία οδήγησε στο να επινοηθούν νέοι τρόποι απόδοσης των «καινούργιων» φθόγγων. Έτσι, από την εποχή που το γράμμα δέλτα χρησιμοποιείται για να αποδώσει τον τριβόμενο φθόγγο στην αρχή του ‘δέμα’, στις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους ο φθόγγος που απέδιδε παλιότερα σημειώνεται πλέον με ‘ντ’, ακόμα κι όταν δεν ακούγεται το νι, όπως λόγου χάρη στην ηχοποίητη λέξη ‘ντριν’ (τουλάχιστον στη διάλεκτο του γράφοντος).

Τώρα, μερικές διάλεκτοι (κάποιες βόρειες και μοραΐτικες διάλεκτοι και τα κυπριακά) ανέπτυξαν με το πέρασμα του χρόνου ένα φατνιακό συριστικό σύμφωνο, όπως στην αρχή του ‘σιύλλος’. Όταν γράφουμε τα κυπριακά, μπορούμε είτε να το αποδώσουμε με ‘σι’ (όπως έπραξα εδώ), είτε με κάποιο διακριτικό σημάδι πάνω από το σίγμα, όπως πράττουν πολλοί εδώ και δεκαετίες. Η επιλογή ανάμεσα στους δύο τρόπους ορθογράφησης μπορεί να αφεθεί και ελεύθερη, όμως επικρατεί η αντίληψη ότι η ορθογραφική ελευθερία, να γράφει δηλαδή ο καθένας όπως θέλει, προκαλεί σύγχυση και δυσχέρειες στη γραπτή επικοινωνία. Μια τέτοια δυσχέρεια οξύνεται μάλιστα εάν, όπως στην περίπτωση του φατνιακού συριστικού, ένας από τους δύο τρόπους θα απαιτούσε την εισαγωγή στη γραφή (και στην τυπογραφία) ενός καινούργιου διακριτικού σημαδιού. Η τελική απόφαση για αυτό και για άλλα ζητήματα ορθογράφησης ανήκει φυσικά στους χρήστες της κυπριακής ελληνικής.

Προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι η τυποποίηση της ορθογραφίας της κυπριακής ελληνικής αποτελεί καθήκον του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, του οποίου άλλωστε ο ρόλος περιλαμβάνει και την προστασία και καλλιέργεια της ελληνικής κληρονομιάς στο νησί. Αυτό βεβαίως πρέπει να γίνει μετά από διάλογο και με τη συνδρομή φιλολόγων και ιστορικών γλωσσολόγων, καθώς και τεχνοκρατών που θα αποφανθούν κατά πόσο τα προτεινόμενα είναι εύχρηστα και εφαρμόσιμα. Γενικότερα, πρέπει να ανοίξει δημόσιος διάλογος στην Κύπρο για την καλλιέργεια και περαιτέρω ανάδειξη της ελληνικής κυπριακής ως εκφραστικού μέσου. Αυτό φυσικά αποτελεί έργο εθνικό το οποίο θα διαμορφωθεί και από την αναντικατάστατη συνδρομή των ειδικών και το οποίο θα κριθεί στην εφαρμογή του. Πάντως, σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί η τυποποίηση της ορθογραφίας της κυπριακής ή και η (επιθυμητή και δυνητικά πολλαπλώς ευεργετική) παράλληλη διδασκαλία της γραμματικής της κυπριακής ελληνικής δίπλα σε αυτήν της κοινής νεοελληνικής, να προκύψει από εσωτερικές διεργασίες διοικητικού χαρακτήρα.

Η ουσία του ζητήματος: το προνόμιο της διμορφίας

«Διμορφία» (diglossia) είναι ένας όρος που χοντρικά περιγράφει τη χρήση δύο γλώσσικών ποικιλιών σε μια γλωσσική κοινότητα με σχετικά διακριτούς ρόλους και πρόκειται για μια κατάσταση εξαιρετικά διαδεδομένη παγκοσμίως. Οι δύο ποικιλίες στην περίπτωση της ελληνοκυπριακής κοινότητας είναι, βεβαίως, η κοινή νεοελληνική και η κυπριακή ελληνική. Ο πραγματικός λόγος που τα κυπριακά δε γράφονται τόσο εκτενώς όσο θα ήτανε δυνατόν είναι επειδή επικρατεί η αντίληψη ότι η χρήση της κοινής για τη γραπτή επικοινωνία είναι αρκετή. Αυτός ο διακανονισμός σε πολύ γενικές γραμμές φαίνεται να λειτουργεί, ωστόσο αποστερεί από τον μέσο Ελληνοκύπριο τη δυνατότητα να εκφράζεται και γραπτώς στη μητρική γλωσσική ποικιλία του, με ό,τι συνέπειες μπορεί αυτό να έχει για τον γραμματισμό και την επαφή με τη γραφή και την ανάγνωση, είτε στο χαρτί είτε ηλεκτρονικώς.

Ας όμως δούμε τι συμβαίνει σε μια άλλη κοινωνία όπου επικρατεί γλωσσική διμορφία. Στη γερμανόφωνη Ελβετία βρίσκεται σε χρήση η επίσημη γερμανική και η καθομιλουμένη γερμανοελβετική. Όπως στην Κύπρο, στα κρατικά έγγραφα, ομοσπονδιακά και τοπικά, καθώς και για τις πιο τυπικές περιστάσεις χρησιμοποιείται η επίσημη γερμανική. Ωστόσο, η χρήση της γερμανοελβετικής είναι σαφώς εκτενέστερη από αυτή της κυπριακής ελληνικής στην Κύπρο, αφού χρησιμοποιείται και γράφεται ευρέως στα γερμανόφωνα μέσα ενημέρωσης της Ελβετίας. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ οι πολιτικές και οικονομικές στήλες σε μια εφημερίδα είναι στην επίσημη γερμανική, οι στήλες που αφορούν την καθημερινή ζωή είναι στα γερμανοελβετικά. Το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων εκφωνείται στην επίσημη γερμανική αλλά το δελτίο καιρού στα γερμανοελβετικά. Στην Κύπρο αρχίσε να διαφαίνεται ότι διαμορφώνεται μια ομόλογη κατάσταση πριν λίγα χρόνια, όταν τα κυπριακά δραπέτευσαν από τη μάντρα του φολκλόρ και της φαρσοκωμωδίας και πέρασαν σε ‘σοβαρές’ δραματικές σειρές που διαδραματίζονται στη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία. Ταυτόχρονα, στο διαδίκτυο παρατηρείται άνθηση στα κυπριακά ιστολόγια όπου η ελληνική κυπριακή χρησιμοποιείται όχι μόνο για σάτιρα (παραδοσιακό ‘χώρο’ των διαλέκτων) αλλά και εκμυστηρεύσεις, πολιτικές αναλύσεις, αφηγήματα καθώς και διάλογο πάνω σε σύνθετα ζητήματα.

Για να κλείσω με μια μεταφορά, φρονώ πως αξίζει να προσβλέπουμε σε μια ελληνοκυπριακή κοινωνία όπου οι ομιλητές θα αισθάνονται άνετοι να ανοίξουν το «σπίτι τους» (τη μητρική κυπριακή ελληνική) σε περισσότερες χρήσεις, προφορικές και γραπτές, αλλά και επαρκώς καταρτισμένοι να κυκλοφορούν στο «δημόσιο χώρο» (την κοινή ελληνική).

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 1ης Απριλίου 2007]

5/2/07

Είναι ωραία στη Βαβέλ

Η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να μιλάμε την ίδια γλώσσα υπήρξε και αρκετά διαδεδομένη στο παρελθόν και διαχρονικά πολύ δημοφιλής. Η αντίληψη ότι η ύπαρξη μίας κοινής γλώσσας για όλη την ανθρωπότητα θα συντελούσε αποτελεσματικά στην εδραίωση της ανεκτικότητας, της ειρήνης, της αμοιβαίας κατανόησης και της αδελφοσύνης δεν έχει χάσει εντελώς την ευρύτατη απήχηση που άλλοτε απολάμβανε.

Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης ιδίως, η επιθυμία για μια ενιαία πανανθρώπινη γλώσσα ταυτίστηκε λίγο έως πολύ με την προσπάθεια στοχαστών και λογίων για την κατασκευή μιας ιδανικής γλώσσας, ενός «τέλειου» γλωσσικού εργαλείου στοχασμού και επικοινωνίας. Συνήθως τέτοιες ιδανικές γλώσσες κατασκευάζονταν με βάση τις αρχές του ενός ή του άλλου φιλοσοφικού συστήματος. Οι περισσότερες από αυτές δεν αποκτήσανε δεύτερο ομιλητή πέραν του δημιουργού τους, ενώ καμμία τους δε σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία. Ωστόσο, η ιδέα μιας τεχνητής γλώσσας που θα διευκόλυνε την επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και ανάμεσα στους λαούς ως σύνολα, δεν εγκαταλείφθηκε. Μάλιστα, ο 19ος αιώνας γνώρισε μια σειρά από τεχνητές γλώσσες, ουδέτερες και απαλλαγμένες από την ιστορία και την κουλτούρα συγκεκριμένων λαών, με τις οποίες αναπόφευκτα ταυτίζονται όλες οι φυσικές γλώσσες. Η χρήση αυτών των γλωσσών θα εξάλειφε τις γλωσσικές και εθνοτικές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους και θα είχε ως σκοπό να συντελέσει στην ειρήνευση και στην ενότητα του ανθρωπίνου γένους, γι’ αυτό και η προώθησή τους συμπορεύθηκε για περισσότερο ή λιγότερο με κινήματα όπως ο σοσιαλισμός, ο σιωνισμός, ο μπαχαϊσμός αλλά και με χριστιανικές ομολογίες. Εξέχον παράδειγμα τεχνητής γλώσσας είναι η Εσπεράντο, η οποία δημιουργήθηκε το 1887 από τον Πολωνοεβραίο γιατρό Ζάμενχοφ, με στόχους λίγο-πολύ αυτούς που περιγράφτηκαν παραπάνω. Σήμερα η Εσπεράντο ομιλείται ως δεύτερη γλώσσα από περίπου 2.000.000 ομιλητές σύμφωνα με κάποιες μάλλον αισιόδοξες εκτιμήσεις, αν και πρόκειται για την πιο διαδεδομένη «πανανθρώπινη» γλώσσα.

Γιατί λοιπόν απέτυχαν οι προσπάθειες να θεσπιστεί μια κοινή γλώσσα για ολόκληρη την ανθρωπότητα; Γιατί οι άνθρωποι φαίνονται να επιμένουν στη Βαβέλ, στην πολυγλωσσία;

Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι οργανωμένες προσπάθειες να διαδοθεί η μία ή η άλλη τεχνητή γλώσσα προς χρήση ολόκληρης της ανθρωπότητας, ή τουλάχιστον ενός μεγάλου μέρους της, είναι, βεβαίως, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας ήδη χρησιμοποιεί (τουλάχιστον) μία δεύτερη γλώσσα. Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στην αγγλική γλώσσα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης. Ίσα ίσα, διαθέτουμε αδιάσειστα ντοκουμέντα ότι κατά καιρούς μία ή περισσότερες γλώσσες λειτουργούνε σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές ως lingua franca, δηλαδή ως δεύτερες γλώσσες για την επικοινωνία ανάμεσα σε ομιλητές άλλων γλωσσών. Έτσι, στη Μεσόγειο της ύστερης αρχαιότητας η ελληνιστική Κοινή λειτούργησε ως η γλώσσα των γραμμάτων και του πολιτισμού. Χαρακτηριστικότατα, οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης έγραψαν όλοι (πλην του Ευαγγελιστή Ματθαίου) κατευθείαν στα ελληνικά. Ωστόσο, κανείς τους δε φαίνεται να ήτανε φυσικός ομιλητής της ελληνικής, εκτός πιθανόν από τον Απόστολο Λουκά. Ο λόγος για τον οποίο δεν επέλεξαν τα εβραϊκά ή τα αραμαϊκά για να γράψουν ήταν, βεβαίως, ώστε το μήνυμά τους να γίνει προσιτό και κατανοητό από όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Επιπλέον, και πέρα από ζητήματα πολιτιστικού και πνευματικού ενδιαφέροντος, σώζονται χιλιάδες αιγυπτιακοί πάπυροι στους οποίους ομιλητές της κοπτικής αλληλογραφούν μεταξύ τους αλλά και με ομιλητές άλλων γλωσσών για καθημερινά ζητήματα (από ψώνια και παραινέσεις μέχρι ραντεβού και προικοσύμφωνα) σε σπασμένα ελληνικά. Οπωσδήποτε αυτή η εικόνα είναι πολύ κοντά σε αυτή του σημερινού κόσμου, αν αντικαταστήσει κανείς τα κομμάτια παπύρου στην ελληνιστική Κοινή με ηλεκτρονικά μηνύματα στα αγγλικά.

Εδώ θέλω να τονίσω πως η ύπαρξη δεύτερων γλωσσών δεν περιορίζεται στον ευρωμεσογειακό κόσμο. Παραδείγματα κραταιών δεύτερων γλωσσών βρίσκουμε παντού σε όλον τον κόσμο και μάλιστα από τότε που έχουμε γραπτά μνημεία ή και έμμεσες μαρτυρίες. Έτσι έχουμε την αραμαϊκή στην αρχαιότατη Εγγύς Ανατολή, τη λατινική στη μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη, την κινεζική σε ολόκληρη την Ανατολική Ασία, τη σανσκριτική στη Νότια Ασία, την (κλασσική) αραβική στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, τη σουαχίλι στην Ανατολική Αφρική, την κέτσουα (τη γλώσσα των Ίνκας) και τη ναχουάτλ (τη γλώσσα των Αζτέκων) στις Άνδεις και στην Κεντρική Αμερική αντίστοιχα, και ούτω καθεξής. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση lingua franca είναι και η εξής: πριν την κατάκτησή τους από τους Ευρωπαίους, στις Μεγάλες Πεδιάδες της Βορείου Αμερικής οι γλωσσικές-εθνοτικές ομάδες των Αράπαχο, των Σεγιέν και των Σιου (Λαχότα) χρησιμοποιούσανε για τη μεταξύ τους συνεννόηση τη σήμερα εξαφανισμένη νοηματική γλώσσα των Μεγάλων Πεδιάδων.

Τα παραπάνω είναι λίγο έως πολύ είτε γνωστά είτε αναμενόμενα. Ωστόσο η ύπαρξη όλων αυτών των κοινών γλωσσών δε φαίνεται τους τελευταίους αιώνες να συνέβαλε ιδιαιτέρως στην αδελφοσύνη και στην ειρήνη. Για παράδειγμα, το ότι οι (μορφωμένοι τουλάχιστον) δυτικοευρωπαίοι μπορούσανε να επικοινωνούν μεταξύ τους τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση στα λατινικά και αργότερα στα γαλλικά, ποσώς δεν τους εμπόδισε να αλληλοσφάζονται σε αναρίθμητους πολέμους μεταξύ τους. Μήπως τελικά ο Ζάμενχοφ είχε δίκιο, λοιπόν; Μήπως πρέπει να ξαναρχίσουμε από την αρχή; Μήπως πρέπει να οργανώσουμε ένα κίνημα για την προώθηση μιας πανανθρώπινης μητρικής γλώσσας και να ξανακαλλιεργήσουμε την ιδέα μιας κοινής γλώσσας για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος;

Είναι χαρακτηριστικό πως οράματα σαν κι αυτό της μιας μόνο γλώσσας για όλη την ανθρωπότητα κάθε άλλο παρά δημοφιλή είναι πια. Μάλιστα, κινήματα όπως ο εσπεραντισμός δεν αποτελούνε πια παρά σύντομες ενότητες στην ιστορία των ιδεών, στο κεφάλαιο ‘Ουτοπίες’. Υπάρχουνε κατ’ αρχήν πρακτικοί λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Πρώτα από όλα, λόγοι που αφορούν τη γλωσσική κατάκτηση: όπως έχουμε ξαναπεί, μια γλώσσα, για να κατακτηθεί ως μητρική, πρέπει να υφίσταται ως γλώσσα επικοινωνίας μέσα στο περιβάλλον του αναπτυσσόμενου παιδιού, και μάλιστα κατά την κρίσιμη περίοδο για τη γλωσσική ανάπτυξη (0-4 έτη). Έτσι έγιναν τα εβραϊκά μια από τις γλώσσες του Ισραήλ: σε πείσμα των διαφορετικών γλωσσικών υποβάθρων τους, οι Εβραίοι μετανάστες στην Παλαιστίνη χρησιμοποιούσαν τα εβραϊκά για την επικοινωνία μεταξύ τους κι έτσι οι νέες γενιές κατέκτησαν τη γλώσσα αυτή ως μητρική. Το παράδειγμα του Ισραήλ μάς δείχνει επίσης και το γιατί η επιθυμία για μία κοινή γλώσσα για ολόκληρη την ανθρωπότητα αποτελεί χίμαιρα. Παρότι τα εβραϊκά άρχισαν να χρησιμοποιούνται συστηματικά στην Παλαιστίνη ανάμεσα στους Εβραίους μετανάστες μόλις γύρω στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήδη η γλώσσα έχει υποστεί έκτοτε σημαντικές αλλαγές, ενώ έχουνε ξεπηδήσει τοπικές διάλεκτοι και κοινωνιόλεκτοι. Με άλλα λόγια, οποιοδήποτε όραμα για μια ενιαία γλώσσα παραγνωρίζει τη δυναμική της γλωσσικής αλλαγής. Άλλωστε, οι πρόγονοι γλωσσών τόσο διαφορετικών σήμερα όσο τα ισλανδικά, τα πολωνικά, τα ελληνικά, τα κουρδικά, τα ούρντου και τα βεγγαλέζικα ξεκίνησαν όλοι σαν διάλεκτοι της γλώσσας που ονομάζουμε Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή...

Φυσικά, δεδομένης της διάδοσης και της κυριαρχίας της αγγλικής σήμερα ως της πρώτης ιστορικά παγκόσμιας γλώσσας, στην πραγματικότητα ελάχιστοι θα συγκινούνταν πια με το όραμα μίας πανανθρώπινης γλώσσας, φυσικής ή τεχνητής. Ευτυχώς εκτιμούμε στις μέρες μας πολύ περισσότερο τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που κάθε γλώσσα και διάλεκτος κουβαλάει μαζί της και έχουμε σχετικά απομακρυνθεί από ισοπεδωτικές (και ανεδαφικές) ουτοπίες. Θα συνεχίσουμε όμως τη συζήτηση για αυτό το θέμα την επόμενη φορά.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 4ης Φεβρουαρίου 2007]