Σελίδες

8/3/09

Λόγος για τη γλώσσα

Το σκεπτικό ενός συνεδρίου για τη γλώσσα

Διαβάζουμε στο σκεπτικό των διοργανωτών του συνεδρίου με θέμα «Γλώσσα Ελληνική – Γραφή και Τέχνη», που διοργανώνεται από τις 20 έως τις 22 Μαρτίου στην Παλιά Βουλή στην Αθήνα και θα ασχοληθεί με «τη θέση της ελληνικής γλώσσας στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον στην αυγή του 21ου αιώνα»:
«Η ελληνική γλώσσα στα περιορισμένα γεωγραφικά της σύνορα βάλλεται σήμερα πολλαπλώς πρώτα από τη δική μας συμπεριφορά ως φορέων της, στην ιδιωτική και δημόσια χρήση της, στην εκπαιδευτική της αποστολή με τον τρόπο που τη μελετούμε και τη διδάσκουμε σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με τον ελλιπή τρόπο που την προβάλλουμε εκτός των συνόρων, με τον τρόπο της ανοχής στην “κακοποίησή” της από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. [...] Γλώσσα ελληνική σημαίνει συνέχεια ζωής, γιατί είναι η υπερουσία της οντολογικής υπόστασης του έθνους που την έπλασε. Η αναφορά στην πορεία της δεν ακινητεί το χρόνο μας».
Τα παραπάνω αποτελούν ένα χαρακτηριστικό δείγμα του λόγου περί γλώσσας σε κοινωνίες όπως η ελληνική, στις οποίες η εθνική γλώσσα καθ’ εαυτή αποτελεί αυτονομημένη αξία. Ας εξετάσουμε λοιπόν κάποιες χαρακτηριστικές θέσεις για τη γλώσσα όπως διατυπώνονται παραπάνω.

Διάδοση και αλλαγή

Κατ’ αρχήν επισημαίνεται ότι η ελληνική γλώσσα ομιλείται μέσα σε «περιορισμένα γεωγραφικά σύνορα», ότι δεν είναι διεθνής ή οικουμενική γλώσσα. Αυτό βεβαίως δεν είναι απαραίτητα κακό: την τελευταία φορά που η ελληνική, στην ελληνιστική Κοινή φάση της, υπήρξε οικουμενική γλώσσα υπέστη τόσες και τόσο βαθειές αλλαγές, ώστε να τροφοδοτήσει το κίνημα του αττικισμού και να πυροδοτήσει τη γένεση της ελληνικής διτυπίας (που έφτασε μέχρι τις μέρες μας ως το δίπολο δημοτική-καθαρεύουσα).

Συμβαίνει κι αλλού

Κατόπιν, η περιορισμένη γεωγραφική διάδοση της γλώσσας μας συνδέεται με κάποιον τρόπο με το ότι η ελληνική γλώσσα ‘βάλλεται’ μέσα από τη χρήση της στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή. Προσωπικά δεν κατανοώ πώς αυτά τα δύο θέματα συνδέονται, αφού μάλιστα υπάρχουν αντίστοιχα παράπονα εκ μέρους πολλών γλωσσοδιφούντων που ασχολούνται με την αγγλική γλώσσα, η οποία κάθε άλλο παρά περιορισμένη εντός συνόρων είναι: κι εκεί διαβάζουμε για το πώς η αγγλική γλώσσα κακοποιείται μέσα από τη χρήση της στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή, στην εκπαίδευση και στα μέσα ενημέρωσης. Το συμπέρασμα είναι λοιπόν ότι είτε οι περισσότερες γλώσσες του κόσμου, μαζί τους και η κραταιά αγγλική, βάλλονται και κακοποιούνται από τους χρήστες τους, είτε υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος να προσεγγίζουμε τη γλώσσα (και τη γλωσσική αλλαγή και ποικιλομορφία ειδικότερα) που εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε γλώσσα, ελλείψει εμπειρικού ερείσματος. Επειδή έχουμε ξανασυζητήσει εδώ το θέμα των γλωσσικών λαθών και κατά πόσον είναι ικανά να πλήξουν, να βάλουν ή να κακοποιήσουν μια γλώσσα, δε θα επανέρθω.

Κάποιες ασυνέπειες

Το σκεπτικό των διοργανωτών υποστηρίζει ότι «Γλώσσα ελληνική σημαίνει συνέχεια ζωής», κάτι που γενικότερα ισχύει για όλες τις γλώσσες: οι άνθρωποι διαθέτουμε πολιτισμική συνέχεια και πίσω από τις γενιές των γηραιότερων επιζώντων επειδή έχουμε γλώσσα και παράδοση γλωσσική, προφορική ή και γραπτή. Καταλήγει ωστόσο με τρόπο παράδοξο, για κείμενο συντεταγμένο από ανθρώπους με μεράκι και έγνοια για τη γλώσσα μας: «γιατί είναι η υπερουσία της οντολογικής υπόστασης του έθνους που την έπλασε.» Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα με το ουσιαστικό ‘υπερουσία’, νεολογισμό οπωσδήποτε, αφού οι γλωσσαμύντορες τείνουν να μη νεολογίζουν. Επιπλέον, δεν μπορούσα να μαντέψω τι μπορεί να σημαίνει. Τελικά έβγαλα μιαν άκρη βασισμένος στο δόκιμο επίθετο ‘υπερούσιος’: ‘υπερουσία’ πρέπει να σημαίνει κάτι σαν ‘μεταφυσική ουσία’. Ακόμα κι αν δεχόμουν ότι, σε μια έξαρση ποιητισμού, προσφιλούς σε όσους γράφουμε στα ελληνικά, μια γλώσσα θα μπορούσε να διαθέτει ‘μεταφυσική ουσία’, με μπέρδεψε πολύ η ιδέα ότι τα έθνη διαθέτουν οποιουδήποτε είδους ‘οντολογική υπόσταση’. Βεβαίως δεν είμαι ιστορικός. Ωστόσο, ως γλωσσολόγος, μπορώ να βεβαιώσω ότι τις γλώσσες δεν τις πλάθουν τα έθνη αλλά τα νήπια – όπως είδαμε και την προηγούμενη φορά – και, σ’ ένα άλλο επίπεδο, οι λόγιοι τους.

Τελειώνοντας μπαίνω στον πειρασμό να παραστήσω το ρυθμιστή: το ρήμα ‘ακινητώ’ είναι δόκιμο ως αμετάβατο. Λέμε λ.χ. ‘το νερό στις αλυκές ακινητούσε’. Το δόκιμο μεταβατικό αντίστοιχό του είναι ‘ακινητοποιώ’, λ.χ. ‘χάρη στο ABS, κατάφερα να ακινητοποιήσω το αμάξι εγκαίρως’. Εξ αφορμής αυτού του ολισθήματος, αναρωτιέμαι τελικά τι πρέπει να συμπεράνει κανείς για το δόκιμο των ελληνικών όσων ανησυχούν για τα ελληνικά.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 8ης Μαρτίου 2009]