Σελίδες

25/10/09

Η πορεία της (γλωσσικής) αλλαγής

Εκ των υστέρων

Εκ των υστέρων, τα πάντα φαίνονται ξεκάθαρα. Εκ των υστέρων, το παρελθόν φαίνεται σαν να έχει νόημα, μας μοιάζει σαν μια αλυσίδα που αναπόφευκτα οδηγεί στο εδώ και στο τώρα. Έτσι, όταν κοιτάει κανείς το παρελθόν της γλώσσας πολλές φορές νομίζει ότι βλέπει μια αλληλουχία εξελικτικών σταδίων που σχεδόν αναπόφευκτα οδηγεί στη συγχρονία του σήμερα. Κοιτώντας προς τα πίσω, ξεγελιόμαστε και φτάνουμε να πιστέψουμε ότι η τάδε ή η δείνα γλωσσική μεταβολή ήταν αναπόφευκτη ή ότι ξετυλίχτηκε λίγο-λίγο και σιγά-σιγά με σκοπό να μας φέρει εδώ όπου είμαστε τώρα. Η αντίληψη ότι η γλωσσική αλλαγή έχει σκοπό, ότι οδηγεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, έστω και αν χρειαστούν αιώνες να φτάσει μέχρι εκεί, είναι πολύ διαδεδομένη.

Πτώση στα λατινικά, άρθρα στις ρωμανικές

Ένα γνωστό παράδειγμα είναι και το εξής, από την ιστορία των λατινικών. Όπως είναι γνωστό, ιδίως σε όσους τα έχουν υποστεί στο σχολείο, τα λατινικά ουσιαστικά κλίνονται για πτώση: lux, lucis, luci, lucem… (‘φως’ σε ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική – όπως αντίστοιχα κλίνουμε στην αρχαία το νόμος, νόμου, νόμω, νόμον…). Τα λατινικά επίσης δεν είχαν καθόλου άρθρα: ‘lucem vidi’ σημαίνει είτε ‘είδα το φως’ είτε ‘είδα φως’.

Αντίθετα, οι ρωμανικές ή νεολατινικές γλώσσες, που ιστορικά προέκυψαν από τα λατινικά (ιταλικά, ισπανικά, γαλλικά, ρουμάνικα κτλ.), έχουν όλες άρθρα αλλά τα ουσιαστικά τους δεν κλίνονται για πτώση. Μάλιστα υπάρχουν στοιχεία ότι κάθε μία από αυτές τις γλώσσες ανέπτυξε άρθρα ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες. Με βάση αυτή την εικόνα πολλοί μελετητές και γλωσσολόγοι οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι η απώλεια της πτώσης πάνω στα ουσιαστικά σχετίζεται με την εμφάνιση των άρθρων: μια γλώσσα χάνει την πτώση στα ουσιαστικά και εμφανίζει άρθρα. Αυτός ο συσχετισμός δεν είναι ανυπόστατος, τουλάχιστον με τα δεδομένα που έχουμε. Πολλοί ωστόσο προχώρησαν πιο πέρα και μίλησαν για μια αναπόδραστη, ντετερμινιστική όπως λέμε, διαδικασία η οποία με το πέρασμα των γενεών δημιουργεί άρθρα ενώ εκλείπει η πτώση. Με άλλα λόγια, θεώρησαν ότι η εξαφάνιση της πτώσης είναι η αιτία της εμφάνισης άρθρων. Εκ των υστέρων, μπορεί κανείς να δει μια αναπόφευκτη διαδικασία, μια σχέση αιτίου-αιτιατού.

Κακώς, όμως. Γλώσσες όπως τα ελληνικά έχουν και άρθρα και πτώση πάνω στα ουσιαστικά τουλάχιστον από τον 6ο π.Χ. αιώνα, ενώ άρθρα και πτώση συνυπάρχουν και σε πολλές γλώσσες. Παρότι η εμφάνιση των άρθρων σχετίζεται με την εξαφάνιση της πτώσης στις ρωμανικές γλώσσες, είναι σχεδόν αδύνατο να μιλήσει κανείς για μια στιβαρή σχέση αιτίου-αποτελέσματος, για μια προδιαγεγραμμένη ιστορική διαδικασία η οποία ξετυλίγεται με το πέρασμα του χρόνου.

Γλωσσική κατάκτηση και γλωσσική επαφή

Γνωρίζουμε σήμερα ότι η γλωσσική μεταβολή ξεκινάει με τη γλωσσική κατάκτηση εκ μέρους των παιδιών: κάποτε τα παιδιά επανερμηνεύουν τα γλωσσικά δεδομένα που ακούνε με βάση γραμματικούς κανόνες διαφορετικούς από των γονέων τους. Όχι πάντοτε όμως. Έτσι, η γλώσσα δεν αλλάζει ούτε πάντα ούτε συνεχώς: στις ιστορίες των γλωσσών βρίσκουμε και περιόδους γλωσσικής σταθερότητας. Επίσης, όταν αλλάζει η γλώσσα, δεν αλλάζει πάντα με την ίδια ταχύτητα: κάποιες μεταβολές χρειάζονται αιώνες για να συντελεστούν, άλλες δύο ή τρεις γενιές. Τέλος, και το πιο συναρπαστικό από όλα, κάποιες γλωσσικές δομές είναι πιο ευάλωτες στη γλωσσική μεταβολή από άλλες: π.χ. η έκφραση του ποιού ενεργείας στα ελληνικά (η διαφορά μεταξύ ‘έτρεχα’ κι ‘έτρεξα’) παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη για παραπάνω από 25 αιώνες.

Επιπλέον, αυτό που εκ των υστέρων μας φαίνεται ‘φυσική εξέλιξη’ είναι πολλές φορές προϊόν ιστορικών ατυχημάτων. Η αναλυτική δομή της αγγλικής, που τόσο θαυμάζεται από αγγλόφωνους λογίους (καμμία έκπληξη εδώ: οι κατά τόπους λόγιοι θεωρούν τη γλώσσα τους υπέρτερη όλων των άλλων), είναι προϊόν της μοιραίας συνάντησης, μετά τη νορμανδική κατάκτηση το 1066, της αγγλοσαξονικής γλώσσας με τη μεσαιωνική γαλλική. Το «ισορροπημένο» σύστημα των πέντε φωνηέντων της νέας ελληνικής (α, ε, ι, ο, ου), η απώλεια της διάκρισης σε μακρά και βραχέα αλλά και απώλεια του μουσικού τόνου της αρχαίας χρονολογούνται στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Πιθανολογείται μάλιστα πως τα παραπάνω φαινόμενα οφείλονται στην επίδραση σημιτικών γλωσσών όπως η κοπτική, αφού τότε μια μεγάλη και όλο επιρροή πλειοψηφία ελληνόφωνων ομιλητών ζούσε στην Αίγυπτο και μιλούσε και κοπτικά.

Από τα λίγα που είδαμε πιο πάνω φαίνεται ότι η γλωσσική αλλαγή είναι μια υπόθεση σύνθετη και δεν ακολουθεί προδιαγεγραμμένες τροχιές ούτε υπακούει σε απλοϊκούς συσχετισμούς αιτίου και αποτελέσματος.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 25ης Οκτωβρίου 2009]

Γλώσσα ή κάτι άλλο;

Όταν αποδέχτηκα την πρόσκληση να συνεισφέρω στη στηλη ‘Εξ αφορμής’, είχα κατά νου να γράφω κι εδώ, όπως κι αλλού, για εκείνα ακριβώς τα γλωσσικά θέματα που συνήθως δεν τραβούν την προσοχή του κοινού. Ήθελα να γράψω για τις συναρπαστικές ανακαλύψεις της Γλωσσολογίας τα τελευταία σαράντα χρόνια. Είχα σκοπό να συμβάλω (έστω και λίγο) στην εκλαΐκευση των γλωσσικών επιστημών και να μιλήσω για όσα έχουν αποκαλύψει για τη φύση και τη λειτουργία της γλώσσας.

Δυστυχώς όμως οι αφορμές για τέτοιου είδους συζητήσεις είναι δυσεύρετες. Στις κοινωνίες με μακρά (και ένδοξη) γραπτή παράδοση, η γλώσσα γίνεται συνήθως αφορμή να κουβεντιάζονται άλλα ζητήματα. Δηλαδή, ενώ φαίνεται να συζητάμε για τη γλώσσα, στην πραγματικότητα οι προβληματισμοί μας δεν αφορούν την ίδια τη γλώσσα παρά κάποια σχετιζόμενα θέματα, θέματα ενδεχομένως σημαντικά αλλά πάντως όχι γλωσσικά.

Στην Ελλάδα και αλλού γίνονται εκτενείς και όλο παρεκβάσεις κουβέντες για την ιστορία και τη συνέχεια της γλώσσας. Κατά κανόνα αναλύεται με ακρίβεια και συνέπεια σχεδόν ψυχαναλυτική η σχέση μας με κάποιες παλιότερες μορφές της γλώσσας και με επιλεγμένα κείμενα γραμμένα σε αυτές. Νομίζουμε λοιπόν ότι μιλάμε για τη διαχρονία της γλώσσας, ενώ στην πραγματικότητα μεταφέρουμε στον λόγο για τη γλώσσα την πολιτισμική αγωνία κάθε γενιάς που πρέπει να αναμετρηθεί με κείμενα του παρελθόντος. Μια διαχρονική αγωνία κάθε λαού με ουσιώδη γραπτή παράδοση, από τους αρχαίους Ινδούς μέχρι τους σύγχρονους Αμερικανούς – και εμάς, βεβαίως.

Άλλοτε «ανησυχούμε για το μέλλον της γλώσσας μας», ιδίως στην Ελλάδα. Και πάλι όμως τελικά συζητούμε τη θέση της νεοελληνικής κουλτούρας και του νεοελληνικού πολιτισμού: κατά τον 20ο αιώνα μέσα στον Δυτικό Κόσμο, κατά τα τέλη του 20ου αιώνα μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη και – στις μέρες μας – μέσα στον παγκο¬σμιοποιημένο κόσμο μας.

Συχνά πάλι πραγματευόμαστε σχοινοτενώς μια χούφτα ελλιπέστατα τεκμηριωμένα φαινόμενα (όταν δεν είναι επινοημένα) όπως η «λεξιπενία» ή αυτό που πάρα πολλοί ακυρολεκτικά λένε «δυσλεξία», εννοώντας όχι δυσχέρειες στη γραφή και στην ανάγνωση, αλλά την απουσία ευφράδειας και καλλιέπειας. Σε αυτές τις περιπτώσεις συζητάμε για «γλώσσα» αλλά – στην καλύτερη περίπτωση – μας απασχολούν ο γραμματισμός, η ακριβολογία και η καλλιέπεια. Έτσι, ενώ εξετάζουμε λεξιλογικά, συμφραστικά και ορθογραφικά θέματα, στην πραγματικότητα προβληματιζόμαστε για την πνευματική καλλιέργεια ή την ιδεολογική ταυτότητα ομάδων (όπως οι μαθητές) ή ατόμων (λ.χ. δημόσιων προσώπων ή πολιτικών). Μάλιστα, τέτοιοι προβληματισμοί συχνά βασίζονται στην πλάνη ότι οι γλωσσικές δυσκολίες είναι πάντα δείκτης χωλής νόησης. Σε κάθε περίπτωση, δεν ασχολούμαστε με τη γλώσσα, αλλά με το τι νομίζουμε ότι μας λέει για τη νόηση και τα φρονήματα.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πολλές φορές συγχέουμε τους προβληματισμούς μας για τον προσανατολισμό και την ποιότητα της εκπαίδευσης με έναν γενικό λόγο περί γλώσσας. Ενώ κατ’ ουσία μας απασχολεί το κατά πόσο τα σχολεία μας διδάσκουν γραμματισμό και τα πανεπιστήμιά μας ακριβολογία και σαφήνεια στην έκφραση, καταλήγουμε να νοσταλγούμε την καθαρεύουσα ή να φαντασιωνόμαστε υπολογιστές για τη διδασκαλία της γραμματικής και του λεξιλογίου…

Είναι λοιπόν δύσκολο να βρεθεί αφορμή για να μιλήσει κανείς για τη γλώσσα καθεαυτή. Άλλωστε, η γλώσσα βρίσκεται στο κέντρο της ανθρώπινης φύσης, αρθρώνει τη νόησή μας και συναρμόζει τις ανθρώπινες σχέσεις και τον κοινωνικό μας βίο: ξεκινώντας να μιλάμε για αυτήν, σχεδόν μοιραία καταλήγουμε κάπου αλλού.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 25ης Οκτωβρίου 2009]

11/10/09

Γλωσσική δομή και ανθρώπινη φύση

Κατάκτηση κι όχι εκμάθηση

Κάτω από τη μύτη μας ξετυλίγονται τα πιο σύνθετα και πολύπλοκα φαινόμενα στο σύμπαν, χωρίς καν να το πάρουμε χαμπάρι. Δεν αναφέρομαι μόνο στα μυστήρια της φυσικής σωματιδίων ή της κυτταρικής βιολογίας, αλλά και σε πολύ πιο κοντινά μας φαινόμενα, τα οποία μπορούμε ως ένα σημείο να παρατηρήσουμε. Ένα από αυτά είναι και η κατάκτηση της γλώσσας από τα μικρά παιδιά. Είπα «κατάκτηση» και όχι «εκμάθηση», αφού η γλώσσα δε μαθαίνεται, παρά αναπτύσσεται. Επίσης, είπα ότι η γλωσσική κατάκτηση είναι φαινόμενο που μπορούμε να παρατηρήσουμε, δεν μπορούμε όμως να το επηρεάσουμε κιόλας; Πολλοί γονείς αυτό πιστεύουν, στο κάτω-κάτω. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να επηρεάσουμε την ανάπτυξη της γλώσσας του παιδιού πολύ πολύ λιγότερο απ’ ό,τι νομίζουμε.

Γλωσσικές δομές

Βεβαίως για να μάθει το παιδί μία λέξη πρέπει να την ακούσει να χρησιμοποιείται στο περιβάλλον του, αν και δεν είναι απαραίτητο να βρίσκεται στον λόγο που του απευθύνουμε (έτσι μαθαίνουν γρήγορα και αποτελεσματικά και τις περισσότερες βρισιές). Όμως ένα ακόμα πιο δύσκολο ερώτημα είναι πώς κατακτούν τα παιδιά τις γλωσσικές δομές της μητρικής γλώσσας τους. Ας δούμε απλά τι εννοούμε όταν μιλάμε για δομές.

Στα ελληνικά λέμε «έφαγα τη μικρή τυρόπιτα». Λέμε επίσης «έφτιαξα την τυρόπιτα μικρή» (όσοι από εμάς ξέρουμε να φτιάχνουμε τυρόπιτες). Ωστόσο, το «*έφαγα την τυρόπιτα μικρή» είναι αντιγραμματικό – εκτός κι αν κάποια ομιλήτρια εννοεί ότι έφαγε την τυρόπιτα όταν ήταν η ίδια μικρή. Άρα η κατάκτηση των γλωσσικών δομών είναι μια πολύ σύνθετη υπόθεση: πέρα από το να παράγει ό,τι είναι γραμματικό, το παιδί πρέπει επίσης να κατακτήσει (και να μην παράγει) ό,τι δεν είναι γραμματικό.

Μαθησιμότητα: εναντίον της γενίκευσης και της αναλογίας

Τώρα, εάν ρωτήσετε κάποιον πώς αναπτύσσει ένα παιδί τη γνώση των δομών, της γραμματικής δηλαδή, της μητρικής του γλώσσας, συνήθως η απάντηση είναι ότι το καταφέρνει μέσω γενίκευσης και αναλογίας. Αποτελεί δηλαδή (λανθασμένη) διαδεδομένη αντίληψη ότι το παιδί αναλύει τις προτάσεις που ακούει (π.χ. «έφαγα τη μικρή τυρόπιτα»), εντοπίζει κάποια γενικά μοτίβα (π.χ. ‘το επίθετο πάει πριν το ουσιαστικό’) και τα αναπαράγει κατ’ αναλογία. Κι όλα αυτά μέχρι την ηλικία των τριών με πέντε ετών το αργότερο, οπότε τα παιδιά έχουν ολοκληρώσει την κατάκτηση της μητρικής (ή των μητρικών) γλωσσών τους.

Ωστόσο αυτά υποτίθεται ότι τα κάνει ένα παιδί σε μια ηλικία που δεν μπορεί καλά-καλά να δέσει τα κορδόνια του. Επίσης, ελάχιστα παιδάκια στην ίδια ηλικία – ταλέντα το δίχως άλλο – μαθαίνουν τους κανόνες του ποδοσφαίρου, του σκακιού ή της πιλότας απλώς παρατηρώντας και γενικεύοντας. Επιπλέον, οι δομικοί κανόνες της γλώσσας είναι κατά πολύ πολυπλοκότεροι και συνθετότεροι απ’ αυτούς οποιουδήποτε αθλήματος, παιχνιδιού ή χαρτοπαιγνίου.

Συν τοις άλλοις, η θεωρία της μαθησιμότητας (learnability theory) υποδεικνύει ότι η διαδικασία γενίκευσης και αναλογίας δεν μπορεί ούτως ή άλλως να οδηγήσει στην επιτυχή εκμάθηση γλωσσικών δομών: εάν λ.χ. την εφαρμόζαμε στο παράδειγμα πιο πάνω, θα μας οδηγούσε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το «έφαγα την τυρόπιτα μικρή» – όπου το ‘μικρή’ προσδιορίζει το ‘τυρόπιτα’ – είναι οκέι.

Πώς λοιπόν αναπτύσσει το παιδί τις σωστές γλωσσικές δομές της μητρικής γλώσσας του;

Η (γλωσσική) ανάπτυξη είναι στη φύση μας

Η πολύπλοκη δομή κάθε φυσικής γλώσσας αναπτύσσεται όπως περίπου το δέντρο από τον σπόρο. Μέσα στον σπόρο υπάρχουν προκαθορισμένες οδηγίες για να σχηματιστούν κορμός, κλαδιά, ρίζες, φύλλα αλλά και όλες οι θαυμαστές μικροσκοπικές λεπτομέρειες της βιολογίας του δέντρου. Αντίστοιχα, μέσα στον εγκέφαλο ενός νεογέννητου υπάρχουν προκαθορισμένες οι εξειδικευμένες δομικές αρχές της ανθρώπινης γλώσσας αλλά και μαθησιακοί μηχανισμοί που αφορούν τη γλωσσική δομή. Με την έκθεση στο γλωσσικό περιβάλλον, αυτοί οι μηχανισμοί αναπτύσσονται σε δομές που διέπονται από τις βασικές αρχές που ανέφερα πιο πάνω. Έτσι, το παιδί ‘μαθαίνει’ τη γραμματική της γλώσσας του στο βαθμό που ‘μαθαίνει’ να περπατάει ή να αναγνωρίζει ανθρώπινα πρόσωπα.

Πώς φτάνουμε από αυτές τις αρχές και τους μηχανισμούς στη διαφορά μεταξύ του «έφαγα τη μικρή τυρόπιτα» και του «έφτιαξα την τυρόπιτα μικρή»; Η απάντηση είναι τόσο σύνθετη – ίσως ακόμα πιο σύνθετη – όσο και αυτή που θα δίναμε στην ερώτηση πώς από το κουκούτσι της ελιάς φτάνουμε στο δέντρο ή γιατί οι καρποί που δίνει είναι πλούσιοι σε έλαια και όχι, λ.χ., σε σάκχαρα όπως του αμπελιού.

Το ίδιο το παιδί που κατακτάει τη δομή της γλώσσας δε χρειάζεται να ασχολείται με αυτά τα ζητήματα, απλώς ακολουθεί τη φύση του, ακόμα και κάτω από αντίξοες επικοινωνιακές συνθήκες όπως η τυφλότητα, και εν μέσω γνωστικών διαταραχών. Είναι στη φύση του.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 11ης Οκτωβρίου 2009]