Αναζητώντας τις χαμένες λέξεις
Όπως πολλές γλώσσες με μακραίωνη γραπτή παράδοση, έτσι και η ελληνική προσφέρει στους ομιλητές της χιλιάδες σελίδες κειμένων. Βεβαίως, όπως συμβαίνει και στις άλλες γλώσσες με μακραίωνη γραπτή παράδοση, τα περισσότερα από τα κείμενα αυτής της παράδοσης δεν είναι προσβάσιμα στους σύγχρονους ομιλητές. Πρώτον, η γραμματική αλλάζει: ακόμα και οι φοιτητές φιλολογίας, προσεγγίζοντας αρχαία κείμενα, προβληματίζονται συχνά γιατί τους περίσσεψε μια δοτική, όπως περισσεύει καμμιά βίδα μετά τη συναρμολόγηση ραφιών. Δεύτερον, ο κόσμος και οι συνθήκες για τις οποίες μιλάνε τα κείμενα άλλαξαν: οι υπαινιγμοί του Αριστοφάνη διαφεύγουν ακόμα και στους κλασσικούς φιλολόγους (εξου και η ανάγκη για διασκευή των έργων του), η ορολογία της τζόστρας (της κονταρομαχίας έφιππων δηλαδή) από τον Ερωτόκριτο είναι εν πολλοίς ακατανόητη για όσους από εμάς δε ζούμε υπό την κυριαρχία φεουδαρχών, κ.ο.κ. Τρίτον, η πλειοψηφία των λέξεων στα παλιότερα ελληνικά κείμενα, από τον Παλαμά και πριν δηλαδή, χρειάζονται είτε εξειδικευμένες γνώσεις είτε ανεπτυγμένες δεξιότητες για να γίνουν κατανοητές: από τον κηληθμό και τον ασάμινθο του Ομήρου μέχρι τον βιδολόγο και το αναβατόριο της Πολίτικης ντοπιολαλιάς του 20ου αιώνα, από τον κεντυρίωνα και την παρεμβολή της Αγίας Γραφής μέχρι την πετροκαλαμήθρα και τον χοχλό του Σολωμού, έχουμε όλοι πάρα πολλές άγνωστες λέξεις.
Η γραμματική κάποιας παλιότερης μορφής πάντως δεν μπορεί να νεκραναστηθεί: η τελευταία οργανωμένη απόπειρα για κάτι τέτοιο, η καθαρεύουσα, ενταφιάστηκε το 1975 μετά από περίπου 150 χρόνια πεισμωμένης αλλά μάλλον ατελέσφορης ύπαρξης. Για τον κόσμο, φυσικά, δεν το συζητούμε: ποιος θα ήταν πρόθυμος να αναβιώσει την πραγματική αρχαία αθηναϊκή κουζίνα, την ελληνιστική ιατρική, τις ρωμαϊκές συγκοινωνίες, το βυζαντινό πολίτευμα, την οθωμανική φορολογία ή τους πολέμους του 19ου και του 20ου αιώνα.
Πολλοί από εμάς ωστόσο βρίσκουν μέσα στα κείμενα που είναι γραμμένα σε παλιότερες μορφές της ελληνικής έναν θησαυρό από λέξεις που μπορούνε να χρησιμοποιήσουν. Η χρήση λέξεων από τις παλιότερες μορφές της γλώσσας, και μάλιστα από τη λόγια παράδοση, είναι και εκτεταμένη και αναπόφευκτη. Εδώ θα κάνω μόνο δύο σχόλια πάνω στο γιατί καταφεύγουμε στη λόγια παράδοση και για τις δυσκολίες που δημιουργούν οι λόγιες λέξεις στον σύγχρονο χρήστη
Εσωτερικός δανεισμός
Όσοι καταφεύγουμε σε παλιότερες μορφές της ελληνικής για να ανακαλύψουμε ή να ανασύρουμε πολλές φορές κάποια λέξη, αφορμώμαστε από μια ποικιλία κινήτρων. Στη χειρότερη περίπτωση μπαίνουμε στη διαδικασία να βρούμε λόγιες λέξεις για να στολίσουμε τα κείμενά μας για λόγους εντυπωσιασμού, ώστε να επιδείξουμε την εξοικείωσή μας με κείμενα, ιδέες και ωραία ελληνική καλλιέργεια: κάπως έτσι πρέπει να σκέφτονται όσοι γράφουν άγαρμπες ελληνικούρες όπως «απεκδύονται τα ιμάτιά τους» ή «οι αγγλοσαξονική παιδεία εσχηκότες» (και τα δύο παραδείγματα σταχυολογημένα από τον Γιάννη Χάρη, στον οποίο θα επιστρέψουμε). Στη διαμετρικά αντίθετη περίπτωση, χρησιμοποιούμε λόγιες λέξεις επειδή εκφράζουνε συνοπτικά και με ακρίβεια ένα σύνθετο νόημα, λ.χ. εντελέχεια, περιδίνηση, γογγύζω. Φυσικά υπάρχουν και πάρα πολλές ενδιάμεσες περιπτώσεις, όταν λ.χ. χρησιμοποιούμε λόγιες λέξεις για να προσδώσουμε ένα ιδιαίτερο ύφος ή ιδιαίτερο τόνο στα γραφόμενα ή στα λεγόμενά μας.
Λεξιλογικές κράμπες
Οι λέξεις όμως δεν είναι χάντρες να τις διαλέγουμε από πάγκους και να τις συνδυάζουμε κατά βούληση σε καλοκαιρινά βραχιολάκια και περιδέραια. Μάλιστα, στην περίπτωση της ελληνικής, οι λέξεις κουβαλάνε μαζί τους ένα κομμάτι γραμματικής – θέμα με το οποίο καταπιαστήκαμε την προηγούμενη φορά. Κάθε φορά λοιπόν που δανειζόμαστε από το παρελθόν της γλώσσας, φορτωνόμαστε κι ένα μικρό κομμάτι της γραμματικής της. Έτσι, όταν δανειζόμαστε τη λέξη ‘μισγάγκεια’ (η νοητή γραμμή που ενώνει τα χαμηλότερα σημεία μιας κοιλάδας), που έγινε πολύ της μόδας πρόσφατα, δανειζόμαστε και το θηλυκό της γένος, το ότι είναι ουσιαστικό κτλ. Ως εδώ καλά. Δείτε όμως τι συμβαίνει με τον εσωτερικό δανεισμό ενός ρήματος όπως ‘επιτίθεμαι’ ή ‘αντιπαρατίθεμαι’, που κανείς δεν ξέρει πώς να κλίνει στον πληθυντικό ή στον παρατατικό... Στα παραπάνω προστίθενται και όλα τα προβλήματα των σπάνιων λέξεων, από όπου κι αν προέρχονται: ‘απόφραξη’ σημαίνει ξεβούλωμα (όπως στις αποφράξεις βόθρων); Ή μήπως σημαίνει βούλωμα (όπως στην απόφραξη αρτηρίας); Το λεξικό Τριανταφυλλίδη λέει «και τα δύο»: έχουμε δηλαδή μια λέξη στα ελληνικά που σημαίνει είτε μια σημασία είτε το αντίθετό της...
Αυτά και πολλά περισσότερα τα εξετάζει αναλυτικά και με καίριο χιούμορ ο Γιάννης Χάρης στις στήλες του εδώ και χρόνια. Πρόσφατα, έχει αρχίσει να συλλέγει τα άρθρα του σε αυτή τη διεύθυνση στο ίντερνετ: http://yannisharis.blogspot.com/
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 22ης Ιουνίου 2008]