Σελίδες

23/8/23

Το ουδέτερο, το @ και εμείς: Μία συζήτηση για τη συμπεριληπτική γλώσσα

Απόσπασμα του ομώνυμου άρθρου του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου που δημοσιεύθηκε στο Αθηνόραμα. Πιο συγκεκριμένα, παρατίθεται η συζήτηση μεταξύ μας, ενώ το άρθρο περιέχει επίσης συζητήσεις με την Ερωφίλη Κόκκαλη και το Mochi Γεωργίου.

Οι τοποθετήσεις ενός ειδικού της γλώσσας

Ποια είναι η ανάγκη που ωθεί κάποια μέλη της γλωσσικής κοινότητας να χρησιμοποιούν συμπεριληπτική γλώσσα;  Μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποια παραδείγματα αυτής, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια; 

Φοίβος Παναγιωτίδης: Η ανάγκη για δικαιοσύνη και ορατότητα. Κι αυτές φυσικά δεν είναι, ή δεν θα έπρεπε να είναι, ανάγκες μόνο κάποιων μελών της γλωσσικής κοινότητας. Είναι ζήτημα στοιχειώδους δικαιοσύνης να αποκαλείται το μέλος μιας κοινότητας με το όνομα ή με τον τρόπο που η κοινότητα αυτή έχει επιλέξει να αποκαλείται: έχει δικαίωμα να μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται. Το αίτημα αυτό του αυτοπροσδιορισμού δεν αφορά μόνο τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας ή μόνο τις γυναίκες αλλά έχει να κάνει και με τη φυλή, με την εθνότητα και άλλες ταυτότητες. 

Γιατί όμως συνδέουμε τον αυτοπροσδιορισμό με τη δικαιοσύνη; Αν μια κοινότητα δεν έχει φωνή ή δεν ακούγεται η φωνή της δυνατά, τουλάχιστον αυτά που θεωρεί δικά της πράγματα θα πρέπει να μπορεί να τα αποκαλεί όπως επιθυμεί εκείνη. Με άλλα λόγια "δεν θα μου πεις εσύ πώς θα ονομάζομαι", και αυτό είναι ακόμα πιο καίριο αίτημα όταν οι προς αντικατάσταση όροι είναι προσβλητικοί, πατερναλιστικοί ή και ταπεινωτικοί πολλές φορές.

Η ορατότητα  αφορά κυρίως έμφυλους προσδιορισμούς. Είναι σημαντικό να αποτυπώνεται λ.χ. ότι μια κοσμητόρισσα είναι γυναίκα με τον ίδιο τρόπο που αβίαστα και συνηθισμένα (όπως πρόσφατα επισήμαναν οι Τσιπλάκου και Αλβανούδη) αποτυπώνεται ότι μια μανάβισσα είναι γυναίκα. Πράγματι, τα "βουλεύτρια" και "δικαστίνα" ξεσηκώνουν τόσο θόρυβο ενώ για επαγγέλματα κατώτερων τάξεων τα συμπεριληπτικά θηλυκά όπως μανάβισσα, δασκάλα, καντηλανάφτρα, κομμώτρια υπάρχουν εδώ και δεκαετίες, όπως και επαγγελματικοί όροι με περισσότερο κοινωνικό κύρος, όπως εκδότρια, επιμελήτρια, διευθύντρια, ανακρίτρια κ.τ.λ. Προφανώς η συμπερίληψη στο έμφυλο λεξιλόγιο ενοχλεί όταν αγγίζει τις τρεις εξουσίες: νομοθετικά (βουλεύτρια), εκτελεστική (πρωθυπουργίνα ή προεδρίνα) και δικαστική (δικαστίνα).

Σε τι έκταση χρησιμοποιείται συμπεριληπτική γλώσσα στον ακαδημαϊκό χώρο;

Φ.Π.: Σε πολύ μεγάλη και καλά κάνει, αλλά ο ακαδημαϊκός χώρος είναι πολλές φορές μια φούσκα την οποία χωρίζει από την κοινωνία ένα λεπτό αλλά πραγματικό τοίχωμα. Ωστόσο, ήδη από τον καιρό της γλωσσολόγου Θεοδοσίας Παυλίδου έχει γίνει πολλή δουλειά. Υπάρχουν μάλιστα τουλάχιστον δύο οδηγοί για τη συμπεριληπτική χρήση: ο οδηγός της Τσοκαλίδου του 1996 καθώς και ο "Οδηγός χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας στα δημόσια έγγραφα” των Γκασούκα και Γεωργαλλίδου του 2018, έκδοση της πάλαι ποτέ Γενικής Γραμματείας Ισότητας.

Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως "λάθος” τη χρήση των νέων τύπων; Υπάρχει κάποια διαφοροποίηση ως προς αυτό όταν μιλάμε για τη γραμματική (π.χ. ουδέτερο) και όταν μιλάμε για τη σημασία των λέξεων;

Φ.Π.: Σε γενικές γραμμές, δεν μπορούμε να "πιάσουμε” και να διαμορφώσουμε συνειδητά τη γραμματική, δηλαδή τον μηχανισμό που φτιάχνει λέξεις και προτάσεις. Μπορούμε και πρέπει να επιλέγουμε το λεξιλόγιό μας με βάση αρχές όπως η ισότητα, η ορατότητα, η συμπερίληψη και η δικαιοσύνη – αλλά στην περίπτωση της γραμματικής αυτό δεν μπορεί να συμβεί ή μπορεί να συμβεί μόνο προσωρινά και περιορισμένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αντωνυμίες neo, που στα αγγλικά θα αντικαθιστούσαν το επίκοινο he, δηλαδή τη χρήση του αρσενικού όταν δεν γνωρίζουμε ή όταν δεν μας αφορά το γένος ή όταν θέλουμε να συμπεριλάβουμε όλα τα γένη. Καμία από αυτές τις αντωνυμίες neo δεν επέζησε, ενώ επικράτησε το γραμματικώς κατάλληλο they, που χρησιμοποιούνταν ήδη από τον 16ο αιώνα με αυτόν τον τρόπο.

Στα ελληνικά υπάρχει η προσπάθεια να χρησιμοποιείται το ουδέτερο γένος ως επίκοινο, δηλαδή όταν δεν γνωρίζουμε ή όταν δεν μας αφορά το γένος ή όταν θέλουμε να συμπεριλάβουμε όλα τα γένη. Το γένος όμως είναι ένα χαρακτηριστικό της γραμματικής, άρα δεν μπορούμε να το "πιάσουμε” και να το διαμορφώσουμε συνειδητά.

Αφενός σε επίπεδο χρήσης, η επιβολή του ουδέτερου γένους αντικειμενοποιεί ή εκνηπιώνει. Σκεφτείτε πόσο προσβλητικοί ή και κακοποιητικοί ακούγονται όροι όπως μεταναστά, αλβανά, πακιστανά και πόσο υποτιμητικό ακούγεται το να αναφέρεται κανείς σε κάποιο άτομο ως π.χ. "το καημένο": αμέσως του αρνούμαστε την ικανότητα για αυτενέργεια, σαν να είναι πράγμα ή νήπιο. Αλλά ας πούμε ότι αυτό συν τω χρόνω θα μπορούσε ίσως να αλλάξει, όπως ελπίζουν πολλά άτομα που επενδύουν σε αυτού του είδους τον ακτιβισμό. Πέρα από τη χρήση, όσον αφορά την ίδια τη γραμματική, σκεφτείτε ότι ακόμα και στα αγγλικά το (έμψυχο) επίκοινο γένος σηματοδοτείται με το they και όχι με το it (την αντίστοιχη ουδέτερη αντωνυμία των ελληνικών).

Ειδικά στα ελληνικά τώρα, η χρήση του ουδετέρου ως επίκοινου είναι βαθιά προβληματική επειδή το ουδέτερο στη γλώσσα μας δεν είναι ποτέ έμψυχο. Αποτελεί μόνο γραμματικό γένος (που αποτελεί μια εσωτερική υπόθεση της γραμματικής) και ποτέ δεν αντανακλά το λεγόμενο φυσικό γένος (που δίνει πληροφορίες για το βιολογικό / κοινωνικό φύλο, π.χ. θεία, θείος). Με δυο λόγια, το ουδέτερο δεν μπορεί να αποτυπώσει το μη-έμφυλο έμψυχο. Σκεφτείτε, οι λέξεις κορίτσι και αγόρι σαφώς δηλώνουν έμψυχα έμφυλα όντα αλλά αυτό δεν αποτυπώνεται στο (καθαρά γραμματικό) ουδέτερο γένος τους, αντίθετα με τα εξίσου έμφυλα "κόρη" και "γιος".

Μπορεί η συμπεριληπτική γλώσσα να κανονικοποιηθεί μελλοντικά και στην ευρύτερη γλωσσική κοινότητα;

Φ.Π.: Βεβαίως, και πρέπει. Είπαμε ότι είναι ζήτημα δικαιοσύνης και ορατότητας.

Τι δύναμη μπορούν να έχουν αυτές οι αλλαγές στη γλώσσα; Αποτελούν περιορισμούς ή μπορούν όντως να φέρουν την αλλαγή εκτός του γλωσσικού πεδίου;

Φ.Π.: Ο γλωσσοκεντρισμός είναι προβληματικός σε όλα τα πεδία. Άραγε η αντικατάσταση των διάφορων υβριστικών όρων για τους Ρομά και η χρήση του Ρομ ή (έστω) του Τσιγγάνος, Τσιγγάνα ακόμα και εκ μέρους των ρατσιστών έχει φέρει την αλλαγή σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο; Η χρήση του όρου τρανς αντί για την πλειάδα των εξευτελιστικών όρων που βρίσκονταν σε χρήση έχει από μόνη της διαβρώσει την ετεροκανονική ιδεολογία; Σε καμία περίπτωση, απλώς λέμε μια "καλή" λέξη αντί για μια κακή λέξη και μετά μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε ρατσίσταροι ή τρανσφοβικοί. Ο γλωσσικός ακτιβισμός είναι αναγκαίος αλλά όχι ικανός. Έπεται η αποσυναρμολόγηση της ρητορικής του μίσους (ακόμα και όταν τηρεί τα προσχήματα ευπρέπειας), κατόπιν της ιδεολογίας και (τέλος) επιβάλλεται η επαναδιαπραγμάτευση των υλικών συνθηκών.