Μια ημερίδα
Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος για τη διεπιστημονικότητα. Ακριβώς επειδή τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των επιστημόνων και των ανθρώπων της έρευνας εν γένει γίνονται ολοένα και πιο εξειδικευμένα, είναι χρήσιμο πολλές φορές να ακούμε τι έχουν να πούν όσοι εργάζονται σε παρόμοια αντικείμενα από μια άλλη επιστημονική σκοπιά. Έτσι, πολλές φορές σε ένα συνέδριο βιοχημείας μπορεί να προσκληθεί ένας γενετιστής (ή περισσότεροι), σε ένα συνέδριο αρχαιολογίας κάποιος ανθρωπολόγος ή εθνολόγος, σε ένα συνέδριο θεωρητικής φυσικής ένας ειδικός στα μαθηματικά μοντέλα, και ούτω καθεξής. Πάντως περιμένει κανείς ότι σε ένα επιστημονικό συνέδριο για τη βιοχημεία, η πλειοψηφία των συνέδρων – και, ιδίως, όσων παρουσιάζουν ανακοινώσεις – θα είναι βιοχημικοί ενώ σε ένα συνέδριο αρχαιολογίας αρχαιολόγοι.
Διάβασα πρόσφατα με απορία (αλλά, δυστυχώς, καθόλου με έκπληξη πια) για τη διοργάνωση μια ημερίδας με τίτλο «Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας». Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Καθημερινής της Αθήνας, την ημερίδα διοργάνωσε το σωματείο «Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά», το οποίο δεν τυχαίνει να γνωρίζω, σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος, Νίκος Μέρτζος.
Κατ’ αρχήν το θέμα καθ’ εαυτό είναι πράγματι πάρα πολύ ενδιαφέρον και ευρύ και σίγουρα οι συμμετέχοντες στην ημερίδα δε θα κατάφεραν ούτε καν να το ψηλαφήσουν μέσα στα χρονικά περιθώρια της μιας ημέρας. Αυτό γιατί, τουλάχιστον από τον τίτλο, καταλαβαίνει κανείς ότι θα πρέπει να συζητήθηκαν θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας (παρελθόν), θέματα γραμματικής και κοινωνιογλωσσικής περιγραφής (παρόν) και, ενδεχομένως, σκέψεις για την πολυγλωσσία και την παγκοσμιοποίηση (μέλλον). Πράγματι, διαβάζουμε στο δημοσίευμα ότι τουλάχιστον η παγκοσμιοποίηση ως κίνδυνος απασχόλησε πολύ τους συμμετέχοντες.
Πού είναι οι γλωσσολόγοι;
Αυτό που με ξενίζει είναι, εφόσον το Αριστοτέλειο φέρεται να συμπεριλαμβάνεται στους διοργανωτές, γιατί δε συμμετείχε κανένας συνάδερφος γλωσσολόγος από τους πολλούς και πραγματικά λαμπρούς του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Όμως, ίσως να συμμετείχε κάποιος και να παρέλειψε το δημοσίευμα να το αναφέρει.
Το πραγματικά αλλόκοτο είναι ότι οι ομιλητές στην ημερίδα δεν είναι γλωσσολόγοι, στην πλειοψηφία τους έστω, ούτε φυσικά ο συντονιστής. Πώς γίνεται συνέδριο για τη γλώσσα χωρίς γλωσσολόγους; Ποιος έχει πείσει το κοινό στην Ελλάδα ότι για τη γλώσσα μπορούν να παρουσιάζουν επιστημονικές ανακοινώσεις ένας κοινωνιολόγος (ο κ. Φίλιας), ένας καθηγητής της Ιατρικής (ο κ. Μάνθος) καθώς και δύο φιλόλογοι (ο κύριος Λαζάρου κι ο κύριος Καζάζης); Και, τουλάχιστον, ο κύριος Καζάζης είναι αναπληρωτής πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας. Οι υπόλοιποι όμως;
Η απορία μου και οι αντιρρήσεις μου δεν είναι συνδικαλιστικού και συντεχνιακού χαρακτήρα. Άλλωστε, ως γλωσσολόγος, γνωρίζω ότι όλοι έχουν γνώμη για τη γλώσσα αλλά και ότι οι περισσότεροι επιστήμονες των περισσότερων κλάδων (και στις θετικές επιστήμες) καταπιάνονται με τη γλώσσα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Αλλά, για να επανέρθω στο παράδειγμά μου στην αρχή, ποιος θα οργανώσει συνέδριο παιδιατρικής και θα φέρει έναν νηπιαγωγό για να μιλήσει για τη σημασία του ομαδικού παιχνιδιού στην κοινωνικοποίηση των νηπίων (και καθόλου παιδιάτρους); Επίσης, επιστημονικό αντικείμενο των φιλολόγων είναι η ενασχόληση με τα κείμενα, μην κοιτάτε που το σχολείο μας τους έχει αναθέσει το υπεράνθρωπο έργο να διδάξουν κείμενα, γλώσσα, γραφή, ιστορία, πολιτικές επιστήμες και άλλα: σε καμμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν τους γλωσσολόγους, η οποίοι ασχολούνται με τη γλώσσα.
Θέματα εγκυρότητας
Πού θέλω να καταλήξω; Οι ανοιχτές συζητήσεις για τη γλώσσα είναι καλοδεχούμενες και αναγκαίες. Η οπτική γιατρών, κοινωνιολόγων, φιλολόγων, δημοσιογράφων, θεολόγων και παιδαγωγών πάνω στη γλώσσα είναι κάποτε πολύτιμη. Ωστόσο, δεν μπορούμε να διοργανώνουμε επιστημονικά ‘συνέδρια’ και ‘ημερίδες’ για τη γλώσσα ερήμην των γλωσσολόγων. Για να το πω κι αλλιώς: δημόσιες συζητήσεις για τη γλώσσα στις οποίες δε συμμετέχουν γλωσσολόγοι, λ.χ. επειδή δεν προσκλήθηκαν ή επειδή δεν ενημερώθηκαν καν, είναι τουλάχιστον αμφίβολης επιστημονικής αξίας και ενίοτε αποσκοπούν απλώς στην άσκηση πολιτικής πίεσης σε φορείς και θεσμούς – ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Για να το ξαναπώ, είναι σαν να έχουμε συνέδρια παιδιατρικής χωρίς γιατρούς.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 24ης Μαΐου 2009]
Σελίδες
24/5/09
10/5/09
Γράφοντας για τη γλώσσα: Ζήσιμος Λορεντζάτος
O tempora κτλ.
Όταν ήμουνα μαθητής της Γ' Λυκείου μελετούσαμε δοκίμια Ελλήνων συγγραφέων για την έκθεση ιδεών, ώστε να εμπλουτίσουμε τις ιδέες μας και να καλλιεργήσουμε την κριτική σκέψη μας. Εγώ πάντως, που δεν ήμουνα καλός στην έκθεση, καθόλου δεν ήθελα να μελετάω δοκίμια, αφού σ’ αυτά περίσσευε η επιδερμική ανάλυση κοινωνικών φαινομένων, ηθικών ζητημάτων και πολιτικών εννοιών, ενώ οι αναλύσεις παρουσιάζονταν συνήθως μέσα από το πρίσμα μιας γενικευμένης κινδυνολογίας και, ενίοτε, καταστροφολογίας: οι ηθικές αξίες εκπίπτουν, ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται, οι θεσμοί απαξιώνονται, η παράδοση σβήνει, η εθνική συνείδηση αποχρωματίζεται, οι άνθρωποι υποτάσσονται στον αποχαυνωτικό έλεγχο της τηλεόρασης (τότε δεν υπήρχε διαδίκτυο) – και ούτω καθεξής.
Το τέλος της (ελληνικής) γλώσσας
Φυσικά, από το ζοφερό πανόραμα του χαμού και της παρακμής δε θα μπορούσε να απουσιάζει η γλώσσα, και μάλιστα η ελληνική. Η θρυλούμενη διαδικασία εξαγγλισμού της γλώσσας και η προϊούσα λεξιπενία (η οποία θα έπρεπε να είχε αφήσει τη σημερινή γενιά με καμμιά πενηνταριά λέξεις, εάν οι αστήρικτες τερατολογίες των δοκιμιογράφων είχαν κάποια εμπειρική θεμελίωση) υποτίθεται ότι διάβρωναν ταχύτατα την ελληνική γλώσσα και ότι θα υπονόμευαν το μέλλον της. Πρόκειται βεβαίως για γνωστούς γλωσσικούς μύθους που πολλάκις έχουν ανασκευαστεί εκτενέστατα και εξαντλητικά, και από πολλούς συναδέρφους αλλά και από αυτήν εδώ τη στήλη, οπότε δε θα επανέρθω.
Ζήσιμος Λορεντζάτος
Πού και πού ο τελειόφοιτος μαθητής Λυκείου είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με δοκίμια που διαπραγματεύονταν τα θέματά τους με πρωτότυπο και ουσιώδη τρόπο. Σπάνια γινόταν αυτό, αφού η έρευνα και η τεκμηρίωση συνήθως απουσιάζουν από την ελληνική δοκιμιογραφία σχεδόν όσο κι από την ελληνική δημοσιογραφία – αλλά δε θα συνεχίσω επ’ αυτού.
Ένας από αυτούς που έγραφαν για θέματα τα οποία είχαν πρώτα μελετήσει και χωνέψει καλά ήταν και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2004). Παρότι δε με έβρισκαν πάντοτε σύμφωνο οι απόψεις και οι αναλύσεις του, ακόμα κι ως μαθητής μπορούσα να αντιληφθώ ότι ήξερε τι έλεγε και υποψιαζόμουν ότι σπούδαζε πραγματικά το θέμα για το οποίο θα έγραφε, πριν γράψει.
Μια πρόσφατη έκδοση ενός βιβλίου με 1210 καταχωρίσεις/σημειώσεις του Λορεντζάτου, τα Collectanea του, επιβεβαίωσε πέρα από κάθε αμφιβολία την υποψία μου αυτή. Γράφει λοιπόν για τη γλώσσα στη σελίδα 12 (καταχώριση αριθμός 9) ο Λορεντζάτος:
Και οι υπόλοιποι;
Όσοι σκαμπάζουμε από γλωσσικά θέματα αλλά και, πλέον, οι περισσότεροι αναγνώστες αυτής εδώ της στήλης αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο Λορεντζάτος συνοψίζει τέσσερις πολύ σημαντικές ανακαλύψεις της σύγχρονης γλωσσολογίας. Από την ευστοχία και τη διατύπωση των παρατηρήσεών του, προκύπτει ότι ο Λορεντζάτος παρακολουθούσε την έρευνα συστηματικά και από πολύ κοντά, όπως είναι άλλωστε το χρέος κάθε ανθρώπου που θέλει να μπορεί να έχει τεκμηριωμένη κι εμπεριστατωμένη γνώμη για τα γλωσσικά θέματα. Ταυτόχρονα, θλίβεται κανείς για το ότι τα απλά σημεία όπως τα παραπάνω δεν έχουν ακόμα εμπεδωθεί από πολλούς ανθρώπους, πνευματικούς ή μη, που αρθρογραφούν, ομιλούν και συχνά δογματίζουν για τη γλώσσα.
Ευχαριστώ πολύ τον Γιώργο Σεργάκη για την πολύτιμη συμβολή του και τα σχόλιά του.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 10ης Μαΐου 2009]
Όταν ήμουνα μαθητής της Γ' Λυκείου μελετούσαμε δοκίμια Ελλήνων συγγραφέων για την έκθεση ιδεών, ώστε να εμπλουτίσουμε τις ιδέες μας και να καλλιεργήσουμε την κριτική σκέψη μας. Εγώ πάντως, που δεν ήμουνα καλός στην έκθεση, καθόλου δεν ήθελα να μελετάω δοκίμια, αφού σ’ αυτά περίσσευε η επιδερμική ανάλυση κοινωνικών φαινομένων, ηθικών ζητημάτων και πολιτικών εννοιών, ενώ οι αναλύσεις παρουσιάζονταν συνήθως μέσα από το πρίσμα μιας γενικευμένης κινδυνολογίας και, ενίοτε, καταστροφολογίας: οι ηθικές αξίες εκπίπτουν, ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται, οι θεσμοί απαξιώνονται, η παράδοση σβήνει, η εθνική συνείδηση αποχρωματίζεται, οι άνθρωποι υποτάσσονται στον αποχαυνωτικό έλεγχο της τηλεόρασης (τότε δεν υπήρχε διαδίκτυο) – και ούτω καθεξής.
Το τέλος της (ελληνικής) γλώσσας
Φυσικά, από το ζοφερό πανόραμα του χαμού και της παρακμής δε θα μπορούσε να απουσιάζει η γλώσσα, και μάλιστα η ελληνική. Η θρυλούμενη διαδικασία εξαγγλισμού της γλώσσας και η προϊούσα λεξιπενία (η οποία θα έπρεπε να είχε αφήσει τη σημερινή γενιά με καμμιά πενηνταριά λέξεις, εάν οι αστήρικτες τερατολογίες των δοκιμιογράφων είχαν κάποια εμπειρική θεμελίωση) υποτίθεται ότι διάβρωναν ταχύτατα την ελληνική γλώσσα και ότι θα υπονόμευαν το μέλλον της. Πρόκειται βεβαίως για γνωστούς γλωσσικούς μύθους που πολλάκις έχουν ανασκευαστεί εκτενέστατα και εξαντλητικά, και από πολλούς συναδέρφους αλλά και από αυτήν εδώ τη στήλη, οπότε δε θα επανέρθω.
Ζήσιμος Λορεντζάτος
Πού και πού ο τελειόφοιτος μαθητής Λυκείου είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με δοκίμια που διαπραγματεύονταν τα θέματά τους με πρωτότυπο και ουσιώδη τρόπο. Σπάνια γινόταν αυτό, αφού η έρευνα και η τεκμηρίωση συνήθως απουσιάζουν από την ελληνική δοκιμιογραφία σχεδόν όσο κι από την ελληνική δημοσιογραφία – αλλά δε θα συνεχίσω επ’ αυτού.
Ένας από αυτούς που έγραφαν για θέματα τα οποία είχαν πρώτα μελετήσει και χωνέψει καλά ήταν και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2004). Παρότι δε με έβρισκαν πάντοτε σύμφωνο οι απόψεις και οι αναλύσεις του, ακόμα κι ως μαθητής μπορούσα να αντιληφθώ ότι ήξερε τι έλεγε και υποψιαζόμουν ότι σπούδαζε πραγματικά το θέμα για το οποίο θα έγραφε, πριν γράψει.
Μια πρόσφατη έκδοση ενός βιβλίου με 1210 καταχωρίσεις/σημειώσεις του Λορεντζάτου, τα Collectanea του, επιβεβαίωσε πέρα από κάθε αμφιβολία την υποψία μου αυτή. Γράφει λοιπόν για τη γλώσσα στη σελίδα 12 (καταχώριση αριθμός 9) ο Λορεντζάτος:
Τον τελευταίο καιρό δοκίμασα να ξεδιαλύνω (μπορεί γνωστές από καιρό σε άλλους) μερικές απορίες μου για τη γλώσσα. Αποτέλεσμα της μελέτης αυτής, σημειώνω εδώ τα εξής γενικά:Η συγκεκριμένη σημείωση αποτελεί απόσταγμα πολλών από όσα διαβάζει κανείς σε οποιοδήποτε άρθρο ή βιβλίο προσπαθεί να εκλαϊκεύσει τα ευρήματα και τις ανακαλύψεις των γλωσσικών επιστημών: η γλωσσική αλλαγή είναι μια μη συνειδητή διαδικασία, η πανανθρώπινη δυνατότητα για γλώσσα είναι ένστικτο (και δη όπως το περπάτημα), ο χαρακτήρας μιας γλώσσας εγγράφεται στα γραμματικά μορφήματά της (τις ‘κλίσεις’), γι’ αυτό και ο δανεισμός πολύ δύσκολα αλλοιώνει τον χαρακτήρα μιας γλώσσας, η γλωσσική αλλαγή ενυπάρχει μέσα στη γλωσσική πραγματικότητα.
1. Όλα μέσα στην ιστορία της γλώσσας γίνονται (συμβαίνουν) ασυνείδητα.
2. Η γλώσσα δεν είναι επινόημα του ανθρώπου˙ όπως δεν είναι και το περπάτημα ή το γέλιο του.
3. Οι κλίσεις είναι κάτι μονιμότερο από τις ρίζες˙ και πιο χαρακτηριστικό μιας γλώσσας.
4. Καμιά γλώσσα δεν είναι οριστική (συνακόλουθα και καμιά γραμματική)
Και οι υπόλοιποι;
Όσοι σκαμπάζουμε από γλωσσικά θέματα αλλά και, πλέον, οι περισσότεροι αναγνώστες αυτής εδώ της στήλης αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο Λορεντζάτος συνοψίζει τέσσερις πολύ σημαντικές ανακαλύψεις της σύγχρονης γλωσσολογίας. Από την ευστοχία και τη διατύπωση των παρατηρήσεών του, προκύπτει ότι ο Λορεντζάτος παρακολουθούσε την έρευνα συστηματικά και από πολύ κοντά, όπως είναι άλλωστε το χρέος κάθε ανθρώπου που θέλει να μπορεί να έχει τεκμηριωμένη κι εμπεριστατωμένη γνώμη για τα γλωσσικά θέματα. Ταυτόχρονα, θλίβεται κανείς για το ότι τα απλά σημεία όπως τα παραπάνω δεν έχουν ακόμα εμπεδωθεί από πολλούς ανθρώπους, πνευματικούς ή μη, που αρθρογραφούν, ομιλούν και συχνά δογματίζουν για τη γλώσσα.
Ευχαριστώ πολύ τον Γιώργο Σεργάκη για την πολύτιμη συμβολή του και τα σχόλιά του.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 10ης Μαΐου 2009]
3/5/09
Ελληνικά της καφετέριας
Τα τελευταία χρόνια η πραγματικότητα του γλωσσικού θανάτου και της εξαφάνισης πλήθους γλωσσών αποκτά ολοένα και ευρύτερη δημοσιότητα. Η συζήτηση συνήθως αφορά τον θάνατο γλωσσών που ομιλούνται (ή ομιλούνταν) από αγροτικές ή νομαδικές κοινωνίες σε απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη.
Δε απαιτείται όμως ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να διαπιστώσει κανείς ότι γλώσσες πεθαίνουνε παντού, ακόμα και στην ίδια την Ελλάδα. Για μένα η υπενθύμιση ήρθε σε ένα φανάρι πεζών της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στεκόμουν δίπλα σε δύο ηλικιωμένες κυρίες οι οποίες συζητούσαν έντονα αλλά ακατάληπτα. Λόγω επαγγελματικής διαστροφής αναρωτήθηκα τι γλώσσα να μίλαγαν. Στήνοντας αυτί κατάλαβα ότι ήταν βλάχικα (τα οποία οι ομιλητές τους ονομάζουν αρωμουνικά – ναι, όπως λέμε Αρμάνι). Σχεδόν αντανακλαστικά γύρισα και τις κοίταξα, τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, είδα μια ακαθόριστη στιγμιαία έκφραση στα πρόσωπά τους και αμέσως αφοσιώθηκαν στο απέναντι φανάρι, σιωπηλές.
Γλώσσες πεθαίνουν κι εξαφανίζονται συνεχώς, απλώς ο ρυθμός εξαφάνισης έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία πεντηκονταετία. Δε φταίνε τα αγγλικά και η παγκοσμιοποίηση, παρά – κυρίως – η συγκρότηση και εδραίωση συγκεντρωτικών εθνικών κρατών. Και φυσικά, γλώσσες πεθαίνουν και στην Ελλάδα: τα αρβανίτικα, τα τσακώνικα (και οι δύο διαβρώνονται προϊόντως από τα ελληνικά), τα βλάχικα, τα ποντιακά, τα λαντίνο κ.α. Βεβαίως, ο αφανισμός των μειονοτικών γλωσσών της Ελλάδας αποτελεί εθνική επιταγή, ιστορική αναγκαιότητα και προϋπόθεση εναρμόνισης με την νέα ελληνική ιστορική συνέχεια – ή τουλάχιστον αυτό κηρύσσει το εθνικό μας κράτος και οι οργανικοί διανοούμενοί του εδώ και πολλές δεκαετίες. Υπάρχει ωστόσο μια διάσταση του φαινομένου του γλωσσικού θανάτου στην Ελλάδα που δεν έχει τύχει πολλής προσοχής: αυτή της άλωσης των ντόπιων διαλέκτων.
Το εκπαιδευτικό σύστημα του συγκεντρωτικού ελληνικού κράτους δεν αρκέστηκε στον πόλεμο κατά των μειονοτικών γλωσσών, παρά προχώρησε και στον διωγμό των ντόπιων ελληνικών διαλέκτων. Μάλιστα, ο πόλεμος αυτός είναι από τις λίγες επιχειρήσεις του εκπαιδευτικού συστήματός μας που στέφθηκε με επιτυχία. Έτσι, γλωσσικός (άρα και πολιτισμικός) πλούτος νησιών, χωριών και πόλεων κολοβώθηκε ή και αφανίστηκε στο όνομα της εθνικής ομοιογένειας και του γενικότερου εκσυγχρονισμού: όπως η δημοτική για τους αρχαϊστές, έτσι και οι ντόπιες διάλεκτοι (από τα ναξιώτικα μέχρι τα κοζανίτικα και από τα συμιακά μέχρι τα κερκυραϊκά) είναι τελικά εθνικώς ύποπτες – όταν βεβαίως δεν αποτελούν κωμικά στοιχεία τοπικών φολκλόρ, όπως τα βόρεια και τα μωραΐτικα λάμδα.
Λίγοι βεβαίως θα συνηγορούσαν υπέρ της μουσειακής διατήρησης γλωσσών και διαλέκτων. Ωστόσο υπήρχε και υπάρχει και μια τρίτη επιλογή μεταξύ της φολκλορικής διαλεκτοφωνίας και του γλωσσικού θανάτου: η πανανθρώπινη λύση της διτυπίας και της εναλλαγής μεταξύ δύο ποικιλιών: της Κοινής και της διαλέκτου ή της μειονοτικής γλώσσας, στην περίπτωσή μας. Δυστυχώς αυτή η λύση ούτε καλλιεργείται, ούτε καν συζητιέται. Κι έτσι, όπως συμβαίνει συνήθως με τον γλωσσικό φόνο, η μεταμέλεια (αν υπάρξει) έρχεται αργά: στις καφετέριες ανά την επικράτεια ακούς πια σχεδόν τα ίδια ελληνικά, ενώ γλωσσικά στοιχεία τοπικού χαρακτήρα και τοπικής ταυτότητας χάνονται μαζί με τις μαντήλες των γιαγιάδων μας.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 3ης Μαΐου 2009]
Δε απαιτείται όμως ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να διαπιστώσει κανείς ότι γλώσσες πεθαίνουνε παντού, ακόμα και στην ίδια την Ελλάδα. Για μένα η υπενθύμιση ήρθε σε ένα φανάρι πεζών της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στεκόμουν δίπλα σε δύο ηλικιωμένες κυρίες οι οποίες συζητούσαν έντονα αλλά ακατάληπτα. Λόγω επαγγελματικής διαστροφής αναρωτήθηκα τι γλώσσα να μίλαγαν. Στήνοντας αυτί κατάλαβα ότι ήταν βλάχικα (τα οποία οι ομιλητές τους ονομάζουν αρωμουνικά – ναι, όπως λέμε Αρμάνι). Σχεδόν αντανακλαστικά γύρισα και τις κοίταξα, τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, είδα μια ακαθόριστη στιγμιαία έκφραση στα πρόσωπά τους και αμέσως αφοσιώθηκαν στο απέναντι φανάρι, σιωπηλές.
Γλώσσες πεθαίνουν κι εξαφανίζονται συνεχώς, απλώς ο ρυθμός εξαφάνισης έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία πεντηκονταετία. Δε φταίνε τα αγγλικά και η παγκοσμιοποίηση, παρά – κυρίως – η συγκρότηση και εδραίωση συγκεντρωτικών εθνικών κρατών. Και φυσικά, γλώσσες πεθαίνουν και στην Ελλάδα: τα αρβανίτικα, τα τσακώνικα (και οι δύο διαβρώνονται προϊόντως από τα ελληνικά), τα βλάχικα, τα ποντιακά, τα λαντίνο κ.α. Βεβαίως, ο αφανισμός των μειονοτικών γλωσσών της Ελλάδας αποτελεί εθνική επιταγή, ιστορική αναγκαιότητα και προϋπόθεση εναρμόνισης με την νέα ελληνική ιστορική συνέχεια – ή τουλάχιστον αυτό κηρύσσει το εθνικό μας κράτος και οι οργανικοί διανοούμενοί του εδώ και πολλές δεκαετίες. Υπάρχει ωστόσο μια διάσταση του φαινομένου του γλωσσικού θανάτου στην Ελλάδα που δεν έχει τύχει πολλής προσοχής: αυτή της άλωσης των ντόπιων διαλέκτων.
Το εκπαιδευτικό σύστημα του συγκεντρωτικού ελληνικού κράτους δεν αρκέστηκε στον πόλεμο κατά των μειονοτικών γλωσσών, παρά προχώρησε και στον διωγμό των ντόπιων ελληνικών διαλέκτων. Μάλιστα, ο πόλεμος αυτός είναι από τις λίγες επιχειρήσεις του εκπαιδευτικού συστήματός μας που στέφθηκε με επιτυχία. Έτσι, γλωσσικός (άρα και πολιτισμικός) πλούτος νησιών, χωριών και πόλεων κολοβώθηκε ή και αφανίστηκε στο όνομα της εθνικής ομοιογένειας και του γενικότερου εκσυγχρονισμού: όπως η δημοτική για τους αρχαϊστές, έτσι και οι ντόπιες διάλεκτοι (από τα ναξιώτικα μέχρι τα κοζανίτικα και από τα συμιακά μέχρι τα κερκυραϊκά) είναι τελικά εθνικώς ύποπτες – όταν βεβαίως δεν αποτελούν κωμικά στοιχεία τοπικών φολκλόρ, όπως τα βόρεια και τα μωραΐτικα λάμδα.
Λίγοι βεβαίως θα συνηγορούσαν υπέρ της μουσειακής διατήρησης γλωσσών και διαλέκτων. Ωστόσο υπήρχε και υπάρχει και μια τρίτη επιλογή μεταξύ της φολκλορικής διαλεκτοφωνίας και του γλωσσικού θανάτου: η πανανθρώπινη λύση της διτυπίας και της εναλλαγής μεταξύ δύο ποικιλιών: της Κοινής και της διαλέκτου ή της μειονοτικής γλώσσας, στην περίπτωσή μας. Δυστυχώς αυτή η λύση ούτε καλλιεργείται, ούτε καν συζητιέται. Κι έτσι, όπως συμβαίνει συνήθως με τον γλωσσικό φόνο, η μεταμέλεια (αν υπάρξει) έρχεται αργά: στις καφετέριες ανά την επικράτεια ακούς πια σχεδόν τα ίδια ελληνικά, ενώ γλωσσικά στοιχεία τοπικού χαρακτήρα και τοπικής ταυτότητας χάνονται μαζί με τις μαντήλες των γιαγιάδων μας.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 3ης Μαΐου 2009]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)