της Λίνας Ρόκου
Η ορατότητα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων γέννησε την ανάγκη νέων όρων που αποτυπώνουν κοινότητες, δραστηριότητες και πρακτικές που μέχρι πρόσφατα η κοινωνία αγνοούσε ή επέλεγε να μην αναγνωρίσει, στιγματίζοντας τες. Οι όροι που χρησιμοποιούμε είναι κατά βάση στην αγγλική γλώσσα δημιουργώντας έτσι, σε ένα βαθμό, μια απόσταση από το περιεχόμενό τους, μια απόσταση που δεν επιτρέπει εύκολα την απόκτηση οικειότητας ή και αυτοπροσδιορισμού με εργαλείο την ελληνική γλώσσα.
Μια συζήτηση με τον γλωσσολόγο Φοίβο Παναγιωτίδη, καθηγητή Θεωρητικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, φέρνει στο φως την ανάγκη για νέα ορολογία που θα προτείνει η ίδια η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα στο πλαίσιο του δικαιώματος του αυτοπροδιορισμού και της ορατότητας.
Η προσθήκη ή η δημιουργία ορολογίας από ποια ανάγκη γεννιέται και πώς αφορά τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα;
Η συμπεριληπτικότητα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο και ισχυρότερο αίτημα δημιουργίας ορολογίας, το οποίο δεν υπαγορεύεται ούτε από μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων ούτε από μία συγκεκριμένη ελίτ. Αυτό λοιπόν το αίτημα δεν έχει να κάνει μόνο με τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ή μόνο με τις γυναίκες – αφού μιλάμε για αιτήματα που έχουν τεθεί και από το φεμινιστικό κίνημα – αλλά έχει να κάνει και με τη φυλή, με την εθνότητα κτλ.
Υπάρχει η τάση, κυρίως σε πιο αντιδραστικούς χώρους, να χαρακτηρίζονται αρνητικά αυτά τα αιτήματα για επαναπροσδιορισμό ή για ανανέωση ή για επαναδιαπραγμάτευση της ορολογίας. Όμως ενώ στη γραμματική δεν μπορείς να επέμβεις στην ορολογία μπορείς και πρέπει να επέμβεις· κάθε άλλο παρά αίτημα μεταμοντέρνων αναρχικών λεσβιών μπαχαλοσατανιστριών είναι αυτό.
Τι ρόλο παίζει ο αυτοπροσδιορισμός στη δημιουργία νέας ορολογίας;
Όταν κατέρρευσε η Αυστροουγγαρία τα νέα κράτη που δημιουργήθηκαν είχαν τη διάθεση, το αίτημα και τη δυνατότητα να αλλάξουν τα τοπωνύμια π.χ. των πόλεών τους· κάπως έτσι το Άγκραμ έγινε Ζάγκρεμπ κ.ο.κ. Η αλλαγή αυτή είχε και τότε συγκεντρώσει σχόλια από πιο συντηρητικούς κύκλους, σχόλια του τύπου «πού πάει αυτός ο κόσμος;» ή «χάνουμε τα ωραία γερμανικά ονόματα για να έρθουν αυτά τα ατσούμπαλα, καινοφανή σλαβικά τοπωνύμια». Ο λόγος που φέρνω αυτό το παράδειγμα είναι γιατί πρόκειται για κάτι που πια μας φαίνεται ανώδυνο – στην πραγματικότητα όμως η αλλαγή των τοπωνυμίων τότε είναι παρόμοια διαδικασία με π.χ. τη δημιουργία μη σεξιστικής ορολογίας τώρα.
Αν μια κοινότητα δεν έχει φωνή ή δεν ακούγεται η φωνή της δυνατά, όταν της δοθεί η ευκαιρία και στον βαθμό που θα της δοθεί η ευκαιρία επιθυμεί να μπορεί, αν μη τι άλλο, αυτά που θεωρεί δικά της πράγματα (το λέω πολύ απλοϊκά), να τα αποκαλεί όπως επιθυμεί εκείνη. Με άλλα λόγια «δεν θα μου πεις εσύ πώς θα ονομάζομαι», και αυτό είναι ακόμα πιο καίριο αίτημα όταν οι προς αντικατάσταση όροι είναι προσβλητικοί, πατερναλιστικοί ή και ταπεινωτικοί πολλές φορές.
Στο παράδειγμα αναφερθήκατε σε τοπωνύμια. Πόσο διαφορετικό είναι το ζήτημα όταν μιλάμε για ανθρώπινες κοινότητες και δραστηριότητες;
Όσον αφορά τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα μιλάμε για ένα άθροισμα από κοινότητες οι οποίες παραδοσιακά βρίσκονται, σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον, στο περιθώριο. Συνεπώς δεν μιλάμε απλώς για τοπωνύμια καθώς εδώ υπάρχει και το στοιχείο του στίγματος· το στίγμα βεβαίως πολλές φορές συνοδεύεται από σιωπή.
Τι σημαίνει αυτό;
Ότι για κάποια πράγματα δεν υπάρχει καν λέξη. Δεν υπάρχει καν λέξη για κάποιες κοινότητες, δραστηριότητες, πρακτικές. Δεν υπάρχει λέξη γιατί είναι κάτι που η κοινωνία αρνούνταν να αντικρίσει. Να ένα παράδειγμα: η διαφορά του outing και του coming out. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την απόδοση του outing, που είναι σαφώς αρνητικό, υπάρχει το λεγόμενο «κράξιμο» ενώ για το coming out δεν υπάρχει τίποτα. Το coming out είναι μια έκφραση της αυτενέργειας σου, της ελευθερίας σου. Δεν υπάρχει στα ελληνικά ο συγκεκριμένος όρος αλλά ούτε και σε πολλές άλλες γλώσσες. Θεωρώ ότι οι κοινότητες που ανήκουν στο φάσμα ΛΟΑΤΚΙ είναι αναγκαίο να προτείνουν και να επεξεργαστούν ορολογία στα ελληνικά ώστε να μπορέσουν αυτές οι έννοιες να εγκλιματιστούν γλωσσικά και να κανονικοποιηθούν.
Υπό ποια έννοια;
Δε θα κάτσουμε να ψειρίζουμε πώς θα πούμε το ντελίβερι στα ελληνικά αλλά είναι σημαντικό να φαίνεται ότι το coming out δεν είναι μια μόδα που μας έρχεται από τις σειρές του Netflix, παρά αφορά μια διαδικασία ενός ανθρώπου ο οποίος θέλει να μοιραστεί με μια ομάδα ανθρώπων, που επιλέγει ο ίδιος, κάτι τόσο κεφαλαιώδες όσο ο σεξουαλικός προσανατολισμός του.
Τι συμβαίνει όταν χρησιμοποιούμε αποκλειστικά ξένους όρους;
Υπάρχει ένας κίνδυνος όσο χρησιμοποιούμε τους ξένους όρους να δημιουργείται εντύπωση ότι κουβεντιάζουμε ζητήματα συρμού και λαϊφστάιλ, εφήμερες κοινωνικές μόδες. Αυτό είναι επιζήμιο όταν μιλάμε για έννοιες και δραστηριότητες που είναι παραδοσιακά στιγματισμένες – μιλάω δηλαδή για το πεδίο του μη σεξιστικού λόγου και της ΛΟΑΤΚΙ ορολογίας και όχι πώς θα πούμε τo φαστφούντ ή το φλασάκι. Είναι σημαντικό να υπάρχουν όροι (όσοι, όπου κι αν γίνεται, δεν υπάρχει κανένας εξαναγκασμός) οι οποίοι δεν θα φαίνονται αγγλοφερμένοι. Όσο οι όροι φαίνονται αγγλοφερμένοι μοιάζει να μην αντιπροσωπεύουν μια ανθρώπινη ανάγκη παρά ξέρω γω κάποια μόδα ή έναν κοινωνικό συρμό – όμως εν προκειμένω γι’ αυτό μιλάμε: για ανθρώπινες ανάγκες. Οπότε καλό είναι να δούμε αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να δημιουργηθεί ελληνική ορολογία, κάτι που θα βοηθήσει να εμπεδωθεί ότι η αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα και η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι μόδες και συρμοί.
Κι αυτό όμως δεν είναι απόλυτο. Για παράδειγμα η λέξη queer έχει μπει σε διαδικασία ενσωμάτωσης, πλέον έχει ενταχθεί και στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής, λέμε π.χ. τα κουήρια. Η κλιτική προσαρμογή διευκολύνει αλλά δεν είναι απαραίτητη. Δεν ξέρω καν αν έχει νόημα να έρθει ένας προφέσορας ή ένας λεξικογράφος και να πει «ώπα παιδιά, αυτό είναι ξένο και ακούγεται λάθος». Είναι μια λέξη που ήδη εγκλιματίζεται.
Ταυτόχρονα υπάρχει και η λεγόμενη επανοικειοποίηση, και αναφέρω το κλασικό παράδειγμα της λέξης Χριστιανός που αρχικά χρησιμοποιούταν ως βρισιά από τους Εθνικούς προς τους Χριστιανούς, μια λέξη αλλόκοτη στα αυτιά των τότε ομιλητών, που οι Χριστιανοί την οικειοποιήθηκαν.
Ο τρίτος δρόμος είναι οι κοινότητες που απαρτίζουν την ευρύτερη ΛΟΑΤΚΙ ομπρέλα να προτείνουν όρους προς συζήτηση: ας σεβαστούμε ότι κάθε κύτταρο της κοινότητας αυτής θα ακολουθήσει τη δική του διαδικασία στο να προτείνει όρους.