Σελίδες

11/12/13

Μίλα μου για γλώσσα


Ο Φοίβος Παναγιωτίδης μάς μιλά για τη γλώσσα. Απλά. Ή απλώς;
Του Γιώργου Δημητρακόπουλου

Ένα νέο βιβλίο για τη γλωσσολογία. Μπρρρρ θα πεις. Ακαταλαβίστικα. Κι όμως. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιου Κύπρου Φοίβος Παναγιωτίδης ανέλαβε μια μικρή και κατανοητή εισαγωγή στη γλωσσολογία στην εξαιρετική σειρά «Προοπτικές» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης κερδίζοντας το δύσκολο στοίχημα. Απαντήσεις σε κοινές απορίες γύρω από τη γλώσσα και ειδικότερα την ελληνική γλώσσα. Πώς μαθαίνουμε να μιλάμε; Πάσχουν οι νέοι από αφασία; Θα μιλάμε όλοι αγγλικά σε 50 χρόνια. Ποια είναι η παλιότερη γλώσσα του κόσμου; 

Ας ξεκινήσουμε με μία σημαντική απορία. Ήταν σωστό το περίφημο «Κανείς δεν είναι άσφαλτος» ή όχι;

Το «άσφαλτος» με τη σημασία του «χωρίς σφάλμα», όπως το ανέλυσε αυθόρμητα η τραγουδίστρια, τελικά υπάρχει καταγεγραμμένο, μας λέει ο Νίκος Σαραντάκος. Εγώ πάλι δεν το ήξερα αυτό, όπως και η ίδια η τραγουδίστρια μάλλον. Είναι σωστό; Τη δουλειά του την έκανε, και με το παραπάνω. Είναι γραμματικό; Ναι, αφού το παρήγαγε με αυτή τη σημασία φυσικός ομιλητής των ελληνικών. Είναι δόκιμο; Μάλλον όχι: άμα πω για φοιτητή μου ότι το γραπτό του ήταν άσφαλτο, μάλλον θα πέσει γέλιο. Πάντως, τη διαφορά μεταξύ γραμματικού και δόκιμου την εξηγώ διεξοδικά στην ενότητα «Γλωσσικά προβλήματα».

Tι αλλάζει στη γλώσσα με τις νέες τεχνολογίες; Συντομογραφίες, ξένα δάνεια, μινιμαλισμός στο tweeter, greek-english στα sms. Kινδυνεύει η ελληνική γλώσσα;

Δεν ξέρω, ό,τι άλλαξε στην ελληνική γλώσσα με την επί δεκαετίες εκτενή χρήση του τηλεγραφήματος ως γρήγορου μέσου επικοινωνίας, όπου πλήρωνες με τη λέξη κι έπρεπε να είσαι λακωνικότατος. Ακόμα παλιότερα, ό,τι άλλαξε στα ελληνικά λόγω της αντιγραφής βιβλίων με το χέρι, οπότε ο αντιγραφέας αναγκαζόταν να χρησιμοποιεί αναρίθμητες συντομογραφίες για να μη γράφει ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις ολόκληρες (π.χ. XPC αντί για «Χριστός» κ.τ.λ.). Γενικά, οι γλώσσες δεν αλλάζουν επειδή αλλάζουν κάποιες συμβάσεις στο πώς γράφονται. Όσο για τα δάνεια, το 70% του αγγλικού λεξιλογίου είναι δανεισμένο.

Πόσο δύσκολο είναι να γράψει ένας καθηγητής γλωσσολογίας ένα βιβλίο για την επιστήμη του σε απλή γλώσσα;

Ο Neil Smith, ο δάσκαλός μου, έλεγε ότι δεν ξέρεις πραγματικά κάτι αν δεν μπορείς να το εξηγήσεις με απλά λόγια. Η βασική δυσκολία όταν εκλαϊκεύεις είναι ότι πρέπει να απαρνηθείς την ευκολία της ορολογίας. Μεταξύ συναδέρφων τα πράγματα είναι απλά: είτε είστε τεχνίτες, είτε μάστορες, είτε επιστήμονες, πετάει ο ένας τον τεχνικό όρο στον άλλο και συνεννοείστε αμέσως, π.χ. λες «διτυπία», «τσιμούχα» ή «σαγρέ» και καθάρισες. Αλλά όταν προσπαθείς να εξηγήσεις κάτι στον μη-επαΐοντα, πρέπει να είσαι σαφής, ακριβής και να χρησιμοποιείς ελάχιστη ορολογία. Επιπλέον, επειδή η γλωσσολογία δε διδάσκεται στα σχολεία, είναι δύσκολο ακόμα και να εξηγήσει κανείς τα πολύ βασικά γύρω από τη συγκεκριμένη επιστήμη.

Ποιους γλωσσικούς μύθους αποδομεί το βιβλίο;

Δεν είναι αυτός ο σκοπός του βιβλίου. Όμως νομίζω ότι δίνει τις βάσεις για να μπορέσει ο αναγνώστης να εξετάσει κριτικά ο ίδιος κάποιες διαδεδομένες αντιλήψεις για τη γλώσσα. Ακόμα καλύτερα: ελπίζω ότι θα παρακινήσει τον αναγνώστη να αναζητήσει επιστημονική τεκμηρίωση (αν υπάρχει, βεβαίως) κάποιων αντιλήψεων για τη γλώσσα.

Αν τα ιταλικά είναι η γλώσσα του τραγουδιού και τα γαλλικά η γλώσσα του έρωτα πως θα χαρακτηρίζατε τα ελληνικά;

Τι να σας πω, είμαι πολύ βαθιά χωμένος στα ελληνικά για να ξέρω. Της κακομοίρας; Της αντιλογίας; Των ευχών; Της ποίησης; Για να σας ξενερώσω, πάντως: όπως κάθε φυσική γλώσσα – ομιλούμενη ή νοηματιζόμενη – έτσι και η ελληνική μπορεί να εκφράσει ό,τι και οποιαδήποτε άλλη φυσική γλώσσα εξίσου καλά.

H λανθάνουσα γλώσσα όντως λέει την αλήθεια;

Μπα, όχι απαραίτητα. Όπως είπε και ο Φρόυντ για τα πούρα, πολλές φορές ένα σαρδάμ είναι απλώς ένα σαρδάμ: προκαλείται από την υπερφόρτωση του συστήματος που παράγει λόγο και ομιλία. Τώρα, όταν δεν είναι απλώς ένα σαρδάμ…

Πόσο διαφορετική είναι η γλώσσα των πολιτικών;
Xρειάζεται ειδικό φροντιστήριο για να τη μάθει κανείς;

Ο Αριστοφάνης έχει γράψει κάτι σχετικά με τα σοφιστικά φροντιστήρια... Όπως λέει και το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου, αυτό που λέμε «ξύλινη γλώσσα» δεν είναι παρά ξύλινα νοήματα, δηλαδή αβασάνιστες και συνήθως ασαφείς ιδέες που αποδίδονται με στερεότυπες φράσεις. Κι αυτό όταν οι περίτεχνες εκφράσεις δεν έχουν απλώς διακοσμητικό χαρακτήρα, ή όταν δεν είναι θρασείς ευφημισμοί που τείνουν προς το ψεύδος.

Τα γραπτά μένουν;

Θυμάμαι το «Όνομα του Ρόδου» του Έκο, και τις σελίδες από το έπος του Διγενή Ακρίτα που λείπουν, γιατί περιέγραφαν ερωτική σκηνή μεταξύ του Διγενή και της αμαζόνας Μαξιμώς: μάλλον τις έσκισε κάποιος σκανδαλισμένος μοναχός, λεν οι φιλόλογοι.

Πώς βλέπετε την προοπτική της ελληνικής γλώσσας;

Λέω στο βιβλίο: «γλώσσες με γραπτή παράδοση και στάτους εθνικής ή διεθνούς γλώσσας, γλώσσες με εκατομμύρια ομιλητές, είναι άτοπο να θεωρείται πως απειλούνται με εξαφάνιση». Νομίζω ότι η ελληνική έχει πάρα πολύ δρόμο ακόμα μπροστά της, εκτός και αν κάτι προκαλέσει μαζικό αφανισμό των ομιλητών της.

Mιλάμε σωστά ελληνικά;

Ώπα, μια στιγμή: ποιοι «μιλάμε»; τι ακριβώς εννοούμε «σωστά»; Οι φυσικοί ομιλητές των ελληνικών ποικιλιών μιλάμε τέλεια τις μητρικές μας ποικιλίες βεβαίως. Αν τώρα το ερώτημα είναι κάτι του στυλ «χρησιμοποιούμε δόκιμα την κοινή νεοελληνική γλώσσα;», η απάντηση είναι πιο σύνθετη. Αφενός δεν υπάρχει κεντρικό όργανο που να ρυθμίζει τη γλώσσα, όπως η Γαλλική Ακαδημία, για να αποφαίνεται τι είναι δόκιμο και τι όχι. Αυτό μάλλον είναι ευτύχημα, έτσι όμως δεν ξέρουμε αν κάποιες ρυθμιστικές προτάσεις (π.χ. πότε να λέμε «σαν» και πότε «ως») είναι προϊόν συναίνεσης ή και συνεννόησης. Αφετέρου, η διάκριση δόκιμου ή μη στα ελληνικά είναι κυριότατα στο επίπεδο του λεξιλογίου και όχι της γραμματικής, οπότε τα πράγματα είναι εύκολα. Πάντως, η Ελλάδα διακρίνεται από χαρακτηριστική, αν όχι τρομακτική, διαλεκτική ομοιογένεια.

Iσχύουν οι θεωρίες ότι η ελληνική γλώσσα έχει δώσει τις περισσότερες βάσεις και τους όρους σε όλες τις γλώσσες και κυρίως τις επιστημονικές γλώσσες του κόσμου;

Δεν πρόκειται για θεωρίες αλλά για εκτιμήσεις και υπολογισμούς. Όντως, μεγάλο μέρος λ.χ. της ιατρικής ορολογίας έχει ελληνικές ρίζες. Σε άλλες επιστήμες η ορολογία έχει ρίζες αγγλικές. Νομίζω πάντως ότι ως πηγή ορολογίας υπερτερεί συντριπτικά η λατινική. Παρ’ όλ’ αυτά, η φάση του να μετράμε τις λέξεις δεν έχει και πολύ νόημα: π.χ. ενώ η αγγλική λέξη kudos είναι ελληνικής προέλευσης, από τον Όμηρο (κύδος), δεν παύει και να είναι πολιτογραφημένη – ας πούμε – αγγλική αλλά και ακατανόητη για τον σημερινό ομιλητή της ελληνικής.

Θα μιλάμε όλοι αγγλικά σε 50 χρονιά;

Όχι. Καλά καλά δε θα μιλάν αγγλικά πολλοί αμερικανοί πολίτες.

Tελικά σε τι χρησιμεύει η γλωσσολογία;

Σε ό,τι η επιστήμη γενικότερα: ερμηνεύει τον κόσμο, αυξάνει τη γνώση, σκορπάει τα δαιμόνια (που έλεγε κι ο Καρλ Σέιγκαν), μας μαθαίνει να επιμένουμε να ρωτάμε ξανά και ξανά, μας δίνει εργαλεία για να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη. Ένα μικρό παράδειγμα όσον αφορά αυτό το τελευταίο: η διάγνωση και θεραπεία των γλωσσικών διαταραχών θα ήταν αδιανόητη χωρίς τη γλωσσολογία.

Tι θα ανακαλύψει ο αναγνώστης που θα διαβάσει το βιβλίο;

Τι είναι γλώσσα. Πόσες εμπειρικές ανακαλύψεις έχει στο ενεργητικό της η νεαρή επιστήμη της γλωσσολογίας. Πώς απομαγεύοντας τη γλώσσα μπορεί κανείς να τη χαρεί (και, τελικά, να σαγηνευτεί από αυτήν) πιο βαθιά. Πόσο αδιαίρετη από την ανθρώπινη φύση είναι η γλώσσα. Επίσης, σε ποιο θέμα ο Ζήσιμος Λορεντζάτος πρόλαβε τους σύγχρονους γλωσσολόγους. Τι θα πει «ψούνα». Κι άλλα πολλά.

29/11/13

Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει

Η γλώσσα της Καλομοίρας, τα γκρίκλις και διάφορα άλλα γλωσσικά ζητήματα. Ο Φοίβος Παναγιωτίδης, διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Essex και καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μιλά στο LIFO.gr Πηγή: www.lifo.gr

Του M. Hulot.
Η γλώσσα της Καλομοίρας, τα γκρίκλις και διάφορα άλλα γλωσσικά ζητήματα. Ο Φοίβος Παναγιωτίδης, διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Essex και καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μιλά στο LIFO.gr Πηγή: www.lifo.gr
Η γλώσσα της Καλομοίρας, τα γκρίκλις και διάφορα άλλα γλωσσικά ζητήματα. Ο Φοίβος Παναγιωτίδης, διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Essex και καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μιλά στο LIFO.gr Πηγή: www.lifo.gr
Η γλώσσα της Καλομοίρας, τα γκρίκλις και διάφορα άλλα γλωσσικά ζητήματα. Ο Φοίβος Παναγιωτίδης, διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Essex και καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μιλά στο LIFO.gr Πηγή: www.lifo.gr
Η γλώσσα της Καλομοίρας, τα γκρίκλις και διάφορα άλλα γλωσσικά ζητήματα. Ο Φοίβος Παναγιωτίδης, διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Essex και καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μιλά στο LIFO.gr Πηγή: www.lifo.gr
Η γλώσσα της Καλομοίρας, τα γκρίκλις και διάφορα άλλα γλωσσικά ζητήματα. Ο Φοίβος Παναγιωτίδης, διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Essex και καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μιλά στο LIFO.gr Πηγή: www.lifo.g
Πόσο καιρό ασχολείσαι με τη γλώσσα; Τι σου έχει προσφέρει αυτό;


Κανονικά εδώ απαντάμε "με τη γλώσσα ασχολούμαι από μικρό παιδί", ε; Αλλά μπα. Πρωτοενδιαφέρθηκα κάπως στη Β' Λυκείου, αλλά ως φοιτητής δεν ήξερα αν προτιμούσα να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία. Τελικά, στράφηκα στη Γλωσσολογία χάρη στον Γ. Μπαμπινιώτη και στη Δ. Θεοφανοπούλου-Κοντού, ενώ την οριστική ώθηση προς τα εκεί μού την έδωσε, με πλάγιο τρόπο, μια συμβουλή του Γ. Γιατρομανωλάκη.

Η Γλωσσολογία μού έχει προσφέρει χαρά και το ωραίο ταξίδι. Είμαι πάρα πολύ τυχερός που κάνω τη δουλειά που μου αρέσει, κι αυτό χάρη σε μια υποτροφία του ΙΚΥ και στην υποστήριξη των δικών μου ανθρώπων.

Έχουν κοινή καταγωγή οι γλώσσες;


Δεν ξέρουμε. Μάλλον όχι. Η εικασία ότι οι γλώσσες έχουνε κοινή καταγωγή έχει χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσουμε τις εντυπωσιακές κατά βάθος ομοιότητες μεταξύ των γλωσσών. Από την άλλη, νέες γλώσσες δημιουργούνται συνεχώς, όπως οι κρεολές, και δημιουργούνται από ευτελή και περιορισμένα υλικά. Και αυτές οι γλώσσες είναι κατά βάθος όπως όλες οι άλλες, οι -- ας πούμε -- προγονικές.

Υπάρχουν γλώσσες πιο πολύπλοκες και πιο απλές; (Για ποιο λόγο;)


Όχι. Όλες οι γλώσσες είναι εξίσου πολύπλοκες, σε διαφορετικά επίπεδα ωστόσο: άλλη έχει πολύπλοκη μορφολογία και δεκάδες ρηματικούς τύπους, άλλη αυστηρούς κανόνες σχηματισμού προτάσεων κτλ. Όλες οι γλώσσες είναι εξίσου πολύπλοκες γιατί δεν αποτελούν πολιτισμικές κατασκευές (όπως το χρήμα), ώστε να αντανακλούν την οργάνωση του πολιτισμού που τις ομιλεί, παρά είναι προϊόντα της έμφυτης ικανότητάς μας για γλώσσα (της Καθολικής Γραμματικής) όπως αυτή πραγματώνεται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον.

Πώς γεννιέται και πόσο ζει μια γλώσσα;


Η γλώσσα ως στοιχείο πολιτισμικής παράδοσης ζει τόσο όσο το επιθυμεί (ας πούμε) ο πολιτισμός της: οι Ιταλοί δε θεωρούν ότι μιλάνε νεολατινικά εδώ και αιώνες. Όσον αφορά τη γλώσσα καθεαυτή τώρα, κάθε παιδί που κατακτά γλώσσα την επανοικοδομεί από την αρχή, οδηγούμενο από την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπινου είδους για γλώσσα (την Καθολική Γραμματική) και με βάση τα γλωσσικά δεδομένα που ακούει γύρω του. Τα υπόλοιπα τα λέω στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου...

Τι σημαίνει ορθή χρήση της γλώσσας;


Η χρήση της γλώσσας με δόκιμο τρόπο, δηλαδή με βάση κάποιες κοινωνικά καθορισμένες νόρμες. Εδώ μπαίνει και η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ δόκιμου και γραμματικού: γραμματικό είναι ό,τι βρίσκεται σε αρμονία με την ενδιάθετη γραμματική κάθε φυσικού ομιλητή, με τους κανόνες της μητρικής γλώσσας του που έχει στο κεφάλι του.

Υπάρχουν κριτήρια σύμφωνα με τα οποία συμπεριλαμβάνεται μια νέα λέξη σε λεξικό; Και γιατί το «σκέψιμο» της Καλομοίρας είναι λάθος λέξη;


Κριτήρια υπάρχουν αλλά θα πρέπει να ρωτήσετε λεξικολόγους για να σας τα συνοψίσουν. Ξέρω πάντως ότι διαφορετικοί λεξικογράφοι χρησιμοποιούν διαφορετικά κριτήρια συμπερίληψης μιας λέξης στο λεξικό τους. Το "σκέψιμο", αν και μορφολογικά ομαλό, όπως είναι το "πήξιμο", μάλλον δεν έχουμε τι να το κάνουμε. Έτσι, ενώ δίπλα στην "πήξη" υπάρχει και το "πήξιμο", το αποτέλεσμα της πήξης ή η διαδικασία της πήξης, η αναλογία δεν εφαρμόζεται στο "σκέψη" και το "σκέψιμο" ως, ξέρω γω, το αποτέλεσμα της διαδικασίας σκέψης. Το πώς και γιατί ακριβώς συμβαίνει αυτό είναι ένα από τα πιο χοτ ζητήματα της μορφολογίας.

Τα λάθη δεν είναι αυτά που κάνουν τη γλώσσα πιο γοητευτική;


Έχω αφιερώσει τρία ολόκληρα κεφάλαια σε φαινόμενα που τσουβαλιάζουμε μαζί ως "γλωσσικά λάθη". Μιλήσεις εγώ εάν έτσι, γοητειακό φαίνομαι εγώ; Αν πάλι θέλουμε να θεωρούμε τις αποκλίσεις από τη νόρμα "λάθη", ε ναι, αυτά τα λεγόμενα λάθη μπορεί να γίνουν γοητευτικά υπό κατάλληλες συνθήκες. Ή πολύ αστεία, επίσης.

Πόσο ελληνική «αρρώστια» είναι η «ορθή χρήση της γλώσσας»;


Καθόλου ελληνική αποκλειστικότητα δεν είναι. Η ενασχόληση με την ορθή χρήση της γλώσσας απαντά (ή απαντάται -- δεν ξέρω) ακόμα και σε κοινωνίες τροφοσυλλεκτών, στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών κτλ. Άλλωστε, το πώς μιλάμε μαρτυρεί πολλά για το ποιοι είμαστε και -- σε ιεραρχικές κοινωνίες -- για το πόση εξουσία κατέχουμε, αν έχουμε προνόμια ή χρήμα, πόσο κοντα βρισκόμαστε σε κάποια αυθεντία κτλ. Η ορθοέπεια είναι συνήθως ζήτημα κοινωνικό και όχι καθαρά γλωσσικό. Πάντως η μέριμνα για την ακριβολογία και την καίρια έκφραση είναι τελικά στοιχείο και διανοητικής πειθαρχίας αλλά και λογοτεχνικής δεινότητας.

Μπορείς να μιλάς για λάθος χρήση της γλώσσας όταν πρόκειται για τοπική διάλεκτο που δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό και δεν δομείται βάσει γραμματικών και συντακτικών κανόνων;

Οι τοπικές διάλεκτοι και οι κοινωνιόλεκτοι είναι κανονικότατες γλωσσικές ποικιλίες με κανόνες, πλήρεις και τέλειες φυσικές γλωσσικές ποικιλίες. Το ότι δεν έχουνε καθεστώς επίσημης γλώσσας είναι αποτέλεσμα ιστορικών γεγονότων, κοινωνικών διεργασιών, λόγιας παραγωγής κτλ. Μην ξεχνάτε π.χ. ότι η δημοτική είναι σύνθεση μοραϊτικων (λόγω ελληνικής επικράτειας μέχρι το 1881), επτανησιακών (λόγω των λογίων της Επτανήσου) και κρητικών (λόγω της γραπτής λογοτεχνικής παράδοσης της Κρητικής Αναγέννησης).

Γιατί οι διάλεκτοι θεωρούνται «ταμπού» σχεδόν σε κάθε χώρα;
 
Δε θεωρούνται παντού ταμπού. Οι διάλεκτοι απαξιώνονται συνήθως σε συγκεντρωτικά κράτη. Επίσης, κοινωνίες που προσπαθούν να επιβάλουν μονοειδή γλωσσική ταυτότητα, κυρίως μέσα σε εθνικά κράτη, δε βλέπουνε με καλό μάτι τις διαλέκτους. Τέλος, σε κοινωνίες όπου κοινωνικές-ταξικές και γλωσσικές διαφορές συσχετίζονται έντονα, αν μιλάς μια άλφα διάλεκτο στιγματίζεσαι. Το αντίδοτο σε όλα αυτά είναι να γίνουν οι διάλεκτοι παράγοντες τοπικής περηφάνειας και πολιτισμικού πλούτου, να καταστούν δείκτες αυτοπροσδιορισμού: έτσι οι γερμανοελβετοί χρησιμοποιούν με καμάρι τη διάλεκτό τους και την καλλιεργούν, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούν τη στάνταρ γερμανική σε επίσημες περιστάσεις.

Η γλωσσολογία τι είναι ακριβώς; Και τι η ψευδογλωσσολογία;


Νομίζω ότι η διαφορά τους είναι κάπως σαν αυτή μεταξύ αστρονομίας και αστρολογίας. Η αστρολογία είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα, ιδίως αν βασανίζεται κανείς από χρήμα-τύχη-έρωτα. Όπως και η ψευδογλωσσολογία, η αστρολογία μπορεί να ερμηνεύσει τα πάντα (άρα τίποτα), επαληθεύεται πάντοτε (άρα ποτέ) και δεν ασχολείται ιδιαιτέρως με εμπειρικά δεδομένα -- θυμηθείτε λ.χ. τι έγινε με τον Οφιούχο, που μπήκε "ξαφνικά" στην εκλειπτική και τους απορρύθμισε τον δωδεκαμελή ζωδιακό κύκλο. Έτσι και οι ψευδογλωσσολόγοι: πιάνονται από τρεις τύπους που μπορεί και να μοιάζουν, και ισχυρίζονται ότι οι Έλληνες αποίκισαν τον Καναδά.

Πώς δημιουργούνται οι κανόνες σε μία γλώσσα που αλλάζει συνεχώς; Και ποιος τους φτιάχνει;


Η γλώσσα ως υπόρρητοι κανόνες της ενδιάθετης γραμματικής δεν υπάρχει έξω από τους ομιλητές. Στο μυαλό κάθε ομιλητή οι γλωσσικοί κανόνες προκύπτουν από την αλληλεπίδραση της έμφυτης ικανότητάς μας για γλώσσα (της Καθολικής Γραμματικής) με τα γλωσσικά δεδομένα γύρω μας, μια διαδικασία που ολοκληρώνεται μέσα στα πρώτα 5 περίπου χρόνια της ζωής μας. Παρόμοιες διαδικασίες σχηματίζουν τους κανόνες της οπτικής αντίληψης και της μουσικής μας αντίληψης.

Πόσο δύσκολη είναι η γλωσσολογία;
 
Αρκετά. Η θεωρητική γλωσσολογία μεθοδολογικά, αναλυτικά και όσον αφορά τον βαθμό αφαίρεσης που προϋποθέτει θυμίζει αρκετά τη Χημεία. Τώρα, η βασική δυσκολία όλων των κλάδων της Γλωσσολογίας έγκειται στο ότι το αντικείμενό της είναι πανανθρώπινο και συνεπώς όλοι έχουνε γνώμη γι' αυτό, έστω και αν αγνοούν βασικές μεθοδολογικές αρχές ή και ανακαλύψεις των γλωσσικών επιστημών: ψυχολόγοι, ανθρωπολόγοι, κοινωνικοί επιστήμονες και όλοι μας. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε μικρότερο βαθμό με την Ιστορία αλλά καθόλου στην περίπτωση λ.χ. της βιοχημείας.

Πόσο έχει αλλάξει η γλώσσα τα τελευταία 30 χρόνια; Με ποιον τρόπο;


Κάθε ερώτηση και δοκίμιο -- χαίρομαι που είστε τόσο διαβασμένος... Γενικά η ελληνική αλλάζει αργά, και όχι μόνο λόγω της τροχοπέδης της λόγιας παράδοσης. Νομίζω όμως ότι τα τελευταία 30 χρόνια έχουμε καλύτερα μέσα καταγραφής της μικροδιαφοροποίησης και των αργών αυτών αλλαγών -- έχουμε το slang.gr, αν μη τι άλλο... Υπάρχουν πάντως ενδείξεις αργής μορφοσυντακτικής αλλαγής (στα τριτόκλιτα επίθετα, με το 'παίζω' ως 'υπάρχω', με την παγίωση λόγιων και ψευδολόγιων ρηματικών καταλήξεων, την νέα ακλισία ξένων λέξεων σε -ο και -α κτλ.), αλλά πράγματι εδώ χρειάζεται ολόκληρο δοκίμιο...

Η νοηματική είναι «κανονική» γλώσσα;


Δεν υπάρχει μόνο μία νοηματική γλώσσα. Οι νοηματικές γλώσσες είναι κανονικές φυσικές γλώσσες. Με φωνολογία (οπτικοχωρική), μορφολογία, σύνταξη -- με τα όλα τους. Αυτή είναι μια από τις σπουδαίες ανακαλύψεις της Γλωσσολογίας τον 20ο αιώνα, διατείνομαι στο βιβλίο.

Είναι όντως πιο πλούσια η ελληνική γλώσσα σε σχέση με κάποια άλλη ευρωπαϊκή;

 
Δώστε μου ορισμό του "πλούσια". Αν μιλάμε για λέξεις, οι λέξεις είναι δανεικές. Κι αγύριστες.

Πόσο επηρεάζει το περιβάλλον την εξέλιξη της γλώσσας;


Πόσο επηρεάζει το περιβάλλον την εξέλιξη του ανθρώπινου σώματος. Δεν υπεκφεύγω: η απάντηση είναι αντίστοιχης φύσης και εξίσου τρομερά σύνθετη.

Η γνώση ξένων γλωσσών σε βοηθάει να εκφράζεσαι πιο εύκολα ή πιο σωστά στη μητρική σου γλώσσα;


Η γνώση ξένων γλωσσών οξύνει το μεταγλωσσικό μας αισθητήριο και μας βοηθάει να εκφραζόμαστε πιο καίρια ίσως. Αυτό το πολυσατιρισμένο "πώς το λέμε στο ελλήνικος", σαν της θείας από το Σικάγο, είναι δείγμα αυτού του ανοίγματος που σου δίνει κάθε νέα γλώσσα.

Σε κάνουν πιο έξυπνο;


Ο Christopher, ένας savant με βαριά νοητική υστέρηση, μιλάει πάνω από 20 γλώσσες.

Είναι μεγάλο προνόμιο να μεγαλώνεις με διγλωσσία;


Πολιτισμικά και όσον αφορά την προσωπική σου ανάπτυξη, ναι, αναμφισβήτητα. Μη λησμονείτε ότι έξω από τα μονόγλωσσα εθνικά κράτη, μια μεγάλη μερίδα του ανθρώπινου γένους είναι εκ γενετής δίγλωσση.

Γιατί σχεδόν όλα τα νέα ουσιαστικά που προέρχονται από ξένες λέξεις είναι ουδετέρου γένους;


Όχι τα έμψυχα: ο ανιματέρ είναι αρσενικό, η σταρ και θηλυκό. Το τρακτέρ είναι ουδέτερο, όπως και το ρούτερ. Ή ο ρούτερ; Το γένος είναι πολύπλοκη υπόθεση: συσχετίζει την κατηγορία έμψυχο και την κατηγορία φυσικό γένος με το τι κατάληξη παίρνει το ουσιαστικό. Συνεπώς ό,τι άψυχο τελειώνει σε σύμφωνο πάει στο "λοιπά", στο ουδέτερο γένος. Πολλές φορές πάλι το γένος καθορίζεται αναλογικά: ο κομπιούτερ κατά το "ο υπολογιστής". Για το γένος στα ελληνικά υπάρχει πάντως το ωραιότατο βιβλίο "Γένος" των Α. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. Ράλλη και Δ. Χειλά-Μαρκοπούλου.

Είναι ζημιά για την ελληνική γλώσσα τα greeklish;


Τα ελληνικά έχουνε γραφτεί με αραβική γραφή στη Μικρασία, με κυριλλική γραφή στην πρώην ΕΣΣΔ, με απλοποιημένη ορθογράφηση, με λατινικούς χαρακτήρες (τα λεγόμενα φραγκολεβαντίνικα ή φραγκοχιώτικα). Όσο τα γκρήκλις παραμένουν μια εναλλακτική γραφή της γλώσσας σε περιορισμένα μέσα, π.χ. sms και κοινωνικά μέσα δικτύωσης, δε θα υπάρξει πρόβλημα. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο από τα γκρήκλις είναι η κατρακύλα του εγγραμματισμού που προσφέρει το ελληνικό σχολείο. Εκεί υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, όντως.

Υπάρχουν «λογικές» γλώσσες;


Ναι, κάτι τεχνητές και άκρως δύσχρηστες γλώσσες, τις συζητάει ο Έκο στο σχετικό βιβλίο του. Οι φυσικές γλώσσες έχουνε τους δικούς τους κανόνες, που τους περιορίζει η δομή και η λειτουργία της ανθρώπινης νόησης και η Καθολική Γραμματική -- και πάλι παραπέμπω στο σχετικό κεφάλαιο.

Ισχύει ότι υπάρχει «λεξιπενία» στους νέους ανθρώπους;


Αν εννοείτε ότι το λεξιλόγιό τους ίσως δεν περιλαμβάνει τη λέξη 'εξοικειώνομαι' ή τη λέξη 'εχέφρων', σας επισημαίνω ότι το δικό μου λεξιλόγιο συμπεριέλαβε μετά βίας την καραμέλα νέων (και όχι τόσο νέων) 'συνάδει' μόλις πρόσφατα. Επίσης, η ποδοσφαιρική μου ορολογία είναι ελλιπής. Είναι χειρότερο να έχει κενά το λόγιο λεξιλόγιο κάποιου από το να έχει κενά το ποδοσφαιρικό του λεξιλόγιο; Από την άλλη, ακούω όλο κάτι "προσποιούντο" και "αρνείτο", ενώ κάθε μέρα μαθαίνω και νέες αδόκιμες ελληνικούρες όπως "εκτελούνται ώρες γραφείου" -- είναι άραγε αυτά ενδείξεις ανάκαμψης από ό,τι τέλος πάντων θεωρείται λεξιπενία;

Πόσο βοηθούν τα αρχαία ελληνικά στην ορθή χρήση της σημερινής ελληνικής γλώσσας;


Γραμματικά καθόλου: τι να τις κάνουμε τις προθέσεις που συντάσσονται με δοτική, τον μέσο παρακείμενο ευκτικής ή την κατηγορηματική μετοχή στα Νέα; Λεξιλογικά, περιμένω να δω σοβαρή έρευνα επί του θέματος. Δε βλέπω πάντως να βοηθούν, κυρίως γιατί οι περισσότερες αρχαίες λέξεις που μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο έχουν ήδη συνώνυμα στα Νέα (π.χ. ξυνεστηκός=συνωμοσία, ναυς=πλοίο).



Τελικά, κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα;

Όχι. Δυστυχώς όμως κινδυνεύουν ομιλητές της, κατά χιλιάδες και άμεσα.

17/6/13

Τα φώτα στο βάθος: Keine Weibchen Malerei

Η ζωγραφική της είναι γυναικεία χωρίς να είναι Weibchen Malerei, κανένα chiqué, απλότης αφάνταστη, ειλικρίνεια και μεγάλη ευαισθησία.
(επιστολή της Μάτσης Χατζηλαζάρου προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο, 31.4.46)

Η προσέγγισή μου στη συλλογή αφηγήσεων μικρού μήκους Τα φώτα στο βάθος της Niemands Rose θα γίνει αποσπασματικά και, αναπόφευκτα, από τη σκοπιά ενός αναγνώστη. Θα οργανώσω τις σκέψεις μου γύρω από το είδος (genre) στο οποίο εντάσσεται το βιβλίο και γύρω από το ύφος της συγγραφέως και τη σχέση του με τη λεγόμενη γυναικεία γραφή.

Τι είναι Tα φώτα στο βάθος

Όπως ήδη έχει επισημανθεί, το βιβλίο δεν ανήκει σε καμία νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Πράγματι, δεν πρόκειται για «συλλογή διηγημάτων». Πρώτα πρώτα, το βιβλίο διαθέτει εσωτερική ενότητα, αν και όχι προφανή: παρότι η ενότητα αυτή δε χτίζεται λ.χ. με βάση μία θεματική ή μία πλοκή ή ένα καστ χαρακτήρων, τα κείμενα που απαρτίζουν Τα φώτα στο βάθος συνθέτουν μια χαλαρή αφηγηματική δομή που αποτυπώνεται και σαν ενιαύσιος ή ημερήσιος κύκλος: ξεκινάμε με τα «Αληθινά χαράματα» για να βυθιστούμε στον πρεβελάκειο πάμφωτο και όλο «Χρώματα» θάνατο στο τέλος. Ενδιάμεσα προχωρούν οι εποχές, ενώ βρίσκονται γιορτές, διακοπές, το ταξίδι. Επίσης, ο τόνος στα «φώτα στο βάθος», παρά τις μεταμορφώσεις του ύφους από αφήγηση σε αφήγηση, παραμένει ενιαίος. Μάλιστα, μου είναι πολύ δύσκολο να αποδώσω (πολύ περισσότερο να περιγράψω) τη χροιά της αφηγηματικής φωνής της Niemands Rose χωρίς να γίνω και σχολαστικός και υπερβολικά περιφραστικός.

Και βεβαίως, δεν έχουμε να κάνουμε με διηγήματα ή έστω με μικροδιηγήματα. Η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να ηθογραφήσει, ακόμα και όταν περιγράφει τον «άλλο», π.χ. τον κάτοικο της λεγόμενης «επαρχίας», ούτε να ψυχολογήσει, ακόμα και όταν βυθομετρά τους χαρακτήρες της, ούτε και να αλληγορήσει, ακόμα και όταν επιστρατεύει μεταφορές, εικόνες, λογοπαίγνια και σύμβολα. Απεναντίας, προσπαθεί να διερευνήσει τους χώρους (κενούς ή πλήρεις) μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας και μεταξύ ανθρώπινης κοινωνίας και κόσμου. Έτσι καταλήγει στην ταύτιση ηθικού και πολιτικού αλλά και στην ταύτιση αλλοτρίωσης και τυραννίας, έτσι διερευνά τον ιλιγγιώδη κόσμο των ανθρώπινων: απόσταση την απόσταση. Η πλοκή κάθε κειμένου είναι λοιπόν όχι ακριβώς πρόσχημα αλλά πραγμάτωση, ενσάρκωση ίσως, αυτών των τριών χώρων: μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας, μεταξύ κοινωνίας και κόσμου.

Πάντως το βιβλίο δεν είναι σε καμία περίπτωση, όπως ήδη πρέπει να έγινε αντιληπτό, ανθολογία αναρτήσεων από το μπλογκ της συγγραφέως, για δύο κυρίως λόγους: αφενός, από τα κείμενα στα φώτα στο βάθος ελλείπει ο χαρακτήρας αντανακλαστικού που προσδίδουν η άμεση αυτοέκδοση καθώς και η προσήλωση στο καθέκαστο και εφήμερο που χαρακτήριζε τα αφηγηματικά ιστολόγια. Αφετέρου, από τα κείμενα του βιβλίου απουσιάζει ο στενά ημερολογιακός και ενδοσκοπικός χαρακτήρας των μπλογκ.

Μεταξύ εαυτού και άλλου

Αν θα έπρεπε να προτείνω ένα είδος, ένα genre, στο οποίο θα εντάσσαμε Τα φώτα στο βάθος, αυτό θα ήταν αυτομυθογραφίες ή αυτομυθοπλασίες: σε όλα τα κείμενα που συνθέτουν το βιβλίο υπάρχει αυτοαναφορικό έναυσμα· όχι απαραίτητα αυτοβιογραφικό, αφού πολλές φορές αυτό ή αυτός που βρίσκεται απέναντι μάς αφορά πιο καίρια και πιο βαθιά από όσα βρίσκονται εντός μας. Το αυτοαναφορικό έναυσμα (το καθέκαστο, το προσωπικό, το εφήμερο) γίνεται αφορμή για να αρθρωθεί λόγος που θα φωτίσει, άλλοτε με στιγμιαία λάμψη και άλλοτε με ένα φως λοξότερο αλλά διαρκέστερο, τους χώρους που προανέφερα: μεταξύ εαυτού –και δη γυναίκας– και άλλου (ακόμα και όταν ο άλλος είναι ο ίδιος ο εαυτός)· μεταξύ ανθρώπου –και δη γυναίκας– και κοινωνίας· μεταξύ ανθρώπινης κοινωνίας και κόσμου. Η Niemands Rose δεν μιλάει για τον ίδιο τον εαυτό (της), δεν προσεγγίζει τον άλλο χωρίς ενσυναίσθηση, δεν αντιμετωπίζει την κοινωνία, τον κόσμο και τη ζωή απολιτικά ή σαν να αποτελούν αυτόνομα φαινόμενα και συστήματα που απλώς κείνται εκεί. Η Niemands Rose μιλάει κυρίως για το «τι ανάμεσό τους»: π.χ. για τον θάνατο ως φάρμακο που αλληλεπιδρά με αυτό της ομορφιάς («Κυνήγι»), για την υποκρισία ως απόσταση και όχι ως στάση («Το χαλίκι»), κ.ο.κ.

Τα κείμενα της Niemands Rose ανήκουν λοιπόν σε ένα είδος μεικτό αλλά νόμιμο: η αμεσότητα και η αυτοαναφορικότητα της ιστολογικής ανάρτησης συντίθεται με τις αφηγηματικές λύσεις και την αξίωση του διηγήματος να πάει κανείς παραπέρα από το περιστατικό. Τα κείμενα στα φώτα στο βάθος περπατάνε πάνω στο στενό υπερυψωμένο πεζούλι μεταξύ προφορικότητας και κειμενικότητας, διακειμενικού παιχνιδιού και αμεσότητας παραμυθιού. Και αυτό το ιδιαίτερο είδος καλείται να μιλήσει όχι για τους ανθρώπους και για τα πράγματα, ίσως ούτε καν για τις σχέσεις και τις συνάφειες μεταξύ τους, παρά για τον χώρο ανάμεσά τους, χώρο στον οποίο αλληλεπιδρούν.

Γυναικεία γραφή;

Η Niemands Rose γράφει πυκνά αλλά χωρίς βάρος, δεν αποσιωπά παρά μόνον όπου είναι πραγματικά απαραίτητο. Ο τόνος της επαμφοτερίζει διαρκώς μεταξύ του παιγνιώδους ή του αποστασιοποιημένου από τη μια μεριά και του έντονου και μύχιου από την άλλη, συνήθως μέσα από την ανεπαίσθητη αλλαγή οπτικών γωνιών («Επικήδειος αντίλογος»). Πολλές φορές η συγκίνηση ανεβαίνει αναπόφευκτη και φαινομενικά απρόκλητη («Τα δώρα που σπάνε»), αφού η γραφή δεν είναι ούτε συναισθηματική, αλλά ούτε κι επιτηδευμένα χαμηλόφωνη. Ίσα ίσα, πολλές φορές η φωνή της αρθρώνεται δυνατά και καθαρά («Πλαστική σακούλα»), υψώνεται σχεδόν στεντόρεια. Αλλά χωρίς κορώνες, τσιρίδες και γατίσιους βοκαλισμούς. Γιατί η γραφή της δεν είναι γυναικεία – γι’ αυτό άλλωστε και επέλεξα να ξεκινήσω με το απόσπασμα της Χατζηλαζάρου για τη ζωγραφική της Ντόρα Μάαρ.

Η γυναικεία γραφή αφήνει συνήθως μια ταγκή επίγευση ποιητισμού και αισθαντισμού, ενώ διακρίνεται από ασώματη λαγνεία των συναισθημάτων, ακόμα και όταν πραγματεύεται τα άκρως αισθητά. Στη γυναικεία γραφή δεσπόζει η εξιδανίκευση του worry talk: του worry talk και ως περιεχομένου (θυμηθείτε τη Μαίρη Παναγιωταρά, μια εργαζόμενη μητέρα, μια καλή νοικοκυρά) και ως άκριτης απολιτικής εξομολόγησης που ανοίγει κύκλους ψυχολογισμών. Με δύο λόγια, η γυναικεία γραφή, όταν δεν είναι μανιέρα που πουλάει νανουρίζοντας, ενσωματώνει την πατριαρχία και τον σεξισμό με ιδανικό τρόπο: γυναίκες γράφουν όπως αναμένεται να γράψουν επειδή είναι γυναίκες.

Παρόλα αυτά, Τα φώτα στο βάθος δε θα μπορούσαν παρά να είναι γραμμένα από γυναίκα, αφού ενσωματώνουν τον αγώνα της γυναικείας ψυχής και του γυναικείου νου να σταθούν και να μιλήσουν. Τα κείμενα του βιβλίου, μέσα από την ίδια την πράξη της γραφής τους, ξορκίζουν αυτό που επισήμανα παραπάνω: τους τρόπους με τους οποίους η γυναίκα ωθείται και σύρεται να υιοθετήσει το πώς τη βλέπουν οι άλλοι (“To be a woman”, «Για τη γυναίκα, το γήρας, το γαμώτο», «Είναι τα φιλιά σου φυλακή»). Παράλληλα, το ύφος της Niemands Rose δεν το διακρίνει καμία κλάψα ή ποιητίζουσα στωική μελαγχολία και τίποτε από τα παραπάνω χαρακτηριστικά της «γυναικείας γραφής»: είναι ύφος ρωμαλέο, πυκνό, χωρίς αποσιωπητικά και χωρίς κατάχρηση του δεύτερου προσώπου, με εναλλαγές στον τόνο αλλά και στην εστίαση, με άνοιγμα προς τα έξω, προς το ουσιωδώς πολιτικό. Αν η γυναικεία γραφή πατάει πάνω στο καθέκαστο και στον εσωτερικό μονόλογο για να περιαυτολογήσει, τα κείμενα στα ‘φώτα στο βάθος’ ακολουθούν αντίστροφη πορεία: ξεκινούν από το ατομικό και το προσωπικό για να ανοιχτούν και για να ανοίξουν («Τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα», «Αδιάκοπα»).

Εδώ ένα μικρό σχόλιο σχετικά με τη συμπύκνωση: κείμενα όπως τα «Χρώματα» και η «Λοταρία» είναι αντίστοιχα ποιητική σύνθεση και μυθιστόρημα σε δυο σελίδες το καθένα – θυμάται εδώ κανείς την Κεντούρια του Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, που απαρτίζεται από «Εκατό Μικρά Μυθιστορήματα Ποταμούς».

Θα κλείσω με ένα μπράβο στις εκδόσεις Απόπειρα: η έκδοση είναι κομψή και προσεγμένη, παρά την πολύ χαμηλή τιμή του βιβλίου. Το καταλαβαίνει κανείς από την εκτύπωση, την ποιότητα του εξώφυλλου αλλά και από τη μυρωδιά του χαρτιού.

Δημοσιεύθηκε στο Book Press.