Η γλωσσολογία και ο κόσμος
Σκεφτόμουν αυτές τις μέρες ότι ξεκίνησα αυτή τη στήλη πριν τρία χρόνια. Με την επετειακή αυτή αφορμή θυμήθηκα την έντονη κατάπληξη που ένιωσα περίπου τότε, όταν συνειδητοποίησα τη γενικευμένη εχθρότητα μεγάλων μερίδων της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην επιστήμη και στη γλωσσική επιστήμη ειδικότερα. Μου είχε προκαλέσει σαστιμάρα η γενικευμένη απόρριψη της επιστημονικής μελέτης της γλώσσας, η εκ των προτέρων άρνηση να παρθούν υπόψη βασικές επιστημονικές αρχές και γλωσσικές πραγματικότητες, η παράθεση αναξιόπιστων ή και ανύπαρκτων αυθεντιών προς αναίρεση γλωσσολογικών ανακαλύψεων. Έκτοτε με αναστάτωσε πολλές φορές πόσο πεισματικά μερικοί βασίζονται αποκλειστικά στη διαίσθησή τους, σε κάποιες εκλάμψεις και σε μερικές σκόρπιες παρατηρήσεις τους για να διατυπώσουν τις γλωσσικές απόψεις τους.
Δράση, πλοκή, συγκινήσεις;
Αναρωτιέμαι ακόμα γιατί προτιμάει τόσος κόσμος να προβληματίζεται για τη γλώσσα ερήμην της επιστήμης, ενώ σαφώς λιγότεροι θα ισχυρίζονταν σήμερα εντύπως ότι, π.χ., η αριστοτελική θεωρία περί αναπαραγωγής είναι ανώτερη από τη σύγχρονη, ότι η καρδιά (κι όχι ο εγκέφαλος) είναι η έδρα των συναισθημάτων, ότι η γη είναι επίπεδη ή κούφια.
Η απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται ακριβώς στην άκρη του νήματος της ‘κούφιας γης’ και των διάφορων συνωμοσιών. Όσο θαυμαστή κι αν είναι η μελέτη της ανθρώπινης φύσης, άρα και της γλώσσας, όσο συναρπαστική και αν είναι η γεωλογία, όσο κι αν παραμένουν ανεπίλυτα τόσα επιστημονικά ζητήματα, τους λείπει συνήθως ένα πράγμα: το στοιχείο του θρίλερ. Όταν λέω θρίλερ, εννοώ την πλοκή, την ίντριγκα, την πλεκτάνη, τις συνωμοσίες και – πάνω απ’ όλα – τις πολιτικές προεκτάσεις που προσφέρει ο κάθε Κώδικας Νταβίντσι, ο κάθε ισχυρισμός ότι δεν περπατήσαμε στο φεγγάρι πριν 40 χρόνια και άλλα τέτοια παρόμοια. Είναι πιο θρίλερ να πιστεύεις ότι η δική σου γλώσσα είναι ανώτερη κι ότι αντανακλά εξαίσια εθνικά χαρακτηριστικά. Είναι πιο συναρπαστικό να φρονείς ότι η ινδοευρωπαϊκή θεωρία είναι μια πελώρια συνωμοσία των γερμαναράδων – ή δεν ξέρω ποιων. Ο παράγοντας θρίλερ όμως δεν είναι ο μόνος που συντελεί στο σνομπάρισμα της γλωσσολογίας.
Λογική κι ευαισθησία
Ένας δημοσιογράφος, με τόνο επιτιμητικό και σχεδόν από καθέδρας, με χλεύασε κάποτε γιατί επισήμανα ένα λάθος του σε ένα γλωσσικό θέμα. Έψεξε την αδυναμία μου να δω την ομορφιά και τη βιωματική διάσταση της γλώσσας, θέματα για τα οποία βεβαίως ήταν αρμοδιότερος και ως δημοσιογράφος αλλά και ως πολύ ευαίσθητος άνθρωπος. Φυσικά, δεν τον εξισώνω με όσους διατυπώνουν, υποστηρίζουν και διαδίδουν ψευδογλωσσολογικές θεωρίες. Νομίζω όμως πως η καχυποψία και η απαξίωση των γλωσσικών επιστημών που εξέφρασε στρώνει τον δρόμο για τη διάδοση ψευδοεπιστημονικών εικασιών και κάθε λογής παραμυθιών για τη γλώσσα.
Να φέρω ένα παράδειγμα: τι συμβαίνει όταν χλευάζουμε ή αρνούμαστε ανεξέταστα την εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων στη μελέτη της ιστορίας της γλώσσας επειδή, λ.χ. «η ψυχή ενός έθνους δεν ανατέμνεται», ή επειδή «η γλώσσα μας είναι ο κόσμος μας» (γνωστή παρανάγνωση εδαφίου του Βιτγκενστάιν), ή γιατί «η ψυχρή λογική δεν μπορεί να αφουγκραστεί τους παλμούς της γλώσσας»; Προκύπτει ότι οποιοσδήποτε λόγος περί γλώσσας είναι εξίσου έγκυρος και ερμηνευτικός της γλωσσικής αλλαγής όσο και οποιοσδήποτε άλλος. Η επιστημονική αμφιβολία, η μεθοδική έρευνα και ο έλεγχος των δεδομένων υποκαθίστανται από τη φώτιση ή τη συσκότιση που εκδέχεται οποιοσδήποτε έχει χρόνο και διάθεση να εικοτολογεί. Συνεπώς, μπορεί ο καθένας μας να διαλέξει (ψάχνοντας στο διαδίκτυο, σε περιοδικά ποικίλης ύλης κ.ο.κ.) τη γλωσσική άποψη που ταιριάζει με τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις ή τις προκαταλήψεις του: ότι η ελληνική είναι η μητέρα-γλώσσα όλων των ευρωπαϊκών, ότι διαθέτει αχανές λεξιλόγιο, ότι η γραμματική της κωδικοποιεί υπολογιστικές γλώσσες, ότι μας κατέφθασε από τον Σείριο, ότι το αλφάβητό της είναι γηγενές και ξεκλειδώνει πανάρχαιες προφητείες και μυστήρια.
Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα και η απαξίωση της επιστήμης αυτόκλητους πεφωτισμένους. Όπου ανθεί η ημιμάθεια πληθύνονται οι επιτήδειοι που την επικονιάζουν. Και οι επιτήδειοι ποτέ δεν εργάζονται ανυστερόβουλα.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 21ης Ιουνίου 2009]
Σελίδες
21/6/09
14/6/09
5.000.000
Ακούγεται κάθε τόσο, ακόμα και από σοβαρούς ανθρώπους, ότι η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη του κόσμου διότι διαθέτει λεξιλόγιο τουλάχιστον 5.000.000 λέξεων. Αυτήν την τερατολογία την έχει καταρρίψει μεθοδικά κι εμπεριστατωμένα ο Νίκος Σαραντάκος και στο βιβλίο του «Γλώσσα μετ’ εμποδίων» και στον ιστότοπό του, οπότε δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω όσα γράφει εκεί. Εδώ απλώς θα σκιαγραφήσω πόσο εξωπραγματικός είναι ο ισχυρισμός, ιδίως στο στόμα ανθρώπων με μόρφωση.
Πρώτα-πρώτα, όταν λέμε ‘λέξη’, εννοούμε το λήμμα, όχι το δείγμα (token). Έτσι, όσα δείγματα της λέξης ‘και’ κι αν περιέχει αυτό το κείμενο, για σκοπούς λεξιλογίου εμείς θα μετρήσουμε ένα μόνο δείγμα: μία λέξη. Επίσης, όταν το λήμμα κλίνεται, πάλι θα μετρήσουμε μία λέξη: λ.χ. δε θα μετρήσουμε τους τέσσερις τύπους του λήμματος ‘γάτα’ (γάτα, γάτας, γάτες, γατών) ως τέσσερις λέξεις. Με άλλα λόγια, όταν μετράμε το μέγεθος λεξιλογίων, μετράμε λήμματα, όχι τύπους. Αλλιώς, γλώσσες όπως η τουρκική, με την ευελιξία κι ευχέρεια της να κατασκευάζει τύπους, θα είχε δεκάδες εκατομύρια λέξεις.
Μένουμε λοιπόν στα λήμματα και προχωρούμε στο ότι ένας αναλφάβητος ενήλικος, είτε προέρχεται από κοινωνία τροφοσυλλεκτών είτε από μεταβιομηχανική κοινωνία, ξέρει περί τις 40.000 λέξεις. Οπωσδήποτε, το λεξιλόγιο του τροφοσυλλέκτη περιέχει διαφορετικού είδους λέξεις από αυτό του μεταβιομηχανικού ανθρώπου: λ.χ. εκεί όπου ο τροφοσυλλέκτης έχει ονόματα για κοινωνικές δραστηριότητες της ομάδας που ανήκει, ο μεταβιομηχανικός αναλφάβητος θα έχει τις λέξεις Βουλή, εφάπαξ, αστυνομία, απεργία κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, η σούμα βγαίνει εκεί κάπου στα 40.000 λήμματα.
Αναπόφευκτα, ο αλφαβητισμός και η εκπαίδευση αυξάνουν το ενδιάθετο λεξιλόγιο μέχρι και τρεις φορές, αφού προσφέρουν πρόσβαση στον γραπτό λόγο και, άρα, σε πλήθος λέξεων. Αν το σκεφτεί κανείς, 120.000 λήμματα είναι πολλά: άλλωστε, ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ περιέχει περί τα 35.000 λήμματα. Ακόμα πιο κοντά μας, η ελληνική γλώσσα από τον Όμηρο έως την Άλωση, μία περίοδο περίπου 24 αιώνων, αριθμεί περίπου 160.000 λήμματα στον Thesaurus Linguae Graecae. Τέλος πάντων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η απόσταση από το 160.000 μέχρι τα όποια εκατομύρια είναι αγεφύρωτη.
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τη λογιστική περί λέξεων (λεξιλογιστική;), προχωρώντας σε ένα θέμα ουσίας: Άραγε είναι πλουσιότερη η αγγλική επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του frustration; Είναι η ελληνική πλουσιότερη επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του φιλότιμου; Όχι. Τελικά όταν μιλάμε για τον πλούτο μιας γλώσσας, μιλάμε για τον πλούτο των κειμένων που είναι γραμμένα σε αυτήν. Στο κάτω-κάτω, το γλωσσικό σύστημα δεν είναι παρά γραμματικοί κανόνες και λέξεις. Έτσι, το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής δε βρίσκεται ούτε στο μέγεθος του λεξιλογίου της, ούτε σε επιμέρους λέξεις όπως αλετρίβανος και τοιγαρούν, ούτε καν σε λέξεις όπως μένος, εντελέχεια ή λόγος. Μεγαλείο, δύναμη και βάθος βρίσκονται σε κάποια κείμενα (και στα νοήματα, στις εντυπώσεις, στους κόσμους τους) που γράφτηκαν στα ελληνικά.
Παρότι δεν υπάρχουν μεγαλειώδεις γλώσσες, υπάρχουν όμως μεγαλειώδη κείμενα, κείμενα δουλεμένα από ευφυείς, ευρηματικούς – ή απλώς φιλόπονους – στοχαστές και εργάτες του λόγου. Αυτοί δουλεύουν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλουν η γραμματική και το (εκτενές ή μη) λεξιλόγιο της γλώσσας τους.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 14ης Ιουνίου 2009]
Πρώτα-πρώτα, όταν λέμε ‘λέξη’, εννοούμε το λήμμα, όχι το δείγμα (token). Έτσι, όσα δείγματα της λέξης ‘και’ κι αν περιέχει αυτό το κείμενο, για σκοπούς λεξιλογίου εμείς θα μετρήσουμε ένα μόνο δείγμα: μία λέξη. Επίσης, όταν το λήμμα κλίνεται, πάλι θα μετρήσουμε μία λέξη: λ.χ. δε θα μετρήσουμε τους τέσσερις τύπους του λήμματος ‘γάτα’ (γάτα, γάτας, γάτες, γατών) ως τέσσερις λέξεις. Με άλλα λόγια, όταν μετράμε το μέγεθος λεξιλογίων, μετράμε λήμματα, όχι τύπους. Αλλιώς, γλώσσες όπως η τουρκική, με την ευελιξία κι ευχέρεια της να κατασκευάζει τύπους, θα είχε δεκάδες εκατομύρια λέξεις.
Μένουμε λοιπόν στα λήμματα και προχωρούμε στο ότι ένας αναλφάβητος ενήλικος, είτε προέρχεται από κοινωνία τροφοσυλλεκτών είτε από μεταβιομηχανική κοινωνία, ξέρει περί τις 40.000 λέξεις. Οπωσδήποτε, το λεξιλόγιο του τροφοσυλλέκτη περιέχει διαφορετικού είδους λέξεις από αυτό του μεταβιομηχανικού ανθρώπου: λ.χ. εκεί όπου ο τροφοσυλλέκτης έχει ονόματα για κοινωνικές δραστηριότητες της ομάδας που ανήκει, ο μεταβιομηχανικός αναλφάβητος θα έχει τις λέξεις Βουλή, εφάπαξ, αστυνομία, απεργία κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, η σούμα βγαίνει εκεί κάπου στα 40.000 λήμματα.
Αναπόφευκτα, ο αλφαβητισμός και η εκπαίδευση αυξάνουν το ενδιάθετο λεξιλόγιο μέχρι και τρεις φορές, αφού προσφέρουν πρόσβαση στον γραπτό λόγο και, άρα, σε πλήθος λέξεων. Αν το σκεφτεί κανείς, 120.000 λήμματα είναι πολλά: άλλωστε, ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ περιέχει περί τα 35.000 λήμματα. Ακόμα πιο κοντά μας, η ελληνική γλώσσα από τον Όμηρο έως την Άλωση, μία περίοδο περίπου 24 αιώνων, αριθμεί περίπου 160.000 λήμματα στον Thesaurus Linguae Graecae. Τέλος πάντων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η απόσταση από το 160.000 μέχρι τα όποια εκατομύρια είναι αγεφύρωτη.
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τη λογιστική περί λέξεων (λεξιλογιστική;), προχωρώντας σε ένα θέμα ουσίας: Άραγε είναι πλουσιότερη η αγγλική επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του frustration; Είναι η ελληνική πλουσιότερη επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του φιλότιμου; Όχι. Τελικά όταν μιλάμε για τον πλούτο μιας γλώσσας, μιλάμε για τον πλούτο των κειμένων που είναι γραμμένα σε αυτήν. Στο κάτω-κάτω, το γλωσσικό σύστημα δεν είναι παρά γραμματικοί κανόνες και λέξεις. Έτσι, το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής δε βρίσκεται ούτε στο μέγεθος του λεξιλογίου της, ούτε σε επιμέρους λέξεις όπως αλετρίβανος και τοιγαρούν, ούτε καν σε λέξεις όπως μένος, εντελέχεια ή λόγος. Μεγαλείο, δύναμη και βάθος βρίσκονται σε κάποια κείμενα (και στα νοήματα, στις εντυπώσεις, στους κόσμους τους) που γράφτηκαν στα ελληνικά.
Παρότι δεν υπάρχουν μεγαλειώδεις γλώσσες, υπάρχουν όμως μεγαλειώδη κείμενα, κείμενα δουλεμένα από ευφυείς, ευρηματικούς – ή απλώς φιλόπονους – στοχαστές και εργάτες του λόγου. Αυτοί δουλεύουν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλουν η γραμματική και το (εκτενές ή μη) λεξιλόγιο της γλώσσας τους.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 14ης Ιουνίου 2009]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)