Μα επειδή η γλώσσα είναι πανανθρώπινη. Η γλώσσα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που μας κάνει ανθρώπους, όπως η ύφανση ιστών κάνει τις αράχνες και οι προβοσκίδες κάνουν τους ελέφαντες.Όντως η γλώσσα ως ζήτημα αφορά περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι π.χ. η ιστορία, αφού όλοι οι άνθρωποι διαθέτουμε γλώσσα, ομιλούμενη ή νοηματική, ενώ το ιστορικό παρελθόν ίσως να μην απασχολεί κάποιους ανέμελους. Είναι αναπόφευκτο λοιπόν ότι όλοι σχεδόν θα έχουν απόψεις και γνώμες για τη γλώσσα, είτε είναι εργάτες του λόγου (π.χ. φιλόλογοι, μεταφραστές, επιμελητές, ποιητές, κ.ο.κ.) είτε όχι.
Επιπλέον, απόψεις και γνώμες για τη γλώσσα έχουν και πολλοί λόγιοι. Δυστυχώς οι περισσότεροι από αυτούς συνήθως εκφέρουν απόψεις και γνώμες βαρύγδουπα πατώντας πάνω σε παρωχημένες μελέτες για τη γλώσσα και αντλώντας αυτοπεποίθηση από την αυθεντία που τους χάρισαν γνωστικά αντικείμενα ξένα προς τη γλώσσα.
Εδώ λοιπόν χρειάζεται η γλωσσολογία: η επιστήμη της γλώσσας. Διοργανώνονται συνέδρια για τη γλώσσα χωρίς γλωσσολόγους, γνωμοδοτούν για τη γλώσσα μη γλωσσολόγοι, παραδίδονται μαθήματα και διαλέξεις για τη γλώσσα από εξέχοντες πλην άσχετους πανεπιστημιακούς, το γλωσσικό μάθημα απορρυθμίζεται ξανά και ξανά ερήμην στοιχειωδών ανακαλύψεων της γλωσσολογίας κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.
O επιστημονικός λόγος για τη γλώσσα έχει δυστυχώς περιορισμένη διάδοση· επίσης, λίγο λόγω ελλιπούς ενημέρωσης, λίγο εξαιτίας του πόσο σέξι είναι οι ψευδογλωσσολογικές απόψεις για τη γλώσσα, ό,τι γνωρίζει ο μέσος άνθρωπος για τη γλωσσολογία είναι πιθανότατα λάθος. Όσο και αν επαναλαμβάνεται από τους γλωσσολόγους ότι η γλωσσολογία δεν είναι ετυμολογία, φιλολογία, σημειολογία, διόρθωση κ.λπ., διαρκώς κάτι τέτοια ακούει κανείς.
Χρειαζόμαστε λοιπόν και περισσότερη γλωσσολογία και να διαδοθεί όσο ευρύτερα γίνεται. Αυτό ισχύει όχι μόνο γιατί ούτως ή άλλως πρέπει η γνώση να βαθαίνει και να διαδίδεται, αλλά και για πρακτικούς λόγους.
Ας δούμε ένα παράδειγμα της πρακτικής αυτής αναγκαιότητας: τη γλωσσική ρύθμιση, δηλαδή πώς θέλουμε να μιλάμε δημόσια και ποια μορφή θέλουμε να έχει η γλώσσα που χρησιμοποιείται δημόσια και διδάσκεται στα σχολεία. Όσο καλές και να είναι οι προθέσεις μας, π.χ. η απάλειψη ασαφειών ή η λείανση των κοινωνικών ανισοτήτων όπως καταγράφονται στη γλώσσα, η γλωσσική ρύθμιση δεν μπορεί να αντιστρατεύεται το γραμματικό σύστημα της γλώσσας και δεν μπορεί να πηγαίνει κόντρα στο πώς λειτουργεί η γλώσσα. Δεν πρόκειται να βελτιώσουμε τη γλώσσα παραβιάζοντας τους ενδιάθετους κανόνες της γραμματικής. Με άλλα λόγια, η ρύθμιση οφείλει να σέβεται τη γραμματική.
Δεν νομίζω ότι θα διαφωνούσαν πολλοί με τη διατύπωση «Η ρύθμιση οφείλει να σέβεται τη γραμματική». Πώς όμως θα διερευνήσουμε τη γραμματική; Η φαινομενικά απλή γραμματική πραγματικότητα, π.χ. του πώς λειτουργεί το γραμματικό γένος και τα υποκοριστικά ή ποια είναι η «ορθή» προφορά μιας λέξης, είναι απατηλά και μόνο απλή. Τις περισσότερες φορές απαιτούνται σύνθετες επιστημονικές αναλύσεις για να αναλυθεί και να ερμηνευθεί η γραμματική δομή. Συνεπώς, αν βασιζόμαστε σε επιδερμικές και επιπόλαιες περιγραφές των γλωσσικών φαινομένων, είμαστε καταδικασμένοι να τα ρυθμίσουμε με λάθος τρόπο και σίγουρα να τα διδάξουμε με λάθος τρόπο.
Άρα κάθε υπεύθυνη απόπειρα ρύθμισης της γλώσσας προϋποθέτει σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση του φαινομένου που θέλουμε να ρυθμίσουμε.
Δημοσιεύτηκε στη στήλη Γλωσσοεπιστήμη της εφημερίδας Πολίτης.