Σελίδες

30/11/08

Η διδασκαλία της γραμματικής των αγγλικών

Είναι περιττό, νομίζω, να κάτσει κάποιος να περιγράψει τη σημασία της αγγλομάθειας και εν γένει της πολυγλωσσίας στον σημερινό κόσμο. Κοινός τόπος λοιπόν η αυξανόμενη σημασία της γλωσσομάθειας: ενώ σε περασμένες δεκαετίες μέτραγε ως ένα έξτρα προσόν ή μια παραπάνω δεξιότητα για πρακτικούς-επαγγελματικούς σκοπούς, σήμερα είναι απαραίτητη σε βαθμό που φαίνεται να έχει τη σημασία που είχε ο αλφαβητισμός πριν μερικές δεκαετίες: ενός αναγκαίου κοινωνικού εφοδίου.

Μια ολίγη από ‘γραμματική της αγγλικής’

Όπως έχω ξαναγράψει, η κατανόηση των γλωσσικών φαινομένων έχει κάνει θεαματικά άλματα τα τελευταία πενήντα χρόνια. Διαπιστώνει όμως κανείς ότι ένα απελπιστικά μικρό κομμάτι αυτών των περιγραφών και των ανακαλύψεων πάνω στα γραμματικά φαινόμενα έχει διηθηθεί στα εγχειρίδια και τις μεθόδους διδασκαλίας της γραμματικής.

Εστιάζοντας στη διδασκαλία της γραμματικής ξένων γλωσσών, όπως τα αγγλικά, διαπιστώνουμε ότι εξετάζει μόνο ένα περιορισμένο σώμα γραμματικών φαινομένων, το οποίο διδάσκεται συστηματικά: ένα σώμα που ελάχιστα έχει αλλάξει ή εμπλουτιστεί τις τελευταίες δεκαετίες. Έτσι, όταν διδάσκουμε γραμματική της αγγλικής, διδάσκουμε κυρίως τα εξής:

Πρώτον, τους χρόνους του ρήματος, την παθητική φωνή και την αναθετικότητα (causatives), δεύτερον, τον υποταγμένο λόγο, δηλαδή τη σχέση εξάρτησης μεταξύ δύο προτάσεων (πώς λ.χ. θα εκφράσουμε στα αγγλικά σχέσεις όπως ‘δε θυμάμαι να έσβησα το φως’ ή ‘προσπάθησε να μην αργήσεις’ κ.ο.κ.), με έμφαση στον πλάγιο λόγο (π.χ. ‘είπε ότι θα ερχόταν’), τρίτον τον σχηματισμό των ερωτήσεων. Μετά έρχονται η παραγωγή λέξεων (όπως πώς να δημιουργούμε επίθετα από ρήματα), η χρήση των προθέσεων (on, in, at) και άλλα θέματα.

Τι παραλείπεται

Αν θα έπρεπε να απαριθμήσω τα γραμματικά φαινόμενα της αγγλικής που δεν περιγράφονται και δε διδάσκονται – και δε μιλάω για δευτερεύοντες ή περιφερειακούς κανόνες – δε θα μου έφτανε ολόκληρη η σελίδα. Ένα δεύτερο πρόβλημα ειναι ότι οι γραμματικές δομές που τελικά διδάσκονται δεν είναι εκείνες που πράγματι δυσκολεύουν περισσότερο τους ελληνόφωνους που μαθαίνουν αγγλικά. Ουσιαστικά, η συλλογή των γραμματικών φαινομένων που διδάσκονται στα σχολεία και στα φροντιστήρια δεν αποτελείται ούτε από τα πιο βασικά φαινόμενα της αγγλικής, ούτε από εκείνα τα οποία θα παρουσίαζαν τις περισσότερες δυσκολίες για τον ελληνόφωνο μαθητή.

Τέλος, υπάρχουν ολόκληρες περιοχές της γραμματικής της αγγλικής, όπως η Φωνολογία, η γραμματική αναπαράσταση των φθόγγων και της προσωδίας της γλώσσας, που είτε δε διδάσκονται σχεδόν ποτέ ή παρουσιάζονται στοιχειωδώς, ως λ.χ. οδηγίες για την προφορά συγκεκριμένων γραμμάτων, φθόγγων ή μεμονωμένων λέξεων. Αυτό το τελευταίο είναι σοβαρότατο πρόβλημα και αποτελεί μεγάλο κενό στη διδασκαλία της αγγλικής γραμματικής, ακριβώς επειδή τα αγγλικά και τα ελληνικά διαφέρουν φωνολογικώς τόσο καίρια μεταξύ τους, όπως συζητούσαμε και την προηγούμενη φορά.

Μια διεπιστημονική λύση

Νομίζω πως τα παραπάνω σκιαγράφησαν κάποια βασικά προβλήματα στη διδασκαλία της γραμματικής της αγγλικής ως ξένης γλώσσας και, τουλάχιστον, την ανάγκη να ξανασκεφτούμε και να ξανασχεδιάσουμε τη διδασκαλία της αγγλικής γραμματικής. Πώς όμως πρέπει να προχωρήσουμε;

Κατ’ αρχήν χρειαζόμαστε πλήρεις και επιστημονικές γραμματικές περιγραφές της αγγλικής γλώσσας. Ευτυχώς υπάρχουν τουλάχιστον δύο μνημειώδεις, λεπτομερέστατες αλλά και διαφωτιστικότατες αγγλικές γραμματικές: η μία, των Quirk, Greenbaum, Leech και Svartvik βγήκε το 1980 (κι έχει γνωρίσει απανωτές επανεκδόσεις): A grammar of contemporary English. Η δεύτερη, The Cambridge grammar of the English language, των Huddleston, Pullum και Bauer, κυκλοφόρησε το 2002.

Με βάση λοιπόν μια γερή γραμματική μπορούμε να έχουμε πλήρη εποπτεία και σωστή περιγραφή των δομών και των φαινομένων που πρέπει να διδαχτούν. Πώς όμως θα καταρτίσουμε την ακριβή ύλη και τις μεθόδους διδασκαλίας; Εδώ φυσικά θα χρειαστούμε τη συνδρομή της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας.

Επιπλέον, πρέπει βεβαιωθούμε ότι τα φαινόμενα στα οποία θα ρίξουμε το βάρος της διδασκαλίας είναι αυτά στα οποία οι μαθητές μας θα δυσκολεύονται. Γι’ αυτό τον σκοπό χρειάζεται να ανατρέξουμε στη βιβλιογραφία στην Κατάκτηση Δεύτερης Γλώσσας (Second Language Acquisition), όπου μελετάται ποιες δομές είναι ‘δύσκολες’ και για τους ομιλητές ποιων γλωσσών. Λόγου χάρη, γνωρίζουμε ότι οι ελληνόφωνοι μαθητές δυσκολεύονται στην κατάκτηση του κανόνα του υποχρεωτικού υποκειμένου της αγγλικής (π.χ. το it στο ‘it is clear that she is deranged’) και στις συνέπειές του.

Εν κατακλείδι, χρειάζεται μια φρέσκια και διεπιστημονική προσέγγιση στη διδασκαλία της γραμματικής των αγγλικών ως ξένης γλώσσας.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 30ης Νοεμβρίου 2008]