Σελίδες

5/4/09

Έχουνε χιούμορ οι γλωσσολόγοι;

Γλωσσικοί μύθοι

Το σημερινό κείμενο αφορμάται από την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου ‘Αρχαιολατρία και Γλώσσα’ του λεξικογράφου Βασίλη Αργυρόπουλου. Ανάμεσα σε άλλα, το βιβλίο πραγματεύεται το διαρκές πρόβλημα των γλωσσικών μύθων, καθώς και την ανάγκη που πολλοί φαίνεται να έχουν να αποδίδουν στην ελληνική γλώσσα μεταφυσικές και μαντικές ιδιότητες. Ο Αργυρόπουλος επιχειρηματολογεί επίσης εναντίον όσων αυθαίρετα ανακηρύσσουν την ελληνική την αρχαιότερη γλώσσα της ανθρωπότητας και μητέρα-γλώσσα πολλών άλλων γλωσσών – ή και όλων τους.

Παγκόσμιες επιστημονικές συνωμοσίες

Είναι πολύ διαδεδομένη η αντίληψη ότι οι επιστήμονες συνεργούν με την εξουσία για να κρύψουν συγκλονιστικές αλήθειες από τον κόσμο: την υποτιθέμενη ύπαρξη εξωγήινων, το ένα θρυλικό φάρμακο που θεραπεύει όλους τους καρκίνους, τα καταποντισμένα ερείπια της μυθικής Ατλαντίδας, τη δυνατότητα τηλεμεταφοράς με τα λεγόμενα κύματα Τέσλα ήδη από το 1943 – και ούτω καθεξής. Παραδόξως, στην Ελλάδα η κατηγορία της συγκάλυψης και της συμπαιγνίας με την εξουσία προσάπτεται και στους γλωσσολόγους. Υποτίθεται λ.χ. ότι οι γλωσσολόγοι προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο ότι η ελληνική είναι μία ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και όχι η μητέρα των ινδοευρωπαϊκών (και άλλων) γλωσσών. Λέω ‘παραδόξως’ για δύο κυρίως λόγους:

Πρώτον, οι γλωσσολόγοι συνήθως έχουνε μηδενική ή επιδερμική σχέση με την εξουσία. Ελάχιστοι γλωσσολόγοι εργοδοτούνται π.χ. από μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες ενδιαφέρονται κυρίως για μεθόδους κωδικοποίησης και γλωσσομαθείς ωτακουστές. Επιπλέον, δείτε πώς η εξουσία αγνοεί ιταμά και συστηματικά τις γλωσσικές επιστήμες όταν σχεδιάζονται γλωσσικές πολιτικές ή όταν εκπρόσωποί της εκφέρουν φαιδρές απόψεις περί γλώσσας. Αυτό και μόνο αρκεί για να κατανοήσει κανείς τι είδους σχέσεις θα είχαμε οι γλωσσολόγοι με οποιουδήποτε τύπου παγκόσμιες κυβερνήσεις και θρυλούμενα μυστικά κονκλάβια υπό τον Χένρυ Κίσσιντζερ και με τη συμμετοχή της Βασίλισσας της Ολλανδίας…

Δεύτερον, ενώ τα δεδομένα που θα αποδείκνυαν την ύπαρξη εξωγήινων και της Ατλαντίδας ή το φάρμακο του καρκίνου και τη δυνατότητα τηλεμεταφοράς μπορούν ίσως να αποσιωπηθούν και να αποκρυβούν, οι συνωμοσίες περί τη γλώσσα είναι αδύνατες αφού τα δεδομένα της γλωσσολογίας βρίσκονται στις βιβλιοθήκες του κόσμου και – κυρίως – στα στόματα και στα μυαλά ομιλητών. Πώς θα μπορούσε να αποσιωπηθεί η «σκευωρία της ινδοευρωπαϊκής» και η «κρατυλική νοηματικότητα της ελληνικής»; Σε ποια αποθήκη και ποιο μυστικό εργαστήριο μπορούμε να αποθηκεύσουμε μυστικά τη λιθουανική γλώσσα (με τις συναρπαστικές ομοιότητές της με τη μακρινή της και αρχαιότερή της σανσκριτική); Πόσο συστηματικά μπορούμε να αφανίσουμε όλα τα αρχαιολογικά δεδομένα για την τοχαρική γλώσσα (συγγενική με τα ελληνικά και τα λατινικά – αν και μιλιόταν στο κινεζικό Τουρκεστάν, στο Σινκιάνγκ); Οι ελληνικές λέξεις δεν είναι έγκλειστες στις μυστικές φυλακές της CIA: πώς μας ξέφυγαν επί τόσους αιώνες οι κρατυλικές ή οι μυστικές σημασίες τους;

Οι γλωσσολόγοι τι λένε;

Πολλοί συνάδερφοι βλέπουν αυτές τις απόψεις με χιούμορ και αποστασιοποίηση. Μία καλή συνάδερφος δίνει στους φοιτητές της βιβλία των μυθογλωσσολόγων, λ.χ. εκείνο που μιλάει για την ελληνική καταγωγή των τζότζιλ (της γλώσσας των Μάγια) και των ναχουάτλ (της γλώσσας των Ίνκα), και τους ζητάει να αξιολογήσουν απροκατάληπτα τη μέθοδο των ετυμολογήσεων που παρατίθενται εκεί. Ωστόσο, οι περισσότεροι από εμάς τους γλωσσολόγους απλώς αγνοούμε όλο αυτό το κίνημα εναντίον της γλωσσολογίας, περίπου όπως πολλοί γιατροί αγνοούν τους τσαρλατάνους που πουλάνε ελπίδα στους δυστυχισμένους.

Ε, και;

Βεβαίως τα γλωσσικά ληρήματα και η επίθεση εναντίον των γλωσσικών επιστημών δεν πρόκειται να βλάψουν την υγεία κανενός, σε αντίθεση με τη φραπελιά. Ωστόσο, ο πόλεμος κατά της επιστήμης και η διάδοση ψευδοεπιστημονικών ή αντιεπιστημονικών μύθων είναι επικίνδυνος κοινωνικά και πολιτικά. Θυμηθείτε την αδιάσειστη επιστημονικότητα του μαρξισμού-λενινισμού, την απολυταρχία του Λυσένκο που στραγγάλισε τη σοβιετική βιολογία, την ανθρωπολογική ανωτερότητα της λευκής ή της άριας φυλής, την παρανάγνωση του δαρβινισμού που κατέστησε τη φυσική επιλογή κοινωνιολογικό και πολιτικό επιχείρημα, την μπιχεβιοριστική αξίωση να ξεριζώσουμε το έγκλημα (και την ομοφυλοφιλία ή τον κομμουνισμό) δια της πλύσης εγκεφάλου – και ούτω καθεξής.

Στην περίπτωσή μας, η εδραίωση αντιλήψεων περί ανωτερότητας, παναρχαιότητας και τελειότητας της ελληνικής γλώσσας σε συνδυασμό με τη συκοφάντηση της γλωσσικής επιστήμης και την καλλιέργεια καχυποψίας απέναντί της θα μπορούσε να αναδυθεί μέχρι τη σφαίρα της λήψης αποφάσεων σε θέματα γλωσσικής, κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής.

Ίσως λοιπόν χρειάζεται να δείξουμε λιγότερο χιούμορ.

Ευχαριστώ πολύ τον Γιώργο Σεργάκη για την πολύτιμη συμβολή του και τα σχόλιά του.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 5ης Απριλίου 2009]