Σελίδες

3/10/25

Για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες

 Συνέντευξή μου που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Ποια η σημασία των ανθρωπιστικών επιστημών σήμερα;  

Θα γίνω κάπως ωμός: θεωρώ στοιχειώδες ότι φαινόμενα όπως η επέλαση της απροκάλυπτης βαρβαρότητας στο πολιτικό πεδίο, η αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, ο νεοπουριτανισμός κι η μισαλλοδοξία καθώς και η επικράτηση μιας πείσμονος σκοταδιστικής στάσης απέναντι σε οτιδήποτε προέρχεται από την επιστήμη συσχετίζονται με την απαξίωση και με τον παραγκωνισμό των ανθρωπιστικών σπουδών μετά τη δεκαετία του 70. 

Θα φέρω ένα κάπως εξόφθαλμο παράδειγμα: βρισκόμαστε πλέον σε μία κατάσταση κατά την οποία πρέπει να εξηγούμε, και μάλιστα με επιχειρήματα, ότι ο ρατσισμός και ο φασισμός δεν εμπίπτουν μέσα στο φάσμα του αποδεκτού δημόσιου διαλόγου – ακριβώς γιατί αποτελούν άρνηση του. Αυτό είναι κάτι με το οποίο πρέπει να ασχολούμαστε πλέον, κάτι που μετά το 1945 δεν ήταν αναγκαίο. Πρέπει δηλαδή να εξηγούμε τα αυτονόητα, ακριβώς επειδή η απήχηση και η συμμετοχή των ανθρωπιστικών και των κοινωνικών επιστημών στον δημόσιο λόγο έχει περισταλεί τραγικά.  

Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζουν;  

Το βασικό πρόβλημα είναι το συστηματικό κλείσιμο των σχολών Ανθρωπιστικών Σπουδών ανά τον κόσμο, ακριβώς επειδή δεν παράγουν μόνο στελέχη επιχειρήσεων, αλλά μορφώνουν ανθρώπους οι οποίοι μπορεί μεν τελικά να κάνουν κάποιο άλλο επάγγελμα, όμως θα έχουν ήδη θεμελιώσει εντός τους βασικές αρχές στοχασμού, αμφισβήτησης και κριτικής σκέψης αλλά και ανθρώπους που θα έχουν έρθει σε επαφή με την Ομορφιά και με την ανθρώπινη δημιουργικότητα και ποικιλότητα. Στον κόσμο που ζούμε όλα αυτά θεωρούνται άχρηστα – η βαρβαρότητα, για την οποία μιλάγαμε πιο πάνω. 

Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές μοιράζονται με την θεωρητική φυσική, όχι βεβαίως τις μεθόδους ή πολύ περισσότερο το γνωστικό αντικείμενο, αλλά το ότι δεν είναι ποτέ εδώ και τώρα προφανείς οι εφαρμογές τους. Θα φέρω ένα παράδειγμα έξω από την επιστήμη μου: πρόπερσι διάβασα τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού των Αντόρνο και Χορκχάιμερ, για να συνειδητοποιήσω ότι πρόκειται ακριβώς για έργο που χρειάζεται να έχουμε ως αφετηρία ώστε να κατανοήσουμε την κατάσταση του κόσμου μας τον 21ο αιώνα… Βεβαίως, όπως και στις δημοσιεύσεις της θεωρητικής φυσικής, δεν έχει κανείς απαίτηση να πιάσει ο απλός κόσμος να διαβάσει Αντόρνο (είναι και δύσκολος), ωστόσο η αποστολή των ανθρωπιστικών σπουδών είναι ακριβώς να φωτίσει τελικά και να πλαισιώσει τις πιθανές απαντήσεις σε ερωτήματα που μας αφορούν όλους – και εδώ μπορεί ο καθένας μας να κάνει τα δικά του ερωτήματα. 

Πού εστιάζεται η έρευνά σας και πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο μας μέσα και από το ερευνητικό σας αντικείμενο;  

 Ασχολούμαι με την γλωσσολογία, η οποία είναι η επιστημονική μελέτη της γλώσσας σε κάθε της έκφανση. Γλωσσολογία είναι η σπουδή του πώς η γλώσσα σχετίζεται με οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με την ανθρώπινη εμπειρία: από την ιστορία, τη νόηση, την ανάπτυξη μέχρι τα νομικά, την πολιτική και τις κοινωνικές σχέσεις. 

Εγώ πιο συγκεκριμένα είμαι θεωρητικός γλωσσολόγος. Η θεωρητική γλωσσολογία μελετάει τη γλώσσα καθαυτή, ως φαινόμενο, και έχει αποστολή να την περιγράψει και να την ερμηνεύσει. Η θεωρητική γλωσσολογία ρωτάει τι είναι γλώσσα και πώς λειτουργεί. Από αυτή την άποψη, η θεωρητική γλωσσολογία πρέπει πρώτα πρώτα να ορίσει τη γλώσσα με ακρίβεια κι αυστηρότητα και να την ξεχωρίσει π.χ. από τον λόγο. 

Γλώσσα λοιπόν είναι οι λέξεις και οι κανόνες της νοητικής γραμματικής, το γλωσσικό σύστημα, ενώ λόγος είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να υπηρετήσουμε τη σκέψη, ταυτόχρονα εκφράζοντάς την και διαμορφώνοντάς την. Λόγος είναι η χρήση της γλώσσας στην υπηρεσία του νοήματος: η παραγωγή γραπτών και προφορικών κειμένων τελικά. 

 Μία σημαντική διάσταση της έρευνάς σας και η σημασία της. 

 Η ίδια η γλώσσα ως φαινόμενο είναι συναρπαστική, απλώς δεν μας κάνει πάντοτε πολλή εντύπωση γιατί είμαστε βουτηγμένοι μέσα της. Σκεφτείτε ότι συστήματα επικοινωνίας έχουν όλοι μα όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί: από τα βακτήρια και τους μύκητες μέχρι τα δελφίνια και τους χιμπατζήδες. Γλώσσα όμως έχουμε μόνον οι άνθρωποι. Άρα γλώσσα δεν είναι η επικοινωνία και σίγουρα η επικοινωνία δεν περιορίζεται στη γλωσσική επικοινωνία: όσοι κι όσες έχουμε χρησιμοποιήσει εμότζι ή απλώς έχουμε χειρονομήσει θυμωμένοι το ξέρουμε καλά. 

Επίσης η γλώσσα δεν ταυτίζεται με τη συμβολική σκέψη. Για παράδειγμα, το ότι ο πράσινος σταυρός σημαίνει φαρμακείο δεν έχει τίποτα να κάνει με τη γλώσσα: αποτελεί καθαρά κοινωνική και πολιτισμική σύμβαση, όπως π.χ. το χρήμα, αφού ο πράσινος σταυρός δεν σηματοδοτεί τόπο χριστιανικής λατρείας, ενώ ταυτόχρονα το συγκεκριμένο σύμβολο δεν χρησιμοποιείται παγκοσμίως σε ταμπέλες φαρμακείων. Κατά πόσο ζώα όπως οι χιμπατζήδες, οι μπονόμπο ή τα δελφίνια διαθέτουν κάποιου είδους συμβολική σκέψη δεν το γνωρίζουμε. Σίγουρα πάντως δεν διαθέτουν γλώσσα. 

Το βασικό γνώρισμα της γλώσσας είναι η συνδυαστικότητα που δημιουργεί γραμματικές δομές.  

Να διευκρινίσω. Τα σύμβολα είναι αυθαίρετα όπως και οι συνδυασμοί τους, για παράδειγμα: πράσινος σταυρός = φαρμακείο, κόκκινος σταυρός = Ερυθρός Σταυρός, μπλε σταυρός = ιατρείο ή νοσοκομείο (αν κι όχι απαραίτητα). Η γλώσσα δεν λειτουργεί έτσι όμως. Η φράση «πράσινος παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι πράσινο· η φράση «κόκκινος παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι κόκκινο· η φράση «μπλε παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι μπλε – και πάει λέγοντας. 

Αυτή ακριβώς η συνδυαστική λειτουργία της γλώσσας μάς δίνει τη δυνατότητα να σχηματίσουμε άπειρες προτάσεις, κάθε μία από τις οποίες κατά κανόνα διατυπώνει μια εντελώς διαφορετική σκέψη. Αυτή λοιπόν είναι η ιδιομορφία της γλώσσας, η νοητική γραμματική, που καθιστά τη γλώσσα ανθρώπινο προνόμιο και απελευθερώνει τη δημιουργικότητα της ανθρώπινης σκέψης.

3/9/25

Παιδί μου, γιατί δεν καταλαβαίνω τι λες;

Συζήτηση με τον M. Hulot για το λεξιλόγιο και τους στίχους στο τραπ, δημοσιεύτηκε στη LiFO.

[...]

Η κουβέντα με τον Φοίβο Παναγιωτίδη, καθηγητή Θεωρητικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ξεκίνησε ανεπίσημα, ως σχόλιο για συγκεκριμένους στίχους και κατέληξε σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης της νέας γλώσσας από δύο genXers που χρειάζεται να ψάχνουν συχνά στο Google για να καταλάβουν τι λένε πολλά από τα κομμάτια. Το νέο lingo είναι μια ολόκληρη άγνωστη γλώσσα και όσο περνάει ο καιρός γίνεται όλο και πιο άγνωστη.

— Στο «Lingo» ο FY κάνει ξεκάθαρη αναφορά σε αυτήν τη νέα γλώσσα που είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν οι νέοι ράπερ, η οποία δεν ήταν ακόμη τόσο σύνθετη όσο έχει γίνει σήμερα, αλλά περιλάμβανε λέξεις που τις καταλάβαινε μόνο ο κόσμος που είχε τα ίδια ενδιαφέροντα (μόδα, καλή ζωή, ηλεκτρονικά παιχνίδια) και χρησιμοποιούσε αγγλικές φράσεις στην καθημερινότητά του.

Το τραπ επηρέασε πάρα πολύ τη νέα γλώσσα. Όταν έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στον ψηφιακό κόσμο, αναγνωρίζεις μια βασική ορολογία την οποία μπορείς να ενσωματώσεις στην τοπική σου αργκό πάρα πολύ εύκολα.

— Τι είναι αυτό που κάνει έναν πιτσιρικά να χρησιμοποιεί μια άγνωστη γλώσσα;

Μιλάμε για αυτό που παλιά ονομάζαμε αργκό. Οι περισσότερες αργκό δεν είναι καινούργιες γλώσσες, είναι ένα σύνολο όρων· άρα δεν πρόκειται για ζήτημα γλώσσας αλλά για ζήτημα ορολογίας, η οποία είτε προέρχεται από υποκουλτούρες ή πολλές φορές περιλαμβάνει καθαρά τεχνικούς όρους. Η «σλατίνα» είναι όρος που ανήκει σε μια υποκουλτούρα, αλλά το «τζι» είναι η τεχνική ορολογία των ανθρώπων οι οποίοι ντιλάρουν κόκα.

— Είναι μια γλώσσα που δεν καταγράφεται, κανείς δεν έχει ασχοληθεί με τον τρόπο που μιλάνε οι νέοι άνθρωποι, και δεν αναφέρομαι στο «μπρο» που έχει μπει στο λεξιλόγιο ακόμη και μεγαλύτερων ανθρώπων ή τις λέξεις του συρμού της αγγλικής που περιλαμβάνονται κάθε χρόνο σε αγγλικά κι αμερικάνικα λεξικά. 

Αν πάμε πίσω 60-70 χρόνια, στο γυμνάσιο αρρένων όπου φοιτούσε εκείνη την εποχή ο πατέρας μου, έλεγαν «μόρτη μου» και «μάγκα μου». Είναι ενδιαφέρον αυτό καθώς εκείνη την εποχή ήταν στιγματισμένοι όροι, επειδή ο μάγκας ήταν μια φιγούρα του υποκόσμου, ενώ για εμάς είναι μια ουδέτερη λέξη, ταυτόχρονα όμως ήταν ο τρόπος που αποκαλούσαν οι γυμνασιόπαιδες ο ένας τον άλλο: «μόρτη μου», «μάγκα μου». Αν έχεις την όρεξη να διαβάσεις τα περιοδικά της εποχής εκείνης, της δεκαετίας του ’50 και του ’60, θα δεις τις τάσεις του «καλού» κόσμου, ας το πούμε έτσι, απέναντι σε κάποια πράγματα. Το «μόρτη» λοιπόν θεωρούνταν χειρότερο απ’ το «μάγκα», γιατί υποτίθεται πως μόρτης ήταν αυτός που έχει κάνει και φυλακή, κάτι που χτύπαγε άσχημα στο φαντασιακό του μικροαστού της δεκαετίας του ’50, ενώ μάγκας ήταν αυτός που κυκλοφορούσε στου Ψυρρή με το ένα μανίκι του σακακιού αφόρετο.

— Τι είδους ανάγκη ωθεί τους νέους κάθε εποχής να φτιάχνουν μια γλώσσα με κώδικα που τον καταλαβαίνουν μόνο οι ίδιοι;

Κάθε γενιά έχει δική της ορολογία στη γλώσσα που χρησιμοποιούν πολλοί νέοι μεταξύ τους. Τα παλιότερα εγχειρίδια γλωσσολογίας θα σου πουν ότι η χρήση της αργκό αποσκοπεί στο να μη σε καταλαβαίνουν οι άλλοι όταν συνεννοείσαι σε έναν κύκλο δικό σου, έναν κύκλο που μπορεί να ορίζεται από μια υποκουλτούρα μέχρι ένα κίνημα. Τα καλιαρντά, ας πούμε, είναι μια τέτοια περίπτωση: θέλουμε να συνεννοούμαστε μεταξύ μας χωρίς να μας καταλαβαίνουν οι μπάτσοι, ο «καλός ο κόσμος» κ.λπ. Η λειτουργία της αργκό μεταξύ των νέων είναι αυτή. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην περίπτωση του τραπ έχεις μια αργκό που θεμελιώνεται πάνω σε μια πολύ συγκεκριμένη υποκουλτούρα, κι αυτό κάνει εντύπωση σε εμάς, τους ανθρώπους της γενιάς μου. Εμείς της Generation Χ είχαμε ένα κενό, γιατί χρησιμοποιούσαμε μια πολύ στοιχειώδη αργκό, καμία σχέση με την ορολογία και την εκλέπτυνση των όρων που ακούς στην τραπ μουσική. Επίσης, δεν διαθέταμε μία κυρίαρχη υποκουλτούρα: υπήρχαν οι μεταλλάδες, υπήρχαν οι grunge, οι λαϊκοί, οι ravers κ.ο.κ. 

— Ήταν πολύ περιορισμένη η αργκό σε σχέση με σήμερα. Ακόμα και τον raver, που ήταν αρκετά ακραίος για την εποχή, αποκλείεται να μην τον καταλάβαινε ο πατέρας του, όσες λέξεις της αργκό κι αν χρησιμοποιούσε. 

Ακριβώς. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάτι που υπήρχε πριν από τη δική μας γενιά: λ.χ. οι ροκάδες, οι καρεκλάδες παλιότερα, οι τύποι με τα μοχέρ ζιβάγκο τη δεκαετία του ’50 που πήγαιναν στην οδό Μασσαλίας για να πιουν μπίρα και να παίξουν φλιπεράκι διέθεταν αργκό. Εμείς της GenX είμαστε το κενό, η εξαίρεση. Γι’ αυτό ήταν τόσο μεγάλο το σοκ απέναντι στη γλώσσα των σημερινών νέων που εμφανίζεται στα τραγούδια τους.

— Αν εξαιρέσεις τα καλιαρντά, δεν έχει υπάρξει αργκό τόσο συμπαγής όπως υπάρχει σήμερα, η οποία μάλιστα εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες λέξεις. 

Όντως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια είναι πολύ συμπαγής κι αναγνωρίσιμη η αργκό, αλλά στιβαρές αργκό έχουν ξαναϋπάρξει, π.χ. στον κόσμο του ρεμπέτη, όμως τότε δεν υπήρχε ίντερνετ. Έπρεπε να ήσουν στον Πειραιά, ανάμεσα σε ρεμπέτες, να πας στον τεκέ για να ξέρεις τι είναι η στούφα ή το τουμπεκί κ.λπ. Τώρα μπαίνεις στο ίντερνετ, ακούς ένα τραγούδι που προσπαθείς να αποκωδικοποιήσεις, κι έτσι έχεις πρόσβαση στη νέα αργκό αλλά και το Google για βοήθεια.

— Γιατί μέχρι τώρα δεν την έχουμε καταγράψει καθόλου αυτήν τη νέα γλώσσα;

Στην Ελλάδα δεν συμβαίνουν πολλά πράγματα για λόγους οι οποίοι έχουν να κάνουν με το πώς αντιμετωπίζεται η γλώσσα στον δημόσιο λόγο. Η γλώσσα στην Ελλάδα είναι τοτέμ: το λατρεύουμε, το προσκυνάμε, δεν το αγγίζουμε και δεν έχουμε και ακριβή γνώση γι' αυτό. Τέλος πάντων, το θέμα μας εδώ είναι το εξής: οι παλιότερες γενιές φετιχοποιούν την ύπαρξη κάποιων όρων που χρησιμοποιούν οι πιτσιρικάδες. Με άλλα λόγια, η μη επιστημονική ενασχόληση με την αργκό της νεολαίας, η οποία έχει χαρακτήρα ταυτοτικό, στον δημόσιο λόγο έχει χαρακτήρα φετιχοποιημένο: υπενθυμίζω τις περισσότερες ταινίες του Δαλιανίδη στην ύστερη περίοδό του, που φετιχοποιούσαν το ότι οι νέοι έλεγαν «βασικά», «μου τη σπας», «κουφάθηκα», «είναι φάση» κ.λπ. Δηλαδή, και να μην υπάρχει αργκό, οι μεγαλύτεροι θα την επινοήσουν. Στην περίπτωση του τραπ, πάντως, η αργκό ξεκινάει και με όρους που περιγράφουν υπαρκτά υλικά αντικείμενα: μάρκες, φίρμες...

— Ο αντιαμερικανισμός που κυριαρχούσε στην ελληνική κοινωνία μέχρι και τα ’90s δεν επέτρεπε στους νέους μουσικούς να βάλουν ονόματα από αμερικανικές φίρμες στα τραγούδια τους, ήταν και πολύ μικρότερη η ανάγκη για το χλιδάτο lifestyle από τους «κάγκουρες» των ’80s, τα λαϊκά παιδιά.

Κι όταν ανέφερες μάρκες, αυτό γινόταν με επιτιμητικό και σαρκαστικό τρόπο: σου θυμίζω το σουξέ «Το Gucci φόρεμα», που δανείστηκε στοιχεία από τη χιπ χοπ κουλτούρα για να μπορέσει να σερβιριστεί και σαν κάτι πολύ mainstream, όπως ήταν, ενώ η αναφορά στα Gucci λειτουργούσε υποτιμητικά, ότι δηλαδή είσαι λίγο ψωνάρα που το φοράς, όχι με τον ίδιο τρόπο που θα αναφερόταν σε αυτά ένας νέος ράπερ. Από μια στιγμή λοιπόν και ύστερα, το όνομα της φίρμας άρχισε να δείχνει κάτι ιδανικό, κάτι που σκοπός σου είναι να αποκτήσεις ή που θεωρείς μεγάλη επιτυχία να το έχεις.

— Μπορεί να υπάρξει σήμερα underground;

Δεν είμαι κοινωνικός επιστήμονας για να το ξέρω, αλλά δεν ξέρω τι άλλο underground μπορεί να υπάρξει σήμερα εκτός από τον κόσμο που ζει γύρω από το dark web.

— Είναι δύσκολο να υπάρξει πλέον underground όταν, για να υπάρξει στο ίντερνετ η μουσική σου, πρέπει να περάσεις από μια μεγάλη πλατφόρμα στην οποία έχουν πρόσβαση όλοι.

Όμως πάντα υπάρχει ροπή να κλειστείς προς τα μέσα, λ.χ. πάρα πολλή δουλειά γίνεται μέσα από τους σέρβερ Discord: στήνει ο άλλος ή η άλλη έναν σέρβερ Discord, καλεί 15 άτομα και είναι σαν να αλλάζουν χέρια κασέτες.

— Και πρόθεση να έχει κάποιος που κάνει μουσική να μείνει underground, όταν υπάρχει τόση έκθεση στα social media δεν μπορεί να ελέγξει το κοινό στο οποίο θα φτάσει η μουσική του.

Και πάλι πρόκειται για μια διαδικασία που παίζει πάρα πολύ στην ποπ κουλτούρα: το πιο χαζό παράδειγμα είναι ο Έλβις, που ξεκινάει ως κάποιος πραγματικά περιθωριακός, όχι μόνο γιατί κουνιόταν, αλλά γιατί ήθελε να φέρει τη μαύρη μουσική σε λευκά αυτιά. Σε πάρα πολύ σύντομο διάστημα έγινε ό,τι πιο mainstream και All American υπήρχε. Νομίζω ότι έτσι λειτουργεί η ποπ κουλτούρα γενικά: προσπαθεί να οικειοποιηθεί και να αποστρογγυλέψει τα πάντα – και εκεί έγκειται και η τραγωδία της βέβαια. 

— Αυτό όμως που δεν είχε κάνει ποτέ η μουσική ήταν να φέρει το περιθώριο στο mainstream, γιατί υπήρχαν πάντα ενδιάμεσοι χώροι, μια δισκογραφική εταιρεία ή η λογοκρισία, που δεν σου επέτρεπαν να μιλάς ξεκάθαρα για ναρκωτικά σε τραγούδι και να γίνει αυτό το τραγούδι χιτ, εκτός κι αν ξέφευγε από τον λογοκριτή. Στην Αμερική υπήρχε μεν το gangsta rap, αλλά στην Ελλάδα καμία μεγάλη εταιρεία δεν θα επέτρεπε να βγουν κομμάτια ύμνοι στα ναρκωτικά, στα όπλα ή με λέξεις που εμφανίστηκαν στο τραπ. Δεν θα μπορούσαν να γίνουν mainstream επιτυχία κομμάτια με τέτοιους στίχους. 

Στην Ελλάδα πάντως δεν θα ακούσεις τους τράπερ στο Δεύτερο Πρόγραμμα.

— Και φυσικά ήταν το Δεύτερο Πρόγραμμα αυτό που έχασε ακροατές – το ραδιόφωνο χρειάζεται τους ακροατές, δεν χρειάζονται οι ακροατές το ραδιόφωνο. Οι millennials και τα παιδιά της gen Z βρήκαν άλλους τρόπους να ακούνε μουσική. Γενικότερα, τα μέσα χρειάζονται όλο αυτό που δημιουργήθηκε ερήμην τους και γιγαντώθηκε, για να προσελκύσουν το κοινό που ακούει αυτήν τη μουσική. Δεν χρειάζεται η μουσική τα παραδοσιακά μέσα, έχει βρει τρόπο να διαδίδεται μόνη της.

Οι τάσεις είναι πια λιγότερο διαμεσολαβημένες από κάποιον τύπο που θα τη δει κάπως μάνατζερ, λίγο παραγωγός. Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ακούγαμε ιστορίες για τον μαέστρο που έμπαινε στο στούντιο και έλεγε «καλό τραγούδι, παιδιά, θα αλλάξουμε αυτόν τον στίχο, θα βάλουμε εκείνον τον ήχο και θα γίνει έτσι». Το ενδιαφέρον, επιμένω, είναι ότι δεν είναι mainstream, είναι αδιαμεσολάβητοι καλλιτέχνες και έχουν το κοινό τους.

— Τι είναι mainstream;

Αυτό που θα ακούσεις στο σούπερ μάρκετ.

— Σε κάθε μπιτσόμπαρο το καλοκαίρι άκουγες τραπ κομμάτια. Αυτό δεν τα καθιστά mainstream; Το ότι κάνουν 300 και 400 εκατομμύρια ακροάσεις στο Spotify τα άλμπουμ των καλλιτεχνών του τραπ δεν τα κάνει mainstream; Ένα δισεκατομμύριο ακροάσεις έχει ο Light. Είχε πλάκα που φέτος τον Αύγουστο ανακάλυψαν τον Rack –από μια αναφορά που έκανε σε αυτόν ο Άδωνις Γεωργιάδης– άνθρωποι που μπορεί να έβγαζαν σπυριά ακούγοντας τα κομμάτια του, κι αναρωτιούνταν «μα είναι τόσο δημοφιλής;», ή ακόμα χειρότερα, «πώς γίνεται να είναι δημοφιλής αν δεν τον ξέρω εγώ;», λες και το μόνο κριτήριο για το αν είναι κάποιος δημοφιλής είναι να τον ξέρεις εσύ. 

Συνεπώς έχουμε μάλλον έναν επαναπροσδιορισμό του mainstream, γιατί πλέον δεν μας αφορά το τι περνάει στα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν οι 40άρηδες, 50άρηδες, 60άρηδες, αλλά τι έχει πραγματική διάδοση. 

— Το τραπ υπάρχει μόνο σε προφίλ του Instagram που παίζουν τις ειδήσεις γύρω από αυτήν τη μουσική και κάποιες βιντεοεκπομπές στο YouTube, πέρα από τα στόρι των ίδιων των καλλιτεχνών. Αλλά έχουν πολύ μεγάλο following. Τα παραδοσιακά μέσα θα αναφερθούν σε αυτή μόνο με αρνητικό πρόσημο, αν γίνει κάποιος ράπερ είδηση για κάτι που έκανε. Εξού και η λέξη «τράπερ» τονίζεται ως κάτι κακό, «ο τράπερ τάδε», και περιμένεις να ακούσεις ποια παρανομία έχει κάνει. 

Γενικά δεν υπάρχει ενδιαφέρον να αναλυθεί το τραπ ως κοινωνικό φαινόμενο, να ψάξουν να δουν τι στο καλό είναι αυτό που κάνει τόσο δημοφιλή αυτήν τη μουσική, αυτόν τον ήχο και αυτόν τον στίχο, για έναν πιτσιρικά. Αν πάντως αφαιρέσει κανείς τον παράγοντα «αδιαμεσολάβητο» που σου προσφέρει το ίντερνετ, η ιστορία λίγο πολύ μού θυμίζει τη μοίρα του ρεμπέτικου τις δεκαετίες του ’30 και του ’40: κάτι που είχε διάδοση κι ήταν μουσική διασκέδασης, όπως είναι η τραπ. Δηλαδή, όταν ο άλλος τραγουδούσε για τα δέντρα και τα φύλλα και τις καναβουριές, δεν ήταν απαραίτητο ότι ήταν ρεμπέτης στην Τρούμπα και τις κάπνιζε, μπορεί να ήταν κάποιος comme il faut που έκανε κέφι στις Τζιτζιφιές, ας πούμε.

— Οι ρεμπέτες όπως και οι τράπερ συνήθως τραγούδαγαν κάτι που βίωναν· έστω και από μακριά, πάντως είχαν μια σχέση με αυτό. Πιο πολύ τραγουδούσαν για πράγματα που είχαν ζήσει παρά για πράγματα που είχαν ακούσει. Κάπως έτσι γράφουν στίχους και οι ράπερ. Υπάρχουν και τα ρεμπέτικα της φυλακής που έχουν πολλά σεξουαλικά υπονοούμενα και αναφορά σε ναρκωτικά, υπάρχουν και τα ελαφρά ρεμπέτικα που ακούγονταν παντού και ήταν αποδεκτά από περισσότερο κόσμο.

Το μεν ρεμπέτικο τη δεκαετία του ’30 απαγορεύτηκε από τη δικτατορία του Μεταξά, ενώ το αρχοντορεμπέτικο και ελαφρύ ρεμπέτικο είναι κάτι που πουσαρίστηκε πολύ τη δεκαετία του ’40, πριν από τη διάλεξη του Χατζιδάκι. Αυτό δεν μπορεί να γίνει σήμερα: ακόμα κι αν απαγορευτεί κάτι, ο καθένας μπορεί να κάνει έναν σέρβερ στο Discord και να το μοιραστεί με 50, 500, 5.000 άτομα: μπορείς πια να μοιραστείς ό,τι θέλεις με όποιον θέλεις, και το ξέρουμε αυτό γιατί δυστυχώς, πέρα από τραγούδια, μουσικές κ.λπ., έτσι κυκλοφορούν και διάφορα κακοποιητικά βίντεο. Εύκολα μπορεί κανείς να βρει έναν τρόπο να μοιραστεί τη μουσική του.

— Tα ναρκωτικά τι ρόλο έχουν παίξει στη γλώσσα του τραπ; Ήταν κάτι που σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε σε τραγούδι, ούτε καν ως υπόνοια. Στο ροκ π.χ. της δεκαετίας του ’80 υπήρχαν αναφορές, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει στο ραπ. 

Τις Μουσικές Ταξιαρχίες και όποιον άλλο το έκανε τους απαγόρευαν με τη σέσουλα, πότε για το εξώφυλλο, πότε για το τάδε τραγούδι. Στο ραπ γίνεται μια ενδιαφέρουσα τομή, αφού παλιότερα σε ελληνικό στίχο θα άκουγες για ναρκωτικά –όπως και για το σεξ– μόνον υπαινιγμούς, ή υπονοούμενα, ή ανώδυνες περιφράσεις. Στον μεν αγγλόφωνο στίχο και στην αγγλοσαξονική παραγωγή, πέρα από το «Brown Sugar» ή το «Cocaine» του Κλάπτον (τα πιο mainstream που μπορώ να σκεφτώ), ολόκληρα άλμπουμ έχουν γραφτεί για την πρέζα, για την κόκα, για τη φούντα. Η διαφορά είναι πλέον ότι αυτό το πράγμα έχει περάσει στον ελληνόφωνο στίχο. Φεύγουμε πλέον από μια συνθήκη όπου ο κόσμος χόρευε πάνω στα τραπέζια το «Σεξ» της Κοκκίνου, που απλώς μιλάει για κάποια που σκέφτεται το αγόρι της και «τρελαίνεται», ουσιαστικά πρόκειται για μια φαντασίωση. Στο τραπ, απεναντίας, σεξ είναι «κάνω αυτό, κάνω εκείνο, είναι στενή, είναι φαρδιά, την πήρα έτσι, με πήρε έτσι, της κέρασα αυτό, μου πήρε εκείνο» κ.λπ.

Αντίστοιχα, η στιχουργική σεμνοτυφία που αφορά τα ναρκωτικά σπάει κι αυτή στο τραπ. Το ενδιαφέρον είναι ότι πια περνάει στον ελληνόφωνο στίχο μια πιο άμεση κουβέντα για το σεξ και μια πολύ πιο άμεση κουβέντα για διαφορετικά ναρκωτικά – και όχι σε φαντασιακό επίπεδο, όπως «είσαι η πρέζα μου» και σαχλαμάρες, αλλά μιλάς ακριβώς για το lean, για τη φούντα, για την κόκα. Δεν ξέρω αν μιλάνε και για άλλα ναρκωτικά, όπως κέτα, μεθ κ.λπ.

— Στο νέο lingo υπάρχει και πολλή ορολογία για τη μουσική τεχνολογία, για όρους των προγραμμάτων που χρησιμοποιούν για να φτιάξουν μουσική ή μουσικούς όρους που δεν είχαμε ξανασυναντήσει σε κομμάτια, π.χ. adlib.

Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί πρόκειται για μια κίνηση που δείχνει αυτοπεποίθηση σε ένα είδος. Όπως λ.χ. η ωριμότητα αλλά και η κατάρα, η παρακμή της ποίησης είναι τα ποιήματα ποιητικής (γράφω ένα ποίημα για το πώς έγραψα το ποίημα, γράφω ένα ποίημα για το τι είναι η ποίηση για μένα), αντίστοιχα το να έχω μπροστά μου ένα μικρό λάπτοπ και να γράφω ένα τραγούδι για το πώς φτιάχνω τη μουσική μου είναι δείγμα ενηλικίωσης του τραπ. Επίσης, μιλάνε για τις διάφορες εφαρμογές, τα apps, πράγμα αναπόφευκτο από τη στιγμή που αποτελεί μέρος της καθημερινής τους ζωής: φυσικά και χρειάζεται να μιλήσεις για τα apps και τα προγράμματα που χρησιμοποιείς.

— Ένα νέο άτομο σήμερα έχει άμεση επαφή με όλες αυτές τις νέες λέξεις που βγαίνουν από τις νέες τάσεις και μπαίνουν στα λεξικά, είναι η γλώσσα των social, γίνονται αυτόματα μέρος του λεξιλογίου τους και κάποια παιδιά τις χρησιμοποιούν και με πολύ ωραίο τρόπο, αβίαστα και εντελώς φυσικά.

Είναι πάντως αστείο όταν τις χρησιμοποιεί ένας δημοσιογράφος σε τίτλο, είναι αυτό που λέμε «θα κάτσω με τη νεολαία». 

— Θα μου σχολιάσεις περισσότερο το σεξ και τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε στα μουσικά κομμάτια; Αυτό σοκάρει περισσότερο απ’ όλα, νομίζω, κι ας γίνονται θέμα κυρίως οι αναφορές στα ναρκωτικά και τα όπλα.

Βεβαίως σοκάρει. Όπως είπαμε, δεν υπήρχε προηγούμενο σε αυτό το πράγμα. Δηλαδή οι γενιές που τραγούδαγαν «θέλω στην καρδιά σου να μπω» ήταν λογικό να σοκαριστούν από το «Πίνω τα drugs μου και φτάνω στο peak / δεν κατεβαίνει, γουστάρει το dick / είναι ανοιχτή so deep / δες πάτο, so thick / τρώει χαρτόνι, nice / ροδάκινο κώλος, ice tea» ή από το «μου στέλνει photos απ’ το ντους, δεν μπορώ να περιμένω / πριν να μου τον ακουμπήσει είμαι ήδη καυλωμένος».

— Κανένας ράπερ σε τραπ κομμάτι δεν τραγουδάει για καημό, δεν αυτοοικτίρεται κανείς, όπως έκαναν στα λαϊκά και στα σκυλάδικα. Εδώ δεν υπάρχει πόνος· αν δεν γουστάρει, πάμε παρακάτω.

Αυτό ενδεχομένως είναι από τα σημαντικότερα κειμενικά στοιχεία αυτού του είδους: δεν υποφέρει κανείς, και αν υποφέρει δεν το δείχνει, κανείς ποτέ δεν λέει «πονάω», όλοι περνάνε καλά. Έχει αλλάξει ο τρόπος που παρουσιάζεται το σεξ: στο τραπ δεν υπάρχει κακομοιριά, πάντα υπάρχει μια καβάντζα.

— Βέβαια, το σεξ υπάρχει σε μεγάλο βαθμό σε φαντασιακό επίπεδο: δεν είναι τόσο γαμίκουλες όσο φαίνονται όλοι. Έχει όμως ενδιαφέρον πως για πρώτη φορά μίλησαν ανοιχτά και ξεκάθαρα γι' αυτό που θέλουν να κάνουν, με την καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιούν μεταξύ τους, χωρίς περιορισμούς και φίλτρα.

Δεν θα μιλήσω ως ειδικός τώρα, θα κάνω απλώς μια αξιολογική κρίση. Το προτιμώ, αν πρέπει να διαλέξω μεταξύ αυτού και εκείνης της σαχλαμάρας του περιοδικού «Free», που είχε σημαδέψει αρκετούς genXers και μερικούς millennials: δεν έγραφε «μουνί» αλλά «νινί», «πώλος» αντί για κώλος και κάτι τέτοια. Καλύτερα ωμότητα παρά εκείνη η ένεση αμερικανιάς με μεγάλη δόση σεμνοτυφίας. Μεταξύ της σεμνότυφης καλλιέπειας και του να λες τα πράγματα με το όνομά τους, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, προτιμώ το δεύτερο, σαφώς.

Όντως όλο αυτό το φαλλοκρατικό όνειρο είναι ένα τεράστιο φαντασιακό, αλλά τα πάντα στην τέχνη φαντασιακό είναι: όταν οι μεταλλάδες έλεγαν «λατρεύω τον σατανά», σιγά να μην ξυπνούσαν από το μεθύσι αφού είχαν πιει δέκα μεγάλες μπίρες και οκτώ Jack Daniel’s ο καθένας για να κάνουν τελετή και να λατρέψουν τον Εωσφόρο. Το μέταλ παρουσίαζε ένα φαντασιακό όπου πρωταγωνιστούσαν ο σατανάς, κάτι Βίκινγκ και βάρβαροι, τσεκούρια, σπαθιά κ.λπ. Τώρα, το φαντασιακό των τράπερ όντως ενσωματώνει μια αντίληψη για το σεξ η οποία δεν πλαισιώνεται με όρους καημού, στέρησης, αποχωρισμού, ενώ φυσικά είναι ταυτόχρονα φουλ φαλλοκρατικό. Περιμένω να δω κάποια στιγμή περισσότερη γυναικεία τραπ και τι θα βγει από κει. Πάντως, με όρους πιο φιλολογικούς, στα ελληνικά γράμματα, στην ελληνική έκφραση, είναι πρωτιά αυτή η χύμα παρουσίαση του σεξ στιχουργικά.

— Βέβαια είναι ο καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας όλο αυτό, γιατί δείχνει πώς μεγαλώνει ακόμα τα αγόρια της η ελληνική κοινωνία: με daddy issues και σεξισμό. Ακόμα και αν ένα αγόρι μεγαλώνει μόνο με μαμά, δέχεται τέτοιου είδους ερεθίσματα. Και daddy να μην έχεις, τα daddy issues τα δημιουργεί η μαμά.

Η μονογεονεϊκή οικογένεια είναι ένα μικροαστικό πράγμα πια, στον βαθμό που υπάρχει. Στους μικροαστούς είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό διαζυγίων, πολύ δύσκολη η ζωή, η μαμά κάνει τρεις δουλειές για να ζήσει...

— Ταυτόχρονα τα αγόρια πρέπει να δείξουν από νωρίς ότι είναι άντρες. Στη μουσική καθρεφτίζεται η κοινωνία, η κατάστασή της επηρεάζει τη μουσική και όχι το αντίστροφο. Όταν αναγκάζεσαι από τα 14 και τα 15 να παρατήσεις το σχολείο για να βοηθήσεις τη μαμά, επειδή δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, ψάχνεις τρόπους να βγάλεις εύκολο χρήμα. Επειδή πολλά παιδιά βλέπουν νέο κόσμο να χιτάρει, θεωρούν ότι το ραπ μπορεί να είναι εύκολος τρόπος να βιοποριστείς. Ο άλλος τρόπος είναι η παρανομία, όλα αυτά που λένε στα μουσικά κομμάτια που, ακόμα και αν δεν είναι εντελώς αληθινά, θα μπορούσαν και να είναι.

Δεν καταλαβαίνουν όλοι ότι έχουν περάσει 15 χρόνια από το 2010: τα παιδάκια τα οποία ήταν δύο και τριών χρονών τότε, αυτήν τη στιγμή βρίσκονται σε μια ηλικία τέτοια, που έχουν πλήρη επίγνωση του πού έχει βρεθεί η ελληνική κοινωνία, και για πάρα πολλούς είναι πάνω κάτω αυτή που περιγράφεις. Επίσης, μετά το 2015 και ειδικά μετά το 2019 η ελληνική κοινωνία επιλέγει να κοιτάζει μόνο αυτό το οποίο θεωρεί ότι είναι ανώτερα μεσοαστικά και ανώτερα στρώματα, ενώ δεν θέλει καθόλου να κοιτάξει προς τα κάτω, γιατί προς τα κάτω θα συναντήσει ανθρώπους οι οποίοι είχαν καταλήξει κάποια στιγμή το 2012 και το 2013 να ψάχνουν στα σκουπίδια.

Γενικότερα, να πούμε ότι η νέα αυτή γλώσσα είναι ορολογία, δεν είναι καν καλιαρντά: τα καλιαρντά είχαν και κάποιες αποκλίσεις σε επίπεδο γραμματικής. Ως γλωσσολόγος φρονώ ότι θα έπρεπε να τεκμηριώνεται η νεανική αργκό κάθε γενιάς. Παράλληλα, εννοείται ότι το ελληνικό σχολείο θα πρέπει να σε βάλει να γράφεις δόκιμα, αλλά σε ένα καλό εκπαιδευτικό σύστημα θα έπρεπε να μαθαίνεις να χρησιμοποιείς το αντίστοιχο κειμενικό είδος ανάλογα με τη συγκυρία, την κατάσταση και το τι θες να κάνεις. Έχουν γίνει φιλότιμες προσπάθειες από συναδέλφους να πάμε προς τα εκεί, αλλά έχουμε πολύ δρόμο ακόμα.

Το «κειμενικό είδος» σκέψου το με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή να γράφεις αλλιώς ένα κείμενο γνώμης, αλλιώς ένα τραγούδι, αλλιώς ένα μέιλ, αλλιώς μια συνταγή μαγειρικής. Σαφώς αν ένας έφηβος κληθεί να γράψει στον δήμαρχο για την αποκομιδή των σκουπιδιών στα Σεπόλια, πρέπει να γράψει δόκιμα, αλλά αν θέλεις πραγματικά να βάλεις τον νέο να μιλήσει για κάτι που του αρέσει, κάτι που το ελληνικό σχολείο δεν το θέλει, εκεί θα γινόταν χαμός, γιατί τότε όντως θα ’πρεπε να αφήσεις να εκφραστεί ο μαθητής ή η μαθήτρια με τον τρόπο που μπορεί – και φυσικά χρησιμοποιώντας την ορολογία που θέλει. Το να βάζεις έναν νέο άνθρωπο να μεταφράσει σε κάτι τάχα δόκιμο τα ερεθίσματά του, τα βιώματά του, τους προβληματισμούς του, τα αντικείμενα με τα οποία ασχολείται, αν δεν το απαιτεί το κειμενικό είδος, είναι πρόβλημα. Είναι απαραίτητο το σχολείο να σου παρέχει εποπτεία λεξιλογίου πέρα από τον καθημερινό σου λόγο και να σου προσφέρει τριβή με όρους πέρα από την καθημερινή ζωή σου. Δεν γίνεται π.χ. να γράψεις στον γιατρό ότι η γιαγιά είναι ντελούλου: είναι λίγο σκληρό για τη γιαγιά.

— Το ντελούλου δεν υπάρχει στο ελληνικό λεξικό.

Το ότι μια λέξη συμπεριλαμβάνεται σε ένα λεξικό δεν σημαίνει και πάρα πολλά. Στην Ελλάδα δεν δεχόμαστε πολλά πράγματα λόγω της γλωσσικής ιδεολογίας μας. Ε, καλό είναι να διαβρώνεται η γλωσσική ιδεολογία. Δεν χρειάζεται να παίζουμε το παιχνίδι ότι ναι, οφείλουμε να προσθέσουμε στο λεξικό κάθε νέο όρο που γίνεται της μόδας. Την εποχή του πατέρα μου ήταν στη μόδα η φράση «σκίζει χασέδες» –ο χασές είναι λεπτή τσόχα, που σήμαινε ότι όντως σκίζω, είμαι και γαμώ (αυτό, της δικής μου γενιάς) ή χρησιμοποιούνταν ειρωνικά: είσαι τάχα τόσο γαμάτος, που σκίζεις κάτι που είναι πολύ εύκολο να σκιστεί. Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να υπάρχει στα λεξικά η έκφραση «σκίζω χασέδες»: ήρθε, έκανε τον κύκλο της, έφυγε. Αν υπήρχε τότε γλωσσολογική κοινότητα, για σκοπούς καταγραφής θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για την έκφραση «σκίζω χασέδες» και για την προέλευσή της – μάλλον από τον κόσμο που μπιλιάρδου, να άλλος ένας λόγος να μελετάμε τις υποκουλτούρες. Δεν μπορούμε γενικά να περιμένουμε από το λεξικό να δικαιώσει ποια λέξη θα χρησιμοποιήσουμε και ποια όχι. Άλλωστε, στην πράξη δεν το πράττουμε.


15/5/25

17/2/25

Μεταξύ μύθων και τεχνικών όρων: παρουσιάζοντας τη Γλωσσολογία στο ευρύ κοινό (με παραδείγματα)

Δημοσιεύθηκε στο μπλογκ των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.

Με την εκλαΐκευση ασχολούμαι από το 2006 με δημοσιεύματα σε εφημερίδες και με τρία πλέον βιβλία. Γνωρίζω λοιπόν από πρώτο χέρι ότι δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο να εκλαϊκεύεις την επιστημονική έρευνα. Ισχύει μάλιστα το εξής παράδοξο, αν και αληθές: πιο εύκολα γράφει κανείς σύνθετα τεχνικά κείμενα για την επιστήμη του, παρά κείμενα που αποσκοπούν στο να εξηγήσουν στο ευρύ κοινό τις ανακαλύψεις της επιστήμης του.

Επίσης, δυστυχώς για εμένα ως εκλαϊκευτή, είμαι γλωσσολόγος. Γλωσσολογία βεβαίως είναι η επιστήμη που μελετάει τη γλώσσα και καθαυτή αλλά και σε σχέση με άλλα γνωστικά αντικείμενα. Γιατί λοιπόν «δυστυχώς»; Επειδή η επιστήμη της γλωσσολογίας, όσο κι αν θα δυσκολευόταν κανείς να το πιστέψει, είναι η μεγάλη απούσα στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα.

Αφενός στον ελληνόφωνο κόσμο λίγο ακούγεται ο επιστημονικός λόγος περί γλώσσας ενώ κυριαρχεί η φιλολογική προσέγγιση στα γλωσσικά ζητήματα – μια προσέγγιση συνήθως μεν επιστημονική αλλά επίσης συνήθως εκτός θέματος. Αφετέρου, στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα επιπλέον ενδημεί ένα κακόφωνο πανδαιμόνιο ψευδογλωσσολογικών ή και φαντασιόπληκτων απόψεων για τη γλώσσα. Συνεπώς, ό,τι με περισσή βεβαιότητα γνωρίζει ο μέσος Έλληνας για τη γλώσσα είναι πιθανότατα λάθος: από απλές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις μέχρι μύθους κι επινοήματα τσαρλατάνων.

Το πρώτο μου βιβλίο για το ευρύ κοινό, Μίλα μου για γλώσσα (2013, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) γνώρισε μεγάλη επιτυχία, παρότι ούτε αναπαρήγε γλωσσικούς μύθους, ούτε χάιδευε τα αυτιά του αναγνωστικού κοινού, αλλά ούτε κινδυνολογούσε. Το βιβλίο αυτό προέκυψε μετά από ανθολόγηση άρθρων μου στην κυπριακή́ εφημερίδα Πολίτης (2006-2010) και στην Καθημερινή (2009-2012), τα οποία βεβαίως αναθεωρήθηκαν και ξαναδουλεύτηκαν.

Αυτή η μέθοδος συγγραφής είχε το πλεονέκτημα ότι μου έδωσε την ευχέρεια και πολλές ευκαιρίες να εξασκήσω τη λεπτή αλλά απαιτητική τέχνη της εκλαΐκευσης σε μικρά επιμέρους θέματα κατ’ αρχάς. Επιπλέον, τα άρθρα ήδη είχαν γίνει αντικείμενο κριτικής και σχολιασμού στις πρώτες δημοσιεύσεις τους, οπότε μπορούσα κι εγώ ξαναδουλεύοντάς τα να ασκηθώ στη σαφήνεια, στην ακρίβεια και στην αμεσότητα ― αναγκαίες στην εκλαΐκευση κι οι τρεις τους.

Αυτή η ποικιλία θεμάτων που το βιβλίο χορηγούσε σε μικρές ποσότητες, απαραίτητες για να μη βαρεθεί το μη εξειδικευμένο αναγνωστικό κοινό, έκανε το βιβλίο δημοφιλές. Στην επιτυχία του βεβαίως συντέλεσε και η μοναδική εκδοτική φροντίδα που του επιδαψίλευσαν οι ΠΕΚ. Γράφοντας λοιπόν το πρώτο αυτό βιβλίο κατάλαβα καλά ότι η τεχνική ορολογία είναι ο σκόπελος της εκλαΐκευσης. Οι τεχνικοί όροι, ακριβώς αυτοί που διευκολύνουν τη συνεννόηση μεταξύ ειδικών και τους γλυτώνουν από τον πλατειασμό, είναι τελικά αυτοί που δυσκολεύουν τους (ας πούμε) αμύητους.

Για το επόμενο εκλαϊκευτικό έργο θέλησα να προχωρήσω σε κάτι πέρα από ένα ανθολόγιο θεμάτων στη γλωσσολογία. Επέλεξα λοιπόν ένα θέμα που για τους περισσότερους μη γλωσσολόγους είναι η γλώσσα: τις λέξεις. Πιστός στο πνεύμα της επιστήμης (όχι μόνο της δικής μου) αποφάσισα να πατήσω σε απλά παραδείγματα για να δείξω αφενός ότι γλώσσα δεν είναι μόνον οι λέξεις και αφετέρου ότι και οι ίδιες οι λέξεις είναι διαρθρωμένες με βάση υπόρρητους γραμματικούς κανόνες. Αυτό το πρόγραμμα υλοποιήθηκε ως το Μέσα από τις λέξεις (2021, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).

Πώς αντιμετώπισα εδώ τον σκόπελο της ορολογίας; Όσο και αν προσπαθεί κανείς να απαλείψει τεχνικούς όρους, τύπους και διαγράμματα, η ορολογία παραμένει καίρια: δεν μπορείς να γράφεις κάθε φορά «οι υπόρρητοι κανόνες της νοητικής γραμματικής που αφορούν τον σχηματισμό των λέξεων», θα πεις «μορφολογία». Ήταν λοιπόν απαραίτητο να επεξηγείται η τεχνική ορολογία με συντομία και σαφήνεια. Στο Μέσα από τις λέξεις τα επεξηγηματικά κείμενα εγκιβωτίστηκαν σε πλαίσια, κατά την πρακτική πολλών διδακτικών εγχειριδίων και άλλων εκλαϊκευτικών βιβλίων. Και έτσι, αν κάποιος λ.χ. γνωρίζει τι είναι η μορφολογία και δεν θέλει να διασπαστεί ο ρυθμός της ανάγνωσης, μπορεί να προσπεράσει το πλαίσιο που εξηγεί τον όρο· αλλιώς μπορεί να διαβάσει το επεξηγηματικό κείμενο.

Τι άλλο χρειάζεται; Μα φυσικά, τα κατάλληλα παραδείγματα. Ίσως το πιο δύσκολο σκέλος της εκλαϊκευτικής διαδικασίας είναι να ανεύρεις και να συζητήσεις κατάλληλα παραδείγματα. Αυτό ισχύει επειδή μπορεί κανείς να ξεχάσει τις λεπτομέρειες ενός φαινομένου ή της ερμηνείας του, αλλά τα παραδείγματα παραμένουν ως υπενθύμιση ότι ναι, υπάρχει ένα ζήτημα εκεί, ένα εμπειρικό ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί επιστημονικά. Γι’ αυτό και στο Μέσα από τις λέξεις αφιερώνεται τόση προσοχή σε κλαρινογαμπρούς και βουλεύτριες, στο σάμαλι και το ραβανί αλλά και στο μπακλαβαδογλύκι (και σε άλλες ζαχαροπλαστικές), στο ψαρονέφρι και το ψαροκόκαλο, στα σουβλάκια και τα τραπεζάκια κτλ.

Το τρίτο μου βιβλίο στα ελληνικά, Μεταξύ νόησης και φωνής (Εκδόσεις Νήσος), κυκλοφόρησε το 2023 κι ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά από εξαιρετικά βιβλία για τη γλωσσολογία όπως της Ράλλη (2012/2021) και των Παπαδοπούλου & Ρεβυθιάδου (2023) για τη Μορφολογία, της Τοπιντζή (2021) για τη γλωσσική Τυπολογία, της Ρούσσου (2015) για τη Σύνταξη, της Ρεβυθιάδου (2021) για τη Φωνολογία και της Βλάχου για τη Σημασιολογία (2022). Ταυτόχρονα υποδεχτήκαμε και το πιο προσιτό Εκατό βασικές έννοιες για τη γλωσσολογία των Γαβριηλίδου, Μητσιάκη και Φλιάτουρα (2021), καθώς και το Λεξικογραφία και Μορφολογία των Κατσογιάννου και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2022). Τέλος, το 2022 κυκλοφόρησε το πλήρες και τεκμηριωμένο συλλογικό έργο Εισαγωγή στη Γλωσσολογία, που επιμελήθηκαν η Μαρίκα Λεκάκου και η Νίνα Τοπιντζή.

Μέσα στην καλή αυτή παρέα το Μεταξύ νόησης και φωνής προσπάθησε να πετύχει κάτι κάπως πιο φιλόδοξο: να εισαγάγει τους αναγνώστες του στη γλωσσική θεωρία ξεκινώντας από την αρχή, παρουσιάζοντας με απλό τρόπο τα εντελώς βασικά (άρα τα δύσκολα), ώστε να τους εξοικειώσει με τη θεωρητική γλωσσολογία. Διαβάζοντάς το, η αναγνώστρια κι ο αναγνώστης θα εξοικειωθούν με το τι είναι γλώσσα, πώς λειτουργεί, πώς κατακτάται, πώς σχετίζεται με τη νόηση, πώς ποικίλλει.

Συνοψίζοντας, η συγγραφή και δημοσίευση μη τεχνικών βιβλίων γλωσσολογίας αποσκοπεί στο να ξεμάθει το αναγνωστικό κοινό όλα όσα νομίζει ότι γνωρίζει για τη γλώσσα. Η φιλοδοξία αυτή ενισχύεται από την ανάγκη να βασίζονται επιτέλους οι συζητήσεις, η επιχειρηματολογία αλλά και οι πολιτικές που αφορούν τη γλώσσα όχι σε συναισθήματα, παρανοήσεις ή φαντασίες αλλά στα ευρήματα μιας επιστήμης η οποία τα τελευταία 100 και πλέον χρόνια έχει φέρει τα πάνω-κάτω στο πόσα γνωρίζουμε για τη γλώσσα και σε πόσο βάθος κατανοούμε τη γλώσσα.

24/11/24

Υπάρχει γλωσσολογική διάσταση στο woke κίνημα;

Στο ΒΗΜΑ σήμερα, έντυπο και διαδικτυακό, δημοσιεύθηκε ρεπορτάζ με θέμα «Υπάρχει «woke» κουλτούρα στην Ελλάδα;», που ετοίμασε ο Διονύσης Σκλήρης. Στο ρεπορτάζ παρατίθενται αποσπάσματα και δικών μου απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο που έστειλε ο Δ. Σκλήρης. Παραθέτω ολόκληρες τις απαντήσεις μου εδώ:

---

1. Υπάρχει γλωσσολογική διάσταση στο woke κίνημα στην ελληνική γλώσσα; Λ.χ. προτάσεις αλλαγών, ώστε η γλωσσική έκφραση να είναι περισσότερο πολιτικώς ορθή και συμπεριληπτική; Ποια είναι η γνώμη σας; Είναι σε μια προοδευτική κατεύθυνση;

Μιλώντας ως άνθρωπος που ζει στον κόσμο μας, φρονώ ότι δεν υπάρχει περιεχόμενο στη διαμάχη μεταξύ του λεγόμενου woke και των αντιπάλων του. Όπως λιγο παλιότερα με την υστερία κατά της «πολιτικής ορθότητας», απλώς κάποιοι λένε ότι κόπτονται για την ελευθερία του λόγου ενώ στην πραγματικότητα ανησυχούν μήπως και πάψει να ηγεμονεύει ο δικός τους λόγος.

Στο πλαίσιο αυτής της ανησυχίας καλλιεργείται ένας αντι-woke ηθικός πανικός που θυμίζει πολλές φορές τον αμερικανικό αντικομμουνισμό της δεκαετίας του '50 και του ’60. Ο αντικομμουνισμός τότε τόνιζε κάθε λογής υπερβολή ή παρεκτροπή των «Κόκκινων» ενώ καλλιεργούσε την ψευδαίσθηση ότι επέκειτο κομμουνιστική επανάσταση ή και εισβολή των Σοβιετικών στις ΗΠΑ.

Ως γλωσσολόγος θα πω το προφανές: είναι και ευπρόσδεκτη και αναγκαία κάθε προσπάθεια για αντιπροσώπευση και εκπροσώπηση στη γλώσσα των ομάδων που αντιμετωπίζουμε ως μειονότητες, ιδανικά μέσα από τη δική τους φωνή.

---

2. Υπάρχει κριτική σε προσπάθειες αλλαγής στην κατευθυνση της πολιτικης ορθότητας ; ποια η γνωμη σας για την κριτικη;

Η όποια κριτική ασκείται σε προσπάθειες να γίνει πιο συμπεριληπτική η γλώσσα πρέπει να γίνεται αφενός με όρους γλωσσολογικούς κι όχι ιδεολογικούς και αφετέρου με γνώμονα κατά πόσον αυτές οι προσπάθειες έχουν ελπίδα να τελεσφορήσουν. Με άλλα λόγια, σε κάθε απόπειρα να ρυθμιστεί από τα κάτω η γλώσσα το μέλημα μας πρέπει να είναι αν αυτή η ρύθμιση έχει νόημα κι αν θα λειτουργήσει και θα εδραιωθεί ― όχι ιδεολογικές ενστάσεις όπως «αλλοιώνεται η γλώσσα μας» και τα λοιπά. Αυτά τα ζητήματα τα συζητάω λεπτομερώς σε ενάμισυ κεφάλαιο του βιβλίου μου Μέσα από τις λέξεις (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) του 2021.

---

3. Μπορείτε να μας αναφέρετε μια ενδιαφέρουσα ιστορία ως παράδειγμα;

Σε γενικές γραμμές, δεν μπορούμε να «πιάσουμε» και να διαμορφώσουμε συνειδητά τη γραμματική, δηλαδή τον μηχανισμό που φτιάχνει λέξεις και προτάσεις. Μπορούμε και πρέπει να επιλέγουμε το λεξιλόγιό μας με βάση αρχές όπως η ισότητα, η ορατότητα, η συμπερίληψη και η δικαιοσύνη – αλλά στην περίπτωση της γραμματικής οι αρχές αυτές δεν έχουν περιεχόμενο (επειδή η γραμματική είναι απλώς ένα συνδυαστικό σύστημα) άρα οι επεμβάσεις στη γραμματική δεν μπορουν να εδραιωθούν και τελικά παραμένουν μανιέρα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αντωνυμίες neo, που στα αγγλικά θα αντικαθιστούσαν το επίκοινο he, δηλαδή τη χρήση του αρσενικού όταν δεν γνωρίζουμε ή όταν δεν μας αφορά το γένος ή όταν θέλουμε να συμπεριλάβουμε όλα τα γένη. Καμία από αυτές τις αντωνυμίες neo δεν επέζησε, ενώ τελικά ως επίκοινο επικράτησε το γραμματικώς κατάλληλο they, που χρησιμοποιούνταν ήδη από τον 16ο αιώνα με αυτόν τον τρόπο. 

1/6/24

Η Γλώσσα μάς κάνει ανθρώπους


Ο κ. Παναγιωτίδης είναι συγγραφέας των μονογραφιών Categorial Features (2015) και Pronouns, Clitics and Empty Nouns (2002), έχει επίσης δημοσιεύσει πλήθος άρθρων σε διεθνή περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους.

Έχει παρουσιάσει πάνω από 210 ανακοινώσεις και ομιλίες σε μια ευρεία γκάμμα θεμάτων που εκτείνεται από ζητήματα δομής της νοητικής γραμματικής, γραμματικών χαρακτηριστικών και ανάλυσης της ονοματικής φράσης μέχρι τη γλωσσική κατάκτηση, τη διαλεκτολογία και τη γλωσσική πολιτική.

Το εκλαϊκευτικό βιβλίο του «Μίλα μου για γλώσσα» εκδόθηκε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το 2013. Τον Φεβρουάριο του 2018 προσέφερε το ανοιχτό μάθημα «Τι είναι γλώσσα; Από τη νόηση στη φωνή» μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας Mathesis. Tο 2021 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μέσα από τις λέξεις» από τις Εκδόσεις του 21ου. Πρόσφατα από τις Εκδόσεις Νήσος κυκλοφόρησε η εισαγωγή του στη γλωσσική θεωρία με τίτλο «Μεταξύ νόησης και φωνής».

1. Γιατί μας νοιάζει τόσο πολύ το πώς μιλάμε; Μήπως τελικά το κάνουμε μεγάλο θέμα;

Η γλώσσα αποτελεί ανθρώπινη ιδιομορφία κι ανθρώπινο προνόμιο, με τον τρόπο που η ύφανση ιστών είναι προνόμιο των αραχνών, το ραντάρ υπερήχων των νυχτερίδων και η χρησιμότατη προβοσκίδα είναι προνόμιο των ελεφάντων. Μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος όπως οι προβοσκίδες τους ελέφαντες και η ύφανση ιστών τις αράχνες.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν η γλώσσα αφορά περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι λ.χ. η νομική επιστήμη, αφού όλοι οι άνθρωποι διαθέτουμε γλώσσα, ομιλούμενη ή νοηματική, ενώ πάλι η ερμηνεία των νόμων ενδεχομένως να μην απασχολεί κάποιους από εμάς – δεν ξέρω πόσους. Είναι αναπόφευκτο ότι όλοι λοιπόν θα έχουν απόψεις και γνώμες για τη γλώσσα, όπως λ.χ. όλοι οι ελέφαντες θα είχαν άποψη για την προβοσκίδα, αν είχαν οι ελέφαντες απόψεις. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ακόμα πιο θαρραλέα ότι η γλώσσα είναι ακριβώς αυτό που μας κάνει ανθρώπους – και πάλι με τον τρόπο που ίσως ο ηχοεντοπισμός κάνει τις νυχτερίδες να είναι νυχτερίδες.

Η μέριμνα λοιπόν για τη γλώσσα δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς που δουλεύουν με τη γλώσσα, π.χ. φιλολόγους, συντάκτες, ποιητές, μεταφραστές, επιμελητές, κτλ. – κι αυτό είναι παραπάνω από αναμενόμενο. Θέλοντας και μη, μας αφορά όλες κι όλους η γλώσσα – και φαίνεται ακόμα και στην καθημερινή ζωή μας.

2. Τι σημαίνει μιλάω σωστά ελληνικά; Τα κυπριακά είναι γλώσσα ή διάλεκτος; Ποια είναι η διαφορά γλώσσας και διαλέκτου;

«Μιλάω σωστά ελληνικά» συνήθως πάει να πει ότι χρησιμοποιώ την πρότυπη γλώσσα, τη γλωσσική ποικιλία που η κοινωνία θεωρεί την ενδεδειγμένη για δημόσια έκφραση και επικοινωνία. Μάλιστα συνήθως η εντύπωση ότι κάποιος μιλάει σωστά μια γλώσσα δημιουργείται μόνο και μόνο επειδή μιλάει στην πρότυπη γλωσσική ποικιλία, στην ποικιλία που διαθέτει κύρος. Απεναντίας, αρκετές αντιδράσεις μας απέναντι σε «άθλια» ή «λάθος» ελληνικά πυροδοτούνται κυρίως από τη χρήση στοιχείων μιας στιγματισμένης γλωσσικής ποικιλίας, και μάλιστα μιας ποικιλίας ταυτισμένης με μια κοινωνική ομάδα που διακρίνεται για το χαμηλό κοινωνικό ή οικονομικό της στάτους. Γι’ αυτά τα ζητήματα έχουν πολλά και διαφωτιστικά να μας πουν οι κοινωνιογλωσσολόγοι.

Η κυπριακή ελληνική είναι διάλεκτος, ως γνωστόν. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για παραλλαγή της ελληνικής που λ.χ. μιλάω εγώ, αν και βεβαίως οι δυο ποικιλίες συγγενεύουν πάρα πάρα πολύ. Επίσης «διάλεκτος» δεν σημαίνει ελλιπής ή κολοβή γλωσσική ποικιλία: κάθε γλωσσική ποικιλία έχει τη δική της γραμματική και το δικό της λεξιλόγιο. Αυτά τα θέματα τα έχουν επιλύσει οι γλωσσικές επιστήμες εδώ και δεκαετίες.

Ακριβώς γι΄αυτό, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου δεν είναι γραμματική ή λεξιλογική. Ο διαχωρισμός μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου προέρχεται έξω από το γλωσσικό φαινόμενο: συνεπώς δεν υφίστανται γραμματικά ή λεξιλογικά κριτήρια για να «μετρήσουμε» τη διαφορά μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου. Δεν ισχύει λοιπόν ότι, ξέρω ’γω, μικρές γραμματικές και λεξιλογικές διαφορές συνιστούν διαλεκτική διαφοροποίηση, ενώ μεγάλες γραμματικές και λεξιλογικές διαφορές συνιστούν γλωσσική διαφοροποίηση.

Το αν μια γλωσσική ποικιλία χαρακτηρίζεται έξωθεν ως γλώσσα ή ως διάλεκτος αποτελεί τελικά ζήτημα κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό. Αν μια κοινότητα Α (ή, όσοι τέλος πάντων την εκπροσωπούν) δεν θέλει να αποσυνδεθεί από την κοινότητα Β, θα αξιώνει ότι, ναι, μιλάει μια διάλεκτο της γλώσσας που μιλάει η κοινότητα Β – αρκεί οι δυο ποικιλίες (της κοινότητας Α και της κοινότητας Β) να έχουν κάποια ομοιότητα ή ιστορική συγγένεια: αυτή είναι η περίπτωση της κυπριακής ελληνικής. Το αντίστροφο συμβαίνει όταν ντόπιες ποικιλίες ανακηρύσσονται ή αναγνωρίζονται ως γλώσσες: η κοινότητα Α θέλει να χειραφετηθεί από την κοινότητα Β και αξιώνει πως η γλωσσική της ποικιλία είναι γλώσσα και όχι διάλεκτος της γλώσσας της κοινότητας Β — όπως έγινε στη Νορβηγία και στη δυτική Βαλκανική.

3. Έγινε τελικά ποτέ η ελληνική γλώσσα παγκόσμια/οικουμενική;

Βεβαίως, στην ανατολική Μεσόγειο, από την ελληνιστική εποχή μέχρι και τον 15ο αιώνα – οι ιστορικοί γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί μας τα έχουν τεκμηριωμένα αυτά. Και τότε όμως η ελληνική ήταν διεθνής γλώσσα με υψηλό μεν κύρος αλλά ενταγμένη μέσα σε ένα περιβάλλον πολυγλωσσίας. Σε καμία περίπτωση δεν είχε εξελληνιστεί μονόγλωσσα όλη η περιοχή εκείνη του κόσμου όπου ομιλούνταν τα ελληνικά. Η κατάσταση θύμιζε λίγο τον ρόλο και τη χρήση της αγγλικής σήμερα.

4. Ζούμε σε μια εποχή όπου η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων είναι συχνά γραπτή (με sms, μηνύματα στα ΜΚΔ) και σχεδόν συνθηματική. Λίγες λέξεις, πολλά εικονίδια και συντομογραφίες. Πόσο ζημιά γίνεται με αυτήν την πρακτική που τόσο πρόθυμα υιοθετήσαμε;

Είναι μάλλον κουραστική η εμμονή των κοινωνιών της γραφής να συζητούν τη γλώσσα και τις εξελίξεις γύρω από τη γλώσσα με όρους κινδύνου και επικείμενων αφανισμών – στην πραγματικότητα οι κοινωνίες αυτές φοβούνται ότι τα κείμενά τους δεν θα τα καταλαβαίνουν οι επόμενες γενιές και θα τα ξεχάσουν. Αυτή η φοβική τάση ξεκίνησε από την αρχαία Αίγυπτο ενδεχομένως· πάντως έχουμε τον ηθικό πανικό στον Φαίδρο του Πλάτωνα ότι η γραφή θα καταστήσει τους ανθρώπους δοκησίσοφους και άρα αντικοινωνικούς, ενώ θα βλάψει την ικανότητά τους να απομνημονεύουν – κάτι μας θυμίζουν όλα αυτά...

Όσον αφορά την ερώτησή σας, αντιλαμβάνομαι πως οι επί δεκαετίες εκτενής χρήση του τηλεγραφήματος ως γρήγορου μέσου επικοινωνίας, όπου πλήρωνες με τη λέξη κι έπρεπε να είσαι λακωνικότατος, δεν έκανε ζημιά στη γλώσσα. Ακόμα παλιότερα, τίποτε δεν άλλαξε στα ελληνικά εξαιτίας της αντιγραφής βιβλίων με το χέρι, στα οποία οι αντιγραφείς χρησιμοποιούσαν αναρίθμητες συντομογραφίες για να μη γράφουν ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις ολόκληρες (π.χ. XPC αντί για «Χριστός» κ.τ.λ.). Γενικά, οι γλώσσες δεν αλλάζουν επειδή αλλάζουν κάποιες συμβάσεις στο πώς γράφονται. Πέραν τούτου, η γραφή ανέκαθεν συμβάδιζε με την εικονογράφηση.

Κάτι πιο ενδιαφέρον είναι ότι με τις νέες τεχνολογίες, ολοένα και περισσότερος κόσμος μπαίνει στη διαδικασία να γράφει: μηνύματα και αναρτήσεις στα ΜΚΔ, ενώ πιο πρόσφατα γράφει και περιγραφικά κείμενα για εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης που συνθέτουν εικόνες ή βίντεο… Σκεφτείτε ας πούμε ότι αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με τη δική μου γενιά, όταν μπορούσε κανείς να επικοινωνεί αποκλειστικά με το τηλέφωνο και να αποφύγει εντελώς τη γραπτή έκφραση, αν ήθελε. Κάτι τέτοιο είναι πια είναι σχεδόν ακατόρθωτο.

5. Γιατί μας δυσκολεύουν οι ξένες γλώσσες;

Γιατί δεν είμαστε νήπια, είναι η σύντομη απάντηση. Τα νήπια υπερέχουν ξεκάθαρα στην κατάκτηση της γλώσσας. Αυτό είναι όντως παράδοξο, αφού οι ενήλικες είμαστε καλύτεροι από τα νήπια σε όλες σχεδόν τις δεξιότητες: από το να ντυνόμαστε, να πλενόμαστε και να τρώμε μόνοι μας μέχρι την κριτική και την αναλογική σκέψη, την απομνημόνευση, τα ομαδικά παιχνίδια, την κοινωνική συμπεριφορά κτλ.

Επίσης είναι ενδιαφέρον το πώς τα παιδιά κατακτούν τη μητρική τους γλώσσα (ή τις μητρικές τους γλώσσες) μέσα στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ενώ καλά καλά δεν καταφέρνουν να δέσουν τα κορδόνια τους: όντως τα παιδιά αναπτύσσουν από μόνα τους και χωρίς διδασκαλία τέλεια γλωσσική ικανότητα, κατακτούν δηλαδή τους γραμματικούς κανόνες της μητρικής τους γλώσσας. Αντίθετα, ελάχιστα παιδάκια στην ίδια ηλικία εφαρμόζουν τον κανόνα του οφσάιντ ή του ροκέ στο σκάκι, ή την μπλόφα στα χαρτοπαίγνια.

Από την άλλη μεριά, οι ενήλικες που προσπαθούμε να μάθουμε γλώσσες παιδευόμαστε για πολλά χρόνια με ασκήσεις και μελέτη και κάθε λογής συστηματική παρουσίαση δεδομένων και κανόνων κτλ. Το αποτέλεσμα όμως όλης αυτής της προσπάθειας παραμένει ατελές: οι ενήλικες ποτέ δεν πιάνουμε το επίπεδο γλωσσικής ικανότητας των φυσικών ομιλητών, όσων δηλαδή κατακτούν μια γλώσσα από τη βρεφική τους ηλικία.

Η επιστημονική έρευνα συγκλίνει στο ότι τα ανθρώπινα όντα, από τη γέννησή τους και (πάνω- κάτω) μέχρι το πέμπτο έτος της ηλικίας τους, έχουν ενεργή τη βιολογική προδιάθεση να αναπτύξουν γλώσσα, η οποία σιγά-σιγά υποχωρεί για να ατονήσει μέχρι την εφηβεία. Στην περίοδο αυτή, που ονομάζεται κρίσιμη περίοδος, το παιδί θα απορροφήσει σαν σφουγγάρι όποια γλώσσα (ή όποιες γλώσσες) τυχαίνει να μιλιέται ή να νοηματίζεται γύρω του, χωρίς να χρειάζεται διδασκαλία ή ειδική εξάσκηση.

Η γλωσσική μας ικανότητα αποκρυσταλλώνεται λοιπόν ως μία ή περισσότερες μητρικές γλώσσες μέχρι το πέρας της κρίσιμης περιόδου. Μετά την ηλικία εκείνη, η γλωσσική ανάπτυξη, δηλαδή η εκμάθηση μιας «ξένης» γλώσσας, παίρνει ποιοτικά διαφορετικό χαρακτήρα και γίνεται και δυσκολότερη και με ατελή αποτελέσματα. Με αυτά τα ζητήματα καταπιάνονται οι γλωσσολόγοι που ασχολούνται με τη γλωσσική κατάκτηση και ανάπτυξη. Εγώ, αν και θεωρητικός γλωσσολόγος, συζητάω το ζήτημα με λεπτομέρειες στο δεύτερο κεφάλαιο του Μεταξύ νόησης και φωνής.

6. Τι ακριβώς λοιπόν είναι η θεωρητική γλωσσολογία;

Η θεωρητική γλωσσολογία μελετάει τη γλώσσα καθαυτή, ως φαινόμενο, και έχει αποστολή να την περιγράψει και να την ερμηνεύσει. Η θεωρητική γλωσσολογία ρωτάει τι είναι γλώσσα και πώς λειτουργεί. Από αυτή την άποψη, η θεωρητική γλωσσολογία πρέπει πρώτα πρώτα να ορίσει τη γλώσσα με ακρίβεια κι αυστηρότητα και να την ξεχωρίσει π.χ. από τον λόγο.

Γλώσσα είναι οι λέξεις και οι κανόνες της νοητικής γραμματικής, το γλωσσικό σύστημα, ενώ λόγος είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να υπηρετήσουμε τη σκέψη, ταυτόχρονα εκφράζοντάς την και διαμορφώνοντάς την. Λόγος είναι η χρήση της γλώσσας στην υπηρεσία του νοήματος: η παραγωγή γραπτών και προφορικών κειμένων τελικά.

Αντικείμενο της θεωρητικής γλωσσολογίας είναι λοιπόν η γλώσσα, που αμιγώς μελετάει την ικανότητα του ανθρώπου για γλώσσα. Από αυτή την άποψη η θεωρητική γλωσσολογία βρίσκεται στην καρδιά των γλωσσικών επιστημών: πρέπει να ξέρουμε τι είναι γλώσσα και πώς λειτουργεί προτού προσπαθήσουμε να καταλάβουμε π.χ πώς η γλώσσα αλλάζει με τον χρόνο (ιστορική γλωσσολογία) ή πώς διαμορφώνεται από την κοινωνία και διαμορφώνει τις κοινωνικές σχέσεις (κοινωνιογλωσσολογία) ή πώς αλληλεπιδρά με την υπόλοιπη νόηση (ψυχογλωσσολογία και γνωσιακές επιστήμες) – και ούτω καθεξής.

7. Γιατί πριν είπατε ότι η γλώσσα είναι ανθρώπινο προνόμιο κι ανθρώπινη ιδιομορφία; Πείτε μας λίγο περισσότερα.

Συστήματα επικοινωνίας έχουν όλοι μα όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια και τους μύκητες μέχρι τα δελφίνια και τους χιμπατζήδες. Γλώσσα όμως έχουμε μόνον οι άνθρωποι. Άρα γλώσσα δεν είναι η επικοινωνία και σίγουρα η επικοινωνία δεν περιορίζεται στη γλωσσική επικοινωνία: όσοι κι όσες έχουμε χρησιμοποιήσει εμότζι ή απλώς έχουμε χειρονομήσει  θυμωμένοι το ξέρουμε καλά.

Επίσης η γλώσσα δεν ταυτίζεται με τη συμβολική σκέψη. Για παράδειγμα, το ότι ο πράσινος σταυρός σημαίνει φαρμακείο δεν έχει τίποτα να κάνει με τη γλώσσα. Επιπλέον αποτελεί καθαρά κοινωνική και πολιτισμική σύμβαση, όπως π.χ. το χρήμα, αφού ο πράσινος σταυρός δεν σηματοδοτεί τόπο χριστιανικής λατρείας, ενώ ταυτόχρονα δεν χρησιμοποιείται παγκοσμίως το συγκεκριμένο σύμβολο σε ταμπέλες φαρμακείων. Κατά πόσο ζώα όπως οι χιμπατζήδες, οι μπονόμπο ή τα δελφίνια διαθέτουν κάποιου είδους συμβολική σκέψη δεν το γνωρίζουμε. Σίγουρα πάντως δεν διαθέτουν γλώσσα.

Ενώ η γλώσσα διαθέτει σύμβολα, σημεία τα λέμε, δηλαδή τις λέξεις, το βασικό γνώρισμα της γλώσσας είναι η συνδυαστικότητα που δημιουργεί γραμματικές δομές. Να διευκρινίσω. Τα σύμβολα είναι αυθαίρετα όπως και οι συνδυασμοί τους, για παράδειγμα: πράσινος σταυρός = φαρμακείο, κόκκινος σταυρός = Ερυθρός Σταυρός, μπλε σταυρός = ιατρείο ή νοσοκομείο (αν κι όχι απαραίτητα). Η γλώσσα δεν λειτουργεί έτσι όμως. Η φράση «πράσινος παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι πράσινο· η φράση «κόκκινος παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι κόκκινο· η φράση «μπλε παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι μπλε – και πάει λέγοντας. 

Αυτή η συνδυαστικότητα της γλώσσας μάς δίνει τη δυνατότητα να σχηματίσουμε άπειρες προτάσεις, κάθε μία από τις οποίες κατά κανόνα διατυπώνει μια εντελώς διαφορετική σκέψη. Αυτή ακριβώς είναι η ιδιομορφία της γλώσσας, η νοητική γραμματική, που καθιστά τη γλώσσα ανθρώπινο προνόμιο και απελευθερώνει τη δημιουργικότητα της ανθρώπινης σκέψης. Εδώ παραπέμπω για λεπτομέρειες στο πρώτο κεφάλαιο του Μεταξύ νόησης και φωνής και, κάπως πιο συνοπτικά, στο πρώτο κεφάλαιο του Μέσα από τις λέξεις.

8. Τι είναι όμως νοητική γραμματική;

Ο όρος γραμματική έχει πολλές διαφορετικές σημασίες – υπερβολικά πολλές σημασίες. Γι’ αυτό και μας μπερδεύει καμιά φορά. «Γραμματική» μπορεί να είναι η περιγραφή μιας γλώσσας, π.χ. όταν λέμε «μελετάω ισπανική γραμματική γιατί θα δώσω εξετάσεις», και σε αυτή της τη χρήση η λέξη «γραμματική» σημαίνει την περιγραφή της γλώσσας· μπορεί να σημαίνει το σχολικό μάθημα της γραμματικής, στο οποίο οι μαθητές εξοικειώνονται με το να περιγράφουν τους κανόνες μιας γλώσσας, συνήθως της πρότυπης γλώσσας· επίσης, στην ελληνική εκπαίδευση ο όρος «γραμματική» αναφέρεται στους κανόνες κλίσης των λέξεων, σε αντίθεση με τους συντακτικούς κανόνες που παραδοσιακά τους μελετάμε στο λεγόμενο συντακτικό.

Νοητική γραμματική όμως είναι οι υπόρρητοι γραμματικοί κανόνες, που είναι συνδυαστικοί κανόνες, και χτίζουν τις δομές της γλώσσας. Για να προλάβω τις ερωτήσεις σας, γιατί «κανόνες» και γιατί «υπόρρητοι». Αυτοί οι γραμματικοί κανόνες δεν είναι οι κανόνες που μαθαίνουμε στο σχολείο. Οι κανόνες της νοητικής γραμματικής είναι οι υπόρρητοι, οι υποσυνείδητοι κανόνες με τους οποίους συναρμόζουμε τα στοιχεία της γλώσσας για να φτιάξουμε μεγαλύτερες δομές. Γιατί υπόρρητοι; Γιατί υποσυνείδητοι; Επειδή κανένας φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας δεν έχει συνειδητή αντίληψη, κανείς δεν κατανοεί συνειδητά τους κανόνες της γλώσσας που μιλάει. Παράδειγμα: μιλώντας ελληνικά βάζουμε το άρθρο πριν το ουσιαστικό, λέμε «το θέατρο» ενώ μιλώντας ρουμάνικα βάζουμε το άρθρο μετά το ουσιαστικό, π.χ. «teatrul» ― «teatru» είναι το θέατρο και -ul είναι το άρθρο. Αυτός δεν είναι κανόνας τον οποίο εφαρμόζουμε συνειδητά· είναι υπόρρητος, είναι υποσυνείδητος. Τέτοιοι κανόνες διέπουν το πώς προφέρουμε τη γλώσσα, πώς δομούμε τις λέξεις μας και πώς συντάσσουμε τις προτάσεις μας.

9. Αν, όπως λέτε, η γλώσσα είναι βιολογικό γνώρισμα του ανθρώπινου είδους κι όχι μια κοινωνική σύμβαση όπως το χρήμα και τα σήματα των φαρμακείων, γιατί διαφέρουν οι γλώσσες μεταξύ τους;

Πολύ ωραία ερώτηση. Η σύντομη απάντηση έχει ως εξής: η βιολογική βάση της γλώσσας δεν καθορίζει εξ ολοκλήρου τις επιμέρους γλώσσες που προκύπτουν, αφού οι γλώσσες αυτές είναι προϊόν αλληλεπίδρασης της βιολογικής ικανότητάς μας για γλώσσα και του περιβάλλοντος στο οποίο γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε. Να το πω κι αλλιώς: η βιολογική βάση της γλώσσας καθορίζει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να αποτελεί γλωσσικό κανόνα ή λέξη, δηλαδή επιβάλλει κάποιους περιορισμούς. Από εκεί και πέρα κάθε φορά που ένα παιδί κατακτά μία ή περισσότερες γλώσσες, εντός αυτών των περιορισμών και με τα υλικά που του δίνει το περιβάλλον του, φτιάχνει τη γλώσσα από την αρχή. Γι’ αυτό υπάρχει γλωσσική ποικιλότητα, γι’ αυτό προκύπτει και γλωσσική αλλαγή. Για όσες κι όσους ενδιαφέρονται, το ζήτημα της γλωσσικής ποικιλότητας το εξετάζουμε αναλυτικά στο τρίτο κεφάλαιο του Μεταξύ νόησης και φωνής…

10. Με αφορμή αυτό το τελευταίο, ας περάσουμε σε κάτι διαφορετικό. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια εκδώσατε δύο βιβλία στα ελληνικά, βιβλία που δεν είναι τεχνικού χαρακτήρα: το «Μέσα από τις λέξεις» και το «Μεταξύ νόησης και φωνής». Γιατί δύο βιβλία; Τι διαφορά έχουν μεταξύ τους; Απευθύνονται στο ίδιο κοινό;

Νομίζουμε ότι τις λέξεις τις μαθαίνουμε μία μία κι όμως υπάρχουν γραμματικοί κανόνες που αφορούν το πώς δομούμε λέξεις – το είπαμε και πριν. Άρα και κατανοούμε λέξεις που δεν έχουμε ξανακούσει αλλά και πλάθουμε λέξεις με βάση κανόνες, αυθόρμητα πολλές φορές. Το Μέσα από τις λέξεις, του 2021, απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό αποφοίτων Λυκείου και ασχολείται ακριβώς με αυτό: πώς φτιάχνουμε λέξεις. Στο πρώτο μέρος συζητάει κάποια πιο γενικά θέματα, ενώ στο δεύτερο εισάγει το αναγνωστικό κοινό του στη γραμματική των λέξεων, στον κλάδο της θεωρητικής γλωσσολογίας που λέγεται μορφολογία.

Το Μεταξύ νόησης και φωνής είναι πιο σύνθετο βιβλίο αλλά παράλληλα είναι το πρώτο βιβλίο που εισάγει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό στη θεωρητική γλωσσολογία του 21ου αιώνα, στη γλωσσική θεωρία του τώρα. Απευθύνεται και σε φοιτητικά ακροατήρια, ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα, αλλά και σε όποιους κι όποιες θέλουν να εμβαθύνουν στο τι γνωρίζαμε το 2023 για το γλωσσικό φαινόμενο καθαυτό. Ελπίζω ότι μέσα στο αναγνωστικό κοινό του Μεταξύ νόησης και φωνής θα βρίσκονται και μέλη της επιστημονικής κοινότητας, ιδίως σε συναφείς κλάδους και επιστημονικά πεδία: αν το Μέσα από τις λέξεις και το Μίλα μου για γλώσσα παλιότερα προσπάθησαν να μπάσουν τη γλωσσολογία στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα, το Μεταξύ νόησης και φωνής αποσκοπεί και στο να ενημερώσει επιστήμονες κι ερευνητές για το τι είναι η γλώσσα και για το πού βρίσκεται η μελέτη της σήμερα.