Σελίδες

1/6/24

Η Γλώσσα μάς κάνει ανθρώπους


Ο κ. Παναγιωτίδης είναι συγγραφέας των μονογραφιών Categorial Features (2015) και Pronouns, Clitics and Empty Nouns (2002), έχει επίσης δημοσιεύσει πλήθος άρθρων σε διεθνή περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους.

Έχει παρουσιάσει πάνω από 210 ανακοινώσεις και ομιλίες σε μια ευρεία γκάμμα θεμάτων που εκτείνεται από ζητήματα δομής της νοητικής γραμματικής, γραμματικών χαρακτηριστικών και ανάλυσης της ονοματικής φράσης μέχρι τη γλωσσική κατάκτηση, τη διαλεκτολογία και τη γλωσσική πολιτική.

Το εκλαϊκευτικό βιβλίο του «Μίλα μου για γλώσσα» εκδόθηκε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το 2013. Τον Φεβρουάριο του 2018 προσέφερε το ανοιχτό μάθημα «Τι είναι γλώσσα; Από τη νόηση στη φωνή» μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας Mathesis. Tο 2021 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μέσα από τις λέξεις» από τις Εκδόσεις του 21ου. Πρόσφατα από τις Εκδόσεις Νήσος κυκλοφόρησε η εισαγωγή του στη γλωσσική θεωρία με τίτλο «Μεταξύ νόησης και φωνής».

1. Γιατί μας νοιάζει τόσο πολύ το πώς μιλάμε; Μήπως τελικά το κάνουμε μεγάλο θέμα;

Η γλώσσα αποτελεί ανθρώπινη ιδιομορφία κι ανθρώπινο προνόμιο, με τον τρόπο που η ύφανση ιστών είναι προνόμιο των αραχνών, το ραντάρ υπερήχων των νυχτερίδων και η χρησιμότατη προβοσκίδα είναι προνόμιο των ελεφάντων. Μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος όπως οι προβοσκίδες τους ελέφαντες και η ύφανση ιστών τις αράχνες.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν η γλώσσα αφορά περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι λ.χ. η νομική επιστήμη, αφού όλοι οι άνθρωποι διαθέτουμε γλώσσα, ομιλούμενη ή νοηματική, ενώ πάλι η ερμηνεία των νόμων ενδεχομένως να μην απασχολεί κάποιους από εμάς – δεν ξέρω πόσους. Είναι αναπόφευκτο ότι όλοι λοιπόν θα έχουν απόψεις και γνώμες για τη γλώσσα, όπως λ.χ. όλοι οι ελέφαντες θα είχαν άποψη για την προβοσκίδα, αν είχαν οι ελέφαντες απόψεις. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ακόμα πιο θαρραλέα ότι η γλώσσα είναι ακριβώς αυτό που μας κάνει ανθρώπους – και πάλι με τον τρόπο που ίσως ο ηχοεντοπισμός κάνει τις νυχτερίδες να είναι νυχτερίδες.

Η μέριμνα λοιπόν για τη γλώσσα δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς που δουλεύουν με τη γλώσσα, π.χ. φιλολόγους, συντάκτες, ποιητές, μεταφραστές, επιμελητές, κτλ. – κι αυτό είναι παραπάνω από αναμενόμενο. Θέλοντας και μη, μας αφορά όλες κι όλους η γλώσσα – και φαίνεται ακόμα και στην καθημερινή ζωή μας.

2. Τι σημαίνει μιλάω σωστά ελληνικά; Τα κυπριακά είναι γλώσσα ή διάλεκτος; Ποια είναι η διαφορά γλώσσας και διαλέκτου;

«Μιλάω σωστά ελληνικά» συνήθως πάει να πει ότι χρησιμοποιώ την πρότυπη γλώσσα, τη γλωσσική ποικιλία που η κοινωνία θεωρεί την ενδεδειγμένη για δημόσια έκφραση και επικοινωνία. Μάλιστα συνήθως η εντύπωση ότι κάποιος μιλάει σωστά μια γλώσσα δημιουργείται μόνο και μόνο επειδή μιλάει στην πρότυπη γλωσσική ποικιλία, στην ποικιλία που διαθέτει κύρος. Απεναντίας, αρκετές αντιδράσεις μας απέναντι σε «άθλια» ή «λάθος» ελληνικά πυροδοτούνται κυρίως από τη χρήση στοιχείων μιας στιγματισμένης γλωσσικής ποικιλίας, και μάλιστα μιας ποικιλίας ταυτισμένης με μια κοινωνική ομάδα που διακρίνεται για το χαμηλό κοινωνικό ή οικονομικό της στάτους. Γι’ αυτά τα ζητήματα έχουν πολλά και διαφωτιστικά να μας πουν οι κοινωνιογλωσσολόγοι.

Η κυπριακή ελληνική είναι διάλεκτος, ως γνωστόν. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για παραλλαγή της ελληνικής που λ.χ. μιλάω εγώ, αν και βεβαίως οι δυο ποικιλίες συγγενεύουν πάρα πάρα πολύ. Επίσης «διάλεκτος» δεν σημαίνει ελλιπής ή κολοβή γλωσσική ποικιλία: κάθε γλωσσική ποικιλία έχει τη δική της γραμματική και το δικό της λεξιλόγιο. Αυτά τα θέματα τα έχουν επιλύσει οι γλωσσικές επιστήμες εδώ και δεκαετίες.

Ακριβώς γι΄αυτό, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου δεν είναι γραμματική ή λεξιλογική. Ο διαχωρισμός μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου προέρχεται έξω από το γλωσσικό φαινόμενο: συνεπώς δεν υφίστανται γραμματικά ή λεξιλογικά κριτήρια για να «μετρήσουμε» τη διαφορά μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου. Δεν ισχύει λοιπόν ότι, ξέρω ’γω, μικρές γραμματικές και λεξιλογικές διαφορές συνιστούν διαλεκτική διαφοροποίηση, ενώ μεγάλες γραμματικές και λεξιλογικές διαφορές συνιστούν γλωσσική διαφοροποίηση.

Το αν μια γλωσσική ποικιλία χαρακτηρίζεται έξωθεν ως γλώσσα ή ως διάλεκτος αποτελεί τελικά ζήτημα κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό. Αν μια κοινότητα Α (ή, όσοι τέλος πάντων την εκπροσωπούν) δεν θέλει να αποσυνδεθεί από την κοινότητα Β, θα αξιώνει ότι, ναι, μιλάει μια διάλεκτο της γλώσσας που μιλάει η κοινότητα Β – αρκεί οι δυο ποικιλίες (της κοινότητας Α και της κοινότητας Β) να έχουν κάποια ομοιότητα ή ιστορική συγγένεια: αυτή είναι η περίπτωση της κυπριακής ελληνικής. Το αντίστροφο συμβαίνει όταν ντόπιες ποικιλίες ανακηρύσσονται ή αναγνωρίζονται ως γλώσσες: η κοινότητα Α θέλει να χειραφετηθεί από την κοινότητα Β και αξιώνει πως η γλωσσική της ποικιλία είναι γλώσσα και όχι διάλεκτος της γλώσσας της κοινότητας Β — όπως έγινε στη Νορβηγία και στη δυτική Βαλκανική.

3. Έγινε τελικά ποτέ η ελληνική γλώσσα παγκόσμια/οικουμενική;

Βεβαίως, στην ανατολική Μεσόγειο, από την ελληνιστική εποχή μέχρι και τον 15ο αιώνα – οι ιστορικοί γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί μας τα έχουν τεκμηριωμένα αυτά. Και τότε όμως η ελληνική ήταν διεθνής γλώσσα με υψηλό μεν κύρος αλλά ενταγμένη μέσα σε ένα περιβάλλον πολυγλωσσίας. Σε καμία περίπτωση δεν είχε εξελληνιστεί μονόγλωσσα όλη η περιοχή εκείνη του κόσμου όπου ομιλούνταν τα ελληνικά. Η κατάσταση θύμιζε λίγο τον ρόλο και τη χρήση της αγγλικής σήμερα.

4. Ζούμε σε μια εποχή όπου η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων είναι συχνά γραπτή (με sms, μηνύματα στα ΜΚΔ) και σχεδόν συνθηματική. Λίγες λέξεις, πολλά εικονίδια και συντομογραφίες. Πόσο ζημιά γίνεται με αυτήν την πρακτική που τόσο πρόθυμα υιοθετήσαμε;

Είναι μάλλον κουραστική η εμμονή των κοινωνιών της γραφής να συζητούν τη γλώσσα και τις εξελίξεις γύρω από τη γλώσσα με όρους κινδύνου και επικείμενων αφανισμών – στην πραγματικότητα οι κοινωνίες αυτές φοβούνται ότι τα κείμενά τους δεν θα τα καταλαβαίνουν οι επόμενες γενιές και θα τα ξεχάσουν. Αυτή η φοβική τάση ξεκίνησε από την αρχαία Αίγυπτο ενδεχομένως· πάντως έχουμε τον ηθικό πανικό στον Φαίδρο του Πλάτωνα ότι η γραφή θα καταστήσει τους ανθρώπους δοκησίσοφους και άρα αντικοινωνικούς, ενώ θα βλάψει την ικανότητά τους να απομνημονεύουν – κάτι μας θυμίζουν όλα αυτά...

Όσον αφορά την ερώτησή σας, αντιλαμβάνομαι πως οι επί δεκαετίες εκτενής χρήση του τηλεγραφήματος ως γρήγορου μέσου επικοινωνίας, όπου πλήρωνες με τη λέξη κι έπρεπε να είσαι λακωνικότατος, δεν έκανε ζημιά στη γλώσσα. Ακόμα παλιότερα, τίποτε δεν άλλαξε στα ελληνικά εξαιτίας της αντιγραφής βιβλίων με το χέρι, στα οποία οι αντιγραφείς χρησιμοποιούσαν αναρίθμητες συντομογραφίες για να μη γράφουν ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις ολόκληρες (π.χ. XPC αντί για «Χριστός» κ.τ.λ.). Γενικά, οι γλώσσες δεν αλλάζουν επειδή αλλάζουν κάποιες συμβάσεις στο πώς γράφονται. Πέραν τούτου, η γραφή ανέκαθεν συμβάδιζε με την εικονογράφηση.

Κάτι πιο ενδιαφέρον είναι ότι με τις νέες τεχνολογίες, ολοένα και περισσότερος κόσμος μπαίνει στη διαδικασία να γράφει: μηνύματα και αναρτήσεις στα ΜΚΔ, ενώ πιο πρόσφατα γράφει και περιγραφικά κείμενα για εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης που συνθέτουν εικόνες ή βίντεο… Σκεφτείτε ας πούμε ότι αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με τη δική μου γενιά, όταν μπορούσε κανείς να επικοινωνεί αποκλειστικά με το τηλέφωνο και να αποφύγει εντελώς τη γραπτή έκφραση, αν ήθελε. Κάτι τέτοιο είναι πια είναι σχεδόν ακατόρθωτο.

5. Γιατί μας δυσκολεύουν οι ξένες γλώσσες;

Γιατί δεν είμαστε νήπια, είναι η σύντομη απάντηση. Τα νήπια υπερέχουν ξεκάθαρα στην κατάκτηση της γλώσσας. Αυτό είναι όντως παράδοξο, αφού οι ενήλικες είμαστε καλύτεροι από τα νήπια σε όλες σχεδόν τις δεξιότητες: από το να ντυνόμαστε, να πλενόμαστε και να τρώμε μόνοι μας μέχρι την κριτική και την αναλογική σκέψη, την απομνημόνευση, τα ομαδικά παιχνίδια, την κοινωνική συμπεριφορά κτλ.

Επίσης είναι ενδιαφέρον το πώς τα παιδιά κατακτούν τη μητρική τους γλώσσα (ή τις μητρικές τους γλώσσες) μέσα στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ενώ καλά καλά δεν καταφέρνουν να δέσουν τα κορδόνια τους: όντως τα παιδιά αναπτύσσουν από μόνα τους και χωρίς διδασκαλία τέλεια γλωσσική ικανότητα, κατακτούν δηλαδή τους γραμματικούς κανόνες της μητρικής τους γλώσσας. Αντίθετα, ελάχιστα παιδάκια στην ίδια ηλικία εφαρμόζουν τον κανόνα του οφσάιντ ή του ροκέ στο σκάκι, ή την μπλόφα στα χαρτοπαίγνια.

Από την άλλη μεριά, οι ενήλικες που προσπαθούμε να μάθουμε γλώσσες παιδευόμαστε για πολλά χρόνια με ασκήσεις και μελέτη και κάθε λογής συστηματική παρουσίαση δεδομένων και κανόνων κτλ. Το αποτέλεσμα όμως όλης αυτής της προσπάθειας παραμένει ατελές: οι ενήλικες ποτέ δεν πιάνουμε το επίπεδο γλωσσικής ικανότητας των φυσικών ομιλητών, όσων δηλαδή κατακτούν μια γλώσσα από τη βρεφική τους ηλικία.

Η επιστημονική έρευνα συγκλίνει στο ότι τα ανθρώπινα όντα, από τη γέννησή τους και (πάνω- κάτω) μέχρι το πέμπτο έτος της ηλικίας τους, έχουν ενεργή τη βιολογική προδιάθεση να αναπτύξουν γλώσσα, η οποία σιγά-σιγά υποχωρεί για να ατονήσει μέχρι την εφηβεία. Στην περίοδο αυτή, που ονομάζεται κρίσιμη περίοδος, το παιδί θα απορροφήσει σαν σφουγγάρι όποια γλώσσα (ή όποιες γλώσσες) τυχαίνει να μιλιέται ή να νοηματίζεται γύρω του, χωρίς να χρειάζεται διδασκαλία ή ειδική εξάσκηση.

Η γλωσσική μας ικανότητα αποκρυσταλλώνεται λοιπόν ως μία ή περισσότερες μητρικές γλώσσες μέχρι το πέρας της κρίσιμης περιόδου. Μετά την ηλικία εκείνη, η γλωσσική ανάπτυξη, δηλαδή η εκμάθηση μιας «ξένης» γλώσσας, παίρνει ποιοτικά διαφορετικό χαρακτήρα και γίνεται και δυσκολότερη και με ατελή αποτελέσματα. Με αυτά τα ζητήματα καταπιάνονται οι γλωσσολόγοι που ασχολούνται με τη γλωσσική κατάκτηση και ανάπτυξη. Εγώ, αν και θεωρητικός γλωσσολόγος, συζητάω το ζήτημα με λεπτομέρειες στο δεύτερο κεφάλαιο του Μεταξύ νόησης και φωνής.

6. Τι ακριβώς λοιπόν είναι η θεωρητική γλωσσολογία;

Η θεωρητική γλωσσολογία μελετάει τη γλώσσα καθαυτή, ως φαινόμενο, και έχει αποστολή να την περιγράψει και να την ερμηνεύσει. Η θεωρητική γλωσσολογία ρωτάει τι είναι γλώσσα και πώς λειτουργεί. Από αυτή την άποψη, η θεωρητική γλωσσολογία πρέπει πρώτα πρώτα να ορίσει τη γλώσσα με ακρίβεια κι αυστηρότητα και να την ξεχωρίσει π.χ. από τον λόγο.

Γλώσσα είναι οι λέξεις και οι κανόνες της νοητικής γραμματικής, το γλωσσικό σύστημα, ενώ λόγος είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να υπηρετήσουμε τη σκέψη, ταυτόχρονα εκφράζοντάς την και διαμορφώνοντάς την. Λόγος είναι η χρήση της γλώσσας στην υπηρεσία του νοήματος: η παραγωγή γραπτών και προφορικών κειμένων τελικά.

Αντικείμενο της θεωρητικής γλωσσολογίας είναι λοιπόν η γλώσσα, που αμιγώς μελετάει την ικανότητα του ανθρώπου για γλώσσα. Από αυτή την άποψη η θεωρητική γλωσσολογία βρίσκεται στην καρδιά των γλωσσικών επιστημών: πρέπει να ξέρουμε τι είναι γλώσσα και πώς λειτουργεί προτού προσπαθήσουμε να καταλάβουμε π.χ πώς η γλώσσα αλλάζει με τον χρόνο (ιστορική γλωσσολογία) ή πώς διαμορφώνεται από την κοινωνία και διαμορφώνει τις κοινωνικές σχέσεις (κοινωνιογλωσσολογία) ή πώς αλληλεπιδρά με την υπόλοιπη νόηση (ψυχογλωσσολογία και γνωσιακές επιστήμες) – και ούτω καθεξής.

7. Γιατί πριν είπατε ότι η γλώσσα είναι ανθρώπινο προνόμιο κι ανθρώπινη ιδιομορφία; Πείτε μας λίγο περισσότερα.

Συστήματα επικοινωνίας έχουν όλοι μα όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια και τους μύκητες μέχρι τα δελφίνια και τους χιμπατζήδες. Γλώσσα όμως έχουμε μόνον οι άνθρωποι. Άρα γλώσσα δεν είναι η επικοινωνία και σίγουρα η επικοινωνία δεν περιορίζεται στη γλωσσική επικοινωνία: όσοι κι όσες έχουμε χρησιμοποιήσει εμότζι ή απλώς έχουμε χειρονομήσει  θυμωμένοι το ξέρουμε καλά.

Επίσης η γλώσσα δεν ταυτίζεται με τη συμβολική σκέψη. Για παράδειγμα, το ότι ο πράσινος σταυρός σημαίνει φαρμακείο δεν έχει τίποτα να κάνει με τη γλώσσα. Επιπλέον αποτελεί καθαρά κοινωνική και πολιτισμική σύμβαση, όπως π.χ. το χρήμα, αφού ο πράσινος σταυρός δεν σηματοδοτεί τόπο χριστιανικής λατρείας, ενώ ταυτόχρονα δεν χρησιμοποιείται παγκοσμίως το συγκεκριμένο σύμβολο σε ταμπέλες φαρμακείων. Κατά πόσο ζώα όπως οι χιμπατζήδες, οι μπονόμπο ή τα δελφίνια διαθέτουν κάποιου είδους συμβολική σκέψη δεν το γνωρίζουμε. Σίγουρα πάντως δεν διαθέτουν γλώσσα.

Ενώ η γλώσσα διαθέτει σύμβολα, σημεία τα λέμε, δηλαδή τις λέξεις, το βασικό γνώρισμα της γλώσσας είναι η συνδυαστικότητα που δημιουργεί γραμματικές δομές. Να διευκρινίσω. Τα σύμβολα είναι αυθαίρετα όπως και οι συνδυασμοί τους, για παράδειγμα: πράσινος σταυρός = φαρμακείο, κόκκινος σταυρός = Ερυθρός Σταυρός, μπλε σταυρός = ιατρείο ή νοσοκομείο (αν κι όχι απαραίτητα). Η γλώσσα δεν λειτουργεί έτσι όμως. Η φράση «πράσινος παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι πράσινο· η φράση «κόκκινος παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι κόκκινο· η φράση «μπλε παπαγάλος» σημαίνει κάτι που είναι παπαγάλος κι είναι μπλε – και πάει λέγοντας. 

Αυτή η συνδυαστικότητα της γλώσσας μάς δίνει τη δυνατότητα να σχηματίσουμε άπειρες προτάσεις, κάθε μία από τις οποίες κατά κανόνα διατυπώνει μια εντελώς διαφορετική σκέψη. Αυτή ακριβώς είναι η ιδιομορφία της γλώσσας, η νοητική γραμματική, που καθιστά τη γλώσσα ανθρώπινο προνόμιο και απελευθερώνει τη δημιουργικότητα της ανθρώπινης σκέψης. Εδώ παραπέμπω για λεπτομέρειες στο πρώτο κεφάλαιο του Μεταξύ νόησης και φωνής και, κάπως πιο συνοπτικά, στο πρώτο κεφάλαιο του Μέσα από τις λέξεις.

8. Τι είναι όμως νοητική γραμματική;

Ο όρος γραμματική έχει πολλές διαφορετικές σημασίες – υπερβολικά πολλές σημασίες. Γι’ αυτό και μας μπερδεύει καμιά φορά. «Γραμματική» μπορεί να είναι η περιγραφή μιας γλώσσας, π.χ. όταν λέμε «μελετάω ισπανική γραμματική γιατί θα δώσω εξετάσεις», και σε αυτή της τη χρήση η λέξη «γραμματική» σημαίνει την περιγραφή της γλώσσας· μπορεί να σημαίνει το σχολικό μάθημα της γραμματικής, στο οποίο οι μαθητές εξοικειώνονται με το να περιγράφουν τους κανόνες μιας γλώσσας, συνήθως της πρότυπης γλώσσας· επίσης, στην ελληνική εκπαίδευση ο όρος «γραμματική» αναφέρεται στους κανόνες κλίσης των λέξεων, σε αντίθεση με τους συντακτικούς κανόνες που παραδοσιακά τους μελετάμε στο λεγόμενο συντακτικό.

Νοητική γραμματική όμως είναι οι υπόρρητοι γραμματικοί κανόνες, που είναι συνδυαστικοί κανόνες, και χτίζουν τις δομές της γλώσσας. Για να προλάβω τις ερωτήσεις σας, γιατί «κανόνες» και γιατί «υπόρρητοι». Αυτοί οι γραμματικοί κανόνες δεν είναι οι κανόνες που μαθαίνουμε στο σχολείο. Οι κανόνες της νοητικής γραμματικής είναι οι υπόρρητοι, οι υποσυνείδητοι κανόνες με τους οποίους συναρμόζουμε τα στοιχεία της γλώσσας για να φτιάξουμε μεγαλύτερες δομές. Γιατί υπόρρητοι; Γιατί υποσυνείδητοι; Επειδή κανένας φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας δεν έχει συνειδητή αντίληψη, κανείς δεν κατανοεί συνειδητά τους κανόνες της γλώσσας που μιλάει. Παράδειγμα: μιλώντας ελληνικά βάζουμε το άρθρο πριν το ουσιαστικό, λέμε «το θέατρο» ενώ μιλώντας ρουμάνικα βάζουμε το άρθρο μετά το ουσιαστικό, π.χ. «teatrul» ― «teatru» είναι το θέατρο και -ul είναι το άρθρο. Αυτός δεν είναι κανόνας τον οποίο εφαρμόζουμε συνειδητά· είναι υπόρρητος, είναι υποσυνείδητος. Τέτοιοι κανόνες διέπουν το πώς προφέρουμε τη γλώσσα, πώς δομούμε τις λέξεις μας και πώς συντάσσουμε τις προτάσεις μας.

9. Αν, όπως λέτε, η γλώσσα είναι βιολογικό γνώρισμα του ανθρώπινου είδους κι όχι μια κοινωνική σύμβαση όπως το χρήμα και τα σήματα των φαρμακείων, γιατί διαφέρουν οι γλώσσες μεταξύ τους;

Πολύ ωραία ερώτηση. Η σύντομη απάντηση έχει ως εξής: η βιολογική βάση της γλώσσας δεν καθορίζει εξ ολοκλήρου τις επιμέρους γλώσσες που προκύπτουν, αφού οι γλώσσες αυτές είναι προϊόν αλληλεπίδρασης της βιολογικής ικανότητάς μας για γλώσσα και του περιβάλλοντος στο οποίο γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε. Να το πω κι αλλιώς: η βιολογική βάση της γλώσσας καθορίζει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να αποτελεί γλωσσικό κανόνα ή λέξη, δηλαδή επιβάλλει κάποιους περιορισμούς. Από εκεί και πέρα κάθε φορά που ένα παιδί κατακτά μία ή περισσότερες γλώσσες, εντός αυτών των περιορισμών και με τα υλικά που του δίνει το περιβάλλον του, φτιάχνει τη γλώσσα από την αρχή. Γι’ αυτό υπάρχει γλωσσική ποικιλότητα, γι’ αυτό προκύπτει και γλωσσική αλλαγή. Για όσες κι όσους ενδιαφέρονται, το ζήτημα της γλωσσικής ποικιλότητας το εξετάζουμε αναλυτικά στο τρίτο κεφάλαιο του Μεταξύ νόησης και φωνής…

10. Με αφορμή αυτό το τελευταίο, ας περάσουμε σε κάτι διαφορετικό. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια εκδώσατε δύο βιβλία στα ελληνικά, βιβλία που δεν είναι τεχνικού χαρακτήρα: το «Μέσα από τις λέξεις» και το «Μεταξύ νόησης και φωνής». Γιατί δύο βιβλία; Τι διαφορά έχουν μεταξύ τους; Απευθύνονται στο ίδιο κοινό;

Νομίζουμε ότι τις λέξεις τις μαθαίνουμε μία μία κι όμως υπάρχουν γραμματικοί κανόνες που αφορούν το πώς δομούμε λέξεις – το είπαμε και πριν. Άρα και κατανοούμε λέξεις που δεν έχουμε ξανακούσει αλλά και πλάθουμε λέξεις με βάση κανόνες, αυθόρμητα πολλές φορές. Το Μέσα από τις λέξεις, του 2021, απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό αποφοίτων Λυκείου και ασχολείται ακριβώς με αυτό: πώς φτιάχνουμε λέξεις. Στο πρώτο μέρος συζητάει κάποια πιο γενικά θέματα, ενώ στο δεύτερο εισάγει το αναγνωστικό κοινό του στη γραμματική των λέξεων, στον κλάδο της θεωρητικής γλωσσολογίας που λέγεται μορφολογία.

Το Μεταξύ νόησης και φωνής είναι πιο σύνθετο βιβλίο αλλά παράλληλα είναι το πρώτο βιβλίο που εισάγει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό στη θεωρητική γλωσσολογία του 21ου αιώνα, στη γλωσσική θεωρία του τώρα. Απευθύνεται και σε φοιτητικά ακροατήρια, ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα, αλλά και σε όποιους κι όποιες θέλουν να εμβαθύνουν στο τι γνωρίζαμε το 2023 για το γλωσσικό φαινόμενο καθαυτό. Ελπίζω ότι μέσα στο αναγνωστικό κοινό του Μεταξύ νόησης και φωνής θα βρίσκονται και μέλη της επιστημονικής κοινότητας, ιδίως σε συναφείς κλάδους και επιστημονικά πεδία: αν το Μέσα από τις λέξεις και το Μίλα μου για γλώσσα παλιότερα προσπάθησαν να μπάσουν τη γλωσσολογία στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα, το Μεταξύ νόησης και φωνής αποσκοπεί και στο να ενημερώσει επιστήμονες κι ερευνητές για το τι είναι η γλώσσα και για το πού βρίσκεται η μελέτη της σήμερα.

28/4/24

«Πολλά απ’ όσα γνωρίζουμε για τη γλώσσα είναι λάθος ή μύθος»

Συνέντευξη στον Χάρη Δημαρά για το φρηπρές parallaxi.

Το «μυστήριο» της γλώσσας ελάχιστοι το γνωρίζουν και το έχουν αποκρυπτογραφήσει όσο ο Φοίβος Παναγιωτίδης.

Είναι από τους γλωσσολόγους και συγγραφείς που εκπλήσσουν με τις γνώσεις που μεταφέρει μέσω των βιβλίων του και η αυριανή του παρουσία στο Μέγαρο Μουσικής μας έδωσε τη δυνατότητα για μια κουβέντα που φωτίζει το δαιδαλώδες για πολλούς ζήτημα των γλωσσών, για το αν τελικά υπάρχουν μύθοι ή και λάθη σε όσα γνωρίζουμε, αλλά και το πώς μπορεί να επηρεάσει η τεχνητή νοημοσύνη ή η τεχνολογία.

Ακολουθεί η συνέντευξη που παραχώρησε ο συγγραφέας στην Parallaxi.

Μίλα μου για γλώσσα: Τι θα λέγατε σύντομα σε έναν αναγνώστη σας για το βιβλίο σας και για όλες τις απορίες που γεννιούνται σε ό,τι αφορά στο περίπλοκο ζήτημα της γλώσσας;

To Μίλα μου για γλώσσα προσπαθεί να απαντήσει απλά σε συνηθισμένες ερωτήσεις για τη γλώσσα, σε ζητήματα για τη γλώσσα όπως αυτά απασχολούν το ευρύ κοινό. Βεβαίως αυτό το κάνει από τη σκοπιά των γλωσσικών επιστημών, κυρίως της Θεωρητικής Γλωσσολογίας, της Ιστορικής Γλωσσολογίας και της Κοινωνιογλωσσολογία – κι όχι στη φάση «λέμε ό,τι να ‘ναι». Το Μέσα από τις λέξεις ασχολείται με ένα θέμα που για τους περισσότερους μη γλωσσολόγους είναι η ίδια η γλώσσα: τις λέξεις. Το βιβλίο εστιάζει στο πώς κάνουμε Γλωσσολογία και στο πώς φτιάχνονται οι λέξεις. Τέλος, το Μεταξύ νόησης και φωνής προσπάθησε να πετύχει κάτι κάπως πιο φιλόδοξο, δηλαδή να εισαγάγει τους αναγνώστες του στη γλωσσική θεωρία ξεκινώντας από την αρχή, από τα εντελώς βασικά (άρα από τα δύσκολα), ώστε να τους εξοικειώσει με τη Θεωρητική Γλωσσολογία – που είναι η ειδίκευσή μου

Τι βρήκατε ενδιαφέρον στη μελέτη των γλωσσών και γιατί επιλέξατε ως γνωστικό αντικείμενο τη γλωσσολογία;

Με ενδιέφεραν πάντα τα πολύπλοκα συστήματα. Μικρός ήθελα να ασχοληθώ με τη Φυσική αλλά με φρέναραν τα Μαθηματικά στο Λύκειο. Το κλικ έγινε στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλολογία, γιατί μου άρεσαν πολύ τα μαθήματα της γλωσσολογίας. Βεβαίως είχα προσπαθήσει να διδάξω στον εαυτό μου ιστορία της ελληνικής γλώσσας από το Λύκειο διαβάζοντας βιβλία, με μικρή επιτυχία.

Η ενασχόλησή μου με τη Θεωρητική Γλωσσολογία ήρθε αργότερα, όταν συνειδητοποίησα ότι η γλώσσα είναι μεν πολύπλοκο σύστημα αλλά όχι τεχνητό σύστημα. Ακόμα μου φαίνεται συναρπαστικό να μελετάει κανείς από πού προέρχεται και πώς είναι οργανωμένη αυτή η πολυπλοκότητα της γλώσσας.

Οι γλώσσες είναι ουσιαστικά κώδικες που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Υπάρχει περίπτωση σε πολλά ή και λιγότερα χρόνια από σήμερα να αντικατασταθεί με άλλη, πιο πολύπλοκη διαδικασία ή έστω να μιλάμε όλοι οι άνθρωποι μία γλώσσα;

Η ερώτηση προϋποθέτει την πλάνη ότι η γλώσσα είναι κοινωνική σύμβαση, όπως π.χ. το χρήμα ή το κράτος, κι ότι θα μπορούσε να αντικατασταθεί από άλλη κοινωνική σύμβαση. Δεν είναι έτσι. Ναι μεν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί διαθέτουν συστήματα επικοινωνίας, όμως η ανθρώπινη γλώσσα είναι αποκλειστικά ανθρώπινη με τον τρόπο που π.χ. είναι ανθρώπινη η όρθια στάση και η χρήση των χεριών μας. Η ανθρώπινη γλώσσα είναι μέρος του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.

Όσο για τη «μία παγκόσμια γλώσσα», κάθε φορά που μια γλώσσα εξαπλώνεται ταυτόχρονα διασπάται σε τοπικές ποικιλίες, διαλέκτους ή νέες γλώσσες. Έτσι έγινε με την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή, έτσι έγινε με τα λατινικά (που μας έδωσε τις λατινογενείς γλώσσες), έτσι γίνεται με τα αγγλικά στην εποχή μας.

Πώς εξελίχθηκε η ελληνική γλώσσα ανά τους αιώνες; Η θεωρία για την καταγωγή από το φοινικικό αλφάβητο επιδέχεται αμφισβητήσεων;

Στο πρώτο σκέλος της ερώτησης απαντούν ωραιότατα και η συλλογική Ιστορία της ελληνικής γλώσσας του Χριστίδη αλλά και το βιβλίο του Χόροκς.

Η ελληνική γλώσσα είναι απόγονος της πρωτο-ινδοευρωπαϊκής, όπως και δεκάδες άλλες γλώσσες. Το αλφάβητό της είναι το φοινικικό. Μιλάμε εδώ για πολύ βασικά πορίσματα της επιστήμης, όχι για εικασίες. Το λέω αυτό γιατί ο πολύς κόσμος ακούει «θεωρία» και καταλαβαίνει «εικασία»…

Τι είναι αυτό που δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος για τις γλώσσες;

Ο κόσμος δεν γνωρίζει απελπιστικά πολλά πράγματα για τις γλώσσες. Ο κόσμος π.χ. δεν γνωρίζει ότι η βεγγαλική, που μιλιέται από 240.000.000 ανθρώπους στο Μπαγκλαντές και στην Ινδία, είναι μια από τις μεγαλύτερες γλώσσες του κόσμου.

Ακόμα χειρότερα, στον ελληνόφωνο κόσμο ακούγεται ελάχιστα ο επιστημονικός λόγος για τη γλώσσα, ενώ δεσπόζει η φιλολογική προσέγγιση στα γλωσσικά ζητήματα. Δεν είναι κακή ούτε σώνει και καλά αντεπιστημονική η φιλολογική αυτή προσέγγιση, αλλά βρίσκεται συνήθως εκτός θέματος: π.χ. το ότι η λέξη λειτουργία σήμαινε τρόπο φορολογίας στην αρχαία Αθήνα δεν μας λέει τίποτα για το τι σημαίνει σήμερα.

Εντωμεταξύ, στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα κυριαρχούν αυτοσχέδιες, ψευδογλωσσολογικές ή και φουλ φαντασιόπληκτες απόψεις για τη γλώσσα. Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά όσα γνωρίζει ο μέσος άνθρωπος για τη γλώσσα είναι πιθανότατα λάθος ή και μύθος. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι έτσι δεν γίνονται οι πραγματικά ενδιαφέρουσες και καίριες ερωτήσεις για τη γλώσσα, π.χ. πώς κατακτάται η γλώσσα; πού και γιατί διαφέρουν οι γλώσσες μεταξύ τους; κτλ.

Ισχύουν όσα γνωρίζουμε για τις ινδοευρωπαϊκές και τις λατινογενείς γλώσσες; Υπάρχει κοινή καταγωγή στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου;

Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι μία μόνο από τις οικογένειες των γλωσσών που υπάρχουν σήμερα και έχουν κοινή καταγωγή, την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή. Η ελληνική, οι σλαβικές, οι ιρανικές, οι ινδικές (όπως π.χ. η βεγγαλική), οι λατινογενείς, οι γερμανικές γλώσσες και άλλες κατάγονται από αυτή τη γλώσσα. Υπάρχουν, όπως είπα, κι άλλες γλωσσικές οικογένειες. Τώρα αν όλες οι γλώσσες έχουν μία κοινή καταγωγή είναι ένα ερώτημα πολύ πιο σύνθετο απ’ ό,τι φαίνεται, ερώτημα που συζητάω εκτενώς στο Μεταξύ νόησης και φωνής…

Σε αυτό το ερώτημα υπάρχει πάντως ένα σημαντικό ζήτημα: οι γραμματικές όλων των γλωσσών υπακούν σε κοινές αρχές, κάποιες από τις οποίες αρχές έχουν βιολογική βάση. Ακόμα και γλώσσες που δημιουργούνται σχεδόν εκ του μηδενός, οι κρεολές, διέπονται από τις γραμματικές αυτές αρχές, αρχές που αποκαλούμε Καθολική Γραμματική. Από την άλλη, το λεξιλόγιο μπορεί να το δανειστεί μια γλώσσα (π.χ. κεμπάπ) ή να δημιουργήσει δικό της (π.χ. βιοτεχνία) ή και να το πλάσει εξαρχής (π.χ φούιτ).

Η ελληνική γλώσσα αισθάνεστε πως αποδυναμώνεται με τα χρόνια; Κυριαρχείται πλέον από εξελληνισμένες αγγλικές λέξεις, greeklish και από αγγλικές επιστημονικές ορολογίες που αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιούμε ανάλογα το αντικείμενό μας;

Η πρώτη ερώτηση που πρέπει να κάνουμε είναι αν όντως ισχύουν αυτά τα οποία αναφέρετε. Κυριαρχείται όντως από εξελληνισμένες αγγλικές λέξεις και επιστημονικές ορολογίες η ελληνική; Αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουν οι γλωσσολόγοι μετά από έρευνα, όχι κάνοντας ανεκδοτολογικές παρατηρήσεις που θεωρούμε ότι είναι γεγονότα. Επίσης, είναι ο ρόλος των greeklish τόσο κεντρικός όσο εικάζεται, συνήθως στο πλαίσιο κάποιου ηθικού πανικού; Υπενθυμίζω πως τα ελληνικά έχουνε γραφτεί με αραβική γραφή στη Μικρασία, με κυριλλική γραφή στην πρώην ΕΣΣΔ, με απλοποιημένη ορθογράφηση, αλλά και με λατινικούς χαρακτήρες (τα λεγόμενα φραγκολεβαντίνικα ή φραγκοχιώτικα). 

Προ διαδικτύου υπήρχε κόσμος που έγραφε ελάχιστα, αλλά με τα σοσιαλμήντια πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων μπήκε στη φάση να ανταλλάσσει μηνύματα και να γράφει κείμενα στα ΜΚΔ. Αρχικά τα greeklish ήταν η μόνη λύση, αφού δεν υπήρχαν ελληνικοί χαρακτήρες, αλλά πλέον αποτελούν έκφραση μιας διαδικτυακής υποκουλτούρας.

Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο από τους πανικούς για τη γλώσσα είναι η κατρακύλα του εγγραμματισμού που προσφέρει το ελληνικό σχολείο. Εκεί υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, όντως. Η δυνατότητα των χρηστών της ελληνικής να παράγουν, να δημιουργούν και να επεξεργάζονται πάσης φύσεως κείμενα φαίνεται να εξασθενεί και να περιορίζεται – κι αυτό όμως θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής μελέτης από γλωσσολόγους.

Μήπως οι «πραγματικές» γλώσσες είναι οι διάλεκτοι και οι εθνικές γλώσσες συνδέονται με την προσπάθεια δημιουργίας εθνικής συνείδησης;  

Χμ. Περίπου. Οι τοπικές διάλεκτοι και οι κοινωνιόλεκτοι είναι κανονικότατες γλωσσικές ποικιλίες με κανόνες, είναι πλήρεις και τέλειες φυσικές γλωσσικές ποικιλίες. Το ότι δεν έχουνε καθεστώς επίσημης γλώσσας είναι αποτέλεσμα ιστορικών γεγονότων, κοινωνικών διεργασιών, λόγιας παραγωγής κτλ. Μην ξεχνάτε π.χ. ότι η δημοτική είναι σύνθεση μοραϊτικων (λόγω ελληνικής επικράτειας μέχρι το 1881), επτανησιακών (λόγω των λογίων της Επτανήσου) και κρητικών (λόγω της γραπτής λογοτεχνικής παράδοσης της Κρητικής Αναγέννησης). Οι βόρειες ποικιλίες δεν μπήκαν σε αυτή τη «σύνθεση» που λέμε δημοτική για ιστορικούς και ιδεολογικούς λόγους.

Οι διάλεκτοι συνήθως απαξιώνονται σε συγκεντρωτικά κράτη, όπως π.χ. το δικό μας. Επίσης δεν βλέπουνε με καλό μάτι τις διαλέκτους εκείνες ακριβώς οι κοινωνίες που προσπαθούν να επιβάλουν μια (ας πούμε) μονοειδή γλωσσική ταυτότητα, κυρίως μέσα σε εθνικά κράτη. Πλάι στα παραπάνω, σε κοινωνίες όπου οι κοινωνικές και ταξικές διαφορές αποτυπώνονται και σε γλωσσικές διαφορές, αν μιλάς μια άλφα διάλεκτο στιγματίζεσαι.

Το αντίδοτο σε όλα αυτά είναι να γίνουν οι διάλεκτοι παράγοντες τοπικής ή ταξικής περηφάνειας και πολιτισμικού πλούτου: έτσι π.χ. οι γερμανοελβετοί χρησιμοποιούν με καμάρι τη διάλεκτό τους και την καλλιεργούν, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούν την πρότυπη, τη στάνταρ, τη γερμανική σε επίσημες περιστάσεις.

Τα «γλωσσικά λάθη» με ποια διαδικασία γίνονται «σωστά» και πόσο αποδεκτό πρέπει να είναι αυτό κατά τη γνώμη σας;

Πρώτα πρώτα: τι είναι λάθος; Υπάρχει ας πούμε κατάλληλος τρόπος να μιλάς σε διαφορετικές περιστάσεις κι όσο γλωσσοαυτόνομος και να είναι κάποιος, δεν νομίζω να χειροκροτήσει ένα άτομο που θα πάει σε μία κηδεία και θα πει «άντε να τον φυτέψουμε τον μακαρίτη»: υπάρχουν λοιπόν λάθη π.χ. με την έννοια ότι υπάρχουν κατάλληλες και λιγότερο κατάλληλες χρήσεις της γλώσσας κατά περίσταση.

Υπάρχουν επίσης λάθη που είναι σαρδάμ, όταν δηλαδή σκοντάφτουμε στην παραγωγή της γλώσσας. Υπάρχουν στοιχεία που γίνονται αντιληπτά ως λάθη γιατί αποτελούν προϊόντα γλωσσικής αλλαγής, όπως π.χ. το ουσιαστικό ο ασθενής, του ασθενή – που είναι μία άλλη ιστορία από το επίθετο ο επιεικής, του επιεική (ή επιεικούς). Εδώ να πω πόσο λίγη πραγματική έρευνα υπάρχει σε αυτά τα θέματα. Υπάρχουν και λάθη τα οποία είναι απλώς ίχνη μιας διαλέκτου, π.χ. πολύς κόσμος θα θεωρήσει ότι τα πιανόντουσαν, πιανόσαντε ή το «να με δώσεις το ψωμί» είναι τάχα λάθη.

Τώρα, η κατάκτηση της γλώσσας γενικά δεν είναι εκμάθηση. Δεν κατακτούμε τη γλώσσα με τον τρόπο που μαθαίνουμε σκάκι (μαθαίνοντας τους κανόνες π.χ.) ή με τον τρόπο που μαθαίνουμε άλλες δραστηριότητες (με εξάσκηση, με δοκιμή και πλάνη ή μέσω μίμησης και γενίκευσης). Ξέρουμε πια ότι τα παιδιά ανακαλύπτουν και γενικεύουν γλωσσικούς κανόνες: δεν κάνουν απλοϊκές γενικεύσεις επιφανειακών μοτίβων. Τελικά, κάθε παιδί που κατακτά γλώσσα την επανοικοδομεί από την αρχή, οδηγούμενο από την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπινου είδους για γλώσσα (την Καθολική Γραμματική, που λέγαμε πριν) κι ενσωματώνοντας τα γλωσσικά δεδομένα που ακούει γύρω του. Με βάση αυτή τη διαδικασία μπορεί να ενσωματώσει ή να απορρίψει ένα γλωσσικό στοιχείο (π.χ. το πιανόσαντε) που η κοινωνία αντιλαμβάνεται ως «λάθος».

Σας φοβίζει η τεχνητή νοημοσύνη; Υπάρχει περίπτωση σε μερικά χρόνια να μιλάμε ακόμη κι εμείς μέσω ΑΙ;

Με φοβίζει η κατάχρηση της τεχνολογίας, όχι η ίδια η τεχνολογία. Επίσης δεν με ενθουσιάζει να βρίσκεται ούτε η τεχνολογία ούτε οι πόροι στα χέρια λίγων και ισχυρών που δεν λογοδοτούν σε κανέναν – ξέρετε, κάτι δισεκατομμυριούχους και κάτι ολοκληρωτικά διοικούμενες πολυεθνικές έχω κατά νου.

Ενδεχομένως να διαβρώσει τον εγγραμματισμό μας η Τεχνητή Νοημοσύνη, παράγοντας με ευκολία μέτρια κείμενα για τον καθένα. Δεν ξέρω, πραγματικά.

Με ποιον τρόπο η νόηση συνδέεται με τη γλώσσα και γιατί «εμφανίστηκε» σχετικά πρόσφατα στην ανθρώπινη εξέλιξη; Και ποιοι είναι οι λόγοι που δεν την ανέπτυξαν κι άλλα είδη με υψηλή νοημοσύνη; Υπάρχει περίπτωση μέσω ΑΙ να λύσουμε κι αυτό το μυστήριο και να «μιλήσουν» κάποια από αυτά;

Πάρα πολύ σύνθετο πρόβλημα. Όπως είπα, όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έχουν συστήματα επικοινωνίας, κάποια από αυτά αρκετά πολύπλοκα (π.χ. οι μέλισσες). Κάποια κήτη και πολλοί ανθρωπίδες (γορίλες, χιμπατζήδες, μπονόμπο) έχουν σύνθετη κοινωνική οργάνωση και υψηλή νοημοσύνη. Άρα η γλώσσα μάλλον δεν αποτελεί ακόμα ένα στάδιο, ενδεχομένως ένα υψηλότερο στάδιο, στην ευφυία ή στην κοινωνικοποίηση. Πιθανότατα η ανθρώπινη γλώσσα είναι αποτέλεσμα μετάλλαξης, ένα τυχαίο πάντρεμα της νόησης με τη συνδυαστική ικανότητα μέσα στον εγκέφαλο κάποιου προγόνου μας, δηλαδή το γεφύρωμα της σκέψης με αυτό που για τη γλώσσα λέμε γραμματική.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ένα εργαλείο που θα μας βοηθήσει ενδεχομένως να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν τα πολύπλοκα συστήματα, όπως π.χ. η νόηση. Ωστόσο το πώς κάνει κάτι η ΤΝ δεν είναι καθόλου απαραίτητο ότι ταυτίζεται με το πώς το κάνει η ανθρώπινη νόηση…


Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Έχω ήδη γράψει δύο εκλαϊκευτικά βιβλία για τη γλωσσολογία στα ελληνικά: το Μίλα μου για γλώσσα (2013) και το Μέσα από τις λέξεις (2021). Τα βιβλία αυτά απευθύνονται στο ευρύ κοινό με σκοπό να εξηγήσουν με απλά λόγια ανακαλύψεις και πορίσματα της σύγχρονης γλωσσολογίας αλλά και να συντελέσουν στη διάδοσή τους.

Ο στόχος αυτός είναι σημαντικός, αφού στον ελληνόφωνο κόσμο λίγο ακούγεται ο επιστημονικός λόγος περί γλώσσας ενώ κυριαρχεί η φιλολογική προσέγγιση στα γλωσσικά ζητήματα, μια προσέγγιση συνήθως μεν επιστημονική αλλά συνήθως επίσης εκτός θέματος.

Παράλληλα, στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα ενδημεί ένα κακόφωνο πανδαιμόνιο ψευδογλωσσολογικών ή και φαντασιόπληκτων απόψεων για τη γλώσσα. Συνεπώς, λίγο λόγω ελλιπούς ενημέρωσης, λίγο εξαιτίας του πόσο σέξι είναι οι ψευδογλωσσολογικές απόψεις για τη γλώσσα, ό,τι γνωρίζει ο μέσος άνθρωπος για τη γλωσσολογία είναι πιθανότατα λάθος: από απλές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις μέχρι μύθους κι επινοήματα τσαρλατάνων.

Το τρίτο μου βιβλίο στα ελληνικά, Μεταξύ νόησης και φωνής, κυκλοφόρησε το 2023 κι ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά από εξαιρετικά βιβλία για τη γλωσσολογία όπως της Ράλλη (2012/2021) και των Παπαδοπούλου & Ρεβυθιάδου (2023) για τη Μορφολογία, της Τοπιντζή (2021) για τη γλωσσική Τυπολογία, της Ρούσσου (2015) για τη Σύνταξη, της Ρεβυθιάδου (2021) για τη Φωνολογία και της Βλάχου για τη Σημασιολογία (2022). Επιπλέον πρόσφατα υποδεχτήκαμε και το πιο προσιτό Εκατό βασικές έννοιες για τη γλωσσολογία των Γαβριηλίδου, Μητσιάκη και Φλιάτουρα (2021), καθώς και το Λεξικογραφία και Μορφολογία των Κατσογιάννου και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2022). Τέλος, όσες και όσοι αναζητούν μια διεξοδική παρουσίαση των διαφόρων κλάδων της γλωσσολογίας είναι πολύ τυχεροί, γιατί το 2022 κυκλοφόρησε το πλήρες και τεκμηριωμένο συλλογικό έργο Εισαγωγή στη Γλωσσολογία, το οποίο επιμελήθηκαν η Μαρίκα Λεκάκου και η Νίνα Τοπιντζή.

Μέσα σε αυτή την εξαιρετική παρέα το Μεταξύ νόησης και φωνής προσπάθησε να πετύχει κάτι κάπως πιο φιλόδοξο: να εισαγάγει τους αναγνώστες του στη γλωσσική θεωρία ξεκινώντας από την αρχή, από τα εντελώς βασικά (άρα από τα δύσκολα), ώστε να τους εξοικειώσει με τη θεωρητική γλωσσολογία.

Δυστυχώς, την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η εξοικείωση αυτή με τα στοιχειώδη του τι είναι γλώσσα, πώς λειτουργεί, πώς κατακτάται, πώς σχετίζεται με τη νόηση και με την κοινωνία χωλαίνει απελπιστικώς ακόμα και εντός κύκλων όπως οι επιστήμονες άλλων κλάδων και, φευ!, οι σπουδαστές και σπουδάστριες της φιλοσοφίας.

Για παράδειγμα, ο γλωσσοκεντρισμός δίνει και παίρνει σε πολλές ανταλλαγές απόψεων μεταξύ ανθρώπων με επιστημονική κατάρτιση, χωρίς καν να μπει κανείς στην επώδυνη διαδικασία να απαριθμήσει όλες τις φορές που λόγιοι και πανεπιστημιακοί συνάδελφοι συγχέουν τη γλώσσα με τον λόγο ή το λεγόμενο discours - όταν βεβαίως δεν νομίζουν ότι γλώσσα είναι μόνον οι λέξεις…

Με δεδομένα όλα τα παραπάνω λοιπόν, η συγγραφή και δημοσίευση μη τεχνικών βιβλίων γλωσσολογίας αποσκοπεί στο να ξεμάθει το αναγνωστικό κοινό όλα όσα νομίζει ότι γνωρίζει για τη γλώσσα. Η φιλοδοξία αυτή ενισχύεται από την ανάγκη να βασίζονται επιτέλους οι συζητήσεις, η επιχειρηματολογία αλλά και οι πολιτικές που αφορούν τη γλώσσα όχι σε συναισθήματα, γνώμες ή φαντασίες αλλά στα ευρήματα μιας επιστήμης η οποία τα τελευταία 100 και πλέον χρόνια έχει φέρει τα πάνω-κάτω στο πόσα γνωρίζουμε για τη γλώσσα και σε πόσο βάθος κατανοούμε τη γλώσσα.

Συνεπώς, η κυκλοφορία του Μεταξύ νόησης και φωνής έχει ακόμα έναν σκοπό: να ενθαρρύνει συναδέλφισσες και συναδέλφους στη διαδικασία να γράψουν αντίστοιχα βιβλία για το ευρύτερο κοινό και σχετικά με τους άλλους κλάδους των γλωσσικών επιστημών. Με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσουμε τα εργαλεία για να γίνει ορατός και ο επιστημονικός λόγος για τη γλώσσα πλάι σε αστοιχείωτες απόψεις και πρόχειρες γνώμες για τη γλώσσα ή, γιατί όχι, πάνω από αυτές.

Δημοσιεύτηκε στη στήλη Γλωσσοεπιστήμη της εφημερίδας Πολίτης.

Πoιο πανεπιστήμιο Κύπρου;

Άρθρο μου στο The Press Project

Τα τελευταία 17 χρόνια που εργάζομαι στο Πανεπιστήμιο Κύπρου έχω ακούσει πολλές φορές κόσμο να με ρωτάει σε ποιο πανεπιστήμιο Κύπρου διδάσκω. Ενώ εξαρχής θα πω π.χ. σε μια συζήτηση ότι διδάσκω στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, πολλές φορές συμβαίνει αμέσως μετά να ονομάσουν το πανεπιστήμιό μας με το όνομα της έδρας του – σαν να αποκαλούσαμε το Πανεπιστήμιο Κρήτης «Πανεπιστήμιο Ρεθύμνης» ή «Πανεπιστήμιο Ηρακλείου».

Βεβαίως τέτοιου είδους ερωτήσεις ή και η γενικότερη σύγχυση προκύπτουν σε συζητήσεις στην Ελλάδα (ή με άτομα από την Ελλάδα) και όχι στην Κύπρο, όπου το δημόσιο Πανεπιστήμιο Κύπρου, το πρώτο και μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας είναι εδώ και δεκαετίες πασίγνωστο και καταξιωμένο.

Η σύγχυση ενδεχομένως οφείλεται στο γεγονός ότι τα κυπριακά ιδιωτικά πανεπιστήμια έχουν έντονη διαφημιστική παρουσία στην Ελλάδα. Αυτό είναι εύλογο, δεδομένου ότι ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο έχει ως σκοπό να προσελκύσει φοιτητές και φοιτήτριες, άρα και δίδακτρα. Απεναντίας, το Πανεπιστήμιο Κύπρου θέτει άλλους στόχους και σχεδιάζει διαφορετικές στρατηγικές για να τους εκπληρώσει, στρατηγικές που δεν προτεραιοποιούν τις διαφημιστικές εκστρατείες.

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου, ως δημόσιο ερευνητικό πανεπιστήμιο και μάλιστα το μεγαλύτερο στην Κύπρο, αποτελεί οργανισμό αφενός αφοσιωμένο στη δημόσια παιδεία και στη διασπορά της επιστημονικής γνώσης και της κριτικής σκέψης και αφετέρου στη διεξαγωγή και στην ανάπτυξη επιστημονικής έρευνας πρώτης γραμμής.

Πράγματι το πανεπιστήμιό μας, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, αυτή τη στιγμή πρωτοπορεί στην έρευνα σε τομείς νευραλγικούς, αλλά και τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους. Μιλάμε για ερευνητικούς κλάδους όπως διαφορετικές μέθοδοι και στρατηγικές καταπολέμησης του καρκίνου αλλά και πρωτοπόρα αρχαιολογική έρευνα, διαταραχές της προσοχής, της μνήμης και του ύπνου αλλά και το Διεθνές Δίκαιο και η σύγχρονη Τουρκία, η ασφάλεια συστημάτων και η Τεχνητή Νοημοσύνη αλλά και οι Μεσαιωνικές Τέχνες και Τελετουργίες και η Κριτική Θεωρία, η Φυσική σωματιδίων και οι νανοκρύσταλλοι αλλά και η Φιλοσοφία, η Ρομποτική, οι κλασσικές σπουδές, η Γεωπληροφορική, η γλωσσική κατάκτηση και διδασκαλία, η ωκεανογραφία, η αειφορία, τα συμπεριφορικά Οικονομικά – και ούτω καθεξής.

Αποτέλεσμα της πρωτοπόρας αυτής και πολύπλευρης δραστηριότητάς του είναι ότι μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες―το Πανεπιστήμιο Κύπρου, που ιδρύθηκε το 1989 και δέχτηκε τους πρώτους φοιτητές του το 1992― έχει εδραιωθεί ως διεθνώς αναγνωρισμένο πανεπιστημιακό ίδρυμα και οπωσδήποτε, ως το πανεπιστήμιο με το υψηλότερο κύρος και την πιο σαφή διεθνή αναγνώριση στο νησί. Το κύρος και η αναγνώριση του Πανεπιστημίου Κύπρου αποτυπώνονται αφενός στις διεθνείς κατατάξεις, με όσες επιφυλάξεις μπορεί να έχει κανείς για το τι ακριβώς μετρούν, αλλά κυρίως στην επιφάνεια και στη διεθνή αναγνωρισιμότητά του και εντός της επιστημονικής κοινότητας αλλά και των διαπανεπιστημιακών οργανισμών.


7/3/24

Συνέντευξη στη Φάρμα των ζώων

 Συζητάω με τον Θάνο Καμηλάλη και τον Κωνσταντίνο Πουλή για την κυπριακή εμπειρία από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στο πόντκαστ τους «Η φάρμα των ζώων».