Σε μια σειρά ομιλιών για το ευρύ κοινό που διοργάνωσε η εφημερίδα Πολίτης στη Λευκωσία, παρουσίασα τρεις διαλέξεις για τη γλώσσα: μια μικρή εισαγωγή στη Γλωσσολογία. Στις πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις που ακολούθησαν ξανακούστηκε η ένσταση ότι οι γλωσσολόγοι, αντίθετα με τους αυστηρούς φιλολόγους, ανεχόμαστε ό,τι να ’ναι στη γλώσσα: και τα «επέλεξε τι θες» και ένα σωρό άλλα τέτοια.
Προσπάθησα να εξηγήσω λοιπόν ότι οι γλωσσολόγοι μελετάμε το γλωσσικό φαινόμενο και τη γλωσσική αλλαγή, τα οποία προσπαθούμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε, όχι να τα ρυθμίσουμε (τουλάχιστον όχι συνήθως). Η περιγραφή και η επιστημονική ερμηνεία του γλωσσικού φαινομένου δε συνιστούν βεβαίως τον αντίποδα της γλωσσικής ρύθμισης, όπως καμμιά φορά εσφαλμένα λέμε στους φοιτητές, παρά πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό. Να το πω κι έτσι: άλλη η δουλειά του βοτανολόγου και άλλη του γεωπόνου.
Ωστόσο, βεβαίως, κάθε μορφωμένος άνθρωπος προβληματίζεται για τα γλωσσικά θέματα. Το κείμενο του Νίκου Ξυδάκη «Το κόνσεπτ, το πρότζεκτ, το μπάτζετ» στην Κ της 19ης Σεπτεμβρίου μιλάει για τα αγγλικά στη σύγχρονη Ελλάδα με τρόπο που αναδεικνύει τη διάσταση της γλώσσας ως πολιτισμικής κατασκευής και της γλώσσας ως φυσικού αντικειμένου. Ο Ξυδάκης επισημαίνει σωστά ότι η αγγλόχρωμη αργκό των νέων είναι εφήμερη: «κάθε γενιά χρειάζεται τη δική της ιδιόλεκτο, μια μυητική αργκό, προσωρινή […]». Εδώ υπενθυμίζω και τις λόγιες γαλλικούρες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα ή τα γαλλικά με τα οποία η ρωσική ελίτ επικοινωνούσε τον 19ο αιώνα (όπως αποτυπώνεται και στα μεγάλα ρωσικά μυθιστορήματα της εποχής).
Στη συνέχεια ο Ξυδάκης αναρωτιέται «Γιατί τα αγγλικά κατακλύζουν τον καθημερινό λόγο;». Θα συμπληρώσω τον προβληματισμό του με κάποιες δικές μου εικασίες. Στο άρθρο λοιπόν υπάρχει μια διατύπωση-κλειδί: «τα πλούσια, καλά ελληνικά είναι δύσκολα και σχεδόν ανώφελα οικονομικά-εργασιακά». Εδώ ταιριάζει ωραιότατα ο παραλληλισμός με τις ρωσικές ελίτ του 19ου αιώνα, οι οποίες ναι μεν ρητόρευαν και προβληματίζονταν συστηματικά για τη μοίρα της Ρωσίας στον κόσμο και για τη μεγάλη αποστολή της, όμως παράλληλα θα επιθυμούσαν (και ενίοτε το έπρατταν) να βρίσκονται κάπου αλλού και να είναι κάποιοι άλλοι. Υποθέτω λοιπόν ότι τα ελληνικά είναι ντεπασέ οικονομικά-εργασιακά, όχι λόγω της παγκοσμιοποίησης και της επικράτησης αγγλικής ορολογίας στον χώρο των επιχειρήσεων, ούτε βεβαίως επειδή υφίσταται ενδεχόμενο «εγκατάλειψης της μητρικής γλώσσας». Ο λόγος που ακούμε τόσα αγγλικά είναι επειδή οι ελίτ που τα μασουλάνε θα ήθελαν κατά βάθος να είναι αμερικάνοι ή και τα αμερικανάκια που πρόθυμα χλευάζουν: αμερικάνοι οικονομικά και πολιτικά, ίσως και κοινωνικά και πολιτισμικά. Κάπως έτσι συνέβη και με τα γαλλικά παλιότερα.
Ενδεχομένως να πλανώμαι, επαναλαμβάνω ότι εικασίες κάνω. Όμως, όπως τόνισα και στις διαλέξεις, η Γλωσσολογία μάς προπονεί στο να ξεχωρίζουμε τη γλώσσα ως πολιτισμική κατασκευή, συστατικό ταυτότητας και εργαλείο κοινωνικοπολιτικής χειραφέτησης ή εξουσιασμού, από τη γλώσσα ως φυσικό αντικείμενο, πανανθρώπινο κτήμα και φαινόμενο γνωστικού χαρακτήρα μέσα στην ποικιλότητά του. Έτσι, στο θέμα μας, πριν μελετήσουμε τους κοινωνικούς παράγοντες που ευνοούν τον δανεισμό και την προσφυγή στην εναλλαγή κωδίκων πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε τους ενδογλωσσικούς μηχανισμούς του δανεισμού και της εναλλαγής κωδίκων: «[αγγλικά ουσιαστικά] δεμένα με λίγα ελληνικά ρήματα», λέει ο Ξυδάκης. Συνήθως γουίθ στρονγκ γκρηκ άξεντ, επίσης.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής της 3ης Οκτωβρίου 2010]
Σελίδες
3/10/10
5/9/10
Από την Καθολική Γραμματική στην εξαφάνιση των γλωσσών
Δεν άργησε να αναδημοσιευθεί στα ελληνικά (στο Βήμα της 22ης Αυγούστου 2010) το άρθρο της Christine Kenneally που παρουσιάζει πρόσφατους ισχυρισμούς των Λέβινσον και Έβανς (βασισμένους σε ήδη γνωστά δεδομένα) σχετικά με τη μη ύπαρξη της Καθολικής Γραμματικής, δηλαδή των κοινών δομικών χαρακτηριστικών όλων των ανθρώπινων γλωσσών.
Για να μη μένουν με την απορία οι αναγνώστες της Κ και παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς, η Καθολική Γραμματική ως ένας πυρήνας δομικών αρχών και περιορισμών που διέπουν όλες τις ανθρώπινες γλώσσες εξηγεί με επάρκεια την κατά βάθος ομοιoμορφία των ανθρώπινων γλώσσών. Παράλληλα, η γοητευτική αλλά περιορισμένη ποικιλομορφία τους οφείλεται σε δύο παράγοντες.
Πρώτον, κάποιες αρχές της Καθολικής Γραμματικής (όχι όλες τους) διακρίνονται από μιας μορφής ελαστικότητα: έτσι, όλες ανεξαιρέτως οι ανθρώπινες γλώσσες έχουν δομικού χαρακτήρα κανόνες, όμως μόνο μερικές από αυτές έχουν υποχρεωτικά υποκείμενα στις προτάσεις τους. Δεύτερον, οι γλώσσες διαφέρουνε βεβαίως και εξαιτίας εξωγενών παράγοντων, τους οποίους με θέρμη επικαλούνται οι Λέβινσον και Έβανς και συζητάει η Kenneally στο άρθρο της: π.χ. σε κοινωνίες όπως οι δικές μας στις οποίες οι γενεαλογίες και τα κοινωνικά δίκτυα είναι απλά και περιορισμένα, δεν υπάρχει μονολεκτικός όρος για τα ξαδέρφια εξ αγχιστείας, όπως τα παιδιά αδερφών συννυφάδων.
Προς τι λοιπόν το ενδιαφέρον του άρθρου; Κατ’ αρχήν στο ότι, αν και κακογραμμένο και μπερδεμένο, είναι λιγότερο ανακριβές απ’ ό,τι ένα μέσο άρθρο του επιστημονικού ρεπορτάζ. Αυτό βεβαίως δεν είναι και ιδιαίτερα παρήγορο, αφού το λεγόμενο επιστημονικό ρεπορτάζ αποτελεί παγκοσμίως συνεπή πηγή αφάνταστης διαστρέβλωσης και ενίοτε σουρεαλιστικής παραπληροφόρησης για επιστημονικά ζητήματα – ρωτήστε τους φυσικούς ή τους γιατρούς…
Δεύτερον, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει της μόδας να δημοσιεύονται εκτενή άρθρα για τη γλώσσα που διαλαλούν την πτώση της θεωρίας της Καθολικής Γραμματικής, την τελική αναίρεση της θεωρίας της Γενετικής Γραμματικής, τη διάψευση του Τσόμσκυ και άλλα παρόμοια. Το άρθρο της Kenneally εντάσσεται σε αυτήν την τάση. Φυσικά είναι αναγκαίο να αμφισβητούνται επιστημονικές θεωρίες και να επανεξετάζονται οι προβλέψεις και οι ισχυρισμοί τους. Έτσι, οι πρόσφατες προτάσεις του Μάικλ Τομαζέλλο (τον οποίο το Βήμα αναφέρει ως ‘Τομασίνο’) ότι η γλωσσική κατάκτηση των ρηματικών συνόλων μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά ως γενίκευση συγκεκριμένων μοτίβων έδωσε πολύτιμη ώθηση στις γλωσσικές σπουδές.
Αυτό που καταντάει κουραστικό στον χώρο του επιστημονικού ρεπορτάζ γύρω από τη γλώσσα είναι ότι οι συντάκτες του ενδιαφέρονται κυρίως να υπερασπίσουν α πριόρι κάποιες πολιτικές ή ιδεολογικές θέσεις παρά να μιλήσουν για γλωσσολογικές ανακαλύψεις ή θεωρητικές προτάσεις για τη γλώσσα.
Έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, το επιχείρημα της Kenneally πάει ως εξής: πρέπει να εγκαταλείψουμε τη θεωρία της Καθολικής Γραμματικής γιατί, αν όλες οι γλώσσες διέπονται κατά βάθος από τις ίδιες δομικές αρχές, τότε δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε για τη μαζική εξαφάνιση γλωσσών: όλες ίδιες είναι στο κάτω-κάτω. Οι Λέβινσον και Έβανς είναι μόνο η αφορμή. Βεβαίως, η αντίληψη ότι θα πρέπει να διασώσουμε τις γλώσσες υπό εξαφάνιση μόνον αν αποτελούν ριζικά διαφορετικές λύσεις σε επικοινωνιακά προβλήματα μέσα σε συγκεκριμένα πολιτισμικά συμφραζόμενα, και όχι εάν αποτελούν παραλλαγές σε ένα γενετικά καθορισμένο θέμα, είναι σχεδόν παιδαριώδης. Άλλωστε αναιρείται και από την ίδια τη συντάκτρια στο τέλος του άρθρου της: οφείλουμε να διασώσουμε τις απειλούμενες με εξαφάνιση γλώσσες επειδή κάθε μία από αυτές «περιλαμβάνει ένα ολόκληρο ράφι βιβλιοθήκης με εθνολογικές πληροφορίες το οποίο κινδυνεύει να χαθεί χωρίς ποτέ να μάθουμε τι βιβλία περιείχε».
Στη μνήμη του αγαπητού συναδέλφου Παύλου Παύλου που χάσαμε νεώτατο στις 22 Αυγούστου, χτυπημένο από καρκίνο.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής της 5ης Σεπτεμβρίου 2010]
Για να μη μένουν με την απορία οι αναγνώστες της Κ και παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς, η Καθολική Γραμματική ως ένας πυρήνας δομικών αρχών και περιορισμών που διέπουν όλες τις ανθρώπινες γλώσσες εξηγεί με επάρκεια την κατά βάθος ομοιoμορφία των ανθρώπινων γλώσσών. Παράλληλα, η γοητευτική αλλά περιορισμένη ποικιλομορφία τους οφείλεται σε δύο παράγοντες.
Πρώτον, κάποιες αρχές της Καθολικής Γραμματικής (όχι όλες τους) διακρίνονται από μιας μορφής ελαστικότητα: έτσι, όλες ανεξαιρέτως οι ανθρώπινες γλώσσες έχουν δομικού χαρακτήρα κανόνες, όμως μόνο μερικές από αυτές έχουν υποχρεωτικά υποκείμενα στις προτάσεις τους. Δεύτερον, οι γλώσσες διαφέρουνε βεβαίως και εξαιτίας εξωγενών παράγοντων, τους οποίους με θέρμη επικαλούνται οι Λέβινσον και Έβανς και συζητάει η Kenneally στο άρθρο της: π.χ. σε κοινωνίες όπως οι δικές μας στις οποίες οι γενεαλογίες και τα κοινωνικά δίκτυα είναι απλά και περιορισμένα, δεν υπάρχει μονολεκτικός όρος για τα ξαδέρφια εξ αγχιστείας, όπως τα παιδιά αδερφών συννυφάδων.
Προς τι λοιπόν το ενδιαφέρον του άρθρου; Κατ’ αρχήν στο ότι, αν και κακογραμμένο και μπερδεμένο, είναι λιγότερο ανακριβές απ’ ό,τι ένα μέσο άρθρο του επιστημονικού ρεπορτάζ. Αυτό βεβαίως δεν είναι και ιδιαίτερα παρήγορο, αφού το λεγόμενο επιστημονικό ρεπορτάζ αποτελεί παγκοσμίως συνεπή πηγή αφάνταστης διαστρέβλωσης και ενίοτε σουρεαλιστικής παραπληροφόρησης για επιστημονικά ζητήματα – ρωτήστε τους φυσικούς ή τους γιατρούς…
Δεύτερον, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει της μόδας να δημοσιεύονται εκτενή άρθρα για τη γλώσσα που διαλαλούν την πτώση της θεωρίας της Καθολικής Γραμματικής, την τελική αναίρεση της θεωρίας της Γενετικής Γραμματικής, τη διάψευση του Τσόμσκυ και άλλα παρόμοια. Το άρθρο της Kenneally εντάσσεται σε αυτήν την τάση. Φυσικά είναι αναγκαίο να αμφισβητούνται επιστημονικές θεωρίες και να επανεξετάζονται οι προβλέψεις και οι ισχυρισμοί τους. Έτσι, οι πρόσφατες προτάσεις του Μάικλ Τομαζέλλο (τον οποίο το Βήμα αναφέρει ως ‘Τομασίνο’) ότι η γλωσσική κατάκτηση των ρηματικών συνόλων μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά ως γενίκευση συγκεκριμένων μοτίβων έδωσε πολύτιμη ώθηση στις γλωσσικές σπουδές.
Αυτό που καταντάει κουραστικό στον χώρο του επιστημονικού ρεπορτάζ γύρω από τη γλώσσα είναι ότι οι συντάκτες του ενδιαφέρονται κυρίως να υπερασπίσουν α πριόρι κάποιες πολιτικές ή ιδεολογικές θέσεις παρά να μιλήσουν για γλωσσολογικές ανακαλύψεις ή θεωρητικές προτάσεις για τη γλώσσα.
Έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, το επιχείρημα της Kenneally πάει ως εξής: πρέπει να εγκαταλείψουμε τη θεωρία της Καθολικής Γραμματικής γιατί, αν όλες οι γλώσσες διέπονται κατά βάθος από τις ίδιες δομικές αρχές, τότε δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε για τη μαζική εξαφάνιση γλωσσών: όλες ίδιες είναι στο κάτω-κάτω. Οι Λέβινσον και Έβανς είναι μόνο η αφορμή. Βεβαίως, η αντίληψη ότι θα πρέπει να διασώσουμε τις γλώσσες υπό εξαφάνιση μόνον αν αποτελούν ριζικά διαφορετικές λύσεις σε επικοινωνιακά προβλήματα μέσα σε συγκεκριμένα πολιτισμικά συμφραζόμενα, και όχι εάν αποτελούν παραλλαγές σε ένα γενετικά καθορισμένο θέμα, είναι σχεδόν παιδαριώδης. Άλλωστε αναιρείται και από την ίδια τη συντάκτρια στο τέλος του άρθρου της: οφείλουμε να διασώσουμε τις απειλούμενες με εξαφάνιση γλώσσες επειδή κάθε μία από αυτές «περιλαμβάνει ένα ολόκληρο ράφι βιβλιοθήκης με εθνολογικές πληροφορίες το οποίο κινδυνεύει να χαθεί χωρίς ποτέ να μάθουμε τι βιβλία περιείχε».
Στη μνήμη του αγαπητού συναδέλφου Παύλου Παύλου που χάσαμε νεώτατο στις 22 Αυγούστου, χτυπημένο από καρκίνο.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής της 5ης Σεπτεμβρίου 2010]
18/7/10
Γλωσσική κατάκτηση και κοινωνικός αποκλεισμός στο Γκάζι
Πριν λίγο καιρό η Τίνα Σταύρου των Δρόμων Ζωής μου μιλούσε για το αθόρυβο και ζωτικό έργο της εθελοντικής οργάνωσης, που ασχολείται με τα παιδιά από τη Θράκη που ζουνε στο Γκαζοχώρι. Ενώ συζητούσαμε, μου είπε για μια αξιοσημείωτη αλλαγή που συνέβη στη γειτονιά τα τελευταία χρόνια. Δε μιλάμε φυσικά για τη μετατροπή της γειτονιάς από άβατη φτωχογειτονιά σε μέγα διασκεδαστήριο, αλλά για ένα φαινόμενο πολύ πιο καθοριστικό για τη ζωή των κατοίκων της: ένα φαινόμενο όπου η πολιτική συναντάει τη γλωσσική ανάπτυξη.
Προτού προχωρήσω στην ουσία, μια διευκρίνιση για τους τύπους: η μειονότητα που ζούσε κι ακόμα ζει στο Γκαζοχώρι μιλάει τούρκικα και προέρχεται από τη Θράκη. Αντιλαμβάνομαι ότι από τη δεκαετία του ’80 και μετά γίναμε στην Ελλάδα θιασώτες των τύπων και των διατυπώσεων της συνθήκης της Λωζάννης, οπότε είτε ονομάζουμε τους μειονοτικούς της Θράκης αποκλειστικά «μουσουλμάνους», είτε διυλίζουμε τον κώνωπα σχετικά με την εθνοτική σύνθεση της μειονότητας (κατά το τριμερές σχήμα Τούρκοι-Πομάκοι-Ρομ), είτε καταφεύγουμε σε άλλους πατερναλιστικούς όρους. Θα παραμερίσω όλα τα παραπάνω γιατί συνιστούν μορφές εθελοτυφλίας, γλωσσικής αδικίας ή και γλωσσικής καταστολής (αφου ασκούμε εξουσία σε ό,τι ονομάζουμε μονομερώς).
Όταν λοιπόν το κουλ Γκάζι ήταν απλώς το Γκαζοχώρι, τα μικρά παιδάκια από τη Θράκη μιλούσαν τη μητρική, και γλώσσα της κοινοτητάς τους, τουρκική αλλά και ελληνικά, τα οποία μάθαιναν από τη συναναστροφή τους με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Η συναναστροφή αυτή συντελούνταν και στην προσχολική ηλικία, σε μια παιδική χαρά στην οδό Βουτάδων, και στο δημοτικό σχολείο.
Δύο γεγονότα άλλαξαν αυτή την κατάσταση: η παιδική χαρά αντικαταστάθηκε από το αναίτια θηριώδες ορθομαρμαρωμένο μαυσωλείο που λειτουργεί ως ο σταθμός του Κεραμεικού. Έτσι μειώθηκαν δραματικά οι ευκαιρίες κοινωνικής (και άρα γλώσσικής) επαφής με ελληνόφωνα παιδακια. Παράλληλα, τα όρια της περιφερείας του δημοτικού σχολείου στο Γκάζι συρρικνώθηκαν, με αποτέλεσμα οι μαθητές του σχολείου να είναι πια στη συντριπτική πλειοψηφία τους τουρκόπουλα. Έτσι, τα παιδιά του σχολείου έχουνε πια πολύ λιγότερες ώρες επαφής με τα ελληνικά εκτός μαθήματος.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τα μικρότερα τουρκόπουλα στο Γκάζι, οι καινούργιες γενιές, μιλάνε πια λιγότερα και ατελέστερα ελληνικά, πράγμα το οποίο επηρεάζει τη σχολική τους επίδοση, πράγμα το οποίο επηρεάζει τις μελλοντικές προοπτικές τους και την κοινωνικοποίησή τους έξω από την κοινότητά τους – με ό,τι αυτά συνεπάγονται.
Στην πράξη λοιπόν βλέπουμε τις συνεπειες ενός εμπειρικά θεμελιωμένου κοινού τόπου στη Γλωσσολογία: κατακτούμε με ευκολία και ευχέρεια (και) τη γλωσσική ποικιλία που μιλούν οι συνομήλικοί μας όταν είμαστε περίπου 4 με 10 ετών. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης νόησης και βιολογίας: μέσα σε μια κρίσιμη ηλικία εντυπωνόμαστε (και) τη γλωσσική ποικιλία των συνομηλίκων, όχι μόνον των γονέων μας.
Όταν λοιπόν κάποιοι συνομήλικοι αυτών των παιδιών μιλούσαν ελληνικά, τα τουρκόπουλα στο Γκάζι κατακτούσαν τη γλώσσα και γινόντουσαν δίγλωσσα, όπως π.χ. τα παιδιά μεταναστών ανά τον κόσμο, που κατακτούν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής ξεπερνώντας τους γονείς τους σε γλωσσική ικανότητα. Λιγότερα ελληνόφωνα παιδιά στον κοινωνικό περίγυρο των παιδιών αυτών στην προσχολική και στην πρώτη σχολική ηλικία συνεπάγεται την αποτυχία τους να κατακτήσουν την ελληνική σε επίπεδο μητρικής ή σχεδόν μητρικής γλώσσας. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι προφανή.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής της 18 Ιουλίου 2010]
Προτού προχωρήσω στην ουσία, μια διευκρίνιση για τους τύπους: η μειονότητα που ζούσε κι ακόμα ζει στο Γκαζοχώρι μιλάει τούρκικα και προέρχεται από τη Θράκη. Αντιλαμβάνομαι ότι από τη δεκαετία του ’80 και μετά γίναμε στην Ελλάδα θιασώτες των τύπων και των διατυπώσεων της συνθήκης της Λωζάννης, οπότε είτε ονομάζουμε τους μειονοτικούς της Θράκης αποκλειστικά «μουσουλμάνους», είτε διυλίζουμε τον κώνωπα σχετικά με την εθνοτική σύνθεση της μειονότητας (κατά το τριμερές σχήμα Τούρκοι-Πομάκοι-Ρομ), είτε καταφεύγουμε σε άλλους πατερναλιστικούς όρους. Θα παραμερίσω όλα τα παραπάνω γιατί συνιστούν μορφές εθελοτυφλίας, γλωσσικής αδικίας ή και γλωσσικής καταστολής (αφου ασκούμε εξουσία σε ό,τι ονομάζουμε μονομερώς).
Όταν λοιπόν το κουλ Γκάζι ήταν απλώς το Γκαζοχώρι, τα μικρά παιδάκια από τη Θράκη μιλούσαν τη μητρική, και γλώσσα της κοινοτητάς τους, τουρκική αλλά και ελληνικά, τα οποία μάθαιναν από τη συναναστροφή τους με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Η συναναστροφή αυτή συντελούνταν και στην προσχολική ηλικία, σε μια παιδική χαρά στην οδό Βουτάδων, και στο δημοτικό σχολείο.
Δύο γεγονότα άλλαξαν αυτή την κατάσταση: η παιδική χαρά αντικαταστάθηκε από το αναίτια θηριώδες ορθομαρμαρωμένο μαυσωλείο που λειτουργεί ως ο σταθμός του Κεραμεικού. Έτσι μειώθηκαν δραματικά οι ευκαιρίες κοινωνικής (και άρα γλώσσικής) επαφής με ελληνόφωνα παιδακια. Παράλληλα, τα όρια της περιφερείας του δημοτικού σχολείου στο Γκάζι συρρικνώθηκαν, με αποτέλεσμα οι μαθητές του σχολείου να είναι πια στη συντριπτική πλειοψηφία τους τουρκόπουλα. Έτσι, τα παιδιά του σχολείου έχουνε πια πολύ λιγότερες ώρες επαφής με τα ελληνικά εκτός μαθήματος.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τα μικρότερα τουρκόπουλα στο Γκάζι, οι καινούργιες γενιές, μιλάνε πια λιγότερα και ατελέστερα ελληνικά, πράγμα το οποίο επηρεάζει τη σχολική τους επίδοση, πράγμα το οποίο επηρεάζει τις μελλοντικές προοπτικές τους και την κοινωνικοποίησή τους έξω από την κοινότητά τους – με ό,τι αυτά συνεπάγονται.
Στην πράξη λοιπόν βλέπουμε τις συνεπειες ενός εμπειρικά θεμελιωμένου κοινού τόπου στη Γλωσσολογία: κατακτούμε με ευκολία και ευχέρεια (και) τη γλωσσική ποικιλία που μιλούν οι συνομήλικοί μας όταν είμαστε περίπου 4 με 10 ετών. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης νόησης και βιολογίας: μέσα σε μια κρίσιμη ηλικία εντυπωνόμαστε (και) τη γλωσσική ποικιλία των συνομηλίκων, όχι μόνον των γονέων μας.
Όταν λοιπόν κάποιοι συνομήλικοι αυτών των παιδιών μιλούσαν ελληνικά, τα τουρκόπουλα στο Γκάζι κατακτούσαν τη γλώσσα και γινόντουσαν δίγλωσσα, όπως π.χ. τα παιδιά μεταναστών ανά τον κόσμο, που κατακτούν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής ξεπερνώντας τους γονείς τους σε γλωσσική ικανότητα. Λιγότερα ελληνόφωνα παιδιά στον κοινωνικό περίγυρο των παιδιών αυτών στην προσχολική και στην πρώτη σχολική ηλικία συνεπάγεται την αποτυχία τους να κατακτήσουν την ελληνική σε επίπεδο μητρικής ή σχεδόν μητρικής γλώσσας. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι προφανή.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής της 18 Ιουλίου 2010]
6/6/10
Το χρέος κι ο λεξικογράφος
Μεγάλωσα στου Γκύζη, το οποίο τις προάλλες είδα γραμμένο ‘Γκύζι’ πάνω στην πινακίδα του λεωφορείου 021. Βγαίνοντας στην Αλεξάνδρας αριστερά πηγαίναμε για Γουδί, το οποίο όμως έγινε Γουδή πριν κάποια χρόνια. Ακόμα και τώρα δεν ξέρω αν πρέπει να γράφω ‘κτήριο’ ή κτίριο’, ‘βρωμάω’ ή ‘βρομάω’. Στην περίπτωσή μου μάλιστα αυτός ο δισταγμός είναι πηγή αμηχανίας, αφού πολλοί θεωρούν εσφαλμένα ότι, ως γλωσσολόγος, θα έπρεπε να είμαι αυθεντία στο θέμα.
Μια στάνταρ απάντηση στο ερώτημα γιατί να υπάρχουν εναλλακτικές ορθογραφήσεις τόσων λέξεων δίνεται περίπου ως εξής: η ελληνική ορθογραφία είναι ιστορική, όπως και η αγγλική ή η ιρλανδική. Έτσι, γράφοντας τα ελληνικά, αποδίδουμε το πώς προφερόταν η γλώσσα πριν από αιώνες, εξού κι ότι έχουμε τόσους τρόπους να αποδίδουμε τον φθόγγο ‘ι’, κ.ο.κ. Η χρήση ιστορικής ορθογραφίας πάντως δεν είναι άσκηση εφαρμοσμένης αρχαιογνωσίας: σε μια γλώσσα με πλούσια μορφολογία, όπως η δική μας, η ιστορική ορθογράφηση διευκολύνει τον αναγνώστη λ.χ. να ξεχωρίζει με το μάτι το ‘τείχη’ από το ‘τοίχοι’, το ‘τύχη’ και το ‘τύχει’.
Η απάντηση στο ερώτημα γιατί να υπάρχει τόσο εκτενής ορθογραφική πολυτυπία συνεχίζει ως εξής: η ιστορική ορθογράφηση εγκιβωτίζει την ιστορία μιας λέξης, την ετυμολογία της. Έτσι, όταν εμπλουτίζεται ή διορθώνεται η επιστημονική γνώση, όταν π.χ. ανακαλύψουμε πώς η ‘ελαία’ έγινε ‘ελιά’ (κι όχι ‘εληά’) ή πώς ετυμολογείται το ρήμα ‘γλίτωνω’ (κι όχι ‘γλυτώνω’), τότε πρέπει να αλλάζει και η ορθογράφηση της λέξης – όπως στα παραδείγματα που μόλις παρέθεσα. Γι’ αυτό προκύπτει πολυτυπία.
Ωστόσο, πρέπει να γίνουν κάποιες διευκρινίσεις στα παραπάνω. Το πρώτο είναι προφανές: η ορθογράφηση μιας λέξης δεν είναι μόνο θέμα ετυμολογίας, είναι και θέμα κάποιων συμβατικών επιλογών. Πολύ χοντρικά, αποδίδουμε γραπτώς την ελληνική όπως προφερόταν στην ύστερη κλασσική εποχή – ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα, ενώ η αγγλική ορθογραφία είναι εικόνα του πώς προφερόταν η γλώσσα τον 15ο αιώνα. Επίσης, πάντοτε αποδίδουμε τον φθόγγο ‘j’ με ‘γι’, έστω κι αν ετυμολογικά το ‘γ’ εκείνο δε δικαιολογείται, όπως στη λέξη ‘γυαλί’ (δε γράφουμε ‘υαλί’) ή ‘γιαούρτι’. Με άλλα λόγια: και η πιο συνεπής ιστορική ορθογραφία εμπεριέχει ένα βαθμό συμβατικότητας που εξασφαλίζει την ομοιομορφία της γραπτής έκφρασης.
Πολλές φορές μάλιστα η σύμβαση καταστρατηγεί την ετυμολογία. Ένα γνωστό παράδειγμα είναι και το εξής: η λέξη ‘χρέος’ στα αγγλικά γραφόταν ‘dette’, αφού προέρχεται από την αντίστοιχη γαλλική (υπενθυμίζω ότι για δυόμισυ αιώνες επίσημη γλώσσα της Αγγλίας ήτανε τα γαλλικά). Το 1755 όμως ο Σάμιουελ Τζόνσον εκδίδει ένα μνημειώδες λεξικό της αγγλικής, με το οποίο σκόπευε να αποκαθάρει, να νομοθετήσει και να διορθώσει (κατά τις διακηρύξεις του) την αγγλική γλώσσα. Στο λεξικό του πρότεινε πολλες νέες ορθογραφήσεις λέξεων, οι οποίες θα απηχούσαν την ορθή ετυμολογία τους. Οι περισσότερες καθιερώθηκαν. Στην περίπτωση του ‘dette’ ο Τζόνσον πρότεινε το ‘debt’, με b, παρετυμολογώντας τη λέξη από το λατινικό ‘debitum’.
Κατόπιν έγινε αντιληπτό ότι ο τύπος ‘debt’ ήταν κάθε άλλο παρά ετυμολογικά ακριβής. Ωστόσο ο λανθασμένος αυτός τύπος κωδικοποιήθηκε και παρέμεινε μέχρι τις μέρες μας. Νομίζω ότι αυτό το παράδειγμα σκιαγραφεί το γεγονός ότι οι ορθογραφικές συμβάσεις ούτε μπορούν ούτε επιβάλλεται να ακολουθούνε συστηματικά και κατά πόδας την ετυμολογική έρευνα και τις εξελίξεις στην ιστορική γλωσσολογία. Ναι μεν η γραφή είναι ένα συμβατικό σύστημα που παρασιτεί πάνω στη φυσική γλώσσα και την αποδίδει οπτικά. Ταυτόχρονα όμως η ίδια η γραφή έχει τεράστια πολιτισμική αλλά και κοινωνική αξία και νομίζω ότι τελικά το ζητούμενο είναι να λειτουργεί ομαλά και να είναι προσιτή σε όλους.
Έτσι, ακόμα και για μια γλώσσα που ορθογραφείται ιστορικώς, η ετυμολογική πιστότητα και η ιστορική ακρίβεια δεν μπορούν να αποτελούν βασική προτεραιότητα, όταν μάλιστα το εγγράμματο μέρος του πληθυσμού είναι εξοικειωμένο με συγκεκριμένα οπτικά ινδάλματα για την τάδε ή τη δείνα λέξη. Πολλές φορές είναι καλύτερα να αφήνει κανείς το αυγό και το αυτί ως έχουν, κι ας μην έχει καμμιά θέση το ύψιλον μέσα τους, ετυμολογικά μιλώντας.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής της 6ης Ιουνίου 2010]
Μια στάνταρ απάντηση στο ερώτημα γιατί να υπάρχουν εναλλακτικές ορθογραφήσεις τόσων λέξεων δίνεται περίπου ως εξής: η ελληνική ορθογραφία είναι ιστορική, όπως και η αγγλική ή η ιρλανδική. Έτσι, γράφοντας τα ελληνικά, αποδίδουμε το πώς προφερόταν η γλώσσα πριν από αιώνες, εξού κι ότι έχουμε τόσους τρόπους να αποδίδουμε τον φθόγγο ‘ι’, κ.ο.κ. Η χρήση ιστορικής ορθογραφίας πάντως δεν είναι άσκηση εφαρμοσμένης αρχαιογνωσίας: σε μια γλώσσα με πλούσια μορφολογία, όπως η δική μας, η ιστορική ορθογράφηση διευκολύνει τον αναγνώστη λ.χ. να ξεχωρίζει με το μάτι το ‘τείχη’ από το ‘τοίχοι’, το ‘τύχη’ και το ‘τύχει’.
Η απάντηση στο ερώτημα γιατί να υπάρχει τόσο εκτενής ορθογραφική πολυτυπία συνεχίζει ως εξής: η ιστορική ορθογράφηση εγκιβωτίζει την ιστορία μιας λέξης, την ετυμολογία της. Έτσι, όταν εμπλουτίζεται ή διορθώνεται η επιστημονική γνώση, όταν π.χ. ανακαλύψουμε πώς η ‘ελαία’ έγινε ‘ελιά’ (κι όχι ‘εληά’) ή πώς ετυμολογείται το ρήμα ‘γλίτωνω’ (κι όχι ‘γλυτώνω’), τότε πρέπει να αλλάζει και η ορθογράφηση της λέξης – όπως στα παραδείγματα που μόλις παρέθεσα. Γι’ αυτό προκύπτει πολυτυπία.
Ωστόσο, πρέπει να γίνουν κάποιες διευκρινίσεις στα παραπάνω. Το πρώτο είναι προφανές: η ορθογράφηση μιας λέξης δεν είναι μόνο θέμα ετυμολογίας, είναι και θέμα κάποιων συμβατικών επιλογών. Πολύ χοντρικά, αποδίδουμε γραπτώς την ελληνική όπως προφερόταν στην ύστερη κλασσική εποχή – ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα, ενώ η αγγλική ορθογραφία είναι εικόνα του πώς προφερόταν η γλώσσα τον 15ο αιώνα. Επίσης, πάντοτε αποδίδουμε τον φθόγγο ‘j’ με ‘γι’, έστω κι αν ετυμολογικά το ‘γ’ εκείνο δε δικαιολογείται, όπως στη λέξη ‘γυαλί’ (δε γράφουμε ‘υαλί’) ή ‘γιαούρτι’. Με άλλα λόγια: και η πιο συνεπής ιστορική ορθογραφία εμπεριέχει ένα βαθμό συμβατικότητας που εξασφαλίζει την ομοιομορφία της γραπτής έκφρασης.
Πολλές φορές μάλιστα η σύμβαση καταστρατηγεί την ετυμολογία. Ένα γνωστό παράδειγμα είναι και το εξής: η λέξη ‘χρέος’ στα αγγλικά γραφόταν ‘dette’, αφού προέρχεται από την αντίστοιχη γαλλική (υπενθυμίζω ότι για δυόμισυ αιώνες επίσημη γλώσσα της Αγγλίας ήτανε τα γαλλικά). Το 1755 όμως ο Σάμιουελ Τζόνσον εκδίδει ένα μνημειώδες λεξικό της αγγλικής, με το οποίο σκόπευε να αποκαθάρει, να νομοθετήσει και να διορθώσει (κατά τις διακηρύξεις του) την αγγλική γλώσσα. Στο λεξικό του πρότεινε πολλες νέες ορθογραφήσεις λέξεων, οι οποίες θα απηχούσαν την ορθή ετυμολογία τους. Οι περισσότερες καθιερώθηκαν. Στην περίπτωση του ‘dette’ ο Τζόνσον πρότεινε το ‘debt’, με b, παρετυμολογώντας τη λέξη από το λατινικό ‘debitum’.
Κατόπιν έγινε αντιληπτό ότι ο τύπος ‘debt’ ήταν κάθε άλλο παρά ετυμολογικά ακριβής. Ωστόσο ο λανθασμένος αυτός τύπος κωδικοποιήθηκε και παρέμεινε μέχρι τις μέρες μας. Νομίζω ότι αυτό το παράδειγμα σκιαγραφεί το γεγονός ότι οι ορθογραφικές συμβάσεις ούτε μπορούν ούτε επιβάλλεται να ακολουθούνε συστηματικά και κατά πόδας την ετυμολογική έρευνα και τις εξελίξεις στην ιστορική γλωσσολογία. Ναι μεν η γραφή είναι ένα συμβατικό σύστημα που παρασιτεί πάνω στη φυσική γλώσσα και την αποδίδει οπτικά. Ταυτόχρονα όμως η ίδια η γραφή έχει τεράστια πολιτισμική αλλά και κοινωνική αξία και νομίζω ότι τελικά το ζητούμενο είναι να λειτουργεί ομαλά και να είναι προσιτή σε όλους.
Έτσι, ακόμα και για μια γλώσσα που ορθογραφείται ιστορικώς, η ετυμολογική πιστότητα και η ιστορική ακρίβεια δεν μπορούν να αποτελούν βασική προτεραιότητα, όταν μάλιστα το εγγράμματο μέρος του πληθυσμού είναι εξοικειωμένο με συγκεκριμένα οπτικά ινδάλματα για την τάδε ή τη δείνα λέξη. Πολλές φορές είναι καλύτερα να αφήνει κανείς το αυγό και το αυτί ως έχουν, κι ας μην έχει καμμιά θέση το ύψιλον μέσα τους, ετυμολογικά μιλώντας.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής της 6ης Ιουνίου 2010]
28/3/10
Ανάπτυξη και όχι εκμάθηση
Την προηγούμενη φορά, ξεκινώντας από την παραδοχή μου ότι δεν πρόκειται να μάθω τούρκικα, αναρωτηθήκαμε γιατί οι ενήλικες είναι τόσο κατώτεροι από τα νήπια στη γλωσσική κατάκτηση, κάτι που χαρακτήρισα παράδοξο.
Για να κατανοήσουμε αυτό το παράδοξο, πρέπει να μην αντιμετωπίζουμε τη γλωσσική κατάκτηση ως κλασσική μάθηση. Πράγματι οι ενήλικοι είναι καλύτεροι στο να αποστηθίζουν, να μαθαίνουν κανόνες παιχνιδιών, ιστορία, πώς να συναλλάσσονται με υπηρεσίες κτλ. Η γλώσσα όμως δε μαθαίνεται με αυτόν τον τρόπο, παρά αναπτύσσεται στον άνθρωπο περίπου όπως το περπάτημα ή η σεξουαλική συμπεριφορά. Και οι τρεις είναι εξαιρετικά σύνθετες συμπεριφορές, οι οποίες αποτελούν προϊόν αλληλεπίδρασης μεταξύ βιολογικής ανάπτυξης (ωρίμασης) και κοινωνικού περιβάλλοντος. Η ανάπτυξή και των τριών είναι αναπόφευκτη, καθορίζεται από συγκεκριμένα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, ενώ συντελείται μέσα σε καθορισμένο χρονικό πλαίσιο.
Μενοντας στη γλώσσα, τα ανθρώπινα όντα μεταξύ της γέννησης και πάνω-κάτω του τέταρτου έτους της ηλικίας τους έχουν ενεργή τη βιολογική προδιάθεση να αναπτύξουν γλώσσα, η οποία μετά το έκτο έτος σιγά-σιγά ατονεί, για να σβήσει μέχρι την ενηλικίωση. Κατά την «κρίσιμη περίοδο» αυτή, το παιδί θα απορροφήσει σα σφουγγάρι τη γλώσσα (ή γλώσσες) του περίγυρού του, χωρίς να έχει ανάγκη διδασκαλίας ή ειδικής εξάσκησης: έτσι, αν μεγαλώσει στο Τόκυο, η γλωσσική του ικανότητα θα ‘μεταφραστεί’ σε γιαπωνέζικα, κ.ο.κ.
Η γλωσσική μας ικανότητα παγιώνεται λοιπόν ως μία ή περισσότερες γλώσσες μέχρι το πέρας της κρίσιμης περιόδου. Μετά από εκείνη την ηλικία, η γλωσσική ανάπτυξη, η εκμάθηση δηλαδή μιας «ξένης» γλώσσας, παίρνει ποιοτικά διαφορετικό χαρακτήρα και καθίσταται δυσχερέστερη. Η φωνολογία (δηλαδή η γραμματική των φθόγγων) της μητρικής μας γλώσσας περιορίζει πλέον τις αρθρωτικές και τις αντιληπτικές μας ικανότητες: γι’ αυτό λ.χ. δυσκολευόμαστε στη διάκριση μακρού-βραχέος ι στα ‘sheep’—‘ship’ της αγγλικής. Η μορφολογία (η γραμματική του σχηματισμού λέξεων) της μητρικής μας γλώσσας μάς εμποδίζει να χειριστούμε και να αναλύσουμε ξένες λέξεις με γραμματικά χαρακτηριστικά που δεν απαντούν σε αυτή: έτσι οι ομιλητές της ρωσικής (που δεν έχει οριστικό άρθρο) δυσκολεύονται με τα άρθρα ενώ της τουρκικής (που δεν έχει γραμματικό γένος) με το γραμματικό γένος των ελληνικών. Τέλος, η σύνταξη (η γραμματική του σχηματισμού προτάσεων) επηρεάζει και την κατανόηση αλλά και την παραγωγή προτάσεων σε ξένες γλώσσες: χαρακτηριστικά, ακόμα και προχωρημένοι ελληνόφωνοι ομιλητές της αγγλικής ως ξένης γλώσσας, σχηματίζουν ερωτήσεις χωρίς την αντιστροφή του βοηθητικού, λέγοντας “We can go now?” αντί για “Can we go now?”. Και ούτω καθεξής.
Ένα εύλογο ερώτημα είναι γιατί χρειαζόμαστε ενδιάθετους γλωσσικούς κανόνες για να περιγράψουμε τη διαδικασία της γλωσσικής κατάκτησης. Γιατί, λόγου χάρη, δεν μπορούμε να πούμε ότι μαθαίνουμε τη γλώσσα κάνοντας γενικεύσεις με βάση τη γλώσσα που ακούμε ως μικροί ομιλητές; Άλλωστε, μεγάλο μέρος της κλασσικής μάθησης βασίζεται στην αναλογία και στη γενίκευση: έτσι, αν έχουμε χρησιμοποιήσει κινητό τηλέφωνο, ίσως μπορούμε αναλογικά να χειριστούμε και συσκευές που δεν έχουμε ξαναχρησιμοποιήσει.
Η γλώσσα όμως δε δουλεύει έτσι, μέσω γενίκευσης και αναλογίας. Αναλύοντας χιλιάδες γλωσσικά φαινόμενα σε εκατοντάδες γλώσσες, πάντοτε αναγκαζόμαστε να υποθέσουμε μάλλον σύνθετους κι εξειδικευμένους κανόνες, ακόμα και σε περιπτώσεις φαινομενικά απλών γραμματικών δομών. Οι αναλογικές γενικεύσεις πάντοτε αποτυγχάνουν – όπως άλλωστε ξέρουμε όλοι όσοι προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε «απλά» ένα γραμματικό φαινόμενο.
Τα παραπάνω μόλις αρχίζουν να σκιαγραφούνε μια παραγνωρισμένη αλήθεια: η γλωσσική ικανότητα, κληρονομιά του καθενός από εμάς, αναλφάβητου ή μορφωμένου, είναι σαφώς συνθετότερη από όσο νομίζουμε.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής, της 28ης Μαρτίου 2010]
Για να κατανοήσουμε αυτό το παράδοξο, πρέπει να μην αντιμετωπίζουμε τη γλωσσική κατάκτηση ως κλασσική μάθηση. Πράγματι οι ενήλικοι είναι καλύτεροι στο να αποστηθίζουν, να μαθαίνουν κανόνες παιχνιδιών, ιστορία, πώς να συναλλάσσονται με υπηρεσίες κτλ. Η γλώσσα όμως δε μαθαίνεται με αυτόν τον τρόπο, παρά αναπτύσσεται στον άνθρωπο περίπου όπως το περπάτημα ή η σεξουαλική συμπεριφορά. Και οι τρεις είναι εξαιρετικά σύνθετες συμπεριφορές, οι οποίες αποτελούν προϊόν αλληλεπίδρασης μεταξύ βιολογικής ανάπτυξης (ωρίμασης) και κοινωνικού περιβάλλοντος. Η ανάπτυξή και των τριών είναι αναπόφευκτη, καθορίζεται από συγκεκριμένα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, ενώ συντελείται μέσα σε καθορισμένο χρονικό πλαίσιο.
Μενοντας στη γλώσσα, τα ανθρώπινα όντα μεταξύ της γέννησης και πάνω-κάτω του τέταρτου έτους της ηλικίας τους έχουν ενεργή τη βιολογική προδιάθεση να αναπτύξουν γλώσσα, η οποία μετά το έκτο έτος σιγά-σιγά ατονεί, για να σβήσει μέχρι την ενηλικίωση. Κατά την «κρίσιμη περίοδο» αυτή, το παιδί θα απορροφήσει σα σφουγγάρι τη γλώσσα (ή γλώσσες) του περίγυρού του, χωρίς να έχει ανάγκη διδασκαλίας ή ειδικής εξάσκησης: έτσι, αν μεγαλώσει στο Τόκυο, η γλωσσική του ικανότητα θα ‘μεταφραστεί’ σε γιαπωνέζικα, κ.ο.κ.
Η γλωσσική μας ικανότητα παγιώνεται λοιπόν ως μία ή περισσότερες γλώσσες μέχρι το πέρας της κρίσιμης περιόδου. Μετά από εκείνη την ηλικία, η γλωσσική ανάπτυξη, η εκμάθηση δηλαδή μιας «ξένης» γλώσσας, παίρνει ποιοτικά διαφορετικό χαρακτήρα και καθίσταται δυσχερέστερη. Η φωνολογία (δηλαδή η γραμματική των φθόγγων) της μητρικής μας γλώσσας περιορίζει πλέον τις αρθρωτικές και τις αντιληπτικές μας ικανότητες: γι’ αυτό λ.χ. δυσκολευόμαστε στη διάκριση μακρού-βραχέος ι στα ‘sheep’—‘ship’ της αγγλικής. Η μορφολογία (η γραμματική του σχηματισμού λέξεων) της μητρικής μας γλώσσας μάς εμποδίζει να χειριστούμε και να αναλύσουμε ξένες λέξεις με γραμματικά χαρακτηριστικά που δεν απαντούν σε αυτή: έτσι οι ομιλητές της ρωσικής (που δεν έχει οριστικό άρθρο) δυσκολεύονται με τα άρθρα ενώ της τουρκικής (που δεν έχει γραμματικό γένος) με το γραμματικό γένος των ελληνικών. Τέλος, η σύνταξη (η γραμματική του σχηματισμού προτάσεων) επηρεάζει και την κατανόηση αλλά και την παραγωγή προτάσεων σε ξένες γλώσσες: χαρακτηριστικά, ακόμα και προχωρημένοι ελληνόφωνοι ομιλητές της αγγλικής ως ξένης γλώσσας, σχηματίζουν ερωτήσεις χωρίς την αντιστροφή του βοηθητικού, λέγοντας “We can go now?” αντί για “Can we go now?”. Και ούτω καθεξής.
Ένα εύλογο ερώτημα είναι γιατί χρειαζόμαστε ενδιάθετους γλωσσικούς κανόνες για να περιγράψουμε τη διαδικασία της γλωσσικής κατάκτησης. Γιατί, λόγου χάρη, δεν μπορούμε να πούμε ότι μαθαίνουμε τη γλώσσα κάνοντας γενικεύσεις με βάση τη γλώσσα που ακούμε ως μικροί ομιλητές; Άλλωστε, μεγάλο μέρος της κλασσικής μάθησης βασίζεται στην αναλογία και στη γενίκευση: έτσι, αν έχουμε χρησιμοποιήσει κινητό τηλέφωνο, ίσως μπορούμε αναλογικά να χειριστούμε και συσκευές που δεν έχουμε ξαναχρησιμοποιήσει.
Η γλώσσα όμως δε δουλεύει έτσι, μέσω γενίκευσης και αναλογίας. Αναλύοντας χιλιάδες γλωσσικά φαινόμενα σε εκατοντάδες γλώσσες, πάντοτε αναγκαζόμαστε να υποθέσουμε μάλλον σύνθετους κι εξειδικευμένους κανόνες, ακόμα και σε περιπτώσεις φαινομενικά απλών γραμματικών δομών. Οι αναλογικές γενικεύσεις πάντοτε αποτυγχάνουν – όπως άλλωστε ξέρουμε όλοι όσοι προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε «απλά» ένα γραμματικό φαινόμενο.
Τα παραπάνω μόλις αρχίζουν να σκιαγραφούνε μια παραγνωρισμένη αλήθεια: η γλωσσική ικανότητα, κληρονομιά του καθενός από εμάς, αναλφάβητου ή μορφωμένου, είναι σαφώς συνθετότερη από όσο νομίζουμε.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής, της 28ης Μαρτίου 2010]
16/3/10
Διακοπή
Από την εφημερίδα Πολίτης ανακοινώθηκε σήμερα ένας αριθμός αποφάσεων που πάρθηκαν εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης. Ανάμεσά τους είναι η συρρίκνωση του κυριακάτικου Παραθύρου (του πολιτιστικού ένθετου της εφημερίδας που φιλοξενούσε τη στήλη μου) από 12σέλιδο σε 8σέλιδο. Επίσης, η άμεση διακοπή της συνεργασίας της εφημερίδας με εξωτερικούς συνεργάτες, ανάμεσα στους οποίους και εγώ. Ακόμα πιο δυσάρεστη είναι η απόφαση για απόλυση εννέα εργαζομένων στην εφημερίδα.
Όπως αντιλαμβάνεστε, τα παραπάνω συνεπάγονται ότι πλέον δε θα εμφανίζονται κείμενά μου από τον Πολίτη ανά (σχεδόν) τακτά διαστήματα. Επί της αρχής, δε θα είχα αντίρρηση να συνεχίσω να γράφω στην εφημερίδα αφιλοκερδώς. Ωστόσο, αφενός απλώς δεν υπάρχει πλέον ο χώρος που θα φιλοξενούσε κείμενά μου. Αφετέρου, δεν είναι σωστό να συνεισφέρει κανείς δωρεάν υλικό σε εφημερίδες, όταν πολλοί επαγγελματίες πασχίζουν να βιοποριστούν με την πέννα ή το πληκτρολόγιό τους: πολύ απλά, δεν είναι σωστό να χαλάμε την πιάτσα.
Θέλω να ευχαριστήσω τον Πολίτη για την τετραετή φιλοξενία και φροντισμένη παρουσία των περίπου 80 κειμένων μου. Πιο προσωπικά, θέλω να ευχαριστήσω ειλικρινά τις δημοσιογράφους Μερόπη Μωυσέως και Χριστίνα Λάμπρου (συντάκτριες του Παραθύρου) αλλά και τους διορθωτές και όσους μόχθησαν αυτά τα χρόνια στην παραγωγή των κειμένων μου. Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω τους αναγνώστες της στήλης για τα σχόλια και την υποστήριξή τους.
Αντιλαμβάνομαι ότι θα συνεχίσω να γράφω στη στήλη Εξ Αφορμής της Καθημερινής, οπότε (αν όλα πάνε καλά) αυτό το μπλογκ θα συνεχίσει να ανανεώνεται τακτικά.
Ε. Φοίβος Παναγιωτίδης
Όπως αντιλαμβάνεστε, τα παραπάνω συνεπάγονται ότι πλέον δε θα εμφανίζονται κείμενά μου από τον Πολίτη ανά (σχεδόν) τακτά διαστήματα. Επί της αρχής, δε θα είχα αντίρρηση να συνεχίσω να γράφω στην εφημερίδα αφιλοκερδώς. Ωστόσο, αφενός απλώς δεν υπάρχει πλέον ο χώρος που θα φιλοξενούσε κείμενά μου. Αφετέρου, δεν είναι σωστό να συνεισφέρει κανείς δωρεάν υλικό σε εφημερίδες, όταν πολλοί επαγγελματίες πασχίζουν να βιοποριστούν με την πέννα ή το πληκτρολόγιό τους: πολύ απλά, δεν είναι σωστό να χαλάμε την πιάτσα.
Θέλω να ευχαριστήσω τον Πολίτη για την τετραετή φιλοξενία και φροντισμένη παρουσία των περίπου 80 κειμένων μου. Πιο προσωπικά, θέλω να ευχαριστήσω ειλικρινά τις δημοσιογράφους Μερόπη Μωυσέως και Χριστίνα Λάμπρου (συντάκτριες του Παραθύρου) αλλά και τους διορθωτές και όσους μόχθησαν αυτά τα χρόνια στην παραγωγή των κειμένων μου. Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω τους αναγνώστες της στήλης για τα σχόλια και την υποστήριξή τους.
Αντιλαμβάνομαι ότι θα συνεχίσω να γράφω στη στήλη Εξ Αφορμής της Καθημερινής, οπότε (αν όλα πάνε καλά) αυτό το μπλογκ θα συνεχίσει να ανανεώνεται τακτικά.
Ε. Φοίβος Παναγιωτίδης
14/3/10
Η Γλωσσολογία στα αθηναϊκά βιβλιοπωλεία
Βιβλιότσαρκα
Πρόσφατα γύρισα τα βιβλιοπωλεία της Αθήνας για να ενημερωθώ για τις καινούργιες εκδόσεις στον χώρο της Γλωσσολογίας. Όπως συνήθως, επισκέφτηκα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία στο κέντρο της πόλης. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ένα τμήμα που ονομάζουν «Γλωσσολογία». Σπεύδω να ξεκαθαρίσω ότι δεν πέρασα από εκείνα τα μαγαζιά που διαθέτουν ξενόγλωσσα βιβλία, αφού με ενδιέφερε να ρίξω μια ματιά στις εκδοτικές εξελίξεις, στις νέες γλωσσολογικές εκδόσεις, πάνω στον ευρύτερο τομέα μου στα ελληνικά.
Καινούργιες εκδόσεις
Το θέαμα που αντίκρυσα δεν ήταν ενθαρρυντικό. Δεν είδα καμμία καινούργια έκδοση στη νεοελληνική γλώσσα στον κλάδο της Γλωσσολογίας. Μάλλον είδα, αλλά μόνο δύο: το καινούργιο ετυμολογικό λεξικό της νεοελληνικής που εξέδωσε το Κέντρο Λεξικολογίας, έργο μιας ομάδας επίλεκτων λεξικολόγων και λεξικογράφων υπό τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη, και έναν τιμητικό τόμο για τον Χρίστο Τσολάκη. Κατά τα άλλα, τίποτα. Είναι σαν να πάει κάποιος στο τμήμα αρχιτεκτονικής ενός βιβλιοπωλείου και, από καινούργιες κυκλοφορίες, να βρει λ.χ. έναν τόμο για τον μοντερνισμό στην Κύπρο και ένα αφιέρωμα στον Άρη Κωνσταντινίδη – ή κάτι τέτοιο. Με άλλα λόγια: σημαντικές και οι δύο εκδόσεις αλλά καλύπτουν ένα ελάχιστο μέρος του εκτενούς φάσματος της επιστημονικής μελέτης της γλώσσας.
Τα ράφια της Γλωσσολογίας
Έψαξα λοιπόν για παλιότερα βιβλία. Σε όλα τα βιβλιοπωλεία βρήκα κάποιες περιγραφές διαλέκτων της ελληνικής γλώσσας, πάντοτε καλοδεχούμενες. Βρήκα μελέτες για τη διδασκαλία της γλώσσας – αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς Γλωσσολογία. Βρήκα πολλά παλιότερα βιβλία για την ιστορία της Ελληνικής και κάποια συγγράμματα που διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δε βρήκα την ελληνική έκδοση του «Γλωσσικού Ενστίκτου». Δε βρήκα τη «Φωνολογία» των Νέσπορ και Ράλλη. Δε βρήκα την «Εισαγωγή στη Θεωρητική Γλωσσολογία» της Φιλιππάκη-Warburton, την «Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας», το «Λεξικό γλωσσολογικών όρων» των Κρύσταλ και Ξυδόπουλου, τους «Δέκα μύθους για την ελληνική γλώσσα». Δε βρήκα κανένα βιβλίο του Χριστίδη, του Μπαμπινιώτη ή της Φραγκουδάκη. Τουλάχιστον σε ένα βιβλιοπωλείο υπήρχαν τα δυο βιβλία του Σαραντάκου και ένα του Γ. Χάρη – κι αυτό ήταν όλο.
Γενικά είχα την εντύπωση ότι δεν περιδιάβαινα μια συγκροτημένη συλλογή βιβλίων Γλωσσολογίας προς πώληση, παρά το συμφυρματικό στοκ που βρίσκει κανείς σε στοκατζίδικα και σε βιβλιοπωλεία μεταχειρισμένων βιβλίων. Για να μην είμαι άδικος, πολλές φορές η συλλογή Γλωσσολογίας σε κάποια παλαιοβιβλιοπωλεία είναι πληρέστερη και πιο ισοζυγισμένη από αυτές των μεγάλων βιβλιοπωλείων της πρωτεύουσας του ελληνόφωνου κόσμου…
Και λοιπόν;
Θα πείτε ότι τα παραπάνω δεν είναι τόσο τραγικά. Ωστόσο νομίζω πως είναι για δύο λόγους:
Πρώτον, ενδιαφέρον για τη γλώσσα και τη γλωσσολογία υπάρχει, εντονότατο. Τα περισσότερα γλωσσολογικά βιβλία στα ελληνικά απευθύνονται σε ένα ευρύτερο κοινό και δεν είναι μονογραφίες τεχνικού χαρακτήρα ή συλλογικοί τόμοι που απευθύνονται σε ειδικούς. Γιατί δε φτάνουν στα ράφια των κεντρικών βιβλιοπωλείων;
Ο δεύτερος λόγος που η κατάσταση μοιάζει απογοητευτική είναι ο εξής: οι εκδότες αντιλαμβάνονται ότι το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό ενδιαφέρεται για γλωσσικά θέματα, για τη Γλωσσολογία και τη μελέτη της Ελληνικής. Επίσης, είναι κατανοητό ότι θα δυσκολεύονταν να εκδώσουν και να προωθήσουν τεχνικού χαρακτήρα γλωσσολογικές μελέτες.
Πώς όμως επιλέγουν να ανταποκριθούν στο ενδιαφέρον του ελληνόφωνου αναγνωστικού κοινού για τη γλώσσα και τη Γλωσσολογία; Κυρίως εκδίδοντας είτε ψευδοεπιστημονικές ανοησίες, όπως βιβλία για την προϊστορική ή εξωγήινη προέλευση της ελληνικής γλώσσας και λεξαριθμικές σολωμονικές, είτε γλωσσαμυντορικούς (και επιπλέον κακογραμμένους και ατεκμηρίωτους) τσελεμεντέδες για «σωστά ελληνικά». Ευτυχώς, πού και πού, βγάζουν και κανα λεξικό ή δοκίμια για τη γλώσσα.
Αυτά λοιπόν θεωρούνται «Γλωσσολογία» από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Αθήνας: λεξικά, δοκίμια (π.χ. για τη διδακτική της γλώσσας) και – δυστυχώς – πολλά ψευδογλωσσολογικά προϊόντα δημιουργικής γραφής, σταχυολόγησης, αναλογικής σκέψης και πλούσιας φαντασίας.
Δεν ξέρω πώς να κλείσω αυτό το άρθρο. Νομίζω πάντως ότι πρέπει να σοβαρευτούμε.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 14ης Μαρτίου 2010]
Πρόσφατα γύρισα τα βιβλιοπωλεία της Αθήνας για να ενημερωθώ για τις καινούργιες εκδόσεις στον χώρο της Γλωσσολογίας. Όπως συνήθως, επισκέφτηκα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία στο κέντρο της πόλης. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ένα τμήμα που ονομάζουν «Γλωσσολογία». Σπεύδω να ξεκαθαρίσω ότι δεν πέρασα από εκείνα τα μαγαζιά που διαθέτουν ξενόγλωσσα βιβλία, αφού με ενδιέφερε να ρίξω μια ματιά στις εκδοτικές εξελίξεις, στις νέες γλωσσολογικές εκδόσεις, πάνω στον ευρύτερο τομέα μου στα ελληνικά.
Καινούργιες εκδόσεις
Το θέαμα που αντίκρυσα δεν ήταν ενθαρρυντικό. Δεν είδα καμμία καινούργια έκδοση στη νεοελληνική γλώσσα στον κλάδο της Γλωσσολογίας. Μάλλον είδα, αλλά μόνο δύο: το καινούργιο ετυμολογικό λεξικό της νεοελληνικής που εξέδωσε το Κέντρο Λεξικολογίας, έργο μιας ομάδας επίλεκτων λεξικολόγων και λεξικογράφων υπό τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη, και έναν τιμητικό τόμο για τον Χρίστο Τσολάκη. Κατά τα άλλα, τίποτα. Είναι σαν να πάει κάποιος στο τμήμα αρχιτεκτονικής ενός βιβλιοπωλείου και, από καινούργιες κυκλοφορίες, να βρει λ.χ. έναν τόμο για τον μοντερνισμό στην Κύπρο και ένα αφιέρωμα στον Άρη Κωνσταντινίδη – ή κάτι τέτοιο. Με άλλα λόγια: σημαντικές και οι δύο εκδόσεις αλλά καλύπτουν ένα ελάχιστο μέρος του εκτενούς φάσματος της επιστημονικής μελέτης της γλώσσας.
Τα ράφια της Γλωσσολογίας
Έψαξα λοιπόν για παλιότερα βιβλία. Σε όλα τα βιβλιοπωλεία βρήκα κάποιες περιγραφές διαλέκτων της ελληνικής γλώσσας, πάντοτε καλοδεχούμενες. Βρήκα μελέτες για τη διδασκαλία της γλώσσας – αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς Γλωσσολογία. Βρήκα πολλά παλιότερα βιβλία για την ιστορία της Ελληνικής και κάποια συγγράμματα που διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δε βρήκα την ελληνική έκδοση του «Γλωσσικού Ενστίκτου». Δε βρήκα τη «Φωνολογία» των Νέσπορ και Ράλλη. Δε βρήκα την «Εισαγωγή στη Θεωρητική Γλωσσολογία» της Φιλιππάκη-Warburton, την «Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας», το «Λεξικό γλωσσολογικών όρων» των Κρύσταλ και Ξυδόπουλου, τους «Δέκα μύθους για την ελληνική γλώσσα». Δε βρήκα κανένα βιβλίο του Χριστίδη, του Μπαμπινιώτη ή της Φραγκουδάκη. Τουλάχιστον σε ένα βιβλιοπωλείο υπήρχαν τα δυο βιβλία του Σαραντάκου και ένα του Γ. Χάρη – κι αυτό ήταν όλο.
Γενικά είχα την εντύπωση ότι δεν περιδιάβαινα μια συγκροτημένη συλλογή βιβλίων Γλωσσολογίας προς πώληση, παρά το συμφυρματικό στοκ που βρίσκει κανείς σε στοκατζίδικα και σε βιβλιοπωλεία μεταχειρισμένων βιβλίων. Για να μην είμαι άδικος, πολλές φορές η συλλογή Γλωσσολογίας σε κάποια παλαιοβιβλιοπωλεία είναι πληρέστερη και πιο ισοζυγισμένη από αυτές των μεγάλων βιβλιοπωλείων της πρωτεύουσας του ελληνόφωνου κόσμου…
Και λοιπόν;
Θα πείτε ότι τα παραπάνω δεν είναι τόσο τραγικά. Ωστόσο νομίζω πως είναι για δύο λόγους:
Πρώτον, ενδιαφέρον για τη γλώσσα και τη γλωσσολογία υπάρχει, εντονότατο. Τα περισσότερα γλωσσολογικά βιβλία στα ελληνικά απευθύνονται σε ένα ευρύτερο κοινό και δεν είναι μονογραφίες τεχνικού χαρακτήρα ή συλλογικοί τόμοι που απευθύνονται σε ειδικούς. Γιατί δε φτάνουν στα ράφια των κεντρικών βιβλιοπωλείων;
Ο δεύτερος λόγος που η κατάσταση μοιάζει απογοητευτική είναι ο εξής: οι εκδότες αντιλαμβάνονται ότι το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό ενδιαφέρεται για γλωσσικά θέματα, για τη Γλωσσολογία και τη μελέτη της Ελληνικής. Επίσης, είναι κατανοητό ότι θα δυσκολεύονταν να εκδώσουν και να προωθήσουν τεχνικού χαρακτήρα γλωσσολογικές μελέτες.
Πώς όμως επιλέγουν να ανταποκριθούν στο ενδιαφέρον του ελληνόφωνου αναγνωστικού κοινού για τη γλώσσα και τη Γλωσσολογία; Κυρίως εκδίδοντας είτε ψευδοεπιστημονικές ανοησίες, όπως βιβλία για την προϊστορική ή εξωγήινη προέλευση της ελληνικής γλώσσας και λεξαριθμικές σολωμονικές, είτε γλωσσαμυντορικούς (και επιπλέον κακογραμμένους και ατεκμηρίωτους) τσελεμεντέδες για «σωστά ελληνικά». Ευτυχώς, πού και πού, βγάζουν και κανα λεξικό ή δοκίμια για τη γλώσσα.
Αυτά λοιπόν θεωρούνται «Γλωσσολογία» από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Αθήνας: λεξικά, δοκίμια (π.χ. για τη διδακτική της γλώσσας) και – δυστυχώς – πολλά ψευδογλωσσολογικά προϊόντα δημιουργικής γραφής, σταχυολόγησης, αναλογικής σκέψης και πλούσιας φαντασίας.
Δεν ξέρω πώς να κλείσω αυτό το άρθρο. Νομίζω πάντως ότι πρέπει να σοβαρευτούμε.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 14ης Μαρτίου 2010]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)