Σελίδες

31/1/10

Μιλώντας στους πελάτες (και στα ζώα μας)

Το άρθρο και το μήνυμα του κ. Παπαχριστοφόρου

Έλαβα πρόσφατα ένα μήνυμα από τον κύριο Παπαχριστοφόρου, καθηγητή στο Τμήμα Γεωπονικών Επιστημών, Βιοτεχνολογίας και Επιστήμης Τροφίμων του ΤΕΠΑΚ, σχετικά με το προηγούμενο άρθρο μου -- ο οποίος μάλιστα είχε δημοσιεύσει κι ένα άρθρο γλωσσικού ενδιαφέροντος («Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», Πολίτης 12 Νοεμβρίου 2009). Επειδή δεν είχα διαβάσει το άρθρο του (έλειπα στο εξωτερικό) και επειδή νομίζω ότι μαζί με το μήνυμά του εγείρουν ενδιαφέροντα ζητήματα, τον ενημέρωσα ότι θα απαντούσα μέσα από αυτή τη στήλη

Ο κύριος Παπαχριστοφόρου στο μήνυμά του διατυπώνει την εξής γνώμη:
«Δεν μπορώ να συμμεριστώ την αισιοδοξία σας για τη γενικότερη τοποθέτηση σας πως η ελληνική γλώσσα δεν κινδυνεύει στην Κύπρο. Νομίζω πως υπάρχει μια συνεχής μείωση του επιπέδου γνώσης και χρήσης της ελληνικής γλώσσας στον προφορικό και γραπτό λόγο. Το διαπιστώνω μέσα από την καθημερινή εμπειρία αλλά και από το γλωσσικό επίπεδο των φοιτητών μας, μεγάλο ποσοστό των οποίων δε μπορεί να εκφραστεί σωστά είτε μέσα από τον προφορικό είτε το γραπτό λόγο.»
Ένα δεύτερο ζήτημα που συζητάει εκτενώς ο κύριος Παπαχριστοφόρου στο άρθρο του είναι και η εκτενέστατη, σχεδόν αποκλειστική, χρήση των αγγλικών για τη συνεννόηση σε μπαρ, εστιατόρια, καφετέριες και συναφή μαγαζιά. Επίσης αναφέρεται και στη χρήση του λατινικού αλφάβητου σε πινακίδες μαγαζιών και σε γραπτά μηνύματα.

Έλλειμμα γραμματισμού

Συνιστούν όμως όλα τα παραπάνω «συνεχή μείωση του επιπέδου γνώσης και χρήσης της ελληνικής γλώσσας στον προφορικό και γραπτό λόγο»; Ακόμα κι αν το «επίπεδο γνώσης και χρήσης της» βρίσκεται χαμηλά, δεν ξέρω αν υπάρχουνε στοιχεία ότι μειώνεται κιόλας.

Πιο συγκεκριμένα, η γενικευμένη δυσκολία γραπτής έκφρασης που παρατηρείται και εδώ και στην Ελλάδα είναι πιθανότατα θέμα εκπαιδευτικό: πώς διδάσκεται το γλωσσικό μάθημα. Με το θέμα καταπιάστηκα στο άρθρο «Λεξιπενία ή ‘κειμενική δυσπραξία’;» (Πολίτης, 29 Οκτωβρίου 2006): σύμφωνα με μελέτες, υπάρχει ζήτημα «γραμματισμού, δηλαδή επιτυχούς και δόκιμης χρήσης της, γραπτής κυρίως, γλώσσας για την παραγωγή επικοινωνιακά κατάλληλων κειμένων. Το πρόβλημα λοιπόν δε βρίσκεται στη γλώσσα, παρά […] στο κατά πόσον μπορεί κάποιος να εκφράσει τη σκέψη του με τον επικοινωνιακά βέλτιστο τρόπο. Αυτός (πρέπει να) είναι ένας από τους στόχους του γλωσσικού μαθήματος στο σχολείο.»

Παραγγέλνοντας ‘a salad and a beer’

Κι εμένα με ενοχλεί σε προσωπικό επίπεδο η απαίτηση, όχι πάντα σιωπηλή κι όχι πάντα ευγενικά επιβαλλόμενη, να πρέπει συχνά να παραγγέλνω στα αγγλικά. Πολλές φορές μάλιστα, το επίπεδο των αγγλικών του σερβιτόρου ή του υπαλλήλου δεν είναι πολύ υψηλότερο από του πελάτη, με ενίοτε τραγελαφικά αποτελέσματα. Ωστόσο, εδώ υπάρχουνε δύο θέματα που πρέπει να διευκρινιστούν: γιατί υπάρχει αυτή η τάση και, δεύτερον, κατά πόσο συνιστά απειλή για την ελληνική γλώσσα.

Η αναζήτηση του «γιατί» ανήκει στη δικαιοδοσία κοινωνιογλωσσολόγων. Ωστόσο αντιλαμβάνομαι ότι ο μέσος ελληνοκύπριος πελάτης αισθάνεται ότι αποκτά κύρος παραγγέλνοντας το φιλέτο του στα αγγλικά, ενώ θα συνεχίσει να παραγγέλνει ραφκιόλες, λουφκιά κι αγρέλια με τ’ αυκά στα κυπριακά, σε ένα διαφορετικό μαγαζί. Όσον αφορά τη στρατολόγηση υπαλλήλων που δε μιλάν ελληνικά, το θέμα το αναλύει ο ίδιος ο κύριος Παπαχριστοφόρου στο άρθρο του, και δε θα επαναλάβω όσα επισημαίνει. Απλώς και με δύο λόγια: κοστίζουν λιγότερο οι υπάλληλοι που ξέρουν μόνο (δύο κουτσές λέξεις στα) αγγλικά.

Δημόσια και ιδιωτικά

Ακολουθεί το ερώτημα γιατί πολλοί απευθύνονται στους σκύλους τους στα αγγλικά, ή γιατί είναι διαδομένη η χρήση λατινικού αλφαβήτου σε πινακίδες ή και σε προσωπικά μηνύματα. Δεν είναι απαραίτητο να αισθάνονται υπήκοοι της βασίλισσας της Αγγλίας όσοι συμπεριφέρονται έτσι: αντίστοιχες συμπεριφορές παρατηρούνται και σε άλλες χώρες με αποικιακό παρελθόν και έχουνε μελετηθεί εκτενέστατα: ούτε εδώ η Κύπρος αποτελεί εξαίρεση. Πέρα από το αποικιακό παρελθόν, υπάρχουν και πρακτικά θέματα: όταν θες να προσελκύσεις αγγλόφωνους τουρίστες, θα διαφημίσεις το τουριστικό προϊόν σου στα αγγλικά, άλλωστε με την κάθοδο ρωσόφωνων τουριστών αλλά και μεταναστών, πλήθυναν οι πινακίδες και στα ρωσικά. Επίσης, αν ο εκπαιδευτής του σκύλου σου σπούδασε στη Βρετανία, μάλλον στα αγγλικά συνηθίζει να του δίνει εντολές, οπότε, αναγκαστικά, ακολουθείς κι εσύ.

Στην Κύπρο, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, υπήρχε πάντοτε πολυγλωσσία αλλά και σαφής διάκριση μεταξύ δημόσιας γλώσσας (ιστορικά μιλώντας: αραβικά, προβηγκιανά, βενετσιάνικα, τούρκικα, αγγλικά, κοινή νεοελληνική) και της γλώσσας που μιλιέται στο σπίτι. Οι δημόσιες γλώσσες που επιβλήθηκαν στην Κύπρο χάθηκαν, όπως π.χ. χάθηκε η ελληνιστική κοινή ως διεθνής γλώσσα στην Εγγύς Ανατολή. Ωστόσο, η γλώσσα που μιλιέται στο ελληνικό κυπριακό σπίτι ζει και, πλέον, καλλιεργείται κιόλας. Πιστεύω ότι θα εξακολουθήσει να ζει.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 31ης Ιανουαρίου 2010]