Σελίδες

3/1/10

Ο καθείς εφ’ ω ετάχθη (ή «Σκέψεις για την πρακτική αναγκαιότητα των μεταφραστικών σπουδών»)

Μετάφραση και μεταφραστές

Σε ένα Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας που δούλευα παλιότερα προέκυπτε συχνά το εξής ζήτημα: κάποιες διοικητικές υπηρεσίες του Ιδρύματος θεωρούσαν ότι το Τμήμα μας μπορούσε και έπρεπε να αναλαμβάνει μεταφραστικές εργασίες, κάποιες από τις οποίες μάλιστα δεν καταφέρναμε να αποφύγουμε. Εφόσον το αντικείμενό μας ήταν η μελέτη της αγγλικής γλώσσας θεωρούμασταν αυτομάτως καταρτισμένοι να μεταφράζουμε από και προς αυτήν.

Το πρόβλημα σ’ αυτή την τακτική ήταν και το εξής: η μετάφραση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να ανατίθεται σε μη-μεταφραστές. Η μετάφραση είναι ταυτόχρονα τέχνη και τεχνική, ενώ προϋποθέτει και εξειδικευμένη γνώση. Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να κάνουμε μεταφράσεις μόνο και μόνο επειδή (νομίζουμε ότι) γνωρίζουμε καλά μια ξένη γλώσσα.

Ξαναπλάθοντας όρους από την αρχή

Στο άρθρο με τίτλο «Μεταφραστικές Γκρίνιες» της 7ης Σεπτεμβρίου 2008 είδαμε κάποια μεταφραστικά λάθη στην απόδοση ξένων όρων: ο μεταφραστής ή ο υποτιτλιστής, λόγω φόρτου εργασίας, ή πίεσης χρόνου, ή ελλιπούς κατάρτισης κι εξοικείωσης με τα λεξικά ή λόγω απλής τεμπελιάς, αποδίδει λανθασμένα όρους, ονόματα και ακόμα και ολόκληρες εκφράσεις. Υποθέτει ο εν λόγω μεταφραστής ή υποτιτλιστής ότι η χώρα που στα αγγλικά λέγεται Latvia θα ονομάζεται το ίδιο και στα ελληνικά και προχωρεί στο να την αποδώσει ως «Λατβία» αντί για «Λεττονία». Εικάζει επίσης, για ανεξήγητους λόγους, ότι π.χ. το γαλλικό παραμύθι Barbe bleue δεν έχει μεταφραστεί ποτέ στα ελληνικά μέχρι τη στιγμή που θα το συναντήσει ο ίδιος στις αρχές του 21ου αιώνα κι έτσι το αποδίδει κατά το δοκούν και κατά λέξη ως «Γαλαζογένη» αντί για «Κυανοπώγωνα». Και πάει λέγοντας, όπως είδαμε και στο άρθρο που ανέφερα αλλά και σε πολλές συλλογές μεταφραστικών μαργαριταριών στον Τύπο και στο Διαδίκτυο.

Υπάρχει όμως και μια πιο σοβαρή κατηγορία μεταφραστικών λαθών, που δεν οφείλονται σε βιασύνη ή προχειρότητα αλλά σε ουσιαστική έλλειψη κατάρτισης στη μεταφραστική θεωρία και πράξη.

Η κυριολεξία και πέρα από αυτήν

Αναφέρομαι σε λάθη στην απόδοση του ύφους ενός κειμένου, μιλώντας κάπως χοντρικά και χωρίς να είμαι μεταφρασεολόγος. Αυτά τα λάθη δεν είναι τόσο ευδιάκριτα όσο τα λάθη στην ορολογία, άρα είναι και πιο ύπουλα, τελικά. Επιπλέον αλλοιώνουν σε σημαντικότερο βαθμό αυτό που θέλει να περάσει ένα κείμενο, αφού προδίδουν το πνεύμα του και όχι το γράμμα του.

Θα φέρω ένα παράδειγμα που το οφείλω στον καλό μου φίλο και συνάδερφο, μεταφρασεολόγο Γιώργο Φλώρο. Ας υποθέσουμε ότι θέλετε να μεταφράσετε ένα κείμενο (όχι απαραιτήτως λογοτεχνικό) που χαρακτηρίζεται από μακροπερίοδο λόγο, πολλές δευτερεύουσες προτάσεις και – ας πούμε – δύσκολες (σπάνιες, δυσεύρετες…) λέξεις. Αν αποφασίσετε να σπάσετε τις μεγάλες και σύνθετες προτάσεις σε πολλές μικρές που να συνδέονται παρατακτικά μεταξύ τους και ξεκινήσετε να αποδίδετε τις δύσκολες λέξεις με αντίστοιχές τους εύκολες, τι θα καταφέρετε; Ενδεχομένως να διασώσετε και να αποδώσετε το ρητό, το κυριολεκτικό νόημα του κειμένου. Ωστόσο, θα έχετε αλλοιώσει τον χαρακτήρα του και τους υπαινιγμούς του, ενώ ενδεχομένως να έχετε αποκρύψει και πολλά από τα συμφραζόμενα που είναι αναγκαία για την ερμηνεία του.

Ο λόγος στους ειδικούς

Γρήγορες συνταγές για επιτυχή μετάφραση φυσικά δεν υπάρχουν, ακριβώς γιατί όταν μεταφράζουμε δεν αποδίδουμε απλώς μια σειρά από προτάσεις στη γλώσσα Α με μια σειρά από προτάσεις στη γλώσσα Β. Ουσιαστικά αποδίδουμε το νόημα του κειμένου με όλες τις λεπτές εκφάνσεις του, παράλληλα μετασχηματίζοντας το περικείμενό του, που δημιουργήθηκε σε έναν συγκεκριμένο τόπο, χρόνο και κουλτούρα, σε ένα διαφορετικό περικείμενο, αυτό του αναγνώστη μας.

Με δυο λόγια, ας αφήσουμε τη μετάφραση στους μεταφραστές και τη μελέτη της στους μεταφρασεολόγους. Οπότε, σταματάω κι εγώ εδώ.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 3ης Ιανουαρίου 2010]