Σελίδες

14/12/21

☆ Ο Φοίβος Παναγιωτίδης στο Εργαστήρι του συγγραφέα (επιστημονικής εκλαΐκευσης)

Ξεκινάμε από την αρχή: δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο να εκλαϊκεύεις πορίσματα της επιστημονικής έρευνας. Ισχύει μάλιστα το εξής παράδοξο, αν και αληθές: όσον αφορά την ίδια τη διαδικασία της γραφής, πιο εύκολα γράφει κανείς σύνθετα τεχνικά κείμενα για την επιστήμη του παρά κείμενα που αποσκοπούν στο να εξηγήσουν στο ευρύ κοινό τις ανακαλύψεις της επιστήμης του.

Με την εκλαΐκευση ασχολούμαι από το 2006 με δημοσιεύματα σε εφημερίδες και με δύο πλέον βιβλία. Δυστυχώς για εμένα, είμαι γλωσσολόγος. Γλωσσολογία είναι η επιστήμη που μελετάει τη γλώσσα και καθαυτή αλλά και σε σχέση με άλλα γνωστικά αντικείμενα. Γιατί λοιπόν «δυστυχώς»; Επειδή η γλωσσολογία, όσο κι αν δυσκολεύεται κανείς να το πιστέψει, είναι η μεγάλη απούσα στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα.

Το πρώτο μου βιβλίο για το ευρύ κοινό, Μίλα μου για γλώσσα (2013, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) ήταν αποτέλεσμα ανθολόγησης άρθρων μου στην κυπριακή εφημερίδα Πολίτης (2006-2010) και στην Καθημερινή (2009-2012), τα οποία βεβαίως αναθεωρήθηκαν, εμπλουτίστηκαν και ξαναδουλεύτηκαν. Αυτή η μέθοδος γραφής είχε το πλεονέκτημα ότι μου έδωσε την ευχέρεια και πολλές ευκαιρίες να εξασκήσω τη λεπτή αλλά απαιτητική τέχνη της εκλαΐκευσης σε μικρά επιμέρους θέματα κατ’ αρχάς. Επιπλέον, τα άρθρα γίνονταν αντικείμενο κριτικής και σχολιασμού, οπότε μπορούσα κι εγώ να ασκηθώ στη σαφήνεια, στην ακρίβεια και στην αμεσότητα ― αναγκαίες στην εκλαΐκευση κι οι τρεις τους.

Το αποτέλεσμα, το Μίλα μου για γλώσσα, προσέφερε μια σύντομη ξενάγηση στη Γλωσσολογία συζητώντας κάποια γλωσσικά φαινόμενα. Η ποικιλία θεμάτων που προσέφερε σε μικρές ποσότητες, απαραίτητες για να μη βαρεθεί το μη εξειδικευμένο αναγνωστικό κοινό, έκανε το βιβλίο δημοφιλές ενώ γράφοντάς το (ξανα)έμαθα ότι η τεχνική ορολογία είναι ο σκόπελος της εκλαΐκευσης. Οι τεχνικοί όροι, ακριβώς αυτοί που διευκολύνουν τη συνεννόηση μεταξύ ειδικών και τους γλυτώνουν από τον πλατειασμό, είναι τελικά αυτοί που δυσκολεύουν τους (ας πούμε) αμύητους.

Ήθελα όμως να πάω παραπέρα, να προχωρήσω σε κάτι πέρα από ένα ανθολόγιο θεμάτων στη γλωσσολογία. Επέλεξα λοιπόν το 2017 ένα θέμα που για τους περισσότερους μη γλωσσολόγους είναι η γλώσσα: τις λέξεις. Πιστός στο πνεύμα της επιστήμης (όχι μόνο της δικής μου) αποφάσισα να πατήσω σε απλά παραδείγματα για να δείξω αφενός ότι γλώσσα δεν είναι μόνον οι λέξεις και αφετέρου ότι και οι ίδιες οι λέξεις είναι διαρθρωμένες με βάση υπόρρητους γραμματικούς κανόνες. Αυτό το πρόγραμμα υλοποιήθηκε ως το καινούργιο μου βιβλίο, το Μέσα από τις λέξεις (2021, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).

Ακολουθώντας τη μέθοδο συγγραφής του προηγούμενου βιβλίου, δημοσίευσα έντεκα κείμενα στο διαδικτυακό περιοδικό Bibliothèque μεταξύ 2018 και 2021. Προκειμένου να αποφύγω αυτή τη φορά τη φόρμα ανθολογίας και για να συγκροτήσω πιο συνεκτικά το Μέσα από τις λέξεις, πρόσθεσα άλλα έξι κεφάλαια στο βιβλίο, ώστε να εξασφαλιστούν αφενός (σχετική) πληρότητα κι αφετέρου ενότητα στη συζήτηση σχετικά με τις λέξεις και με το τι μας αποκαλύπτουν.

Υπήρχε βεβαίως το ζήτημα της ορολογίας. Όσο και αν προσπαθεί να κανείς να απαλείψει τεχνικές συζητήσεις ή (θεός φυλάξοι) εξισώσεις, τύπους και διαγράμματα, η ορολογία παραμένει καίρια: δεν μπορείς να λες κάθε φορά «οι υπόρρητοι κανόνες της νοητικής γραμματικής που αφορούν τον σχηματισμό των λέξεων», θα πεις «μορφολογία». Ναι αλλά τι να κάνουμε; Οι μεν υποσημειώσεις προγκάνε τους αναγνώστες, το μπρος-πίσω των σημειώσεων τέλους ή των γλωσσαρίων τους αποθαρρύνει. Κατέφυγα λοιπόν στα πλαίσια.

Επειδή το Μέσα από τις λέξεις απευθύνεται σε απόφοιτους Λυκείου, είναι απαραίτητο να επεξηγείται η τεχνική ορολογία με συντομία και σαφήνεια. Τα επεξηγηματικά κείμενα εγκιβωτίστηκαν σε πλαίσια, κατά την πρακτική πολλών διδακτικών εγχειριδίων και άλλων εκλαϊκευτικών βιβλίων. Και έτσι, αν κάποιος λ.χ. γνωρίζει τι είναι η μορφολογία και δεν θέλει να διασπαστεί ο ρυθμός της ανάγνωσης, μπορεί να προσπεράσει το πλαίσιο που εξηγεί τον όρο· αλλιώς μπορεί να τον διαβάσει.

Και τι άλλο; Μα φυσικά χρειάζονται τα κατάλληλα παραδείγματα. Νομίζω ότι το πιο δύσκολο σκέλος της εκλαϊκευτικής διαδικασίας είναι να ανεύρεις και να συζητήσεις τα κατάλληλα παραδείγματα. Αυτό ισχύει επειδή μπορεί κανείς να ξεχάσει τις λεπτομέρειες ενός φαινομένου ή της ερμηνείας του, αλλά τα παραδείγματα μένουν ως υπενθύμιση ότι ναι, υπάρχει ένα ζήτημα εκεί, ένα εμπειρικό ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί. Γι’ αυτό και στο Μέσα από τις λέξεις αφιερώνεται τόση προσοχή σε κλαρινογαμπρούς αλλά και βουλεύτριες, στο σάμαλι και το ραβανί αλλά και στο μπακλαβαδογλύκι (και σε άλλες ζαχαροπλαστικές), στο ψαρονέφρι και το ψαροκόκαλο, στη διακίνηση, στα σουβλάκια και τα τραπεζάκια – και πάει λέγοντας.

Δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal.

13/12/21

Πόντκαστ της LiFO

 Με αφορμή τη δημοσίευση του Μέσα από τις λέξεις συζητάω με τον Τάσο Μπρεκουλάκη και τη Μαρία Δρακοπούλου εφ' όλης της ύλης:

Ποιο είναι το θηλυκό του «εαυτός»; Πώς μεταφέρεται στα ελληνικά το άρθρο για τα gender-fluid άτομα; Και γιατί τα γαριδάκια δεν είναι οι μικρές γαρίδες; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που απασχολούν αυτό το podcast.

Στη σειρά Επόμενος Κόσμος, μπορείτε να το ακούσετε εδώ.

21/10/21

Συζήτηση με τον Κώστα Ράπτη

Συζήτηση με τον Κώστα Ράπτη στην εκπομπή mέtaβάσεις.

Ασχολούμαστε κυρίως με τις κοινωνικές και πολιτικές χρήσεις του λόγου για τη γλώσσα.


28/6/21

Κυπριακή τουρκομηρική;

Σχηματικά μιλώντας υπάρχουν δύο σχολές αντιμετώπισης των κυπριακών.Για τους μεν η κυπριακή ελληνική αποτελεί πάνω-κάτω μια ποικιλία παρεφθαρµένων ελληνικών, μια ακατέργαστη ντοπιολαλιά που προσήκει σε βραδύγλωσσους χωρικούς και ανελλήνιστους νεόπλουτους νησιώτες. Γεμάτη ξένες λέξεις, εξ ορισμού δεν προσφέρεται να καταστεί εργαλείο υψηλόφρονος έκφρασης, λογικού συλλογισμού και σύνθετου προβληματισμού.

Επίσης, οι ξενόφωνοι φθόγγοι της, επονείδιστη κληρονομιά ενός παρελθόντος δουλείας σε Φράγκους, Ενετούς, Τούρκους, δεν αξίζουν καν να απαθανατίζονται γραπτώς -παρά μόνο για πλάκα- ενώ η αλλόκοτη βαρβαρική χροιά τους σίγουρα θα συντελέσει «στη διά παντός αποκοπή μας από το σώμα του ελληνισμού».

Για τους δε τα πράγματα είναι εξίσου απλά, αλλά από την ανάποδη: η κυπριακή ελληνική (ή «ομηρική») αποτελεί ανόθευτη και γνήσια γλωσσική ποικιλία, αρχαϊκή και πολύ ελληνική· η κυπριακή διαθέτει ποίηση και ομορφιά και επειδή είναι ελληνικότερη και αρχαιότερη της κοινής νεοελληνικής (των καλαμαρίστικων, ντε): πρόκειται για «αρχαία ελληνικά». Δεν είναι τυχαίο, λεν οι υποστηρικτές της γλωσσικής αρχαιοπρέπειας των κυπριακών, που η λέξη θάλασσα έχει διπλό σίγμα στην κυπριακή.

Κανονικά αυτή η συζήτηση θα έπρεπε να έχει λήξει το αργότερο πριν από μια δεκαετία. Όταν κατέφθασα στη Λευκωσία το 2002 υπήρχαν λίγες μόνο μελέτες για τη διάλεκτο, τώρα πια η συναρπαστική γλωσσική κατάσταση στην Κύπρο μελετάται από πλήθος συναδέλφων γλωσσολόγων.

Αλλά ας δούμε κάποια παραδείγματα.

Γιατί η «θάλασσα» έχει δύο σίγμα στα κυπριακά; Όχι γιατί συρίζει μέσα στα βότσαλα της Πάφου με περισσότερη ευφράδεια, αλλά διότι, όντως, η λέξη διατήρησε την αρχαία προφορά. Γιατί όμως το «σήμμερα» και το «σ̆σ̆ύλλος» έχουν, επίσης, δύο μι και δύο λάμδα αντίστοιχα; Όχι γιατί διατήρησαν την αρχαία προφορά, αφού τότε θα είχαν ένα μι και ένα λάμδα, αλλά γιατί η διάλεκτος νεωτέρισε, ήδη από την Ελληνιστική εποχή (πολύ μετά τον Όμηρο). Στη σημερινή μορφή της, η κυπριακή ελληνική έχει αρκετές φορές διπλά σύμφωνα εκεί που αρχαία δεν είχε για λόγους που η έρευνα ακόμη προσπαθεί να εξηγήσει. Η αλήθεια λοιπόν είναι πιο συναρπαστική από την ιδέα μιας γλωσσικής ποικιλίας κολλημένης στο 900 π.Χ.

Τι συμβαίνει όμως με τις αρχαίες λέξεις της διαλέκτου; Πράγματι, υπάρχουν στην κυπριακή πολλές αρχαιότατες ελληνικές λέξεις. Κάποιες είναι γνήσια επιβιώµατα, κάποιες όμως επανεισήχθηκαν από καθαρευουσιάνους λογίους του 19ου αιώνα. Αρχαίες ελληνικές λέξεις όμως υπάρχουν σε όλες τις ελληνικές ποικιλίες καθώς και σε γλώσσες που έχουν δανειστεί εκτενώς από τα ελληνικά (αλβανικά, τουρκικά, σλαβομακεδονικά, βλάχικα κ.ο.κ.) ακόµα και, επιλεκτικά, στα αγγλικά (π.χ. το ομηρικό «kudos»).

Ωστόσο, σε όλες τις ελληνικές διαλέκτους για κάθε αρχαία λέξη υπάρχει (τουλάχιστον) μία «εισαγωγής»· στην Κύπρο για κάθε «άλας», «κανεί» και «λούμαν» υπάρχει κι ένα «μούχτιν», ένα «σάτžη» και ένα «μάππα». Η πεζή αλήθεια είναι πως όλες οι ελληνικές διάλεκτοι (και η Κοινή) διατηρούν κάτι από τις παλιότερες μορφές της γλώσσας· αλλού νεωτερίζουν· άλλοτε δανείζονται - η καθεμιά σε διαφορετικό σημείο όμως.

Τα παραπάνω ισχύουν, φυσικά, και για τους εχθρούς των διαλέκτων, και της κυπριακής πιο συγκεκριμένα. Αναλογιζόμενοι όπως εκείνοι «τι θα έλεγαν οι αρχαίοι ημών για την κυπριακή ελληνική» υπενθυμίζω πως για τους αρχαίους Έλληνες, το «τσ̆» στο κυπριακό «τσ̆άιν» θα ακούγονταν τόσο ξενόφωνα όσο το «τσ» στο καλαμαρίστικο «τσάι»· το τσιτακισμένο «κ» στο κρητικό «τσ̑αι» και στο κυπριακό «τžαι» θα ακουγόταν τόσο αλλόκοτο όσο και το ουρανικοποιημένο «κ» στα υπόλοιπα «και»· οι Αρχαίοι πιθανότατα θα χλεύαζαν το «θ» στο «θεά» επίσης. Πάω τέλος στοίχημα πως θα τους ενοχλούσε η λεγόμενη τραγουδιστή προφορά των Κυπρίων και των Κερκυραίων όσο και το δικό μου μονότονο στακάτο. Και πάει λέγοντας.

Δημοσιεύτηκε στη στήλη Γλωσσοεπιστήμη της εφημερίδας Πολίτης.

22/5/21

Πώς θα μπορούσε να αποδοθεί ο όρος queer στα ελληνικά;

της Λίνας Ρόκου

Η ορατότητα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων γέννησε την ανάγκη νέων όρων που αποτυπώνουν κοινότητες, δραστηριότητες και πρακτικές που μέχρι πρόσφατα η κοινωνία αγνοούσε ή επέλεγε να μην αναγνωρίσει, στιγματίζοντας τες. Οι όροι που χρησιμοποιούμε είναι κατά βάση στην αγγλική γλώσσα δημιουργώντας έτσι, σε ένα βαθμό, μια απόσταση από το περιεχόμενό τους, μια απόσταση που δεν επιτρέπει εύκολα την απόκτηση οικειότητας ή και αυτοπροσδιορισμού με εργαλείο την ελληνική γλώσσα.

Μια συζήτηση με τον γλωσσολόγο Φοίβο Παναγιωτίδη, καθηγητή Θεωρητικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, φέρνει στο φως την ανάγκη για νέα ορολογία που θα προτείνει η ίδια η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα στο πλαίσιο του δικαιώματος του αυτοπροδιορισμού και της ορατότητας.

Η προσθήκη ή η δημιουργία ορολογίας από ποια ανάγκη γεννιέται και πώς αφορά τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα;

Η συμπεριληπτικότητα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο και ισχυρότερο αίτημα δημιουργίας ορολογίας, το οποίο δεν υπαγορεύεται ούτε από μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων ούτε από μία συγκεκριμένη ελίτ. Αυτό λοιπόν το αίτημα δεν έχει να κάνει μόνο με τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ή μόνο με τις γυναίκες – αφού μιλάμε για αιτήματα που έχουν τεθεί και από το φεμινιστικό κίνημα – αλλά έχει να κάνει και με τη φυλή, με την εθνότητα κτλ.

Υπάρχει η τάση, κυρίως σε πιο αντιδραστικούς χώρους, να χαρακτηρίζονται αρνητικά αυτά τα αιτήματα για επαναπροσδιορισμό ή για ανανέωση ή για επαναδιαπραγμάτευση της ορολογίας. Όμως ενώ στη γραμματική δεν μπορείς να επέμβεις στην ορολογία μπορείς και πρέπει να επέμβεις· κάθε άλλο παρά αίτημα μεταμοντέρνων αναρχικών λεσβιών μπαχαλοσατανιστριών είναι αυτό.

Τι ρόλο παίζει ο αυτοπροσδιορισμός στη δημιουργία νέας ορολογίας;

Όταν κατέρρευσε η Αυστροουγγαρία τα νέα κράτη που δημιουργήθηκαν είχαν τη διάθεση, το αίτημα και τη δυνατότητα να αλλάξουν τα τοπωνύμια π.χ. των πόλεών τους· κάπως έτσι το Άγκραμ έγινε Ζάγκρεμπ κ.ο.κ. Η αλλαγή αυτή είχε και τότε συγκεντρώσει σχόλια από πιο συντηρητικούς κύκλους, σχόλια του τύπου «πού πάει αυτός ο κόσμος;» ή «χάνουμε τα ωραία γερμανικά ονόματα για να έρθουν αυτά τα ατσούμπαλα, καινοφανή σλαβικά τοπωνύμια». Ο λόγος που φέρνω αυτό το παράδειγμα είναι γιατί πρόκειται για κάτι που πια μας φαίνεται ανώδυνο – στην πραγματικότητα όμως η αλλαγή των τοπωνυμίων τότε είναι παρόμοια διαδικασία με π.χ. τη δημιουργία μη σεξιστικής ορολογίας τώρα.

Αν μια κοινότητα δεν έχει φωνή ή δεν ακούγεται η φωνή της δυνατά, όταν της δοθεί η ευκαιρία και στον βαθμό που θα της δοθεί η ευκαιρία επιθυμεί να μπορεί, αν μη τι άλλο, αυτά που θεωρεί δικά της πράγματα (το λέω πολύ απλοϊκά), να τα αποκαλεί όπως επιθυμεί εκείνη. Με άλλα λόγια «δεν θα μου πεις εσύ πώς θα ονομάζομαι», και αυτό είναι ακόμα πιο καίριο αίτημα όταν οι προς αντικατάσταση όροι είναι προσβλητικοί, πατερναλιστικοί ή και ταπεινωτικοί πολλές φορές.

Στο παράδειγμα αναφερθήκατε σε τοπωνύμια. Πόσο διαφορετικό είναι το ζήτημα όταν μιλάμε για ανθρώπινες κοινότητες και δραστηριότητες;

Όσον αφορά τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα μιλάμε για ένα άθροισμα από κοινότητες οι οποίες παραδοσιακά βρίσκονται, σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον, στο περιθώριο. Συνεπώς δεν μιλάμε απλώς για τοπωνύμια καθώς εδώ υπάρχει και το στοιχείο του στίγματος· το στίγμα βεβαίως πολλές φορές συνοδεύεται από σιωπή.

Τι σημαίνει αυτό;

Ότι για κάποια πράγματα δεν υπάρχει καν λέξη. Δεν υπάρχει καν λέξη για κάποιες κοινότητες, δραστηριότητες, πρακτικές. Δεν υπάρχει λέξη γιατί είναι κάτι που η κοινωνία αρνούνταν να αντικρίσει. Να ένα παράδειγμα: η διαφορά του outing και του coming out. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την απόδοση του outing, που είναι σαφώς αρνητικό, υπάρχει το λεγόμενο «κράξιμο» ενώ για το coming out δεν υπάρχει τίποτα. Το coming out είναι μια έκφραση της αυτενέργειας σου, της ελευθερίας σου. Δεν υπάρχει στα ελληνικά ο συγκεκριμένος όρος αλλά ούτε και σε πολλές άλλες γλώσσες. Θεωρώ ότι οι κοινότητες που ανήκουν στο φάσμα ΛΟΑΤΚΙ είναι αναγκαίο να προτείνουν και να επεξεργαστούν ορολογία στα ελληνικά ώστε να μπορέσουν αυτές οι έννοιες να εγκλιματιστούν γλωσσικά και να κανονικοποιηθούν.

Υπό ποια έννοια;

Δε θα κάτσουμε να ψειρίζουμε πώς θα πούμε το ντελίβερι στα ελληνικά αλλά είναι σημαντικό να φαίνεται ότι το coming out δεν είναι μια μόδα που μας έρχεται από τις σειρές του Netflix, παρά αφορά μια διαδικασία ενός ανθρώπου ο οποίος θέλει να μοιραστεί με μια ομάδα ανθρώπων, που επιλέγει ο ίδιος, κάτι τόσο κεφαλαιώδες όσο ο σεξουαλικός προσανατολισμός του.

Τι συμβαίνει όταν χρησιμοποιούμε αποκλειστικά ξένους όρους;

Υπάρχει ένας κίνδυνος όσο χρησιμοποιούμε τους ξένους όρους να δημιουργείται εντύπωση ότι κουβεντιάζουμε ζητήματα συρμού και λαϊφστάιλ, εφήμερες κοινωνικές μόδες. Αυτό είναι επιζήμιο όταν μιλάμε για έννοιες και δραστηριότητες που είναι παραδοσιακά στιγματισμένες – μιλάω δηλαδή για το πεδίο του μη σεξιστικού λόγου και της ΛΟΑΤΚΙ ορολογίας και όχι πώς θα πούμε τo φαστφούντ ή το φλασάκι. Είναι σημαντικό να υπάρχουν όροι (όσοι, όπου κι αν γίνεται, δεν υπάρχει κανένας εξαναγκασμός) οι οποίοι δεν θα φαίνονται αγγλοφερμένοι. Όσο οι όροι φαίνονται αγγλοφερμένοι μοιάζει να μην αντιπροσωπεύουν μια ανθρώπινη ανάγκη παρά ξέρω γω κάποια μόδα ή έναν κοινωνικό συρμό – όμως εν προκειμένω γι’ αυτό μιλάμε: για ανθρώπινες ανάγκες. Οπότε καλό είναι να δούμε αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να δημιουργηθεί ελληνική ορολογία, κάτι που θα βοηθήσει να εμπεδωθεί ότι η αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα και η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι μόδες και συρμοί.

Κι αυτό όμως δεν είναι απόλυτο. Για παράδειγμα η λέξη queer έχει μπει σε διαδικασία ενσωμάτωσης, πλέον έχει ενταχθεί και στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής, λέμε π.χ. τα κουήρια. Η κλιτική προσαρμογή διευκολύνει αλλά δεν είναι απαραίτητη. Δεν ξέρω καν αν έχει νόημα να έρθει ένας προφέσορας ή ένας λεξικογράφος και να πει «ώπα παιδιά, αυτό είναι ξένο και ακούγεται λάθος». Είναι μια λέξη που ήδη εγκλιματίζεται.

Ταυτόχρονα υπάρχει και η λεγόμενη επανοικειοποίηση, και αναφέρω το κλασικό παράδειγμα της λέξης Χριστιανός που αρχικά χρησιμοποιούταν ως βρισιά από τους Εθνικούς προς τους Χριστιανούς, μια λέξη αλλόκοτη στα αυτιά των τότε ομιλητών, που οι Χριστιανοί την οικειοποιήθηκαν.

Ο τρίτος δρόμος είναι οι κοινότητες που απαρτίζουν την ευρύτερη ΛΟΑΤΚΙ ομπρέλα να προτείνουν όρους προς συζήτηση: ας σεβαστούμε ότι κάθε κύτταρο της κοινότητας αυτής θα ακολουθήσει τη δική του διαδικασία στο να προτείνει όρους.

 Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Bovary.