Σελίδες

7/3/24

Συνέντευξη στη Φάρμα των ζώων

 Συζητάω με τον Θάνο Καμηλάλη και τον Κωνσταντίνο Πουλή για την κυπριακή εμπειρία από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στο πόντκαστ τους «Η φάρμα των ζώων».



25/9/23

Γλωσσολόγος απαντά στο αν είναι σεξιστικά τα ελληνικά - Είναι κακό ή όχι ότι η αργκό έχει πολλές αγγλικές λέξεις;

Συνέντευξη στον Νίκο Σταματίνη για το reader.gr.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πώς, όταν βρέθηκα σε μία παρέα κατά βάση γιατρών, ένας μηχανικός άρχισε να ρωτάει τον καθένα από εμάς με τι ασχολείται. Ανάμεσα στα «δερματολόγος», «πνευμονολόγος», «νευρολόγος» και «παθολόγος» ακούστηκε και ένα «γλωσσολόγος» εκ μέρους μου. Για μερικά λεπτά, είχε θεωρήσει ότι επρόκειτο για ένα υπερεξειδικευμένο τομέα της ιατρικής.

Η γλωσσολογία όμως είναι ένας κλάδος που στην Ελλάδα τουλάχιστον συνδέεται με τη φιλολογία. Πολλοί θα έχετε ακούσει τη λέξη λόγω του καθηγητή Μπαμπινιώτη και, επομένως, ίσως θεωρείται ότι γλωσσολόγος είναι αυτός που κυνηγάει με το ντουφέκι του ετυμολογίες λέξεων. Μάλλον εξίσου στρεβλή εικόνα.

Ο Φοίβος Παναγιωτίδης είναι και αυτός γλωσσολόγος. Για την ακρίβεια είναι Καθηγητής Θεωρητικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Επιπλέον, μεταξύ πολλών άλλων είναι και συγγραφέας τριών εκλαϊκευτικών εισαγωγών για τη γλωσσολογία. 

Η τελευταία εξ αυτών είναι το Μεταξύ Νόησης και Φωνής (εκδ. Νήσος) που ουσιαστικά εισάγει τους αναγνώστες μέσα σε γλωσσική θεωρία. Είχαν προηγηθεί τα Μίλα μου για Γλώσσα και Μέσα από τις Λέξεις.

Με αφορμή αυτό, μιλήσαμε μαζί του για τη γλώσσα, τη γλωσσική χρήση και τη θέση του γλωσσολόγου στην κοινωνία μας.

Πρώτα μία προσωπική ερώτηση, πώς και ασχολήθηκες με τη γλωσσολογία;

Ας μη δώσω την κάφρικη απάντηση που δίνουν τα άτομα που πάνε σε talent shows και λένε «εγώ τραγουδούσα από δύο χρόνων». Όπως έχω πει και σε άλλη συνέντευξη κάποια στιγμή, το κλικ το έκανα στο Πανεπιστήμιο γιατί μου άρεσαν τα μαθήματα της γλωσσολογίας. 

Πιο συγκεκριμένα, η ενασχόλησή μου με τη θεωρητική γλωσσολογία ήρθε αργότερα, όταν συνειδητοποίησα ότι η γλώσσα είναι ένα πολύπλοκο σύστημα και, εφόσον δεν είναι ένα τεχνητό σύστημα, θεώρησα ότι είναι συναρπαστικό να μελετάει κανείς από πού προέρχεται και πώς είναι στημένη αυτή η πολυπλοκότητά της.

Πώς εξηγείται ότι στην Ελλάδα οι γλωσσολόγοι βγαίνουν από φιλολογικές κυρίως σχολές;

Για να γίνεις γλωσσολόγος στην Ελλάδα πρέπει πράγματι να περάσεις από τμήμα φιλολογίας. Αυτό δεν είναι αυτονόητο με δεδομένο ότι η γλωσσολογία είναι ένα ένας αρκετά μεγάλος και ευρύς κλάδος, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τις διαθεματικές πτυχές του. Θα μπορούσε, λοιπόν, να βγαίνει κανείς γλωσσολόγος από διάφορες σχολές όπως συμβαίνει αλλού. 

Αλλού λοιπόν μπορείς να γίνεις γλωσσολόγος από σχολές κοινωνικών επιστημών, ανθρωπιστικών επιστημών, ή και βιολογικών επιστημών: εκεί η γλωσσολογία συνυπάρχει με τη φωνητική και τη βιολογία. Δεν είναι δηλαδή αυτονόητο ότι η γλωσσολογία θα έπρεπε να στεγάζεται σε φιλολογικά τμήματα. 

Αυτή η συστέγαση γίνεται για λόγους πρακτικούς στην Ελλάδα, όμως πλέον ποσώς επηρεάζει το πώς κάνουμε γλωσσολογία στην Ελλάδα. Το λέω αυτό γιατί γνωρίζουμε ότι ιστορικά οι απαρχές της γλωσσολογίας ήταν κατά βάση φιλολογικές, κάτι που δεν ισχύει εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες.

Να εξηγήσουμε τη διαφορά φιλολογίας και γλωσσολογίας;

Η φιλολογία ασχολείται με κείμενα, τη μελέτη και την ανάλυσή τους. Ασχολείται επίσης με τη γλώσσα των κειμένων και με «τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής», που λέγαμε παλιά.

Από την άλλη η γλωσσολογία είναι η επιστήμη της γλώσσας και καταπιάνεται με ό,τι έχει να κάνει με τη γλώσσα: από το πώς γίνεται τα κουτσούβελα τριών ετών να μιλάνε πριν καταφέρουν να κάνουν οτιδήποτε άλλο μέχρι πού βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλο η γλώσσα, ζητήματα ύφους, εξουσίας μέσα από τον λόγο κτλ.

Γιατί είναι λάθος να ταυτίζουμε γλώσσα με νόηση και το περίφημο «τα όρια της γλώσσας μου, το όριο του κόσμου μου»;

Είναι τεράστια η συζήτηση αυτή και προσπάθησα να τη συνοψίσω στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μου Μέσα από τις λέξεις. Η σκέψη σαφώς μπορεί να εκφραστεί και με άλλα μέσα πέρα από τη γλώσσα· ένα παράδειγμα που δεν σκεφτόμαστε συχνά είναι οι εικόνες. Οι εικόνες δεν είναι γλώσσα παρά ένας άλλος τρόπος να εκφράσουμε τις σκέψεις μας ― και όχι μόνο τις σκέψεις μας αλλά και τα συναισθήματά μας.

Η γλώσσα μάλιστα είναι ίσως ατελής στο να εκφράζει συναισθήματα. Πολλές φορές μία εικόνα ή μία σεκάνς κινηματογραφική μπορεί να εκφράσει και να εντοπίσει συναισθήματα καλύτερα από ένα κείμενο. Επίσης υπάρχουν τρόποι να σκέφτεται κανείς αφηρημένα χωρίς γλώσσα: με μαθηματικά ή με διαγράμματα για παράδειγμα.

Είναι τα ελληνικά η «πλουσιότερη γλώσσα», όπως λέει ο πιο διαδεδομένος γλωσσικός μύθος;

Δεν ξέρω τι ακριβώς θα πει «πλουσιότερη». Πολύς κόσμος για παράδειγμα θεωρεί μια γλώσσα πλουσιότερη επειδή κάνει λεπτές διακρίσεις. Λεπτές διακρίσεις όμως κάνουν διαφορετικοί πολιτισμοί για διαφορετικά φαινόμενα, και δεν εννοώ «πολιτισμοί» με την ευρύτερη έννοια. 

Οι τυπογράφοι και οι γραφίστες σαφώς έχουν πολλά ονόματα για γραμματοσειρές που σε εμάς τους υπόλοιπους φαίνονται ίδιες. Αυτό δεν έχει να κάνει με κάποιο εκλεπτυσμένο γλωσσικό κριτήριο, αλλά με το ότι είναι η δουλειά τους να μπορούν να ξεχωρίσουν μεταξύ τους παρόμοιες γραμματοσειρές. Οι λεπτές διακρίσεις δεν έχουν λοιπόν να κάνουν με την ίδια τη γλώσσα αλλά με το τι διανοητικές και επικοινωνιακές ανάγκες έχουμε, ώστε να χργησιμοποιήσουμε αναλόγως τη γλώσσα.

Αν μιλάμε για πλούσια γλώσσα επειδή μπορεί να αποδώσει μονολεκτικά σύνθετες έννοιες, αυτό είναι πάλι ζήτημα κοινωνικό και όχι γλωσσικό. Από τη στιγμή για παράδειγμα που υπάρχουν smartphones, θα φτιαχτεί ένας όρος για να το περιγράφει. Πολύ απλά γιατί είναι πιο εύκολο να λέμε «smartphone» και όχι «τηλέφωνο τσέπης που έχει κάμερα, οθόνη αφής και εφαρμογές». 

Αν από την άλλη θεωρούμε ότι στα ελληνικά έχουμε σύνθετη γραμματική, αυτό είναι ένας μύθος. Πολύ χοντρικά και κάπως επιφανειακά, συνήθως στις γλώσσες υπάρχει ένα ισοζύγιο: οι γλώσσες που έχουν απλή -δήθεν- σύνταξη τείνουν να έχουν σύνθετη μορφολογία (λέξεις με πτώσεις, καταλήξεις κτλ) αλλά ισχύει και το αντίστροφο: γλώσσες με -ας πούμε- πιο αυστηρή σύνταξη έχουν λιγότερο σύνθετη μορφολογία.

Αυτό μας πάει και στην κουβέντα του εξωτισμού που πολλές φορές συνοδεύει τη μελέτη της γλώσσας…

Οποιαδήποτε κουβέντα για τη γλώσσα βρίσκεται μεταξύ της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Από τη μια έχουμε τη Σκύλλα της εξωτικοποίησης, με ισχυρισμούς λ.χ. ότι στην τάδε φυλή Ινδιάνων δεν έχουν λέξη για το αύριο «γιατί ζούνε στον χαρούμενο παράδεισο του τώρα».

Μπούρδες γιατί και αυτοί σαφώς έχουν να κάνουν σχέδια για το τι θα κάνουν αύριο ή σε τρεις μήνες. Αν έχουν γάμο, αν έχουν κηδεία, πότε θα πάνε για ψάρεμα ή κυνήγι, αν πρέπει να λύσουν τα γκομενικά τους μπροστά στην κοινότητα ή εντός του σπιτιού τους. 

Από την άλλη μεριά χάσκει η Χάρυβδη του ευρωκεντρισμού. Επειδή το ινδοευρωπαϊκό ρήμα (όπως και της ελληνικής) είναι ένα πράγμα που ενσωματώνει ένα σωρό «κολοκύθια»: χρόνο, συμφωνία κτλ, περιμένουμε να πάμε σε μία γλώσσα της Αυστραλίας και να βρούμε απαραίτητα ένα ρήμα που να λειτουργεί έτσι. Ε όχι.

Πάμε και στο αγαπημένο κομμάτι πολλών εκεί έξω: Tα γλωσσικά λάθη. Υπάρχουν γλωσσικά λάθη για τη γλωσσολογία; 

Κάποιοι θεωρούν ότι οι γλωσσολόγοι είμαστε κάτι περίεργοι τύποι που, στο όνομα του ελευθεριακού πνεύματος λέμε «πες ό,τι θες». Δεν είναι έτσι ακριβώς. Είναι αντιληπτό ότι αν μη τι άλλο υπάρχει ένας κατάλληλος τρόπος να μιλάς σε διαφορετικές περιστάσεις. Σαφώς, όσο γλωσσοαυτόνομος και να είναι κάποιος, δεν νομίζω να χειροκροτήσει ένα άτομο που θα πάει σε μία κηδεία και θα πει «άντε να τον φυτέψουμε τον μακαρίτη». Σαφώς λοιπόν υπάρχουν λάθη π.χ. με την έννοια ότι υπάρχουν κατάλληλες και λιγότερο κατάλληλες χρήσεις της γλώσσας κατά περίσταση.

Αυτά είναι πολύ επιφανειακά πράγματα βέβαια. Και όταν δεν είναι επιφανειακά έχουμε το κυνήγι των διαλέκτων και μειονοτικών γλωσσών. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε τη μανία του ελληνικού κράτους για μονογλωσσία και ισοπέδωση διαλεκτική που ιστορικά υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής. 

To οποίο φαντάζομαι δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, σωστά;

Είναι φαινόμενο εθνικών κρατών που έχουν επενδύσει πάρα πολλά στην οικοδόμηση μίας ενιαίας κοινής γλώσσας, ώστε να στηρίξουν τον εθνικό τους χαρακτήρα. Θέλω να πιστεύω ότι η απέχθεια που διαχρονικά καλλιεργεί το εκπαιδευτικό σύστημα απέναντι στις βόρειες διαλέκτους, που τις ονομάζουμε ιδιώματα γιατί η λέξη «διάλεκτος» σε κάνει να σκέφτεσαι αυτονομιστές και αποσχίσεις, έχει να κάνει με το ότι κάποιοι αποφάσισαν με επιφανειακές τελείως μεθόδους ότι οι βόρειες διάλεκτοι μοιάζουν με άλλες γειτονικές μας γλώσσες. Έστω και ως ακούσματα. 

Μετά τα λάθη, πάμε τώρα στο κομμάτι του ρόλου του γλωσσολόγου. Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι πράγματι απλά παρατηρεί και δεν ρυθμίζει;

Εμείς οι γλωσσολόγοι λέμε πάντα ότι μελετούμε, ερμηνεύουμε αλλά δεν ρυθμίζουμε. Από την άλλη, τα πορίσματά μας πρέπει να φωτίζουν το πώς γίνεται ο γλωσσικός σχολιασμός και το πώς η κοινωνία συζητάει τη γλώσσα. Η ρύθμιση από τη δική μας πλευρά μάλλον δεν θα έρθει στο επίπεδο του «μη λέτε ‘πιανόσαντε’ αλλά ‘πιάνονταν’».

Θα έρθει όμως στο να φωτίσουμε το πώς μπορείς να εγγράφεις μια συστημικά ρατσιστική ατζέντα χωρίς να χρησιμοποιείς ρατσιστικό λεξιλόγιο. Εκεί δεν μπορείς να σωπάσεις. Εγώ λ.χ. ως θεωρητικός γλωσσολόγος πρέπει να επισημάνω ότι υπάρχουν περιθώρια γλωσσικού ακτιβισμού στο λεξιλόγιο αλλά όχι σε ζητήματα γραμματικής δομής και γραμματικών χαρακτηριστικών. 

Μπορεί κανείς να πει ότι και οι γλωσσολόγοι βρισκόμαστε μέσα στην κοινωνία και κάτι κάνουμε μέσα σε αυτήν. Ακόμα και οι θεωρητικοί γλωσσολόγοι έχουμε πλήρη εικόνα του πώς η γλώσσα μπορεί να γίνει εργαλείο καθυπόταξης ή χειραφέτησης. Άρα δεν είναι ότι εμείς επιλέγουμε να κάνουμε κάτι, είναι ότι αυτό προκύπτει.

Αφορά ευρύτερα τον ρόλο του επιστήμονα στην κοινωνία…

Αυτές τις μέρες παίζεται το Οπενχάιμερ. Από μικρό παιδί άκουγα ότι ο Οπενχάιμερ είναι ένας τρομακτικός τύπος, ο καταστροφέας των κόσμων. Αν όμως διαβάσει κανείς αυτοβιογραφικά σχόλια του Φάινμαν, που επίσης δούλευε στο Σχέδιο Μανχάταν, θα δει ότι όταν τον ρώτησαν αν είχε τύψεις για την κρίσιμη συμβολή του στην κατασκευή πυρηνικών όπλων είπε «Όχι, γιατί εγώ είμαι επιστήμονας και η δουλειά μου δεν είναι να ασχολούμαι με τα αποτελέσματα της έρευνάς μου».

Όσο και να τον αγαπάει η ανθρωπότητα τον Φάινμαν, αυτό δεν παύει να είναι μία πλανεμένη και στρεβλή δήλωση. Σαφώς πρέπει να ξέρεις ποια είναι η δουλειά σου και πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή. Αυτό ακριβώς έκανε ο Αϊνστάιν.

Έχουν γίνει πολλές κουβέντες στον τύπο σχετικά με το αν η ελληνική είναι «σεξιστική» γλώσσα. Είναι;

Πάνω σε αυτό το θέμα έχει γίνει πολλή δουλειά που δεν είμαι καν σε θέση να συνοψίσω. Πάντως δεν είναι το γραμματικό σύστημα που είναι σεξιστικό αλλά η χρήση της γλώσσας στην καθημερινή εμπειρία.  Το ζήτημα δεν είναι να αναμορφώσουμε το γραμματικό σύστημα της γλώσσας αλλά να δουλέψουμε τις χρήσεις της γλώσσας εντός των περιορισμών που μας δίνει η νοητική γραμματική. 

Το ότι οι καρέκλες είναι θηλυκές και οι τοίχοι είναι αρσενικοί δεν αντανακλά κάτι βαθύτερο. Τα ουγγρικά δεν έχουν γραμματικό γένος, σημαίνει αυτό ότι δεν είναι σεξιστική γλώσσα; Δεν νομίζω.

Πρέπει λοιπόν κάποια στιγμή πρέπει να γίνει ξεκάθαρος διαχωρισμός μεταξύ γλώσσας και χρήσης της. Δηλαδή το γεγονός ότι τα περισσότερα γλωσσικά προβλήματα είναι στην πραγματικότητα πολιτικά και κοινωνικά: αυτό κουμπώνει με το ότι τα περισσότερα προβλήματα που είναι γλωσσικά είναι ζητήματα χρήσης της γλώσσας. 

Το άλλο γλωσσικό ζήτημα που παρατηρώ ότι απασχολεί τελευταία είναι τα πολλά αγγλικά δάνεια στη γλώσσα των zoomers. Είναι πρόβλημα;

Και μεταξύ των ελάχιστων αστών στην Ελλάδα του 1930 θα άκουγε κανείς πάρα πολλές δάνειες λέξεις από τα γαλλικά. Οι περισσότερες μάλιστα δεν ενσωματώθηκαν καν αλλά χάθηκαν. Άντε να έμεινε κανένα «ασανσέρ» και κανένα «πορτατίφ». Δεν είναι όλα τα δάνεια για πάντα ούτως ή άλλως. 

Ο δανεισμός υπάρχει παντού και συνέχεια. Μέχρι και ο Λορεντζάτος παραδέχεται ότι αυτό που κάνει μία γλώσσα διαφορετική είναι η γραμματική της και όχι οι λέξεις της. Τα αγγλικά έχουν γύρω στο 60-70% δανεισμένο λεξιλόγιο. Έχει αλλοιώσει αυτό τον γερμανικό τους χαρακτήρα; Όχι. Αυτό που όντως τον αλλοίωσε είναι ότι κάποια στιγμή γραμματικά άρχισαν να απομακρύνονται από τις άλλες γερμανικές γλώσσες. 

Οι zoomers, λοιπόν, χρησιμοποιούν 40 δάνειες λέξεις εκ των οποίων μπορεί να επιβιώσουν οι 10. Οκ, θα έχουμε ακόμα 10 δάνειες λέξεις. Και; Όλη αυτή η συζήτηση περί δανεισμού είναι μία ακόμα περίπτωση ηθικού πανικού.

Και ένα τελευταίο. Υπάρχει κάτι που να θυμάσαι ως μικρός που να σε εκστασίασε πάρα πολύ στη γλωσσολογία;

Σκεφτόμουν πάνω σε αυτό ότι για παράδειγμα είσαι νομικός και μαθαίνεις όλα αυτά τα περίπλοκα νομικά πράγματα ή είσαι τεχνικός υπολογιστών και μαθαίνεις τα αντίστοιχα του τομέα σου. Όλα πολύ περίπλοκα αλλά τεχνητά.

Μετά έχεις τη γλώσσα που είναι κτήμα της συντριπτικής πλειοψηφίας της ανθρωπότητας και που είναι ένα πολύπλοκο σύστημα το οποίο όμως κανείς δεν σου διδάσκει: η γλώσσα κατακτάται από τα νήπια χωρίς δυσκολία. Ξυπνάς ένα πρωί και έχεις ένα δίχρονο που χρησιμοποιεί μία αναφορική πρόταση. Είναι μαγικό.


23/8/23

Το ουδέτερο, το @ και εμείς: Μία συζήτηση για τη συμπεριληπτική γλώσσα

Απόσπασμα του ομώνυμου άρθρου του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου που δημοσιεύθηκε στο Αθηνόραμα. Πιο συγκεκριμένα, παρατίθεται η συζήτηση μεταξύ μας, ενώ το άρθρο περιέχει επίσης συζητήσεις με την Ερωφίλη Κόκκαλη και το Mochi Γεωργίου.

Οι τοποθετήσεις ενός ειδικού της γλώσσας

Ποια είναι η ανάγκη που ωθεί κάποια μέλη της γλωσσικής κοινότητας να χρησιμοποιούν συμπεριληπτική γλώσσα;  Μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποια παραδείγματα αυτής, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια; 

Φοίβος Παναγιωτίδης: Η ανάγκη για δικαιοσύνη και ορατότητα. Κι αυτές φυσικά δεν είναι, ή δεν θα έπρεπε να είναι, ανάγκες μόνο κάποιων μελών της γλωσσικής κοινότητας. Είναι ζήτημα στοιχειώδους δικαιοσύνης να αποκαλείται το μέλος μιας κοινότητας με το όνομα ή με τον τρόπο που η κοινότητα αυτή έχει επιλέξει να αποκαλείται: έχει δικαίωμα να μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται. Το αίτημα αυτό του αυτοπροσδιορισμού δεν αφορά μόνο τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας ή μόνο τις γυναίκες αλλά έχει να κάνει και με τη φυλή, με την εθνότητα και άλλες ταυτότητες. 

Γιατί όμως συνδέουμε τον αυτοπροσδιορισμό με τη δικαιοσύνη; Αν μια κοινότητα δεν έχει φωνή ή δεν ακούγεται η φωνή της δυνατά, τουλάχιστον αυτά που θεωρεί δικά της πράγματα θα πρέπει να μπορεί να τα αποκαλεί όπως επιθυμεί εκείνη. Με άλλα λόγια "δεν θα μου πεις εσύ πώς θα ονομάζομαι", και αυτό είναι ακόμα πιο καίριο αίτημα όταν οι προς αντικατάσταση όροι είναι προσβλητικοί, πατερναλιστικοί ή και ταπεινωτικοί πολλές φορές.

Η ορατότητα  αφορά κυρίως έμφυλους προσδιορισμούς. Είναι σημαντικό να αποτυπώνεται λ.χ. ότι μια κοσμητόρισσα είναι γυναίκα με τον ίδιο τρόπο που αβίαστα και συνηθισμένα (όπως πρόσφατα επισήμαναν οι Τσιπλάκου και Αλβανούδη) αποτυπώνεται ότι μια μανάβισσα είναι γυναίκα. Πράγματι, τα "βουλεύτρια" και "δικαστίνα" ξεσηκώνουν τόσο θόρυβο ενώ για επαγγέλματα κατώτερων τάξεων τα συμπεριληπτικά θηλυκά όπως μανάβισσα, δασκάλα, καντηλανάφτρα, κομμώτρια υπάρχουν εδώ και δεκαετίες, όπως και επαγγελματικοί όροι με περισσότερο κοινωνικό κύρος, όπως εκδότρια, επιμελήτρια, διευθύντρια, ανακρίτρια κ.τ.λ. Προφανώς η συμπερίληψη στο έμφυλο λεξιλόγιο ενοχλεί όταν αγγίζει τις τρεις εξουσίες: νομοθετικά (βουλεύτρια), εκτελεστική (πρωθυπουργίνα ή προεδρίνα) και δικαστική (δικαστίνα).

Σε τι έκταση χρησιμοποιείται συμπεριληπτική γλώσσα στον ακαδημαϊκό χώρο;

Φ.Π.: Σε πολύ μεγάλη και καλά κάνει, αλλά ο ακαδημαϊκός χώρος είναι πολλές φορές μια φούσκα την οποία χωρίζει από την κοινωνία ένα λεπτό αλλά πραγματικό τοίχωμα. Ωστόσο, ήδη από τον καιρό της γλωσσολόγου Θεοδοσίας Παυλίδου έχει γίνει πολλή δουλειά. Υπάρχουν μάλιστα τουλάχιστον δύο οδηγοί για τη συμπεριληπτική χρήση: ο οδηγός της Τσοκαλίδου του 1996 καθώς και ο "Οδηγός χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας στα δημόσια έγγραφα” των Γκασούκα και Γεωργαλλίδου του 2018, έκδοση της πάλαι ποτέ Γενικής Γραμματείας Ισότητας.

Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως "λάθος” τη χρήση των νέων τύπων; Υπάρχει κάποια διαφοροποίηση ως προς αυτό όταν μιλάμε για τη γραμματική (π.χ. ουδέτερο) και όταν μιλάμε για τη σημασία των λέξεων;

Φ.Π.: Σε γενικές γραμμές, δεν μπορούμε να "πιάσουμε” και να διαμορφώσουμε συνειδητά τη γραμματική, δηλαδή τον μηχανισμό που φτιάχνει λέξεις και προτάσεις. Μπορούμε και πρέπει να επιλέγουμε το λεξιλόγιό μας με βάση αρχές όπως η ισότητα, η ορατότητα, η συμπερίληψη και η δικαιοσύνη – αλλά στην περίπτωση της γραμματικής αυτό δεν μπορεί να συμβεί ή μπορεί να συμβεί μόνο προσωρινά και περιορισμένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αντωνυμίες neo, που στα αγγλικά θα αντικαθιστούσαν το επίκοινο he, δηλαδή τη χρήση του αρσενικού όταν δεν γνωρίζουμε ή όταν δεν μας αφορά το γένος ή όταν θέλουμε να συμπεριλάβουμε όλα τα γένη. Καμία από αυτές τις αντωνυμίες neo δεν επέζησε, ενώ επικράτησε το γραμματικώς κατάλληλο they, που χρησιμοποιούνταν ήδη από τον 16ο αιώνα με αυτόν τον τρόπο.

Στα ελληνικά υπάρχει η προσπάθεια να χρησιμοποιείται το ουδέτερο γένος ως επίκοινο, δηλαδή όταν δεν γνωρίζουμε ή όταν δεν μας αφορά το γένος ή όταν θέλουμε να συμπεριλάβουμε όλα τα γένη. Το γένος όμως είναι ένα χαρακτηριστικό της γραμματικής, άρα δεν μπορούμε να το "πιάσουμε” και να το διαμορφώσουμε συνειδητά.

Αφενός σε επίπεδο χρήσης, η επιβολή του ουδέτερου γένους αντικειμενοποιεί ή εκνηπιώνει. Σκεφτείτε πόσο προσβλητικοί ή και κακοποιητικοί ακούγονται όροι όπως μεταναστά, αλβανά, πακιστανά και πόσο υποτιμητικό ακούγεται το να αναφέρεται κανείς σε κάποιο άτομο ως π.χ. "το καημένο": αμέσως του αρνούμαστε την ικανότητα για αυτενέργεια, σαν να είναι πράγμα ή νήπιο. Αλλά ας πούμε ότι αυτό συν τω χρόνω θα μπορούσε ίσως να αλλάξει, όπως ελπίζουν πολλά άτομα που επενδύουν σε αυτού του είδους τον ακτιβισμό. Πέρα από τη χρήση, όσον αφορά την ίδια τη γραμματική, σκεφτείτε ότι ακόμα και στα αγγλικά το (έμψυχο) επίκοινο γένος σηματοδοτείται με το they και όχι με το it (την αντίστοιχη ουδέτερη αντωνυμία των ελληνικών).

Ειδικά στα ελληνικά τώρα, η χρήση του ουδετέρου ως επίκοινου είναι βαθιά προβληματική επειδή το ουδέτερο στη γλώσσα μας δεν είναι ποτέ έμψυχο. Αποτελεί μόνο γραμματικό γένος (που αποτελεί μια εσωτερική υπόθεση της γραμματικής) και ποτέ δεν αντανακλά το λεγόμενο φυσικό γένος (που δίνει πληροφορίες για το βιολογικό / κοινωνικό φύλο, π.χ. θεία, θείος). Με δυο λόγια, το ουδέτερο δεν μπορεί να αποτυπώσει το μη-έμφυλο έμψυχο. Σκεφτείτε, οι λέξεις κορίτσι και αγόρι σαφώς δηλώνουν έμψυχα έμφυλα όντα αλλά αυτό δεν αποτυπώνεται στο (καθαρά γραμματικό) ουδέτερο γένος τους, αντίθετα με τα εξίσου έμφυλα "κόρη" και "γιος".

Μπορεί η συμπεριληπτική γλώσσα να κανονικοποιηθεί μελλοντικά και στην ευρύτερη γλωσσική κοινότητα;

Φ.Π.: Βεβαίως, και πρέπει. Είπαμε ότι είναι ζήτημα δικαιοσύνης και ορατότητας.

Τι δύναμη μπορούν να έχουν αυτές οι αλλαγές στη γλώσσα; Αποτελούν περιορισμούς ή μπορούν όντως να φέρουν την αλλαγή εκτός του γλωσσικού πεδίου;

Φ.Π.: Ο γλωσσοκεντρισμός είναι προβληματικός σε όλα τα πεδία. Άραγε η αντικατάσταση των διάφορων υβριστικών όρων για τους Ρομά και η χρήση του Ρομ ή (έστω) του Τσιγγάνος, Τσιγγάνα ακόμα και εκ μέρους των ρατσιστών έχει φέρει την αλλαγή σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο; Η χρήση του όρου τρανς αντί για την πλειάδα των εξευτελιστικών όρων που βρίσκονταν σε χρήση έχει από μόνη της διαβρώσει την ετεροκανονική ιδεολογία; Σε καμία περίπτωση, απλώς λέμε μια "καλή" λέξη αντί για μια κακή λέξη και μετά μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε ρατσίσταροι ή τρανσφοβικοί. Ο γλωσσικός ακτιβισμός είναι αναγκαίος αλλά όχι ικανός. Έπεται η αποσυναρμολόγηση της ρητορικής του μίσους (ακόμα και όταν τηρεί τα προσχήματα ευπρέπειας), κατόπιν της ιδεολογίας και (τέλος) επιβάλλεται η επαναδιαπραγμάτευση των υλικών συνθηκών.

11/7/23

Η παρουσίαση του Μεταξύ νόησης και φωνής στον Κήπο του Μουσείου

Για το βιβλίο μίλησαν:

  • Γιώργος Κοτζόγλου Αναπληρωτής καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Αιγαίου
  • Δημήτρης Μιχελιουδάκης, Επίκουρος καθηγητής Γλωσσολογίας ΑΠΘ και ο συγγραφέας
  • Φοίβος Παναγιωτίδης, Καθηγητής Θεωρητικής Γλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Κύπρου

Συντόνισε η: Δανάη Κολτσίδα Διευθύντρια Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς



31/5/23

Κατσαρίδες, διάλεκτοι και περισπωμένες

Συζήτηση με τη Dariushka στη σειρά πόντκαστ της Αυτό σε τσιχλοφουσκί το έχετε; (εδώ κι εδώ, ενώ τη στηρίζετε κάνοντας μια συνδρομή εδώ).


Το επεισόδιο στο οποίο συζητάμε, με τίτλο Κατσαρίδες, διάλεκτοι και περισπωμένες, το ακούτε εδώ ή εδώ.

23/3/23

Μια συζήτηση για τη γλώσσα και τη γλωσσολογία


Zωντανή διαδικτυακή συζήτηση μαζί μου με αφορμή την επανάληψη του διαδικτυακού μου μαθήματος «Τι είναι γλώσσα; Από τη νόηση στη φωνή», που προσφέρθηκε το 2023 για τέταρτη φορά από τη διαδικτυακή πλατφόρμα Mathesis.