Σελίδες

19/11/12

Δάσκαλοι πολυτελείας;

Η δημιουργία από το μηδέν και ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον τόπο τις τελευταίες δύο δεκαετίες αποτελούν σταθμό στην ιστορία της Κύπρου. Ειδικότερα, με την ίδρυση και λειτουργία του, το Πανεπιστήμιο Κύπρου συνέβαλε στο να πάρουν μορφή και να αναπτυχθούν η πανεπιστημιακή ζωή και κοινότητα, υπηρετώντας για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου την επιστήμη και την ανώτατη παιδεία και συμβάλλοντας παράλληλα στην δημιουργία εγχώριου πολιτισμού και εμπειρογνωμοσύνης.

Τι γνωρίζει όμως η κοινωνία για το έργο των πανεπιστημιακών δασκάλων; Συχνά υπάρχει η εντύπωση ότι ένα μέρος της κοινωνίας έχει μάλλον ελλιπή εικόνα για τα καθήκοντα των πανεπιστημιακών, ενώ κυκλοφορεί η άποψη ότι οι πανεπιστημιακοί δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αναβαθμισμένη εκδοχή των λειτουργών της Μέσης Εκπαίδευσης. Ποια όμως είναι τα πραγματικά καθήκοντα των πανεπιστημιακών; Σε πόσα επίπεδα καλούνται καθημερινά να λειτουργήσουν;

Μέρος της καθημερινού φόρτου εργασίας ενός πανεπιστημιακού δασκάλου είναι τα διοικητικά καθήκοντα. Αυτά περιλαμβάνουν α) γραμματειακή δουλειά (ετοιμασία εσωτερικών σημειωμάτων, αλληλογραφία με υπηρεσίες και άλλα ιδρύματα κι οργανισμούς, επιμέλεια κειμένων, συλλογή πληροφοριών και παρουσίασή τους), β) την αναπόφευκτη συμμετοχή σε επιτροπές και διοικητικά όργανα και συμβούλια, γ) τον επωμισμό ευθυνών όπως ο συντονισμός τομέα, η προεδρία τμήματος, η δημιουργία και ο συντονισμός προγραμμάτων σπουδών. Παράλληλα, οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι αναλαμβάνουμε έναν αριθμό φοιτητών τους οποίους συμβουλεύουμε, καθοδηγούμε και στηρίζουμε ως ακαδημαϊκοί σύμβουλοι.

Από τα παραπάνω καθήκοντα δεν εξαιρείται κανείς, σε όποια βαθμίδα και αν βρίσκεται. Μάλιστα, την πληθώρα διοικητικών καθηκόντων του ειδικού διδακτικού προσωπικού, των λεκτόρων και των επίκουρων καθηγητών αντισταθμίζει η σοβαρότητα και ο χρονοβόρος χαρακτήρας των καθηκόντων που ανατίθενται σε αναπληρωτές και τακτικούς καθηγητές. Επιπλέον κανένας δεν αμείβεται παραπάνω για την εκτέλεση διοικητικών καθηκόντων, συμπεριλαμβανομένης και της υπεύθυνης και απαιτητικής συμμετοχής στη Σύγκλητο: μόνον οι πρόεδροι τμημάτων και οι κοσμήτορες σχολών δικαιούνται μείωση στις ώρες διδασκαλίας.

Σε καμμία περίπτωση η εκτέλεση των διοικητικών καθηκόντων δεν περιορίζεται, βεβαίως, στις τυπικά εργάσιμες ώρες και ημέρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ευθύνες που συνεπάγονται πολλά από τα διοικητικά καθήκοντα των πανεπιστημιακών είναι σημαντικές και με σοβαρές συνέπειες: τα διοικητικά κάθε άλλο παρά τυπικά ή αυτοματοποιημένα καθήκοντα είναι.

Και περνάμε στην έρευνα η οποία, σε επίπεδο αρχής τουλάχιστον, αποτελεί το πρώτιστο καθήκον των πανεπιστημιακών. Άλλωστε με βάση την έρευνα κατά κύριο λόγο αξιολογούνται και κρίνονται για το κατά πόσον θα προαχθούν στην επόμενη βαθμίδα ή όχι. Η έρευνα, είτε θεωρητική, είτε πειραματική, είτε εφαρμοσμένη, δεν είναι σε καμμία περίπτωση εύκολη υπόθεση. Χρειάζεται στην πράξη άπλετο χρόνο: τον χρόνο που απομένει από την προετοιμασία της διδασκαλίας, τα διοικητικά, τον ύπνο και την όποια προσωπική ζωή του πανεπιστημιακού. Επιπλέον, η έρευνα απαιτεί διαρκή ενημέρωση και παρακολούθηση όχι μόνον του κλάδου στον οποίο εξειδικεύεται ο πανεπιστημιακός ερευνητής αλλά και στους συναφείς κλάδους. Και, οπωσδήποτε, η έρευνα κάθε πανεπιστημιακού δεν αξιολογείται μόνο για σκοπούς ακαδημαϊκής ανέλιξης, παρά διαρκώς. Έτσι η αξιολόγησή της από συναδέλφους (peer reviewing) αποτελεί μέρος της ερευνητικής διαδικασίας, αξιολόγησή που κρίνει εάν θα δημοσιοποιηθεί και θα δημοσιευθεί ή όχι το προϊόν της έρευνας.

Η πειραματική και η εφαρμοσμένη έρευνα είναι εύκολο να γίνει κατανοητό γιατί αποτελούν πολύπλοκες και χρονοβόρες διεργασίες. Η θεωρητική έρευνα, αν και δε χρειάζεται εργαστήρια και πολύ τεχνικό εξοπλισμό, απαιτεί ωστόσο μελέτη και εξονυχιστική προσοχή και στη λεπτομέρεια αλλά και στο πώς το ερευνητικό έργο που παράγεται εντάσσεται στον κλάδο του. Πιο απλά: κανείς δεν πρόκειται να ακούσει μια ανακοίνωση ή να διαβάσει ένα άρθρο το οποίο απλώς διατυπώνει μια ενδιαφέρουσα ιδέα, εάν αυτή η ιδέα δεν ερμηνεύει ένα πραγματικό φαινόμενο, αν δεν είναι θεμελιωμένη λογικά και θεωρητικά και αν δε σχετίζεται με την υπόλοιπη έρευνα στον χώρο: αν δεν πάει την έρευνα, την επιστήμη και τη σκέψη λίγο παραπέρα, έστω και λίγο παραπέρα.

Ένα πανεπιστήμιο χωρίς φοιτητές δεν έχει λόγο ύπαρξης. Και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι αντιλαμβάνονται ότι παραμένουν δάσκαλοι που απευθύνονται σε σπουδαστές ανώτατου επιπέδου, παρά την ποικιλία και σοβαρότητα των πολυσχιδών καθηκόντων τους. Αυτό ακριβώς αποτελεί κι έναν λόγο για τον οποίο η σύγκριση των ωρών διδασκαλίας ενός πανεπιστημιακού με αυτές των συναδέλφων τους που υπηρετούν στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι άνευ περιεχομένου: ο πανεπιστημιακός δάσκαλος πρέπει να παραμένει ενεργός ερευνητής, διδασκαλία και έρευνα πρέπει να παραμένουν συγκοινωνούντα δοχεία. Επίσης, τα μαθήματα που διδάσκει ο πανεπιστημιακός πρέπει να ανανεώνονται διαρκώς. Αυτό συνεπάγεται ότι προϊόν της διδασκαλίας δεν είναι το γνωστό σε πολλούς εγχειρίδιο ή βιβλίο ή οποιαδήποτε μεμονωμένη πηγή γνώσης. Απεναντίας, αντικείμενο της πανεπιστημιακής διδασκαλίας είναι η γνώση που προκύπτει από την ίδια την έρευνα του δασκάλου-ερευνητή καθώς και η δυνατότητά του να μελετά συνεχώς την καινούργια γνώση που παράγεται διεθνώς στο αντικείμενο του. Για πολλούς πανεπιστημιακούς δασκάλους, εργαστήριο και διδασκαλία είναι μη διακριτοί χώροι καθώς συχνά αυτό που διδάσκεται είναι αυτό που παράγεται στο εργαστήριο αλλά και αντίστροφα. Έτσι, η διαλεκτική σχέση του πανεπιστημιακού δασκάλου με τους φοιτητές συχνά οδηγεί στην παραγωγή έρευνας της οποίας η ιδέα προκύπτει μέσα από την διδασκαλία.

Σε τελική ανάλυση, στόχος κάθε πανεπιστημιακού δασκάλου δεν είναι μόνο να μεταδώσει γνώσεις αλλά κυρίως να δώσει εργαλεία στους φοιτητές που θα τους επιτρέψουν να δημιουργήσουν τις δικές τους γνώσεις και να σταθούν κριτικά απέναντι σε αυτές. Αυτό το πολύπλοκο εκπαιδευτικό προϊόν, που αποτελεί ιδιαιτερότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, δεν μπορεί να προκύψει εάν από την ιδιότητα του πανεπιστημιακού δασκάλου αφαιρέσει κανείς της ιδιότητα του πανεπιστημιακού ερευνητή.

Τα πανεπιστήμια τέλος δεν είναι και δεν μπορούν να είναι οργανισμοί αποξενωμένοι από την κοινωνία. Ιδιαίτερα τα δημόσια πανεπιστήμια έχουν στον πυρήνα της ταυτότητάς τους την προϋπόθεση ότι προκύπτουν από την κοινωνία και προορίζονται για την κοινωνία. Είναι φυσικά θεμιτή η κριτική που ασκείται από πολίτες και φορείς ενός τόπου, ειδικά όταν η κοινωνία διψά για τεκμηριωμένες, επιστημονικές παρεμβάσεις των πανεπιστημιακών δασκάλων ήδη από τα πρώτα κιόλας στάδια της δημιουργίας του δημόσιου πανεπιστημίου. Καθώς όμως τα δημόσια πανεπιστήμια του τόπου οδεύουν προς την ενηλικίωση τους και στη δημιουργία μιας κρίσιμης μάζας, μιας κοινότητας αποφοίτων, δασκάλων κι επιστημόνων, η κοινωνία ολοένα και περισσότερο γεύεται την έκφραση πανεπιστημιακού λόγου και τη συμμετοχή των πανεπιστημιακών στα κοινά: με διαλέξεις στα ελεύθερα πανεπιστήμια του τόπου, με συμμετοχή πανεπιστημιακών σε τεχνοκρατικές επιτροπές, με διοργάνωση υψηλού επιπέδου επιστημονικών συνεδρίων, με αξιοποίηση ακαδημαϊκών σε πολιτειακά αξιώματα, με παραγωγή πρωτογενούς πολιτισμού και πολιτιστικού προϊόντος, με αρθρογραφία στον τύπο και με δημόσια έκφραση κριτικής και απόψεων για σημαντικά ζητήματα του τόπου. Ορθά η κοινωνία έχει θέσει ψηλά τον πήχη για την σχέση μεταξύ πανεπιστημίου και κοινωνίας. Και οι πανεπιστημιακοί του τόπου μας ανταποκρίνονται σε αυτό το κάλεσμα κατανοώντας τις προσδοκίες αυτές.

Κανείς πανεπιστημιακός δάσκαλος δε θα παραπονιόταν στον καρδιολόγο του ότι για μια εξέταση μισής ώρας και τη συνακόλουθη διάγνωση τον χρεώνει όσα ο ίδιος βγάζει σε 1-2 μέρες. Ο γιατρός είναι φορέας γνώσης και εξειδίκευσης, ενώ σπούδασε πολλά χρόνια ώστε να βρεθεί σε θέση να κάνει τη διάγνωσή του. Αντίστοιχα, μια κοινωνία η οποία για περίπου τρεις δεκαετίες αφότου απαλλάχθηκε από τον αποικιακό ζυγό στερήθηκε την παρουσία και τη λειτουργία ενός εγχώριου πανεπιστημίου, πρέπει να έχει επίγνωση ότι οι εργάτες του, εργάτες του ευ ζην, δάσκαλοι και ερευνητές, εργάζονται χωρίς ωράριο και χωρίς αργίες για την προκοπή της κοινωνίας αυτής και για την ανάδειξή της σε όσα κάνουν τους ανθρώπους και τις κοινωνίες να ξεχωρίζουν.

Ταυτόχρονα, η κυπριακή κοινωνία έχει κάθε δικαίωμα να απαιτεί υψηλά επίπεδα λειτουργίας των δημόσιων πανεπιστημίων της χώρας. Άλλωστε, αποτελούν περιουσία και επένδυση της ίδιας της κοινωνίας, των φορολογούμενων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή όμως, όπως συχνά επιβεβαιώνουν διεθνείς αξιολογητές, κριτές επιστημονικών επιθεωρήσεων, ακαδημαϊκοί σημαντικών πανεπιστημίων του εξωτερικού και ευρωπαϊκοί μηχανισμοί χρηματοδότησης, οι Κύπριοι φορολογούμενοι μπορούν να είναι και υπερήφανοι για το πρώτο δημόσιο πανεπιστήμιο της χώρας.

[Γραμμένο μαζί με τον Παναγιώτη Σταυρινίδη. Δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο της 18ης Νοεμβρίου 2012]   

6/2/12

«Ευελφάλεια» εκ του πονηρού

Η αλλόκοτη λέξη μού κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον. Ισως είναι η πρώτη φορά στα ελληνικά πράγματα που χρησιμοποιείται αμάλγαμα ως πολιτικός όρος. Βεβαίως έχουνε προηγηθεί παιδικά ανέκδοτα, που ωραιότατα παραδειγματίζουν τι είναι αμάλγαμα, για το προγατάκι (από το πρόβατο+γατάκι), τον τσιγκουίνο (από το τσίγκος+πιγκουίνος), το καρχαρίνι (από το καρχαρίας+καναρίνι), τη φεταλούδα (από το φέτα+πεταλούδα) κ.λπ. Επίσης υπάρχουν αμαλγάματα πιο ενήλικου προσανατολισμού, σαν αυτά που παραθέτει το www.slang.gr ή ο Λ. Καλοβυρνάς στο Πλαθολόγιό του.

Το ενδιαφέρον της ευελφάλειας βρίσκεται και στην πρωτιά του, αλλά και ότι είναι αμάλγαμα μοναδικά κακόηχο και κακοχυμένο. Αυτό δεν οφείλεται στους ίδιους τους φθόγγους ή στον συνδυασμό τους αλλά στο ότι η λέξη είναι κακοσχηματισμένη γραμματικά. Ενώ υποτίθεται ότι «ευελφάλεια» είναι η ευέλικτη ασφάλεια, είναι πολύ δύσκολο για τον φυσικό ομιλητή της ελληνικής να το αντιληφθεί αυτό χρησιμοποιώντας μόνο τη γλωσσική του ικανότητα, την υπόρρητη γνώση του της γλώσσας. Αυτή η δυσκολία οφείλεται τουλάχιστον στον εξής λόγο:

Αντίθετα με λ.χ. το προγατάκι ή τη φεταλούδα, στην ευελφάλεια δεν συμφύρονται μια ρίζα, όπως πρόβατ-ο και φέτ-α, με μια λέξη (γατάκι ή πεταλούδα). Αντίθετα, στην ευελ-φάλεια, από την ευ-ελιξ-ία συμπεριλαμβάνεται το πρόθημα ευ- και προστίθενται οι δύο πρώτοι φθόγγοι της αυθαίρετα διχοτομημένης ρίζας, ενώ από την ασφάλ-εια προσαρτώνται πάλι αυθαίρετα οι τρεις τελευταίοι φθόγγοι του ασφάλ-. Αποτέλεσμα: ένα γραμματικό τέρας του Φρανκενστάιν που καταστρατηγεί τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας και το γλωσσικό αίσθημα του φυσικού ομιλητή της.

Ως θεωρητικός γλωσσολόγος θα σταματούσα εδώ. Ωστόσο, αναρωτήθηκα γιατί κάποιος να μπει στον κόπο να συμπήξει ένα τόσο κακοσχηματισμένο αμάλγαμα. Ηθελε άραγε να αποδώσει μονολεκτικά το αμερικανικό flexicurity για λόγους λιτότητας; Δε θα πειθόμουν: μάλλον σε βερμπαλισμό και ακυρολεξίες μας έχουνε συνηθίσει οι πολιτικοί μας, παρά σε φιλότιμες προσπάθειες να λακωνίσουν. Ο λόγος που σκαρώθηκε το «ευελφάλεια» βρίσκεται αλλού: είναι ευφημισμός.

Διάφοροι φορείς, με προφανέστερους αλλά όχι μοναδικούς την ιδεολογία και τη διαφήμιση, καταχρώνται τον ευφημισμό ως μηχανισμό για να πουν μισές αλήθειες, δηλαδή ψέματα, αφού η απόκρυψη συναφούς μέρους της αλήθειας αποτελεί ψέμα. Πιο αναλυτικά: όταν προσπαθώ με τον ευφημισμό να συσκοτίσω μέρος των συμφραζομένων με πρόθεση να μην τα αντιληφθεί και να μην τα εξετάσει ο ακροατής μου, τότε ψεύδομαι. Ετσι, ο όρος «παράπλευρες απώλειες» (από το αγγλικό «collateral damage») θα δήλωνε όσα αφανίζονται γύρω από έναν στρατιωτικό στόχο («παραπλεύρως») όταν αυτός πλήττεται. Ωστόσο, η αμερικανική στρατιωτική μηχανή προπαγάνδας τον πρωτοχρησιμοποίησε για να περιγράψει όχι, λόγου χάρη, το οδόστρωμα ή τα γήπεδα γύρω από στρατιωτικές εγκαταστάσεις του εκάστοτε εχθρού της, αλλά ανθρώπους, και μάλιστα αμάχους. Φυσικά οι περισσότεροι έχουμε πια ανακωδικοποιήσει τον όρο «παράπλευρες απώλειες» ως «θύματα μεταξύ αμάχων», όμως η ηπιότερη συνδήλωσή της (λόγω και του ότι δεν περιέχει λέξεις όπως «θύμα» ή «άμαχος») την καθιστά μιας μορφής ψέμα.

Ετσι ένας ευφημισμός όπως «ευέλικτη ασφάλεια» σύντομα θα γινόταν αντιληπτός ως τέτοιος, κατά το «παράπλευρες απώλειες», και λόγω της υποκριτικής χρήσης του επιθέτου «ευέλικτος», αντί λ.χ. του ακριβέστερου «μερική». Το πακετάρισμα (προκρούστειο, έστω) των δύο όρων στο «ευελφάλεια» πιθανόν εκφράζει την επιθυμία του δημιουργού του να κατασκευάσει έναν όρο καινούργιο, αδιαφανή και χωρίς καθόλου συνδηλώσεις, να πάει πέρα από τον ευφημισμό και προς την κατεύθυνση της συσκότισης. Είναι πράγματι ίδιον των δογματικών ιδεολογιών (κομμουνισμού, νεοφιλελευθερισμού κ.λπ.) να φροντίζουν να επινοούν όρους νεολογικούς ή αρκούντως αδιαφανείς ώστε να ονομάζουν την πραγματικότητα κατά βούληση, ελπίζοντας να την ποδηγετήσουν. Μόνο που στην περίπτωση του «ευελφάλεια», το αμάλγαμα είναι σκάρτο και από γραμματική άποψη.

Ευχαριστώ την Π. Σουλτάτου για τα σχόλιά της.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής της 5ης Φεβρουαρίου 2012]