Σελίδες

7/10/07

Η μαγική εικόνα

Ένας γνωστός μου από την Ελλάδα που επισκέφτηκε την Κύπρο τον Ιούλιο με ρώτησε τι σημαίνει η πινακίδα «Απαγορεύεται η διακίνηση πεζών στον αυτοκινητόδρομο». Παρότι είναι φυσικός ομιλητής της ελληνικής, δεν ήταν εξοικειωμένος με τα ελληνικά της Κύπρου. Και δεν εννοώ την κυπριακή ελληνική διάλεκτο, παρά τα ντόπια επίσημα ελληνικά, τα ντόπια ‘καλαμαρίστικα’, δηλαδή αυτά που χρησιμοποιεί το κυπριακό κράτος και τα κυπριακά μέσα ενημέρωσης.

Διακίνηση, με και χωρίς διακινητή

Για ποιον λόγο τράβηξε η συγκεκριμένη πινακίδα την προσοχή του Γιώργου; (ο γνωστός μου, που λέγαμε). Η απάντηση είναι ότι στην κοινή νεοελληνική όπως μιλιέται στην Ελλάδα, το ουσιαστικό ‘διακίνηση’ προϋποθέτει την ύπαρξη ενός εξωτερικού δράστη, κάποιου που κάνει τη διακίνηση – ενός ‘διακινητή’, σαν να λέμε. Αναφερόμαστε λοιπόν στη ‘διακίνηση ναρκωτικών’ επειδή κάποιος μεσάζοντας, ο διακινητής, τα μεταφέρει και τα προωθεί από την παραγωγή στην κατανάλωση. Μιλάμε για (ελεύθερη ή απρόσκοπτη) διακίνηση ιδεών επειδή κάποιος διακινητής, ο δημοσιογράφος, συγγραφέας ή ακτιβιστής, τις κυκλοφορεί. Για τους ομιλητές της νεοελληνικής γλωσσικής ποικιλίας όπως μιλιέται στην Ελλάδα, η ‘διακίνηση πεζών’ ή η ‘διακίνηση σκύλων’ θα εξυπάκουε οπωσδήποτε κάποιον διακινητή, ο οποίος θα μετέφερε τους πεζούς ή τους σκύλους – πράγμα παραδοξολογικό. Σε αυτή τη γλωσσική ποικιλία όταν ο εξωτερικός δράστης, ο ‘διακινητής’, δεν υπάρχει ή δε χρειάζεται, θα χρησιμοποιούνταν το ουσιαστικό ‘διέλευση’, ‘κυκλοφορία’ ή κάποιο παρόμοιο – τέλος πάντων, ένα ουσιαστικό που δε θα υπαινίσσεται την παρουσία εξωτερικού δράστη.

Σήμερα όμως η πρόθεσή μου δεν είναι να επισημάνω ένα γλωσσικό λάθος, όπως έκανα στηλιτεύοντας τα σχεδόν κορακίστικα ‘να δεκτώ’ και ‘δέκτηκε’ στο άρθρο μου στις 22 Ιουλίου. Απεναντίας, θέλω να επιστήσω την προσοχή σας σε ένα πολύ σημαντικό αλλά παραγνωρισμένο θέμα: στο γλωσσικό τοπίο της ελληνόφωνης Κύπρου και στη μελέτη του. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο λόγος που το ‘διακίνηση πεζών’ είναι αποδεκτό στην κοινή νεοελληνική όπως χρησιμοποιείται στην Κύπρο (μια ποικιλία που έχουνε περιγράψει και μελετήσει οι Α. Παναγιώτου, Α. Αρβανίτη και Μ. Καρυολαίμου) είναι γιατί το ‘διακίνηση’ δεν εξυπακούει εξωτερικό δράστη, ‘διακινητή’, αντίθετα με την κοινή νεοελληνική όπως χρησιμοποιείται στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια απλή διαφορά στο λεξιλογικό ρεπερτόριο των δύο ποικιλιών. Άλλες διαφορές εντοπίζονται στη χρήση του παρακειμένου, σε κάποιες προφορές, και σε πολλούς όρους όπως ‘αφυπηρετώ’ και ‘συνταξιοδοτούμαι’, ‘φώτα (τροχαίας)’ και ‘φανάρια’, ‘έντιμος (υπουργός)’ και ‘αξιότιμος (υπουργός)’ και άλλα πολλά. Τονίζω για άλλη μια φορά ότι εδώ δε συζητάμε τις διαφορές μεταξύ της κυπριακής ελληνικής (της διαλέκτου) και της κοινής, αλλά για διαφορές μεταξύ της κοινής της Κύπρου (όπου ανήκει λ.χ. το ‘αφυπηρετώ’) και της Ελλάδας (όπου θα λέγαμε ‘συνταξιοδοτούμαι’).

Γλωσσική διτυπία;

Η διαφορές μεταξύ λέξεων όπως ‘διακίνηση’ (Ελλάδας) και ‘διακίνηση’ (Κύπρου) αποτελούν απλώς πινελιές σε μια εικόνα πολύ σύνθετη, τη γλωσσική εικόνα της ελληνόφωνης Κύπρου. Πρόκειται για ένα ζήτημα με το οποίο έχουν ασχοληθεί εκτενώς και συστηματικά οι περισσότεροι γλωσσολόγοι που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο, φωτίζοντας σε βάθος τη γλωσσική κατάσταση στο νησί. Αλλά ας εξετάσουμε την εικόνα αυτή από την αρχή, προσπαθώντας να διακρίνουμε τα βασικά της χαρακτηριστικά, τις αδρές γραμμές της.

Για τους περισσότερους μη ειδικούς, η κυπριακή διάλεκτος της ελληνικής, τα κυπραίικα, απλώς κείται αντιθετικά προς την κοινή νεολληνική, τα καλαμαρίστικα. Όταν λέω «αντιθετικά», το εννοώ με δύο τρόπους: Πρώτον, ότι η κυπριακή και η κοινή υπάρχουν δομικά και λεξιλογικά ως δύο γλωσσικές ποικιλίες ξεχωριστές και ξεκάθαρα διαφορετικές – όπως τα ιταλικά και τα ισπανικά, λόγου χάρη. Έτσι, ο μέσος Ελληνοκύπριος αντιλαμβάνεται ότι το ‘δε(ν) θα το πάρω’ και το ‘τα έφεραν / τα φέραν(ε)’ είναι καλαμαρίστικα, ενώ το ‘έθθα το πκιά(σ)ω’ και το ‘εφέραν τα’ είναι κυπραίικα. Δεύτερον, οι δύο ποικιλίες γίνονται αντιληπτές από τους ομιλητές σαν να επιτελούν εντελώς διαφορετικές λειτουργίες και σαν να χρησιμοποιούνται για τελείως διαφορετικούς σκοπούς και σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Στην κοινωνιογλωσσολογία λέμε σε αυτές τις περιπτώσεις ότι επικρατεί ένα καθεστώς διτυπίας ή διφυίας (diglossia), όπως ίσχυε στην Ελλάδα τον καιρό που η καθαρεύουσα είχε τον χαρακτήρα επίσημης γλώσσας. Συνεπώς, ο μέσος Ελληνοκύπριος φρονεί πως τα καλαμαρίστικα χρησιμοποιούνται σε δημόσια, επίσημα και ‘σοβαρά’ περιβάλλοντα ενώ τα κυπραίικα σε ιδιωτικές, ανεπίσημες και πιο οικείες περιστάσεις.

Την αντίληψη ότι στην Κύπρο επικρατεί διτυπία / διφυία τροφοδοτεί και η στάση της κρατούσας ιδεολογίας απέναντι στη χρήση αλλά και την ίδια την ύπαρξη της διαλέκτου. Αυτή η στάση κυμαίνεται από επεικώς αμήχανη, όπως στο ζήτημα της τυποποίησης των τοπωνυμίων της Κύπρου, έως και εχθρική, όπως όταν απαγορεύει κάθε χρήση της διαλέκτου μέσα στη σχολική τάξη – ενδεχομένως γιατί η χρήση θα προκαλούσε σύγχυση στους μαθητές κατά τη γνώμη κάποιων ιθυνόντων, ίσως άμοιρων γλωσσολογικής ή ψυχολογικής παίδευσης. Εν πάση περιπτώσει, και για ιδεολογικούς λόγους, οι δυο ποικιλίες γίνονται τελικά αντιληπτές ως ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Σχετικά υπενθυμίζω ότι στο πρώτο άρθρο που έγραψα ειδικά για αυτή τη στήλη, τον Μάιο του 2006, παρέθεσα τη γνώμη ντόπιου λογίου ότι πρέπει «να περιορίζεται η χρήση της [διαλέκτου] ώστε σε εκατό, ας πούμε, χρόνια να έχει απομείνει μόνο μια ντόπια χαρακτηριστική προφορά» ώστε να αποφευχθεί η «δια παντός αποκοπή των Κυπρίων από το σώμα του Ελληνισμού». Αναρωτιέται πάντως κανείς εάν το ενδεχόμενο αυτής της «αποκοπής» έχει πια νόημα ή και εάν η «αποκοπή» αυτή είναι πια εφικτή.

Οι πολλές γλωσσικές ποικιλίες της Κύπρου

Αυτό το αυστηρό αντιθετικό σχήμα διτυπίας / διφυίας με την κοινή (τα καλαμαρίστικα) από τη μια μεριά και τη διάλεκτο (τα κυπραίικα) από την άλλη υπονομεύεται αμέσως από την ύπαρξη μιας κοινής νεοελληνικής στην Κύπρο ελαφρώς διαφορετικής από αυτήν της Ελλάδας. Όπως επισημαίνει η γλωσσολόγος Μαριλένα Καρυολαίμου, η κατάσταση αυτή μάς φέρνει στον νου την πολυκεντρική κατάσταση που επικρατεί με την αγγλική γλώσσα, η οποία διαθέτει διάφορες επίσημες εκδοχές: την αμερικανική, τη βρετανική, την αυστραλιανή κ.ο.κ.

Ακόμα περισσότερο, η αντίληψη ότι στην Κύπρο επικρατεί διτυπία / διφυία διαψεύδεται και από τις γλωσσικές πρακτικές των ίδιων των ομιλητών. Όποιες και αν είναι οι στάσεις και γνώμες τους για το θέμα, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων αναμιγνύει στην καθημερινή χρήση τις ποικιλίες. Σε επίπεδο λιανικής, όπως διαπίστωσε σε πρόσφατη έρευνά της η γλωσσολόγος Σταυρούλα Τσιπλάκου, κοντά στα «αμιγή» ‘έθθα το πκιά(σ)ω’ και ‘εφέρασιν τα’ ακούγονται και πολλά ενδιάμεσα όπως ‘δε θα το πκιάσω’, ‘τα εφέρασι’ και ούτω καθεξής. Επιπλέον, περνώντας στην χοντρική, κάθε άλλο παρά σαφή διαχωριστικά όρια υπάρχουν στις χρήσεις (ντόπιας) κοινής και διαλέκτου: έχω συμμετάσχει σε επίσημες συσκέψεις σχεδιασμού προγραμμάτων που «έλαβαν χώρα» αποκλειστικά σε ένα αγγλο-ελληνοκυπριακό ιδίωμα και έχω ακούσει συζητήσεις σε διπλανά τραπέζια σε γνωστό καφέ μεταξύ δημοσίων (εννοώ «κυβερνητικών») υπαλλήλων σε άπταιστη ντόπια κοινή (για αυτά τα θέματα υπάρχει και η σημαντική έρευνα της Ελισάβετ Σίβας). Τέλος, έχω διανοούμενους διαλεκτόφωνους γνωστούς που δε θυμάμαι να έχουνε καλαμαρίσει ποτέ...

Αυτή η ανάμιξη των ποικιλιών, λιανική και χοντρική, δε συνεπάγεται φυσικά την ύπαρξη μιας γλωσσικής σούπας στην ελληνόφωνη Κύπρο. Οπωσδήποτε υφίσταται η λεγόμενη «αστική κυπριακή», η μορφή της κυπριακής διαλέκτου σε χρήση από τους κατοίκους κυρίως των πόλεων και όπως διαμορφώθηκε μετά το 1974. Υπάρχουν ακόμα οι ντόπιες ποικιλίες της κυπριακής ελληνικής διαλέκτου (π.χ. Πάφου, Κοκκινοχωρίων, Καρπασίας) και οι ομιλητές τους. Είδαμε πώς μαρτυρείται και η χρήση μιας ντόπιας εκδοχής της κοινής νεοελληνικής. Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν δε μετρήσει κανείς τις υπό διαμόρφωση ποικιλίες των Ποντίων και άλλων μεταναστών, η εικόνα που σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας είναι τωόντι πιο σύνθετη από μια ξεκάθαρη διτυπική κατάσταση όπου κοινή και διάλεκτος συνυπάρχουν πλάι-πλάι και με σαφώς καθορισμένες λειτουργίες η καθεμία.

Οι Ελληνοκύπριοι ομιλητές σε πραγματικές συνθήκες επικοινωνίας επιλέγουν ανά πάσα στιγμή, μέσα από μια υποσυνείδητη δημιουργική διαδικασία, προφορές, τύπους, δομές και λέξεις από όλες τις ποικιλίες που τυχαίνει να γνωρίζουν: την κοινή της Κύπρου, την αστική κυπριακή ή και κάποια τοπική ποικιλία, αλλά και τα αγγλικά ή και την κοινή της Ελλάδας, και παράγουν προφορικά (κυρίως) κείμενα τα οποία με δυσκολία θα μπορούσαν να ταξινομηθούν αυστηρά σε μια από τις παραπάνω κατηγορίες.

Βλέποντας αυτή την εικόνα αλλιώς, χάρη στην πρόσβαση του μέσου Ελληνοκύπριου σε παραπάνω από μία νοητική γραμματική, σε κάθε επικοινωνιακό γεγονός παράγει δυναμικά λόγο με χαρακτηριστικά που δεν ανήκουν αποκλειστικά σε καμμιά από αυτές, παρά σε όλες τους.

(Ευχαριστώ θερμά τη Μαριλένα Καρυολαίμου για την πολύτιμη συνεισφορά της στο σημερινό άρθρο).

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 7ης Οκτωβρίου 2007]