Σελίδες

18/7/10

Γλωσσική κατάκτηση και κοινωνικός αποκλεισμός στο Γκάζι

Πριν λίγο καιρό η Τίνα Σταύρου των Δρόμων Ζωής μου μιλούσε για το αθόρυβο και ζωτικό έργο της εθελοντικής οργάνωσης, που ασχολείται με τα παιδιά από τη Θράκη που ζουνε στο Γκαζοχώρι. Ενώ συζητούσαμε, μου είπε για μια αξιοσημείωτη αλλαγή που συνέβη στη γειτονιά τα τελευταία χρόνια. Δε μιλάμε φυσικά για τη μετατροπή της γειτονιάς από άβατη φτωχογειτονιά σε μέγα διασκεδαστήριο, αλλά για ένα φαινόμενο πολύ πιο καθοριστικό για τη ζωή των κατοίκων της: ένα φαινόμενο όπου η πολιτική συναντάει τη γλωσσική ανάπτυξη.

Προτού προχωρήσω στην ουσία, μια διευκρίνιση για τους τύπους: η μειονότητα που ζούσε κι ακόμα ζει στο Γκαζοχώρι μιλάει τούρκικα και προέρχεται από τη Θράκη. Αντιλαμβάνομαι ότι από τη δεκαετία του ’80 και μετά γίναμε στην Ελλάδα θιασώτες των τύπων και των διατυπώσεων της συνθήκης της Λωζάννης, οπότε είτε ονομάζουμε τους μειονοτικούς της Θράκης αποκλειστικά «μουσουλμάνους», είτε διυλίζουμε τον κώνωπα σχετικά με την εθνοτική σύνθεση της μειονότητας (κατά το τριμερές σχήμα Τούρκοι-Πομάκοι-Ρομ), είτε καταφεύγουμε σε άλλους πατερναλιστικούς όρους. Θα παραμερίσω όλα τα παραπάνω γιατί συνιστούν μορφές εθελοτυφλίας, γλωσσικής αδικίας ή και γλωσσικής καταστολής (αφου ασκούμε εξουσία σε ό,τι ονομάζουμε μονομερώς).

Όταν λοιπόν το κουλ Γκάζι ήταν απλώς το Γκαζοχώρι, τα μικρά παιδάκια από τη Θράκη μιλούσαν τη μητρική, και γλώσσα της κοινοτητάς τους, τουρκική αλλά και ελληνικά, τα οποία μάθαιναν από τη συναναστροφή τους με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Η συναναστροφή αυτή συντελούνταν και στην προσχολική ηλικία, σε μια παιδική χαρά στην οδό Βουτάδων, και στο δημοτικό σχολείο.

Δύο γεγονότα άλλαξαν αυτή την κατάσταση: η παιδική χαρά αντικαταστάθηκε από το αναίτια θηριώδες ορθομαρμαρωμένο μαυσωλείο που λειτουργεί ως ο σταθμός του Κεραμεικού. Έτσι μειώθηκαν δραματικά οι ευκαιρίες κοινωνικής (και άρα γλώσσικής) επαφής με ελληνόφωνα παιδακια. Παράλληλα, τα όρια της περιφερείας του δημοτικού σχολείου στο Γκάζι συρρικνώθηκαν, με αποτέλεσμα οι μαθητές του σχολείου να είναι πια στη συντριπτική πλειοψηφία τους τουρκόπουλα. Έτσι, τα παιδιά του σχολείου έχουνε πια πολύ λιγότερες ώρες επαφής με τα ελληνικά εκτός μαθήματος.

Το αποτέλεσμα είναι ότι τα μικρότερα τουρκόπουλα στο Γκάζι, οι καινούργιες γενιές, μιλάνε πια λιγότερα και ατελέστερα ελληνικά, πράγμα το οποίο επηρεάζει τη σχολική τους επίδοση, πράγμα το οποίο επηρεάζει τις μελλοντικές προοπτικές τους και την κοινωνικοποίησή τους έξω από την κοινότητά τους – με ό,τι αυτά συνεπάγονται.

Στην πράξη λοιπόν βλέπουμε τις συνεπειες ενός εμπειρικά θεμελιωμένου κοινού τόπου στη Γλωσσολογία: κατακτούμε με ευκολία και ευχέρεια (και) τη γλωσσική ποικιλία που μιλούν οι συνομήλικοί μας όταν είμαστε περίπου 4 με 10 ετών. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης νόησης και βιολογίας: μέσα σε μια κρίσιμη ηλικία εντυπωνόμαστε (και) τη γλωσσική ποικιλία των συνομηλίκων, όχι μόνον των γονέων μας.

Όταν λοιπόν κάποιοι συνομήλικοι αυτών των παιδιών μιλούσαν ελληνικά, τα τουρκόπουλα στο Γκάζι κατακτούσαν τη γλώσσα και γινόντουσαν δίγλωσσα, όπως π.χ. τα παιδιά μεταναστών ανά τον κόσμο, που κατακτούν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής ξεπερνώντας τους γονείς τους σε γλωσσική ικανότητα. Λιγότερα ελληνόφωνα παιδιά στον κοινωνικό περίγυρο των παιδιών αυτών στην προσχολική και στην πρώτη σχολική ηλικία συνεπάγεται την αποτυχία τους να κατακτήσουν την ελληνική σε επίπεδο μητρικής ή σχεδόν μητρικής γλώσσας. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι προφανή.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ Αφορμής της 18 Ιουλίου 2010]