Σελίδες

23/3/08

Κενά μνήμης: ο Σαίκσπηρ, τα νήπια και οι κανόνες

Την προηγούμενη φορά είδαμε πώς οι μορφολογικοί κανόνες σχηματισμού, για παράδειγμα, του παρελθοντικού χρόνου αναλαμβάνουν δράση όταν δεν ανευρίσκεται κάποιος αποθηκευμένος τύπος. Σήμερα θα δούμε δύο εμπειρικές συνέπειες αυτής της συμβιωτικής σχέσης μεταξύ απομνημόνευσης και μορφολογικών κανόνων.

Η ιστορία των κανόνων

Είδαμε επίσης ότι η ύπαρξη των ανώμαλων τύπων (όπως το ‘είδα’ ως αόριστος του ‘βλέπω’ στα ελληνικά ή παραδείγματα όπως bring-brought, feel-felt, write-wrote, make-made κτλ. στα αγγλικά) εξαρτάται τελικά από την συχνότητά τους, από το πόσο κοινοί είναι. Με άλλα λόγια: τύποι όπως το ‘είδα’ ή το ‘brought’, παρότι είναι πολύ διαφορετικοί από τα ‘βλέπω’ και ‘bring’, είναι πολύ συχνοί στον λόγο. Έτσι, επαναλαμβάνονται τακτικά, τους ακούμε συχνά και είναι εύκολο να τους απομνημονεύσουμε.

Τι συμβαίνει όμως εάν ένας τύπος γίνει με το πέρασμα του χρόνου λιγότερο συχνός; Τι γίνεται όταν ένα ρήμα, λ.χ., πέφτει σε δημοτικότητα με το πέρασμα του χρόνου; Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η τύχη του ρήματος slay στα αγγλικά. Το ρήμα αυτό στο πρώτο μισό της προηγούμενης χιλιετίας, μέχρι και τα χρόνια του Σαίξπηρ, σήμαινε απλώς ‘σκοτώνω’ – από κοτόπουλα μέχρι ιππότες. Ήτανε συνεπώς ένα πολύ κοινό ρήμα. Σταδιακά όμως αντικαταστάθηκε από το ρήμα kill. Σήμερα το slay χρησιμοποιείται σπανιότατα, με λόγια συμφραζόμενα ή σε λογοτεχνίζον ύφος, ως κάτι αντίστοιχο του ‘φονεύω’ στα ελληνικά.

Ένα πολύ ενδιαφέρον πρόχειρο πείραμα είναι να ρωτήσει κανείς φυσικούς ομιλητές της αγγλικής ποιος είναι ο παρελθοντικός τύπος του slay. Κάποιοι διστάζουν για λίγο (ιδίως άμα έχουν φιλολογικές περγαμηνές ή αξιώσεις), οι πιο πολλοί όμως απαντούν ‘slayed’, εφαρμόζουν δηλαδή τον κανόνα του /d/, αφού δεν ανευρίσκουν κάποιον απομνημονευμένο ‘ανώμαλο’ τύπο. Ωστόσο, το slay, τον καιρό που ήταν ο βασικός τρόπος να πεις «σκοτώνω», διέθετε τον δικό του ανώμαλο παρελθοντικό τύπο: slew. Γιατί λοιπόν δεν επιβίωσε το slew και γιατί ο παρελθοντικός του slay παράγεται πλέον με τον μορφολογικό κανόνα; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: όσο λιγότερο χρησιμοποιούνταν το slay, τόσο λιγότερο άκουγε κανείς το slew, τον παρελθοντικό του. Η συχνή επανάληψη του τύπου, προϋπόθεση απομνημόνευσης, δεν υφίστατο πια, αφού σιγά-σιγά το kill αναλάμβανε τον ρόλο του slay. Από ένα σημείο στην ιστορία και μετά, το slew ακουγόταν σπανιότατα, οπότε ήταν σχεδόν αδύνατο να απομνημονευτεί και να αποθηκευτεί από τους ομιλητές. Η κατάσταση αυτή ισχύει φυσικά και σήμερα: όταν θα χρειαστεί κανείς τον παρελθοντικό του slay, καταφεύγει στον κανόνα πια και λέει ‘slayed’.

Νήπια και κανόνες

Το γεγονός ότι ο μηχανισμός του κανόνα αναλαμβάνει δράση όταν αποτύχει η ανεύρεση αποθηκευμένου τύπου φαίνεται και στο πεδίο της γλωσσικής κατάκτησης και ανάπτυξης. Παρατηρείται λοιπόν πάρα πολύ συχνά τα μικρά παιδιά να γενικεύουν μορφολογικούς κανόνες και να ομαλοποιούν ανώμαλα ρήματα, ουσιαστικά κ.ο.κ. Έτσι, νήπια που κατακτούν τα ελληνικά θα πουν πολλές φορές ‘ύπαρχαν’ αντί ‘υπήρχαν’, ενώ στα αγγλικά ακούμε μικρά παιδιά να λένε bringed αντί για brought, maked αντί για made – και τα λοιπά. Γιατί λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις καταφεύγουν τα μικρά παιδιά στον κανόνα, ενώ υπάρχει αποθηκευμένος τύπος;

Η απάντηση είναι και πάλι απλή: όταν τα μικρά παιδιά καταφεύγουν στον κανόνα και παράγουν τα ‘ύπαρχαν’, ‘bringed’, ‘maked’ και τα παρόμοια, το κάνουν γιατί αναγκάζονται. Τι τα αναγκάζει όμως; Μα φυσικά το ότι δεν έχουν ακόμα απομνημονεύσει τους κατάλληλους ανώμαλους τύπους ‘υπήρχαν’, ‘brought’ και ‘made’. Αυτό οφείλεται στο εξής:

Τα νήπια έχουν εκτεθεί σε γλωσσικά ερεθίσματα για πολύ λιγότερο χρόνο από τους μεγάλους, αφού είναι μικρότερα σε ηλικία. Άρα έχουν ακούσει τα ‘υπήρχαν’, ‘brought’ και ‘made’ πολύ λιγότερες φορές από ένα παιδί 8 χρονών ή από έναν ενήλικα 28 ή 58 ετών. Βεβαίως, η επανάληψη και η συχνότητα δεν παίζουν συστηματικό ρόλο στην κατάκτηση των κανόνων (συντακτικών και μορφολογικών). Όμως η εκμάθηση ανώμαλων τύπων συνίσταται κυρίως στην απομνημόνευση, και η απομνημόνευση χρειάζεται επανάληψη. Άρα, τα πολύ μικρά παιδιά που έχουν ανιχνεύσει τον κανόνα καταφεύγουν σε αυτόν ακόμα πιο τακτικά από τους ενήλικες, αφού δεν έχουν ακόμα απομνημονεύσει τους κατάλληλους ανώμαλους τύπους: και πάλι ο μορφολογικός κανόνας λειτουργεί ως εναλλακτική λύση, ελλείψει αποθηκευμένου τύπου.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 23ης Μαρτίου 2008]

9/3/08

Γιατί υπάρχουν ανώμαλα ρήματα;

Όσοι προσπαθούνε να μάθουν τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα γρήγορα συναπαντούν τα ανώμαλα ρήματα, ουσιαστικά και επίθετα της γλώσσας μας και πολλοί, αποθαρρυμένοι, εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Όσοι έχουμε διδαχθεί ξένες γλώσσες, έχουμε επίσης ταλαιπωρηθεί από τους τύπους τους των ρημάτων, των ουσιαστικών και των επιθέτων που δε σχηματίζονται βάσει κανόνων. Είτε λοιπόν από αγανάκτηση σαν αυτή που αισθάνεται κάποιος που μαθαίνει ξένες γλώσσες, είτε από επιστημονικό ενδιαφέρον, αναρωτιόμαστε: γιατί να υπάρχουν ανώμαλοι τύποι;

Όταν σιωπούν οι κανόνες

Ας δούμε τον παρελθοντικό χρόνο στα αγγλικά, αφού η γλώσσα αυτή διαθέτει ισχνό ρεπερτόριο γραμματικών καταλήξεων και έτσι προσφέρεται για παραδεiγματισμό. Ως γνωστόν, ο παρελθοντικός χρόνος σχηματίζεται με βάση έναν απλούστατο μορφολογικό κανόνα: προσθετούμε τον φθόγγο /d/ στο ρήμα. Έτσι, το ρήμα lie (‘ψεύδομαι’) γίνεται lied. Χρησιμοποιώντας αυτόν τον κανόνα μπορούμε να σχηματίσουμε τον παρελθοντικό χρόνο χιλιάδων ρημάτων, ακόμα και αν δεν τα έχουμε ξανακούσει ποτέ. Ωστόσο, η αγγλική διαθέτει επίσης αρκετά ρήματα των οποίων είναι αδύνατο να μαντέψουμε τον παρελθοντικό τύπο, αφού δεν είναι προϊόν κανόνα: έτσι όλοι έχουμε ταλαιπωρηθεί από τα bring-brought, feel-felt, write-wrote, make-made, tell-told, give-gave κτλ. Τα λεγόμενα ανώμαλα ρήματα της αγγλικής δεν είναι πάρα πολλά σε αριθμό. Ωστόσο, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο συνηθισμένα ρήματα της γλώσσας. Έτσι, ανάμεσα στα 25 κοινότερα αγγλικά ρήματα, μόνον οκτώ είναι ομαλά. Μάλιστα, τα πρώτα δέκα είναι όλα ανώμαλα.

Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό; Γιατί τα πιο συνηθισμένα αγγλικά ρήματα να είναι ανώμαλα στη μεγάλη πλειοψηφία τους; Αφού υπάρχει μορφολογικός κανόνας, και μάλιστα απλούστατος, γιατί δεν χρησιμοποιείται στο να σχηματίζονται οι παρελθοντικοί τύποι όλων των ρημάτων; Γιατί δε λέμε *bringed, *haved και *maked; Αυτά τα ερωτήματα απασχόλησαν σοβαρά τον γνωστό καναδό γλωσσολόγο Στήβεν Πίνκερ, και τα απαντάει στο βιβλίο του Words and Rules. Ας δούμε συνοπτικά τι λέει.

Οι δύο μηχανισμοί

Πρώτα πρώτα ο Πίνκερ ξεκαθαρίζει ότι όσοι τύποι δεν παράγονται από μορφολογικούς κανόνες, όπως ο κανόνας του /d/ στην περίπτωσή μας, αναγκαστικά μαθαίνονται όπως μαθαίνει κανείς λέξεις: με απομνημόνευση. Με άλλα λόγια, όποιος μαθαίνει αγγλικά, είτε πρόκειται για βρέφος που αναπτύσσεται γλωσσικά είτε για ενήλικο μαθητή, πρέπει να απομνημονεύσει ότι ο παρελθοντικός τύπος του bring είναι brought, του have είναι had, του make είναι made – και ούτω καθεξής. Αυτός κατά τον Πίνκερ είναι ο ένας μηχανισμός που χρησιμοποιεί το γλωσσικό μας όργανο: η απομνημόνευση και η αποθήκευση ενός τύπου για κάθε ρήμα, ουσιαστικό ή επίθετο. Τώρα, επειδή λ.χ. ο τύπος went που αποθηκεύουμε για τον παρελθοντικό χρόνο του go δεν είναι απαραίτητο να έχει οποιαδήποτε ομοιότητα με το ίδιο το go, προκύπτουν οι «ανώμαλοι» στη μορφή τύποι.

Ωστόσο, οι φυσικές γλώσσες διαθέτουν και έναν δεύτερο μηχανισμό, τους μορφολογικούς κανόνες. Οι κανόνες αυτοί παίρνουν έναν αρχικό τύπο, λ.χ. lie ή use και του προσθέτουν κάτι, ας πούμε έναν φθόγγο όπως το /d/, δίνοντας μας lied ή used για παράδειγμα.

Ως εδώ η κατάσταση είναι απλή: αν ψάχνουμε έναν πληθυντικό ουσιαστικού, έναν παρελθοντικό χρόνο ρήματος κ.ο.κ. είτε θα πρέπει να τον έχουμε αποθηκευμένο (όπως το brought και το went), είτε θα πρέπει να τον σχηματίσουμε βάσει κανόνα (όπως το lied και το used). Πώς όμως αλληλεπιδρούν αυτοί οι δύο μηχανισμοί; Γιατί τα πιο συνηθισμένα ρήματα της αγγλικής έχουν αποθηκευμένους, απομνημονευμένους δηλαδή, παρελθοντικούς τύπους;

Ο κανόνας ως εναλλακτική λύση

Είπαμε ότι οι λεγόμενοι ανώμαλοι τύποι είναι προϊόν απομνημόνευσης και αποθηκεύονται όπως αποθηκεύονται όλες οι άλλες λέξεις. Τι διευκολύνει την απομνημόνευση; Μα φυσικά και η επανάληψη. Όταν ακούμε συνέχεια τύπους όπως brought, went και τα λοιπά, αφού ανήκουνε σε ρήματα υψηλής συχνότητας, εύκολα θα τους απομνημονεύσουμε. Έτσι συμβαίνει και στις φυσικές γλώσσες: οι ανώμαλοι τύποι είναι συνήθως υψηλής συχνότητας, πράγμα που διευκολύνει την απομνημόνευσή τους. Συνεπώς, οι μορφολογικοί κανόνες επιστρατεύονται ακριβώς όταν το γλωσσικό όργανο δεν μπορεί να ανεύρει αποθηκευμένο τύπο. Για παράδειγμα: ας πούμε ότι χρειαζόμαστε τον παρελθοντικό τύπο του go, το γλωσσικό όργανο εύκολα θα αναζητήσει και θα ανεύρει τον τύπο went. Αν τώρα ψάχνουμε τον παρελθοντικό τύπο του lie ή του use, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει αποθηκευμένος τύπος, ο μορφολογικός κανόνας αναλαμβάνει να σχηματίσει τα lied και used, «κολλώντας» τον φθόγγο /d/ πάνω στο ρήμα.

Έτσι, ο μορφολογικός κανόνας αναλαμβάνει δράση όταν δεν υπάρχει κάτι κατάλληλο αποθηκευμένο στη μνήμη. Θα βάλουμε μια άνω τελεία εδώ και θα συνεχίσουμε στο επόμενο άρθρο.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 9ης Μαρτίου 2008]