Σελίδες

6/12/09

Τι χρειάζεται (μια γλώσσα) για να δανειστεί

Δανεισμός

Ο δανεισμός είναι μια συνηθισμένη διαδικασία εμπλουτισμού του λεξιλογίου. Όπως έλεγα στο άρθρο ‘Δανεικά κι αγύριστα’ (στις 16 Δεκεμβρίου 2007), «ο δανεισμός είναι παγκόσμια, πανάρχαια και κοινότατη πρακτική και σε καμμιά περίπτωση δε συνιστά πρόσφατη ‘επινόηση’ ή νέο φαινόμενο. Επίσης, δε σχετίζεται η συχνότητά του ή η ευκολία του με πρόσφατα κοινωνικά ή πολιτικά φαινόμενα όπως η παγκοσμιοποίηση. Με άλλα λόγια: ο δανεισμός είναι πανταχού παρών στη γλώσσα.»

Στο ίδιο άρθρο ανέφερα κάτι που θα δούμε πιο αναλυτικά σήμερα, ότι δηλαδή τα δάνεια προσαρμόζονται στο γραμματικό σύστημα της γλώσσας στην οποία ενσωματώνονται. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε ότι η προέλευση των δανείων έχει να κάνει με πολιτισμικές και ιστορικές συγκυρίες: π.χ. η λέξη ‘σουφλέ’ είναι γαλλικό δάνειο γιατί το συγκεκριμένο πιάτο το επινόησαν γαλλόφωνοι. Ωστόσο, η ενσωμάτωση των δανείων σε μια γλώσσα υπακούει στις επιταγές του γραμματικού της συστήματος.

Πολλά δάνεια

Κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, η γλώσσα μας έχει ενσωματώσει δάνεια από δεκάδες γλώσσες. Έχω αναφέρει ξανά λέξεις όπως ‘παράδεισος’, ‘οθόνη’, ‘ταψί’, ‘φουστάνι’, ‘μπουγάδα’, ‘πουκάμισο’ κ.ο.κ. Επίσης, οι περισσότεροι γνωρίζουμε πολυάριθμα και πιο πρόσφατα δάνεια όπως ‘χαμάμ’, ‘τρακτέρ’, ‘πλαζ’, ‘τρικ’, ‘ροκ’, ‘ζουμ’, ‘γκουγκλ’ ή ‘μπλογκ’.

Σ’ αυτό το σημείο παρατηρούμε ότι όλες οι δανεισμένες λέξεις είναι ουσιαστικά. Βεβαίως υπάρχουν και δανεισμένα ρήματα (λ.χ. ‘μπλοκάρω’) κι επίθετα (λ.χ. ‘εμπριμέ’), αλλά φαίνεται να είναι πολύ λιγότερα. Μοιάζει λοιπόν να είναι ευκολότερο για μια γλώσσα να δανειστεί ουσιαστικά. Όπως μάλιστα σημειώνει η συνάδερφος Maya Arad σε σχετική μονογραφία της, πρόκειται για μια προτίμηση που παρατηρείται και σε άλλες γλώσσες, όπως τα ρώσικα ή τα εβραϊκά. Ίσως λοιπόν η προτίμηση των γλωσσών να δανείζονται ουσιαστικά να είναι μια γενικότερη τάση και να εξηγείται με βάση είτε τη φύση του γλωσσικού οργάνου είτε κάποιους επικοινωνιακούς παράγοντες.

Στην περίπτωση όμως των τριών γλωσσών που αναφέραμε, παρατηρείται και κάτι ακόμα. Αν δείτε όλα τα πρόσφατα δανεισμένα από ξένες γλώσσες ουσιαστικά, θα διαπιστώσετε ότι είναι ακατάληκτα: τους λείπουν εντελώς οι γνωστές καταλήξεις των ελληνικών ουσιαστικών: ‘χαμάμ’, ‘τρακτέρ’ (και πολύ σπανιότερα ‘χαμάμι’ ή ‘τραχτέρι’), ‘πλαζ’, ‘τρικ’, ‘ροκ’, ‘ζουμ’, ‘γκουγκλ’ ή ‘μπλογκ’. Επίσης, είναι σχεδόν όλα γένους ουδετέρου. Τι σημαίνει αυτό; Ίσως ότι αλλοιώνεται η κλίση των ουσιαστικών στη γλώσσα μας με την εισαγωγή όλων αυτών των άκλιτων ακατάληκτων ουδετέρων;

Δανεισμένα ουσιαστικά και ρήματα

Πιθανότατα όχι. Ίσα-ίσα, τα παραπάνω δανεισμένα ουσιαστικά φωτίζουν μια πολύ ενδιαφέρουσα ασυμμετρία μεταξύ ουσιαστικών και ρημάτων στα ελληνικά αλλά και σε άλλες γλώσσες.

Πιο συγκεκριμένα: προσπαθήστε να μετατρέψετε κάποια από τα παραπάνω σε ρήματα. Θα πάρετε ρηματικούς τύπους όπως ‘ροκ-άρ-ω’, ‘ζουμ-άρ-ω’, ‘γκουγκλ-ίζ-ω’ ή ‘γκουγκλ-άρ-ω’, ‘μπλογκ-άρ-ω’ κτλ. Τι συμβαίνει εδώ; Ας πούμε ότι το τελικό ‘–ω’ (που κωδικοποιεί το α' ενικό πρόσωπο) δεν είναι αναπόσπαστο μέρος του ρήματος. Από πού ήρθαν λοιπόν αυτά τα ‘–αρ–’ και ‘–ιζ–’; Αν το σκεφτεί κανείς λιγάκι, το μόνο που σημαίνουν αυτά τα μικρά κομμάτια (μορφήματα λέγονται) όπως το ‘–αρ–’ και το ‘–ιζ–’ είναι «είμαι ρήμα». Με άλλα λόγια, δεν μπορώ να φτιάξω ρήματα παίρνοντας την ξενική ρίζα και κολλώντας ένα ‘–ω’: λέμε ‘ροκ-άρ-ω’, ‘ζουμ-άρ-ω’, ‘γκουγκλ-ίζ-ω’ ή ‘γκουγκλ-άρ-ω’, ‘μπλογκ-άρ-ω’ και όχι ‘*ρόκ-ω’, ‘*ζούμ-ω’, ‘*γκούγκλ-ω’ κτλ.

Επομένως, το γραμματικό σύστημα της ελληνικής διαθέτει εξειδικευμένα μορφήματα που σημαίνουν «είμαι ρήμα». Αυτά πρέπει να χρησιμοποιούνται απαρέκκλιτα κάθε φορά που εισάγουμε με δανεισμό στη γλώσσα μια ρίζα και θέλουμε να τη μετατρέψουμε σε ρήμα. Άρα ο δανεισμός αποτελεί μια κάθε άλλο παρά παθητική ή μηχανική διαδικασία (‘κοπι-πέιστ’).

Ουσιαστικά και ρήματα, γενικά

Αν το ψάξει κανείς το θέμα λίγο περισσότερο, θα διαπιστώσει ότι το ίδιο ακριβώς ισχύει και για μια μεγάλη πλειοψηφία και των ελληνικών ή των πάλαι ελληνοποιημένων ριζών: για να εμφανιστούν ως ρήματα πρέπει να συνδυαστούν με ένα μόρφημα όπως το ‘–αρ–’, το ‘–ιζ–’, το ‘–ευ–’, το ‘–ων–’ και άλλα. Έτσι έχουμε π.χ. ‘λουστρ-άρ-ω’, ‘ποτ-ίζ-ω’, ‘κουρ-εύ-ω’, ‘καρφ-ών-ω’ κτλ. Συνεπώς, η χρήση αυτών των μορφημάτων δεν περιορίζεται στις καινούργιες λέξεις ή στα δάνεια, αλλά αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του σχηματισμού ρημάτων: αντίθετα με τα ουσιαστικά, τα ελληνικά ρήματα περιέχουν ένα στοιχείο, ένα μόρφημα, που λέει «είμαι ρήμα».

Βεβαίως πολλές ερωτήσεις παραμένουν αναπάντητες, όμως τα παραπάνω μας δείχνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζουν το γραμματικό σύστημα και τα χούγια του σε όλες τις διαδικασίες που αφορούν τη γλώσσα, από την προφορά και τη σύνταξη μέχρι – όπως είδαμε – το λεξιλόγιο.

[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 6ης Δεκεμβρίου 2009]