Ξεκινήσαμε πριν δύο εβδομάδες να εξετάζουμε τις αντιλήψεις περί φθοράς, έκπτωσης και κινδύνου αφανισμού της γλώσσας μας. Είδαμε πως τέτοιες ιδέες είναι πάρα πολύ διαδεδομένες αλλά ατεκμηρίωτες – ωστόσο συχνά υπαγορεύουν κυβερνητικές πολιτικές. Με αφορμή έναν συλλογικό τόμο, σήμερα θα δούμε ότι η γλωσσική κινδυνολογία βασίζεται είτε σε στρεβλές αντιλήψεις για τη γλώσσα είτε σε λανθασμένες ιδέες για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού.
Το βιβλίο «Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας»
Ο συλλογικός τόμος «Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας» κυκλοφόρησε το 2003. Τον επιμελείται η Εύα Αυλίδου, ενώ οι εκδόσεις Αρχέτυπο έκαναν μια αξιέπαινη δουλειά στην επιμέλεια και στο στήσιμο του βιβλίου. Μακάρι όλες οι εκδόσεις στα ελληνικά για τη γλώσσα να ήτανε τόσο φροντισμένες.
Το βιβλίο περιέχει δύο εξαιρετικά κείμενα: το πρώτο είναι του σπουδαίου κλασσικού φιλολόγου Γεράσιμου Χρυσάφη, το οποίο ανατέμνει (ή «αποδομεί», αν προτιμάτε) τον λογιοτατισμό και τον αττικισμό, τις μεταμορφώσεις τους και τα αποτελέσματά τους στην ελληνική παιδεία και γραμματεία, από τους αλεξανδρινούς φιλολόγους μέχρι και σήμερα. Ο Χρυσάφης αφήνει τις πηγές να μιλήσουν από μόνες τους και, παρότι αναφέρεται στο παρελθόν και το παρόν της ελληνικής, αφήνει τον αναγνώστη να συναγάγει τα δικά του συμπεράσματα για το μέλλον της. Το δεύτερο υπογράφεται από τον εκλεκτό συνάδελφο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, ο οποίος με κατατοπιστικό αλλά και διεξοδικό τρόπο αντικρούει τον μύθο ότι η (ελληνική) γλώσσα κινδυνεύει – παράλληλα επισημαίνοντας τον διαχρονικό και παγκόσμιο χαρακτήρα αυτής της κινδυνολογίας. Εάν βρήκατε το προηγούμενο κείμενο αυτής της στήλης («Κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα;») ορεκτικό, το κείμενο του Χαραλαμπάκη με τη διεξοδικότητα και την ακρίβειά του θα σας χορτάσει.
Φαντασιοκοπήματα και προχειρότητες
Δεδομένου του ενδιαφέροντος των παραπάνω δύο κειμένων, αποτελεί δυσάρεστη έκπληξη ότι τα μισά περίπου κείμενα στον τόμο της Αυλίδου ασχολούνται με τη γλώσσα ερήμην της γλωσσολογίας ή και της φιλολογίας! Βεβαίως, όλοι έχουμε γνώμες και γούστα σχετικά με τη γλώσσα. Πώς όμως και γιατί η επιμελήτρια συμπεριέλαβε γλωσσολογικά δοκίμια και άλλες σοβαρές μελέτες (όπως θα δούμε κατόπιν) μαζί με ένα πλήθος ψευδογλωσσολογικών ληρημάτων; Υπάρχουν άραγε τόμοι για την ιατρική, έστω απευθυνόμενοι στο ευρύ κοινό, οι οποίοι επίσης φιλοξενούν ξόρκια, γητειές και συνταγές για μαγιλίκια τσαρλατάνων και ‘πρακτικών γιατρών’;
Έχουμε και λέμε: η Νίκη Μάρκου ισχυρίζεται ότι η ελληνική ήταν η γλώσσα των αρχανθρώπων και ότι οι νέοι βωμολοχούν γιατί δεν έχουνε λεξιλόγιο, στηλιτεύει τον δανεισμό ξένων λέξεων και αναπαράγει το άτοπο αναμάσημα ότι «η γλώσσα των υπολογιστών» είναι τα αρχαία ελληνικά. Οι Σταύρος Δωρικός και Κωνσταντίνος Χατζηγιαννάκης χρησιμοποιούν απίθανες παρετυμολογήσεις για να μας πείσουν ότι η ελληνική είναι η μητέρα όλων των γλωσσών. Η Τζίνα Αργυριάδη-Σταθοπούλου δίνει μια λεξαριθμική-καββαλιστική ανάλυση της ελληνικής (ξανασχοληθήκαμε με αυτά τα θέματα πέρσι τον Δεκέμβριο), παραθέτοντας και ποιήματά της. Η Μαρία Στούπη μάς μιλάει για τον «προσωδιακό» χαρακτήρα της ελληνικής, κάτι που θα μπορούσαμε να είχαμε γλιτώσει εάν είχε συμβουλευτεί μια καλή εισαγωγή στη Γενική Γλωσσολογία. Η Μαρίνα Καραβά-Γαλάνη παραθέτει πίνακα βάσει του οποίου σχεδόν οποιαδήποτε ακολουθία ‘φθόγγων’ μπορεί να κωδικοποιεί οτιδήποτε. Π.χ. ΕΣΕΝΟΠΟΕΙ ΠΟΝ ΟΚΛΟΠΟ ΚΟΕ ΣΟΙ ΚΕΠΕΛΚΝΟΠΕΙ ΚΕΝ ΙΣΙΕΙΠΕΝΟΣΙΣΕ σημαίνει «ετεροποιεί τον άνθρωπο και καταστρέφει την ιδιαιτερότητα» – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Ο Αριστείδης Κωνσταντινίδης μετράει λέξεις ελληνικής προέλευσης στην ξένη ορολογία, και προβλέψιμα αιτιάται τους ομιλητές της ελληνικής ότι αφήνουμε αναξιοποίητο όλον αυτό τον λεκτικό πλούτο. Ο Κωνσταντίνος Καρκανιάς «ανησυχεί» επειδή δεν καταλαβαίνει τους νέους, επειδή οι νέοι δεν καταλαβαίνουν Πλούταρχο και Παπαδιαμάντη (σε αυτό οι νέοι μοιάζουν με τους γονείς και τους παππούδες μου), επειδή γεμίσαμε ξένες λέξεις και επιγραφές και, φυσικά, για τη λεγόμενη λεξιπενία. Ο Αδαμάντιος Κρασανάκης απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους η ελληνική μπορεί και πρέπει να γίνει διεθνής γλώσσα. Δυστυχώς το εικοσιμιάς σελίδων κείμενό του (άνευ βιβλιογραφίας) περιέχει αναρίθμητα τερατώδη λάθη. Και πάλι, η ανάγνωση μιας εισαγωγής στη Γενική Γλωσσολογία θα είχε αποτρέψει το κακό.
Η πλάνη της ταύτισης γλώσσας και πολιτισμού
Ίσως το πιο οδυνηρό από τα κείμενα που περιλαμβάνει ο τόμος είναι του νεοελληνιστή Φώτη Δημητρακόπουλου. Ο Δημητρακόπουλος με σύνθημα «η ελληνική γλώσσα είναι το παρελθόν της» (σ. 31) επιχειρηματολογεί υπέρ της επιστροφής στην Καθαρεύουσα και στο πολυτονικό (σ. 27), προκρίνοντας την ανάγκη για άνετη πρόσβαση στον αττικό και αττικίζοντα λόγο. Αυτή υποτίθεται ότι θα ανακόψει τη θρυλούμενη επέλαση της αγγλικής και θα αποτρέψει το ενδεχόμενο πολυδιάσπασης των ελληνικών σε διαλέκτους (!) – λες και η αδιάσπαστη πρόσβαση του αραβικού κόσμου στην κλασσική αραβική απέτρεψε τον διαλεκτικό κατακερματισμό του. Συγχέοντας γλωσσική μορφή («καθαρεύουσα») και ύφος, ισχυρίζεται ότι οι σοβαρές εφημερίδες γράφονται «στην απλή Καθαρεύουσα με καταλήξεις της απλοελληνικής» (σ. 22). Όμως, τι είναι πλεόν η Καθαρεύουσα χωρίς τις καταλήξεις της; Γενικά, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς θα μπορούσε κάποιος φιλόλογος, έστω και αν αγνοεί βασικές αρχές της γλωσσικής επιστήμης, να επιμένει (ακόμα) στην απαξίωση της γλωσσικής αλλαγής και στο παμπάλαιο επιχείρημα ότι η ‘νέα γλώσσα’ χρειάζεται φως και ρεύμα από τον αττικό λόγο για να λειτουργήσει. Την απάντηση δίνει, κατά κάποιον τρόπο, μια προσεκτική ανάγνωση τεσσάρων κειμένων του τόμου: του Εμμανουήλ Μικρογιαννάκη, του Βασίλη Φίλια, του Γιάννη Σπυρόπουλου και του Γιώργου Καραμπελιά.
Η επιβίωση της ελληνικής κατά τους Φίλια, Καραμπελιά και Μικρογιαννάκη απειλείται μακροπρόθεσμα από την παγκοσμιοποίηση. Τα κεφάλαιά τους, όπως και του Σπυρόπουλου, συντονίζονται στην εξής άποψη: η ελληνική γλώσσα θα επιβιώσει εφόσον παράγει πολιτισμό (γραμματειακού περιεχομένου – ό,τι φτιάχνεται με γλώσσα δηλαδή) ή και εφόσον θα αποτελεί κομμάτι ενός δυναμικού και αυτοδύναμου πολιτισμού (πνευματικού και πολιτικού). Αυτή η θεώρηση ανήκει φυσικά στη σφαίρα της κοινωνικής και πολιτικής κριτικής, άρα δεν μπορεί να σχολιαστεί με επάρκεια από έναν γλωσσολόγο. Ωστόσο, νομίζω ότι μπορώ να συνεισφέρω τα παρακάτω στον διάλογο για το αν η δυναμικότητα ενός πολιτισμού συσχετίζεται με την επιβίωση της γλώσσας του.
Ένα από τα πιο συναρπαστικά ευρήματα της σύγχρονης γλωσσολογίας είναι και η αναίρεση του ιδεολογήματος των γραμματικών του 19ου αιώνα ότι πολιτισμός και γλώσσα βρίσκονται σε σχέση συμπόρευσης, ισομορφίας ή και ταύτισης μεταξύ τους. Έχουμε π.χ. ξαναδεί ότι η γλώσσα των Αβορίγινων Γουόλμπιρι διαθέτει μορφολογία και συντακτικά χαρακτηριστικά που τη φέρνουνε πολύ κοντά στις κλασσικές γλωσσες. Σε πιο πρακτικό επίπεδο, συχνά μια γλώσσα επιβιώνει ή και καλλιεργείται ενώ έχει ξεπέσει ο πολιτισμός ο οποίος τη γέννησε ή μέσα στον οποίο ‘μεγαλούργησε’: αρκεί κανείς να σκεφτεί τα τζότζιλ των Μάγια, τα κέτσουα των Ίνκα ή τα αρμενικά και τα γεωργιανά. Μάλιστα, τα αρμενικά και τα γεωργιανά είναι περιπτώσεις πολύ ενδιαφέρουσες, εφόσον διατηρούν ολοζώντανα και τα αλφάβητά τους. Αυτό το σημειώνω γιατί ο Καραμπελιάς φαίνεται να αναγνωρίζει τη χαμηλή πιθανότητα αφανισμού της ελληνικής αλλά να ανησυχεί για την πιθανότητα απεμπόλησης της ελληνικής γραφής.
Οι Φίλιας, Καραμπελιάς, Μικρογιαννάκης και Σπυρόπουλος δείχνουνε λοιπόν να θεωρούν δεδομένο ότι η ευρωστία μιας γλώσσας εξαρτάται από την πολιτική και οικονομική ηγεμονία του οργανισμού (κράτους ή άλλου) που τη χρησιμοποιεί. Ενώ είναι γεγονός ότι οι διεθνείς γλώσσες διαδόθηκαν ακριβώς χάρη στην πολιτικοοικονομική ισχύ των ομιλητών τους, παρόλα αυτά η ισχύς μιας ελίτ δε συνεπάγεται απαραιτήτως ευρωστία και εξάπλωση της γλώσσας της: έτσι, η περσική αυτοκρατορία μιλούσε αραμαϊκά (όχι περσικά) και η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ελληνικά, ακόμα και πριν τον διαχωρισμό της. Επίσης, παρά την οικονομική παντοδυναμία της Ιαπωνίας σήμερα, οι ιάπωνες μαθαίνουν αγγλικά, ενώ ιαπωνικά μαθαίνουν ελάχιστοι μη-Ιάπωνες.
Συμπερασματικά, το βασικό ερώτημα δεν αφορά τελικά την επιβίωση της ελληνικής (η οποία, επιμένω, πρέπει να θεωρείται δεδομένη), παρά τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στο μέλλον και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η ελληνική κοινωνία και εξελίσσεται ο ελληνικός πολιτισμός. Και γι’ αυτά τα θέματα δεν έχω τίποτε να πω εδώ.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 17ης Ιουνίου 2007]