Σελίδες

17/6/13

Τα φώτα στο βάθος: Keine Weibchen Malerei

Η ζωγραφική της είναι γυναικεία χωρίς να είναι Weibchen Malerei, κανένα chiqué, απλότης αφάνταστη, ειλικρίνεια και μεγάλη ευαισθησία.
(επιστολή της Μάτσης Χατζηλαζάρου προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο, 31.4.46)

Η προσέγγισή μου στη συλλογή αφηγήσεων μικρού μήκους Τα φώτα στο βάθος της Niemands Rose θα γίνει αποσπασματικά και, αναπόφευκτα, από τη σκοπιά ενός αναγνώστη. Θα οργανώσω τις σκέψεις μου γύρω από το είδος (genre) στο οποίο εντάσσεται το βιβλίο και γύρω από το ύφος της συγγραφέως και τη σχέση του με τη λεγόμενη γυναικεία γραφή.

Τι είναι Tα φώτα στο βάθος

Όπως ήδη έχει επισημανθεί, το βιβλίο δεν ανήκει σε καμία νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Πράγματι, δεν πρόκειται για «συλλογή διηγημάτων». Πρώτα πρώτα, το βιβλίο διαθέτει εσωτερική ενότητα, αν και όχι προφανή: παρότι η ενότητα αυτή δε χτίζεται λ.χ. με βάση μία θεματική ή μία πλοκή ή ένα καστ χαρακτήρων, τα κείμενα που απαρτίζουν Τα φώτα στο βάθος συνθέτουν μια χαλαρή αφηγηματική δομή που αποτυπώνεται και σαν ενιαύσιος ή ημερήσιος κύκλος: ξεκινάμε με τα «Αληθινά χαράματα» για να βυθιστούμε στον πρεβελάκειο πάμφωτο και όλο «Χρώματα» θάνατο στο τέλος. Ενδιάμεσα προχωρούν οι εποχές, ενώ βρίσκονται γιορτές, διακοπές, το ταξίδι. Επίσης, ο τόνος στα «φώτα στο βάθος», παρά τις μεταμορφώσεις του ύφους από αφήγηση σε αφήγηση, παραμένει ενιαίος. Μάλιστα, μου είναι πολύ δύσκολο να αποδώσω (πολύ περισσότερο να περιγράψω) τη χροιά της αφηγηματικής φωνής της Niemands Rose χωρίς να γίνω και σχολαστικός και υπερβολικά περιφραστικός.

Και βεβαίως, δεν έχουμε να κάνουμε με διηγήματα ή έστω με μικροδιηγήματα. Η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να ηθογραφήσει, ακόμα και όταν περιγράφει τον «άλλο», π.χ. τον κάτοικο της λεγόμενης «επαρχίας», ούτε να ψυχολογήσει, ακόμα και όταν βυθομετρά τους χαρακτήρες της, ούτε και να αλληγορήσει, ακόμα και όταν επιστρατεύει μεταφορές, εικόνες, λογοπαίγνια και σύμβολα. Απεναντίας, προσπαθεί να διερευνήσει τους χώρους (κενούς ή πλήρεις) μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας και μεταξύ ανθρώπινης κοινωνίας και κόσμου. Έτσι καταλήγει στην ταύτιση ηθικού και πολιτικού αλλά και στην ταύτιση αλλοτρίωσης και τυραννίας, έτσι διερευνά τον ιλιγγιώδη κόσμο των ανθρώπινων: απόσταση την απόσταση. Η πλοκή κάθε κειμένου είναι λοιπόν όχι ακριβώς πρόσχημα αλλά πραγμάτωση, ενσάρκωση ίσως, αυτών των τριών χώρων: μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας, μεταξύ κοινωνίας και κόσμου.

Πάντως το βιβλίο δεν είναι σε καμία περίπτωση, όπως ήδη πρέπει να έγινε αντιληπτό, ανθολογία αναρτήσεων από το μπλογκ της συγγραφέως, για δύο κυρίως λόγους: αφενός, από τα κείμενα στα φώτα στο βάθος ελλείπει ο χαρακτήρας αντανακλαστικού που προσδίδουν η άμεση αυτοέκδοση καθώς και η προσήλωση στο καθέκαστο και εφήμερο που χαρακτήριζε τα αφηγηματικά ιστολόγια. Αφετέρου, από τα κείμενα του βιβλίου απουσιάζει ο στενά ημερολογιακός και ενδοσκοπικός χαρακτήρας των μπλογκ.

Μεταξύ εαυτού και άλλου

Αν θα έπρεπε να προτείνω ένα είδος, ένα genre, στο οποίο θα εντάσσαμε Τα φώτα στο βάθος, αυτό θα ήταν αυτομυθογραφίες ή αυτομυθοπλασίες: σε όλα τα κείμενα που συνθέτουν το βιβλίο υπάρχει αυτοαναφορικό έναυσμα· όχι απαραίτητα αυτοβιογραφικό, αφού πολλές φορές αυτό ή αυτός που βρίσκεται απέναντι μάς αφορά πιο καίρια και πιο βαθιά από όσα βρίσκονται εντός μας. Το αυτοαναφορικό έναυσμα (το καθέκαστο, το προσωπικό, το εφήμερο) γίνεται αφορμή για να αρθρωθεί λόγος που θα φωτίσει, άλλοτε με στιγμιαία λάμψη και άλλοτε με ένα φως λοξότερο αλλά διαρκέστερο, τους χώρους που προανέφερα: μεταξύ εαυτού –και δη γυναίκας– και άλλου (ακόμα και όταν ο άλλος είναι ο ίδιος ο εαυτός)· μεταξύ ανθρώπου –και δη γυναίκας– και κοινωνίας· μεταξύ ανθρώπινης κοινωνίας και κόσμου. Η Niemands Rose δεν μιλάει για τον ίδιο τον εαυτό (της), δεν προσεγγίζει τον άλλο χωρίς ενσυναίσθηση, δεν αντιμετωπίζει την κοινωνία, τον κόσμο και τη ζωή απολιτικά ή σαν να αποτελούν αυτόνομα φαινόμενα και συστήματα που απλώς κείνται εκεί. Η Niemands Rose μιλάει κυρίως για το «τι ανάμεσό τους»: π.χ. για τον θάνατο ως φάρμακο που αλληλεπιδρά με αυτό της ομορφιάς («Κυνήγι»), για την υποκρισία ως απόσταση και όχι ως στάση («Το χαλίκι»), κ.ο.κ.

Τα κείμενα της Niemands Rose ανήκουν λοιπόν σε ένα είδος μεικτό αλλά νόμιμο: η αμεσότητα και η αυτοαναφορικότητα της ιστολογικής ανάρτησης συντίθεται με τις αφηγηματικές λύσεις και την αξίωση του διηγήματος να πάει κανείς παραπέρα από το περιστατικό. Τα κείμενα στα φώτα στο βάθος περπατάνε πάνω στο στενό υπερυψωμένο πεζούλι μεταξύ προφορικότητας και κειμενικότητας, διακειμενικού παιχνιδιού και αμεσότητας παραμυθιού. Και αυτό το ιδιαίτερο είδος καλείται να μιλήσει όχι για τους ανθρώπους και για τα πράγματα, ίσως ούτε καν για τις σχέσεις και τις συνάφειες μεταξύ τους, παρά για τον χώρο ανάμεσά τους, χώρο στον οποίο αλληλεπιδρούν.

Γυναικεία γραφή;

Η Niemands Rose γράφει πυκνά αλλά χωρίς βάρος, δεν αποσιωπά παρά μόνον όπου είναι πραγματικά απαραίτητο. Ο τόνος της επαμφοτερίζει διαρκώς μεταξύ του παιγνιώδους ή του αποστασιοποιημένου από τη μια μεριά και του έντονου και μύχιου από την άλλη, συνήθως μέσα από την ανεπαίσθητη αλλαγή οπτικών γωνιών («Επικήδειος αντίλογος»). Πολλές φορές η συγκίνηση ανεβαίνει αναπόφευκτη και φαινομενικά απρόκλητη («Τα δώρα που σπάνε»), αφού η γραφή δεν είναι ούτε συναισθηματική, αλλά ούτε κι επιτηδευμένα χαμηλόφωνη. Ίσα ίσα, πολλές φορές η φωνή της αρθρώνεται δυνατά και καθαρά («Πλαστική σακούλα»), υψώνεται σχεδόν στεντόρεια. Αλλά χωρίς κορώνες, τσιρίδες και γατίσιους βοκαλισμούς. Γιατί η γραφή της δεν είναι γυναικεία – γι’ αυτό άλλωστε και επέλεξα να ξεκινήσω με το απόσπασμα της Χατζηλαζάρου για τη ζωγραφική της Ντόρα Μάαρ.

Η γυναικεία γραφή αφήνει συνήθως μια ταγκή επίγευση ποιητισμού και αισθαντισμού, ενώ διακρίνεται από ασώματη λαγνεία των συναισθημάτων, ακόμα και όταν πραγματεύεται τα άκρως αισθητά. Στη γυναικεία γραφή δεσπόζει η εξιδανίκευση του worry talk: του worry talk και ως περιεχομένου (θυμηθείτε τη Μαίρη Παναγιωταρά, μια εργαζόμενη μητέρα, μια καλή νοικοκυρά) και ως άκριτης απολιτικής εξομολόγησης που ανοίγει κύκλους ψυχολογισμών. Με δύο λόγια, η γυναικεία γραφή, όταν δεν είναι μανιέρα που πουλάει νανουρίζοντας, ενσωματώνει την πατριαρχία και τον σεξισμό με ιδανικό τρόπο: γυναίκες γράφουν όπως αναμένεται να γράψουν επειδή είναι γυναίκες.

Παρόλα αυτά, Τα φώτα στο βάθος δε θα μπορούσαν παρά να είναι γραμμένα από γυναίκα, αφού ενσωματώνουν τον αγώνα της γυναικείας ψυχής και του γυναικείου νου να σταθούν και να μιλήσουν. Τα κείμενα του βιβλίου, μέσα από την ίδια την πράξη της γραφής τους, ξορκίζουν αυτό που επισήμανα παραπάνω: τους τρόπους με τους οποίους η γυναίκα ωθείται και σύρεται να υιοθετήσει το πώς τη βλέπουν οι άλλοι (“To be a woman”, «Για τη γυναίκα, το γήρας, το γαμώτο», «Είναι τα φιλιά σου φυλακή»). Παράλληλα, το ύφος της Niemands Rose δεν το διακρίνει καμία κλάψα ή ποιητίζουσα στωική μελαγχολία και τίποτε από τα παραπάνω χαρακτηριστικά της «γυναικείας γραφής»: είναι ύφος ρωμαλέο, πυκνό, χωρίς αποσιωπητικά και χωρίς κατάχρηση του δεύτερου προσώπου, με εναλλαγές στον τόνο αλλά και στην εστίαση, με άνοιγμα προς τα έξω, προς το ουσιωδώς πολιτικό. Αν η γυναικεία γραφή πατάει πάνω στο καθέκαστο και στον εσωτερικό μονόλογο για να περιαυτολογήσει, τα κείμενα στα ‘φώτα στο βάθος’ ακολουθούν αντίστροφη πορεία: ξεκινούν από το ατομικό και το προσωπικό για να ανοιχτούν και για να ανοίξουν («Τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα», «Αδιάκοπα»).

Εδώ ένα μικρό σχόλιο σχετικά με τη συμπύκνωση: κείμενα όπως τα «Χρώματα» και η «Λοταρία» είναι αντίστοιχα ποιητική σύνθεση και μυθιστόρημα σε δυο σελίδες το καθένα – θυμάται εδώ κανείς την Κεντούρια του Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, που απαρτίζεται από «Εκατό Μικρά Μυθιστορήματα Ποταμούς».

Θα κλείσω με ένα μπράβο στις εκδόσεις Απόπειρα: η έκδοση είναι κομψή και προσεγμένη, παρά την πολύ χαμηλή τιμή του βιβλίου. Το καταλαβαίνει κανείς από την εκτύπωση, την ποιότητα του εξώφυλλου αλλά και από τη μυρωδιά του χαρτιού.

Δημοσιεύθηκε στο Book Press.