Σελίδες

16/1/19

#OMG: η ελληνική γλώσσα μεταξύ Διαδικτύου και αρχαίων

του Γιώργου Π. Τερζή

Τελικά για τη φθορά της ελληνικής γλώσσας φταίει το OMG, το LOL και το υπόλοιπο... λεξιλόγιο που κυριαρχεί στις διαδικτυακές πλατφόρμες επικοινωνίας; Ή, μάλλον, το σωστό ερώτημα είναι: Υπάρχει επιδείνωση του αλφαβητισμού των Ελλήνων; Κι αν ναι, φταίνε οι νέες τεχνολογίες γι’ αυτό;

Η επιλογή μιας «Σαββατιάτικης Συνάντησης» με τον καθηγητή Θεωρητικής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Φοίβο Παναγιωτίδη, αποδείχθηκε εξόχως ενδιαφέρουσα, καθώς από τη γλώσσα του Διαδικτύου επεκτάθηκε, λέξη τη λέξη, στη διδασκαλία των αρχαίων και των νέων ελληνικών και στην εν γένει αντιμετώπιση της ιστορικής κληρονομιάς της Ελλάδας από τους Νεοέλληνες.

Ο Παναγιωτίδης, συγγραφέας μεταξύ άλλων του βιβλίου «Μίλα μου για γλώσσα» μιας εκλαϊκευτικής εισαγωγής στη Γλωσσολογία, καταθέτει την επιστημονική, αν και για κάποιους ίσως αιρετική, γνώμη του για τις νέες τεχνολογίες και την επίδρασή τους στη γλώσσα. Ισχυρίζεται πως, δεδομένου ότι οι περισσότερες πλατφόρμες υποστηρίζουν τα ελληνικά, η τεχνολογία όχι μόνον δεν απέκοψε τους Νεοέλληνες από τη γραφή αλλά, αντιθέτως, «το Διαδίκτυο επανέφερε στο προσκήνιο την αλληλεπίδραση διά της γραφής». «Προ Διαδικτύου υπήρχε κόσμος που έγραφε ελάχιστα. Λόγω των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, ωστόσο, αναγκάστηκε πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων να μπει στη διαδικασία να γράφει μηνύματα και να διαβάζει κείμενα», επιχειρηματολογεί ο Παναγιωτίδης, θεωρώντας ότι τα greeklish –η αντίστοιχη μεγάλη αγωνία της ελληνικής κοινωνίας την περασμένη δεκαετία– είναι είτε θέμα ευκολίας είτε έκφραση μιας διαδικτυακής υποκουλτούρας, παρά σύμπτωμα φθοράς της γλώσσας.

Γεννημένος το 1973, με σπουδές φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Εσεξ, ο Παναγιωτίδης ισχυρίζεται ότι, όπως συνέβη και με την εμφάνιση της τηλεόρασης έτσι και τώρα η διείσδυση των νέων τεχνολογιών αντιμετωπίζεται με προκατάληψη. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι η σχέση του Διαδικτύου με τον εγγραμματισμό, τη δυνατότητα δηλαδή των χρηστών μιας γλώσσας να παράγουν και να επεξεργάζονται πάσης φύσεως κείμενα, είναι δυναμική και θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής μελέτης. Για το πρόβλημα του εγγραμματισμού θεωρεί πως οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν μάλλον στο σχολείο.

«Κυριαρχεί μία γενικότερη αίσθηση ότι πλέον υπάρχει επιδείνωση του αλφαβητισμού στους ελληνόφωνους. Απ’ ό,τι φαίνεται – και εδώ μιλάω με επιφύλαξη– αυτή δεν οφείλεται στα νέα μέσα, αλλά ενδεχομένως στον τρόπο που διδάσκεται το μάθημα των ελληνικών στο σχολείο», σημειώνει ο Παναγιωτίδης και προσθέτει: «Βλέπεις ανορθογραφίες, ανθρώπους να αδυνατούν να συνθέσουν ένα κείμενο είτε αυτό είναι αίτηση στο αστυνομικό τμήμα είτε συνταγή μαγειρικής, είτε κάποιο ηλεκτρονικό ραβασάκι, 25χρονους να συλλαβίζουν αντιμέτωποι με ένα κείμενο μακροπερίοδο. Ολα αυτά μπορεί να είναι ενδείξεις ότι όντως επιδεινώνεται η κατάσταση του αλφαβητισμού και του εγγραμματισμού στον ελληνόφωνο κόσμο – κάτι που όμως τελικά θα το δείξει σοβαρή επιστημονική έρευνα. Το γεγονός, πάντως, ότι λόγω και των νέων τεχνολογιών ολοένα και περισσότερος κόσμος μπαίνει στη διαδικασία να γράψει, μοιραία αποκαλύπτει και τις ελλείψεις του γλωσσικού μαθήματος στα σχολεία».

Και κάπως έτσι η συζήτηση φθάνει στο σημείο που ο καθηγητής Γλωσσολογίας εκφράζει την ανησυχία του ότι όσα θα πει θα δώσουν τον τίτλο της συζήτησης. «Οι ώρες διδασκαλίας των νέων ελληνικών μειώθηκαν χάριν των αρχαίων, κι αυτό μπορεί να έχει επηρεάσει αρνητικά τον εγγραμματισμό», σημειώνει, προσθέτοντας πως «δεν υπάρχει επιστημονική τεκμηρίωση της άποψης ότι η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών συμβάλλει στον κριτικό εγγραμματισμό στα νέα ελληνικά». Για τον Παναγιωτίδη, λαμβάνονται αποφάσεις όχι βάσει επιστημονικής έρευνας αλλά βάσει απόψεων ή και ιδεολογίας. «Κυριαρχεί μία αντίληψη ή μία “μεγάλη ιδέα” που μας αρέσει και βάσει αυτής χτίζονται πολιτικές... η επέκταση του μαθήματος των αρχαίων έγινε χωρίς σαφείς στόχους αλλά με μία λογική “ναι μωρέ, θα μάθουν αρχαία και έτσι θα μπορούν να μιλούν καλύτερα τα νέα ελληνικά”. Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από επιστημονική έρευνα».

Ωστόσο, αντιμετωπίζει μάλλον θετικά τη μεταρρύθμιση Γιαννάκου, υπό τις κατευθυντήριες γραμμές Μπαμπινιώτη, στο ότι είχε ως στόχο να εξοικειωθούν τα παιδιά με τις παλαιότερες μορφές της γλώσσας: «Δεν ειδικεύομαι στα Παιδαγωγικά και άρα δεν μπορώ να γνωρίζω εάν ήταν σωστή ή λάθος επιλογή, ωστόσο ως προσέγγιση ήταν μάλλον παραγωγική και εποικοδομητική. Ομως, λίγα χρόνια μετά άλλαξαν ξανά τα εγχειρίδια, επικράτησε ξανά η τυπολατρική λογική στη διδασκαλία των αρχαίων, αφαιρέθηκαν τα κείμενα π.χ. του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη και επιστρέψαμε στην παπαγαλία και στο... λύω, λύεις, λύει».

Ο Παναγιωτίδης δεν εκπλήσσεται από τις επιλογές αυτές. «Το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε, εν πολλοίς, ως το μουσείο των απαρχών του δυτικού πολιτισμού. Η αρχαιοπληξία, η αρχαιολαγνεία, η αντίληψη της παράδοσης ως πράγματος που πρέπει να εντοπίζουμε σε κάθε πτυχή του βίου μας είναι συστατικά στοιχεία του ελληνικού κράτους και της νεοελληνικής συνείδησης μετά την ίδρυση. Μοιάζουμε περισσότερο με τους Γάλλους που θεωρούν ότι είναι το σχολείο της Ευρώπης και λιγότερο με τους Ιταλούς, που ενώ η σχέση τους με την αρχαία Ρώμη είναι εξίσου ενδιαφέρουσα και στενή όσο και η δική μας με την αρχαία Ελλάδα, αυτή η σχέση δεν διατρέχει την κυρίαρχη ιδεολογία».

Στο πλαίσιο αυτής της κυρίαρχης αφήγησης, μοιάζουν να εντάσσονται κι όσα ακούγονται κατά καιρούς στη δημόσια σφαίρα. Από την εικαζόμενη λεξιπενία των νέων έως τον –κυριολεκτικά αμέτρητο– πλούτο της ελληνικής, της οποίας κάποιοι μέτρησαν πάνω από 7.000.000 λέξεις. «Μιλάνε κάποιοι για τεμπελιά των νέων ή για λεξιλόγιο 300 λέξεων... είναι ντροπή να τα λένε αυτά άνθρωποι που έχουν απολυτήριο Λυκείου», σημειώνει, χαρακτηρίζοντας ως αντιστοίχως φαιδρά τα περί μερικών εκατομμυρίων λέξεων. «Γλώσσες με μακρά γραπτή παράδοση, όπως η δική μας, έχουν πολλά λήμματα μεν, αλλά αυτά κατά κανόνα δεν υπερβαίνουν τις 300.000. Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας να θεωρεί ότι η ελληνική γλώσσα είναι μοναδική, γιατί έτσι χτίστηκε το κράτος που στεγάζει αυτή την κοινωνία. Ομως, στην πράξη, η σχέση μας με τον κλασικό πολιτισμό είναι ελλειμματική. Τον αντιμετωπίζουμε σαν ένα ωραίο τοτέμ ή αν θέλετε σαν μία ωραία σταρ, π.χ. τη Μόνικα Μπελούτσι, που θαυμάζεται μακρόθεν αλλά κανείς δεν θα τολμούσε να πλησιάσει».

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή.