Συζήτηση στο Lemesos Radio για «τα μυστικά της γλώσσας, τα κοινά γλωσσικά λάθη και τις ιδιαιτερότητες της κυπριακής διαλέκτου». Ακούστε τη συζήτηση εδώ.
Γλωσσογραφίες
Κείμενα του Φοίβου Παναγιωτίδη από τον τύπο.
Σελίδες
15/5/25
17/2/25
Μεταξύ μύθων και τεχνικών όρων: παρουσιάζοντας τη Γλωσσολογία στο ευρύ κοινό (με παραδείγματα)
Δημοσιεύθηκε στο μπλογκ των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.
Με την εκλαΐκευση ασχολούμαι από το 2006 με δημοσιεύματα σε εφημερίδες και με τρία πλέον βιβλία. Γνωρίζω λοιπόν από πρώτο χέρι ότι δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο να εκλαϊκεύεις την επιστημονική έρευνα. Ισχύει μάλιστα το εξής παράδοξο, αν και αληθές: πιο εύκολα γράφει κανείς σύνθετα τεχνικά κείμενα για την επιστήμη του, παρά κείμενα που αποσκοπούν στο να εξηγήσουν στο ευρύ κοινό τις ανακαλύψεις της επιστήμης του.
Επίσης, δυστυχώς για εμένα ως εκλαϊκευτή, είμαι γλωσσολόγος. Γλωσσολογία βεβαίως είναι η επιστήμη που μελετάει τη γλώσσα και καθαυτή αλλά και σε σχέση με άλλα γνωστικά αντικείμενα. Γιατί λοιπόν «δυστυχώς»; Επειδή η επιστήμη της γλωσσολογίας, όσο κι αν θα δυσκολευόταν κανείς να το πιστέψει, είναι η μεγάλη απούσα στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα.
Αφενός στον ελληνόφωνο κόσμο λίγο ακούγεται ο επιστημονικός λόγος περί γλώσσας ενώ κυριαρχεί η φιλολογική προσέγγιση στα γλωσσικά ζητήματα – μια προσέγγιση συνήθως μεν επιστημονική αλλά επίσης συνήθως εκτός θέματος. Αφετέρου, στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα επιπλέον ενδημεί ένα κακόφωνο πανδαιμόνιο ψευδογλωσσολογικών ή και φαντασιόπληκτων απόψεων για τη γλώσσα. Συνεπώς, ό,τι με περισσή βεβαιότητα γνωρίζει ο μέσος Έλληνας για τη γλώσσα είναι πιθανότατα λάθος: από απλές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις μέχρι μύθους κι επινοήματα τσαρλατάνων.
Το πρώτο μου βιβλίο για το ευρύ κοινό, Μίλα μου για γλώσσα (2013, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) γνώρισε μεγάλη επιτυχία, παρότι ούτε αναπαρήγε γλωσσικούς μύθους, ούτε χάιδευε τα αυτιά του αναγνωστικού κοινού, αλλά ούτε κινδυνολογούσε. Το βιβλίο αυτό προέκυψε μετά από ανθολόγηση άρθρων μου στην κυπριακή́ εφημερίδα Πολίτης (2006-2010) και στην Καθημερινή (2009-2012), τα οποία βεβαίως αναθεωρήθηκαν και ξαναδουλεύτηκαν.
Αυτή η μέθοδος συγγραφής είχε το πλεονέκτημα ότι μου έδωσε την ευχέρεια και πολλές ευκαιρίες να εξασκήσω τη λεπτή αλλά απαιτητική τέχνη της εκλαΐκευσης σε μικρά επιμέρους θέματα κατ’ αρχάς. Επιπλέον, τα άρθρα ήδη είχαν γίνει αντικείμενο κριτικής και σχολιασμού στις πρώτες δημοσιεύσεις τους, οπότε μπορούσα κι εγώ ξαναδουλεύοντάς τα να ασκηθώ στη σαφήνεια, στην ακρίβεια και στην αμεσότητα ― αναγκαίες στην εκλαΐκευση κι οι τρεις τους.
Αυτή η ποικιλία θεμάτων που το βιβλίο χορηγούσε σε μικρές ποσότητες, απαραίτητες για να μη βαρεθεί το μη εξειδικευμένο αναγνωστικό κοινό, έκανε το βιβλίο δημοφιλές. Στην επιτυχία του βεβαίως συντέλεσε και η μοναδική εκδοτική φροντίδα που του επιδαψίλευσαν οι ΠΕΚ. Γράφοντας λοιπόν το πρώτο αυτό βιβλίο κατάλαβα καλά ότι η τεχνική ορολογία είναι ο σκόπελος της εκλαΐκευσης. Οι τεχνικοί όροι, ακριβώς αυτοί που διευκολύνουν τη συνεννόηση μεταξύ ειδικών και τους γλυτώνουν από τον πλατειασμό, είναι τελικά αυτοί που δυσκολεύουν τους (ας πούμε) αμύητους.
Για το επόμενο εκλαϊκευτικό έργο θέλησα να προχωρήσω σε κάτι πέρα από ένα ανθολόγιο θεμάτων στη γλωσσολογία. Επέλεξα λοιπόν ένα θέμα που για τους περισσότερους μη γλωσσολόγους είναι η γλώσσα: τις λέξεις. Πιστός στο πνεύμα της επιστήμης (όχι μόνο της δικής μου) αποφάσισα να πατήσω σε απλά παραδείγματα για να δείξω αφενός ότι γλώσσα δεν είναι μόνον οι λέξεις και αφετέρου ότι και οι ίδιες οι λέξεις είναι διαρθρωμένες με βάση υπόρρητους γραμματικούς κανόνες. Αυτό το πρόγραμμα υλοποιήθηκε ως το Μέσα από τις λέξεις (2021, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).
Πώς αντιμετώπισα εδώ τον σκόπελο της ορολογίας; Όσο και αν προσπαθεί κανείς να απαλείψει τεχνικούς όρους, τύπους και διαγράμματα, η ορολογία παραμένει καίρια: δεν μπορείς να γράφεις κάθε φορά «οι υπόρρητοι κανόνες της νοητικής γραμματικής που αφορούν τον σχηματισμό των λέξεων», θα πεις «μορφολογία». Ήταν λοιπόν απαραίτητο να επεξηγείται η τεχνική ορολογία με συντομία και σαφήνεια. Στο Μέσα από τις λέξεις τα επεξηγηματικά κείμενα εγκιβωτίστηκαν σε πλαίσια, κατά την πρακτική πολλών διδακτικών εγχειριδίων και άλλων εκλαϊκευτικών βιβλίων. Και έτσι, αν κάποιος λ.χ. γνωρίζει τι είναι η μορφολογία και δεν θέλει να διασπαστεί ο ρυθμός της ανάγνωσης, μπορεί να προσπεράσει το πλαίσιο που εξηγεί τον όρο· αλλιώς μπορεί να διαβάσει το επεξηγηματικό κείμενο.
Τι άλλο χρειάζεται; Μα φυσικά, τα κατάλληλα παραδείγματα. Ίσως το πιο δύσκολο σκέλος της εκλαϊκευτικής διαδικασίας είναι να ανεύρεις και να συζητήσεις κατάλληλα παραδείγματα. Αυτό ισχύει επειδή μπορεί κανείς να ξεχάσει τις λεπτομέρειες ενός φαινομένου ή της ερμηνείας του, αλλά τα παραδείγματα παραμένουν ως υπενθύμιση ότι ναι, υπάρχει ένα ζήτημα εκεί, ένα εμπειρικό ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί επιστημονικά. Γι’ αυτό και στο Μέσα από τις λέξεις αφιερώνεται τόση προσοχή σε κλαρινογαμπρούς και βουλεύτριες, στο σάμαλι και το ραβανί αλλά και στο μπακλαβαδογλύκι (και σε άλλες ζαχαροπλαστικές), στο ψαρονέφρι και το ψαροκόκαλο, στα σουβλάκια και τα τραπεζάκια κτλ.
Το τρίτο μου βιβλίο στα ελληνικά, Μεταξύ νόησης και φωνής (Εκδόσεις Νήσος), κυκλοφόρησε το 2023 κι ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά από εξαιρετικά βιβλία για τη γλωσσολογία όπως της Ράλλη (2012/2021) και των Παπαδοπούλου & Ρεβυθιάδου (2023) για τη Μορφολογία, της Τοπιντζή (2021) για τη γλωσσική Τυπολογία, της Ρούσσου (2015) για τη Σύνταξη, της Ρεβυθιάδου (2021) για τη Φωνολογία και της Βλάχου για τη Σημασιολογία (2022). Ταυτόχρονα υποδεχτήκαμε και το πιο προσιτό Εκατό βασικές έννοιες για τη γλωσσολογία των Γαβριηλίδου, Μητσιάκη και Φλιάτουρα (2021), καθώς και το Λεξικογραφία και Μορφολογία των Κατσογιάννου και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2022). Τέλος, το 2022 κυκλοφόρησε το πλήρες και τεκμηριωμένο συλλογικό έργο Εισαγωγή στη Γλωσσολογία, που επιμελήθηκαν η Μαρίκα Λεκάκου και η Νίνα Τοπιντζή.
Μέσα στην καλή αυτή παρέα το Μεταξύ νόησης και φωνής προσπάθησε να πετύχει κάτι κάπως πιο φιλόδοξο: να εισαγάγει τους αναγνώστες του στη γλωσσική θεωρία ξεκινώντας από την αρχή, παρουσιάζοντας με απλό τρόπο τα εντελώς βασικά (άρα τα δύσκολα), ώστε να τους εξοικειώσει με τη θεωρητική γλωσσολογία. Διαβάζοντάς το, η αναγνώστρια κι ο αναγνώστης θα εξοικειωθούν με το τι είναι γλώσσα, πώς λειτουργεί, πώς κατακτάται, πώς σχετίζεται με τη νόηση, πώς ποικίλλει.
Συνοψίζοντας, η συγγραφή και δημοσίευση μη τεχνικών βιβλίων γλωσσολογίας αποσκοπεί στο να ξεμάθει το αναγνωστικό κοινό όλα όσα νομίζει ότι γνωρίζει για τη γλώσσα. Η φιλοδοξία αυτή ενισχύεται από την ανάγκη να βασίζονται επιτέλους οι συζητήσεις, η επιχειρηματολογία αλλά και οι πολιτικές που αφορούν τη γλώσσα όχι σε συναισθήματα, παρανοήσεις ή φαντασίες αλλά στα ευρήματα μιας επιστήμης η οποία τα τελευταία 100 και πλέον χρόνια έχει φέρει τα πάνω-κάτω στο πόσα γνωρίζουμε για τη γλώσσα και σε πόσο βάθος κατανοούμε τη γλώσσα.
24/11/24
Υπάρχει γλωσσολογική διάσταση στο woke κίνημα;
Στο ΒΗΜΑ σήμερα, έντυπο και διαδικτυακό, δημοσιεύθηκε ρεπορτάζ με θέμα «Υπάρχει «woke» κουλτούρα στην Ελλάδα;», που ετοίμασε ο Διονύσης Σκλήρης. Στο ρεπορτάζ παρατίθενται αποσπάσματα και δικών μου απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο που έστειλε ο Δ. Σκλήρης. Παραθέτω ολόκληρες τις απαντήσεις μου εδώ:
---
1. Υπάρχει γλωσσολογική διάσταση στο woke κίνημα στην ελληνική γλώσσα; Λ.χ. προτάσεις αλλαγών, ώστε η γλωσσική έκφραση να είναι περισσότερο πολιτικώς ορθή και συμπεριληπτική; Ποια είναι η γνώμη σας; Είναι σε μια προοδευτική κατεύθυνση;
Μιλώντας ως άνθρωπος που ζει στον κόσμο μας, φρονώ ότι δεν υπάρχει περιεχόμενο στη διαμάχη μεταξύ του λεγόμενου woke και των αντιπάλων του. Όπως λιγο παλιότερα με την υστερία κατά της «πολιτικής ορθότητας», απλώς κάποιοι λένε ότι κόπτονται για την ελευθερία του λόγου ενώ στην πραγματικότητα ανησυχούν μήπως και πάψει να ηγεμονεύει ο δικός τους λόγος.
Στο πλαίσιο αυτής της ανησυχίας καλλιεργείται ένας αντι-woke ηθικός πανικός που θυμίζει πολλές φορές τον αμερικανικό αντικομμουνισμό της δεκαετίας του '50 και του ’60. Ο αντικομμουνισμός τότε τόνιζε κάθε λογής υπερβολή ή παρεκτροπή των «Κόκκινων» ενώ καλλιεργούσε την ψευδαίσθηση ότι επέκειτο κομμουνιστική επανάσταση ή και εισβολή των Σοβιετικών στις ΗΠΑ.
Ως γλωσσολόγος θα πω το προφανές: είναι και ευπρόσδεκτη και αναγκαία κάθε προσπάθεια για αντιπροσώπευση και εκπροσώπηση στη γλώσσα των ομάδων που αντιμετωπίζουμε ως μειονότητες, ιδανικά μέσα από τη δική τους φωνή.
---
2. Υπάρχει κριτική σε προσπάθειες αλλαγής στην κατευθυνση της πολιτικης ορθότητας ; ποια η γνωμη σας για την κριτικη;
Η όποια κριτική ασκείται σε προσπάθειες να γίνει πιο συμπεριληπτική η γλώσσα πρέπει να γίνεται αφενός με όρους γλωσσολογικούς κι όχι ιδεολογικούς και αφετέρου με γνώμονα κατά πόσον αυτές οι προσπάθειες έχουν ελπίδα να τελεσφορήσουν. Με άλλα λόγια, σε κάθε απόπειρα να ρυθμιστεί από τα κάτω η γλώσσα το μέλημα μας πρέπει να είναι αν αυτή η ρύθμιση έχει νόημα κι αν θα λειτουργήσει και θα εδραιωθεί ― όχι ιδεολογικές ενστάσεις όπως «αλλοιώνεται η γλώσσα μας» και τα λοιπά. Αυτά τα ζητήματα τα συζητάω λεπτομερώς σε ενάμισυ κεφάλαιο του βιβλίου μου Μέσα από τις λέξεις (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) του 2021.
---
3. Μπορείτε να μας αναφέρετε μια ενδιαφέρουσα ιστορία ως παράδειγμα;
Σε γενικές γραμμές, δεν μπορούμε να «πιάσουμε» και να διαμορφώσουμε συνειδητά τη γραμματική, δηλαδή τον μηχανισμό που φτιάχνει λέξεις και προτάσεις. Μπορούμε και πρέπει να επιλέγουμε το λεξιλόγιό μας με βάση αρχές όπως η ισότητα, η ορατότητα, η συμπερίληψη και η δικαιοσύνη – αλλά στην περίπτωση της γραμματικής οι αρχές αυτές δεν έχουν περιεχόμενο (επειδή η γραμματική είναι απλώς ένα συνδυαστικό σύστημα) άρα οι επεμβάσεις στη γραμματική δεν μπορουν να εδραιωθούν και τελικά παραμένουν μανιέρα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αντωνυμίες neo, που στα αγγλικά θα αντικαθιστούσαν το επίκοινο he, δηλαδή τη χρήση του αρσενικού όταν δεν γνωρίζουμε ή όταν δεν μας αφορά το γένος ή όταν θέλουμε να συμπεριλάβουμε όλα τα γένη. Καμία από αυτές τις αντωνυμίες neo δεν επέζησε, ενώ τελικά ως επίκοινο επικράτησε το γραμματικώς κατάλληλο they, που χρησιμοποιούνταν ήδη από τον 16ο αιώνα με αυτόν τον τρόπο.
17/11/24
1/6/24
Η Γλώσσα μάς κάνει ανθρώπους
28/4/24
«Πολλά απ’ όσα γνωρίζουμε για τη γλώσσα είναι λάθος ή μύθος»
Συνέντευξη στον Χάρη Δημαρά για το φρηπρές parallaxi.
Το «μυστήριο» της γλώσσας ελάχιστοι το γνωρίζουν και το έχουν αποκρυπτογραφήσει όσο ο Φοίβος Παναγιωτίδης.
Είναι από τους γλωσσολόγους και συγγραφείς που εκπλήσσουν με τις γνώσεις που μεταφέρει μέσω των βιβλίων του και η αυριανή του παρουσία στο Μέγαρο Μουσικής μας έδωσε τη δυνατότητα για μια κουβέντα που φωτίζει το δαιδαλώδες για πολλούς ζήτημα των γλωσσών, για το αν τελικά υπάρχουν μύθοι ή και λάθη σε όσα γνωρίζουμε, αλλά και το πώς μπορεί να επηρεάσει η τεχνητή νοημοσύνη ή η τεχνολογία.
Ακολουθεί η συνέντευξη που παραχώρησε ο συγγραφέας στην Parallaxi.
Μίλα μου για γλώσσα: Τι θα λέγατε σύντομα σε έναν αναγνώστη σας για το βιβλίο σας και για όλες τις απορίες που γεννιούνται σε ό,τι αφορά στο περίπλοκο ζήτημα της γλώσσας;
To Μίλα μου για γλώσσα προσπαθεί να απαντήσει απλά σε συνηθισμένες ερωτήσεις για τη γλώσσα, σε ζητήματα για τη γλώσσα όπως αυτά απασχολούν το ευρύ κοινό. Βεβαίως αυτό το κάνει από τη σκοπιά των γλωσσικών επιστημών, κυρίως της Θεωρητικής Γλωσσολογίας, της Ιστορικής Γλωσσολογίας και της Κοινωνιογλωσσολογία – κι όχι στη φάση «λέμε ό,τι να ‘ναι». Το Μέσα από τις λέξεις ασχολείται με ένα θέμα που για τους περισσότερους μη γλωσσολόγους είναι η ίδια η γλώσσα: τις λέξεις. Το βιβλίο εστιάζει στο πώς κάνουμε Γλωσσολογία και στο πώς φτιάχνονται οι λέξεις. Τέλος, το Μεταξύ νόησης και φωνής προσπάθησε να πετύχει κάτι κάπως πιο φιλόδοξο, δηλαδή να εισαγάγει τους αναγνώστες του στη γλωσσική θεωρία ξεκινώντας από την αρχή, από τα εντελώς βασικά (άρα από τα δύσκολα), ώστε να τους εξοικειώσει με τη Θεωρητική Γλωσσολογία – που είναι η ειδίκευσή μου
Τι βρήκατε ενδιαφέρον στη μελέτη των γλωσσών και γιατί επιλέξατε ως γνωστικό αντικείμενο τη γλωσσολογία;
Με ενδιέφεραν πάντα τα πολύπλοκα συστήματα. Μικρός ήθελα να ασχοληθώ με τη Φυσική αλλά με φρέναραν τα Μαθηματικά στο Λύκειο. Το κλικ έγινε στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλολογία, γιατί μου άρεσαν πολύ τα μαθήματα της γλωσσολογίας. Βεβαίως είχα προσπαθήσει να διδάξω στον εαυτό μου ιστορία της ελληνικής γλώσσας από το Λύκειο διαβάζοντας βιβλία, με μικρή επιτυχία.
Η ενασχόλησή μου με τη Θεωρητική Γλωσσολογία ήρθε αργότερα, όταν συνειδητοποίησα ότι η γλώσσα είναι μεν πολύπλοκο σύστημα αλλά όχι τεχνητό σύστημα. Ακόμα μου φαίνεται συναρπαστικό να μελετάει κανείς από πού προέρχεται και πώς είναι οργανωμένη αυτή η πολυπλοκότητα της γλώσσας.
Οι γλώσσες είναι ουσιαστικά κώδικες που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Υπάρχει περίπτωση σε πολλά ή και λιγότερα χρόνια από σήμερα να αντικατασταθεί με άλλη, πιο πολύπλοκη διαδικασία ή έστω να μιλάμε όλοι οι άνθρωποι μία γλώσσα;
Η ερώτηση προϋποθέτει την πλάνη ότι η γλώσσα είναι κοινωνική σύμβαση, όπως π.χ. το χρήμα ή το κράτος, κι ότι θα μπορούσε να αντικατασταθεί από άλλη κοινωνική σύμβαση. Δεν είναι έτσι. Ναι μεν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί διαθέτουν συστήματα επικοινωνίας, όμως η ανθρώπινη γλώσσα είναι αποκλειστικά ανθρώπινη με τον τρόπο που π.χ. είναι ανθρώπινη η όρθια στάση και η χρήση των χεριών μας. Η ανθρώπινη γλώσσα είναι μέρος του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Όσο για τη «μία παγκόσμια γλώσσα», κάθε φορά που μια γλώσσα εξαπλώνεται ταυτόχρονα διασπάται σε τοπικές ποικιλίες, διαλέκτους ή νέες γλώσσες. Έτσι έγινε με την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή, έτσι έγινε με τα λατινικά (που μας έδωσε τις λατινογενείς γλώσσες), έτσι γίνεται με τα αγγλικά στην εποχή μας.
Πώς εξελίχθηκε η ελληνική γλώσσα ανά τους αιώνες; Η θεωρία για την καταγωγή από το φοινικικό αλφάβητο επιδέχεται αμφισβητήσεων;
Στο πρώτο σκέλος της ερώτησης απαντούν ωραιότατα και η συλλογική Ιστορία της ελληνικής γλώσσας του Χριστίδη αλλά και το βιβλίο του Χόροκς.
Η ελληνική γλώσσα είναι απόγονος της πρωτο-ινδοευρωπαϊκής, όπως και δεκάδες άλλες γλώσσες. Το αλφάβητό της είναι το φοινικικό. Μιλάμε εδώ για πολύ βασικά πορίσματα της επιστήμης, όχι για εικασίες. Το λέω αυτό γιατί ο πολύς κόσμος ακούει «θεωρία» και καταλαβαίνει «εικασία»…
Τι είναι αυτό που δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος για τις γλώσσες;
Ο κόσμος δεν γνωρίζει απελπιστικά πολλά πράγματα για τις γλώσσες. Ο κόσμος π.χ. δεν γνωρίζει ότι η βεγγαλική, που μιλιέται από 240.000.000 ανθρώπους στο Μπαγκλαντές και στην Ινδία, είναι μια από τις μεγαλύτερες γλώσσες του κόσμου.
Ακόμα χειρότερα, στον ελληνόφωνο κόσμο ακούγεται ελάχιστα ο επιστημονικός λόγος για τη γλώσσα, ενώ δεσπόζει η φιλολογική προσέγγιση στα γλωσσικά ζητήματα. Δεν είναι κακή ούτε σώνει και καλά αντεπιστημονική η φιλολογική αυτή προσέγγιση, αλλά βρίσκεται συνήθως εκτός θέματος: π.χ. το ότι η λέξη λειτουργία σήμαινε τρόπο φορολογίας στην αρχαία Αθήνα δεν μας λέει τίποτα για το τι σημαίνει σήμερα.
Εντωμεταξύ, στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα κυριαρχούν αυτοσχέδιες, ψευδογλωσσολογικές ή και φουλ φαντασιόπληκτες απόψεις για τη γλώσσα. Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά όσα γνωρίζει ο μέσος άνθρωπος για τη γλώσσα είναι πιθανότατα λάθος ή και μύθος. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι έτσι δεν γίνονται οι πραγματικά ενδιαφέρουσες και καίριες ερωτήσεις για τη γλώσσα, π.χ. πώς κατακτάται η γλώσσα; πού και γιατί διαφέρουν οι γλώσσες μεταξύ τους; κτλ.
Ισχύουν όσα γνωρίζουμε για τις ινδοευρωπαϊκές και τις λατινογενείς γλώσσες; Υπάρχει κοινή καταγωγή στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου;
Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι μία μόνο από τις οικογένειες των γλωσσών που υπάρχουν σήμερα και έχουν κοινή καταγωγή, την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή. Η ελληνική, οι σλαβικές, οι ιρανικές, οι ινδικές (όπως π.χ. η βεγγαλική), οι λατινογενείς, οι γερμανικές γλώσσες και άλλες κατάγονται από αυτή τη γλώσσα. Υπάρχουν, όπως είπα, κι άλλες γλωσσικές οικογένειες. Τώρα αν όλες οι γλώσσες έχουν μία κοινή καταγωγή είναι ένα ερώτημα πολύ πιο σύνθετο απ’ ό,τι φαίνεται, ερώτημα που συζητάω εκτενώς στο Μεταξύ νόησης και φωνής…
Σε αυτό το ερώτημα υπάρχει πάντως ένα σημαντικό ζήτημα: οι γραμματικές όλων των γλωσσών υπακούν σε κοινές αρχές, κάποιες από τις οποίες αρχές έχουν βιολογική βάση. Ακόμα και γλώσσες που δημιουργούνται σχεδόν εκ του μηδενός, οι κρεολές, διέπονται από τις γραμματικές αυτές αρχές, αρχές που αποκαλούμε Καθολική Γραμματική. Από την άλλη, το λεξιλόγιο μπορεί να το δανειστεί μια γλώσσα (π.χ. κεμπάπ) ή να δημιουργήσει δικό της (π.χ. βιοτεχνία) ή και να το πλάσει εξαρχής (π.χ φούιτ).
Η ελληνική γλώσσα αισθάνεστε πως αποδυναμώνεται με τα χρόνια; Κυριαρχείται πλέον από εξελληνισμένες αγγλικές λέξεις, greeklish και από αγγλικές επιστημονικές ορολογίες που αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιούμε ανάλογα το αντικείμενό μας;
Η πρώτη ερώτηση που πρέπει να κάνουμε είναι αν όντως ισχύουν αυτά τα οποία αναφέρετε. Κυριαρχείται όντως από εξελληνισμένες αγγλικές λέξεις και επιστημονικές ορολογίες η ελληνική; Αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουν οι γλωσσολόγοι μετά από έρευνα, όχι κάνοντας ανεκδοτολογικές παρατηρήσεις που θεωρούμε ότι είναι γεγονότα. Επίσης, είναι ο ρόλος των greeklish τόσο κεντρικός όσο εικάζεται, συνήθως στο πλαίσιο κάποιου ηθικού πανικού; Υπενθυμίζω πως τα ελληνικά έχουνε γραφτεί με αραβική γραφή στη Μικρασία, με κυριλλική γραφή στην πρώην ΕΣΣΔ, με απλοποιημένη ορθογράφηση, αλλά και με λατινικούς χαρακτήρες (τα λεγόμενα φραγκολεβαντίνικα ή φραγκοχιώτικα).
Προ διαδικτύου υπήρχε κόσμος που έγραφε ελάχιστα, αλλά με τα σοσιαλμήντια πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων μπήκε στη φάση να ανταλλάσσει μηνύματα και να γράφει κείμενα στα ΜΚΔ. Αρχικά τα greeklish ήταν η μόνη λύση, αφού δεν υπήρχαν ελληνικοί χαρακτήρες, αλλά πλέον αποτελούν έκφραση μιας διαδικτυακής υποκουλτούρας.
Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο από τους πανικούς για τη γλώσσα είναι η κατρακύλα του εγγραμματισμού που προσφέρει το ελληνικό σχολείο. Εκεί υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, όντως. Η δυνατότητα των χρηστών της ελληνικής να παράγουν, να δημιουργούν και να επεξεργάζονται πάσης φύσεως κείμενα φαίνεται να εξασθενεί και να περιορίζεται – κι αυτό όμως θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής μελέτης από γλωσσολόγους.
Μήπως οι «πραγματικές» γλώσσες είναι οι διάλεκτοι και οι εθνικές γλώσσες συνδέονται με την προσπάθεια δημιουργίας εθνικής συνείδησης;
Χμ. Περίπου. Οι τοπικές διάλεκτοι και οι κοινωνιόλεκτοι είναι κανονικότατες γλωσσικές ποικιλίες με κανόνες, είναι πλήρεις και τέλειες φυσικές γλωσσικές ποικιλίες. Το ότι δεν έχουνε καθεστώς επίσημης γλώσσας είναι αποτέλεσμα ιστορικών γεγονότων, κοινωνικών διεργασιών, λόγιας παραγωγής κτλ. Μην ξεχνάτε π.χ. ότι η δημοτική είναι σύνθεση μοραϊτικων (λόγω ελληνικής επικράτειας μέχρι το 1881), επτανησιακών (λόγω των λογίων της Επτανήσου) και κρητικών (λόγω της γραπτής λογοτεχνικής παράδοσης της Κρητικής Αναγέννησης). Οι βόρειες ποικιλίες δεν μπήκαν σε αυτή τη «σύνθεση» που λέμε δημοτική για ιστορικούς και ιδεολογικούς λόγους.
Οι διάλεκτοι συνήθως απαξιώνονται σε συγκεντρωτικά κράτη, όπως π.χ. το δικό μας. Επίσης δεν βλέπουνε με καλό μάτι τις διαλέκτους εκείνες ακριβώς οι κοινωνίες που προσπαθούν να επιβάλουν μια (ας πούμε) μονοειδή γλωσσική ταυτότητα, κυρίως μέσα σε εθνικά κράτη. Πλάι στα παραπάνω, σε κοινωνίες όπου οι κοινωνικές και ταξικές διαφορές αποτυπώνονται και σε γλωσσικές διαφορές, αν μιλάς μια άλφα διάλεκτο στιγματίζεσαι.
Το αντίδοτο σε όλα αυτά είναι να γίνουν οι διάλεκτοι παράγοντες τοπικής ή ταξικής περηφάνειας και πολιτισμικού πλούτου: έτσι π.χ. οι γερμανοελβετοί χρησιμοποιούν με καμάρι τη διάλεκτό τους και την καλλιεργούν, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούν την πρότυπη, τη στάνταρ, τη γερμανική σε επίσημες περιστάσεις.
Τα «γλωσσικά λάθη» με ποια διαδικασία γίνονται «σωστά» και πόσο αποδεκτό πρέπει να είναι αυτό κατά τη γνώμη σας;
Πρώτα πρώτα: τι είναι λάθος; Υπάρχει ας πούμε κατάλληλος τρόπος να μιλάς σε διαφορετικές περιστάσεις κι όσο γλωσσοαυτόνομος και να είναι κάποιος, δεν νομίζω να χειροκροτήσει ένα άτομο που θα πάει σε μία κηδεία και θα πει «άντε να τον φυτέψουμε τον μακαρίτη»: υπάρχουν λοιπόν λάθη π.χ. με την έννοια ότι υπάρχουν κατάλληλες και λιγότερο κατάλληλες χρήσεις της γλώσσας κατά περίσταση.
Υπάρχουν επίσης λάθη που είναι σαρδάμ, όταν δηλαδή σκοντάφτουμε στην παραγωγή της γλώσσας. Υπάρχουν στοιχεία που γίνονται αντιληπτά ως λάθη γιατί αποτελούν προϊόντα γλωσσικής αλλαγής, όπως π.χ. το ουσιαστικό ο ασθενής, του ασθενή – που είναι μία άλλη ιστορία από το επίθετο ο επιεικής, του επιεική (ή επιεικούς). Εδώ να πω πόσο λίγη πραγματική έρευνα υπάρχει σε αυτά τα θέματα. Υπάρχουν και λάθη τα οποία είναι απλώς ίχνη μιας διαλέκτου, π.χ. πολύς κόσμος θα θεωρήσει ότι τα πιανόντουσαν, πιανόσαντε ή το «να με δώσεις το ψωμί» είναι τάχα λάθη.
Τώρα, η κατάκτηση της γλώσσας γενικά δεν είναι εκμάθηση. Δεν κατακτούμε τη γλώσσα με τον τρόπο που μαθαίνουμε σκάκι (μαθαίνοντας τους κανόνες π.χ.) ή με τον τρόπο που μαθαίνουμε άλλες δραστηριότητες (με εξάσκηση, με δοκιμή και πλάνη ή μέσω μίμησης και γενίκευσης). Ξέρουμε πια ότι τα παιδιά ανακαλύπτουν και γενικεύουν γλωσσικούς κανόνες: δεν κάνουν απλοϊκές γενικεύσεις επιφανειακών μοτίβων. Τελικά, κάθε παιδί που κατακτά γλώσσα την επανοικοδομεί από την αρχή, οδηγούμενο από την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπινου είδους για γλώσσα (την Καθολική Γραμματική, που λέγαμε πριν) κι ενσωματώνοντας τα γλωσσικά δεδομένα που ακούει γύρω του. Με βάση αυτή τη διαδικασία μπορεί να ενσωματώσει ή να απορρίψει ένα γλωσσικό στοιχείο (π.χ. το πιανόσαντε) που η κοινωνία αντιλαμβάνεται ως «λάθος».
Σας φοβίζει η τεχνητή νοημοσύνη; Υπάρχει περίπτωση σε μερικά χρόνια να μιλάμε ακόμη κι εμείς μέσω ΑΙ;
Με φοβίζει η κατάχρηση της τεχνολογίας, όχι η ίδια η τεχνολογία. Επίσης δεν με ενθουσιάζει να βρίσκεται ούτε η τεχνολογία ούτε οι πόροι στα χέρια λίγων και ισχυρών που δεν λογοδοτούν σε κανέναν – ξέρετε, κάτι δισεκατομμυριούχους και κάτι ολοκληρωτικά διοικούμενες πολυεθνικές έχω κατά νου.
Ενδεχομένως να διαβρώσει τον εγγραμματισμό μας η Τεχνητή Νοημοσύνη, παράγοντας με ευκολία μέτρια κείμενα για τον καθένα. Δεν ξέρω, πραγματικά.
Με ποιον τρόπο η νόηση συνδέεται με τη γλώσσα και γιατί «εμφανίστηκε» σχετικά πρόσφατα στην ανθρώπινη εξέλιξη; Και ποιοι είναι οι λόγοι που δεν την ανέπτυξαν κι άλλα είδη με υψηλή νοημοσύνη; Υπάρχει περίπτωση μέσω ΑΙ να λύσουμε κι αυτό το μυστήριο και να «μιλήσουν» κάποια από αυτά;
Πάρα πολύ σύνθετο πρόβλημα. Όπως είπα, όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έχουν συστήματα επικοινωνίας, κάποια από αυτά αρκετά πολύπλοκα (π.χ. οι μέλισσες). Κάποια κήτη και πολλοί ανθρωπίδες (γορίλες, χιμπατζήδες, μπονόμπο) έχουν σύνθετη κοινωνική οργάνωση και υψηλή νοημοσύνη. Άρα η γλώσσα μάλλον δεν αποτελεί ακόμα ένα στάδιο, ενδεχομένως ένα υψηλότερο στάδιο, στην ευφυία ή στην κοινωνικοποίηση. Πιθανότατα η ανθρώπινη γλώσσα είναι αποτέλεσμα μετάλλαξης, ένα τυχαίο πάντρεμα της νόησης με τη συνδυαστική ικανότητα μέσα στον εγκέφαλο κάποιου προγόνου μας, δηλαδή το γεφύρωμα της σκέψης με αυτό που για τη γλώσσα λέμε γραμματική.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ένα εργαλείο που θα μας βοηθήσει ενδεχομένως να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν τα πολύπλοκα συστήματα, όπως π.χ. η νόηση. Ωστόσο το πώς κάνει κάτι η ΤΝ δεν είναι καθόλου απαραίτητο ότι ταυτίζεται με το πώς το κάνει η ανθρώπινη νόηση…
Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;
Έχω ήδη γράψει δύο εκλαϊκευτικά βιβλία για τη γλωσσολογία στα ελληνικά: το Μίλα μου για γλώσσα (2013) και το Μέσα από τις λέξεις (2021). Τα βιβλία αυτά απευθύνονται στο ευρύ κοινό με σκοπό να εξηγήσουν με απλά λόγια ανακαλύψεις και πορίσματα της σύγχρονης γλωσσολογίας αλλά και να συντελέσουν στη διάδοσή τους.
Ο στόχος αυτός είναι σημαντικός, αφού στον ελληνόφωνο κόσμο λίγο ακούγεται ο επιστημονικός λόγος περί γλώσσας ενώ κυριαρχεί η φιλολογική προσέγγιση στα γλωσσικά ζητήματα, μια προσέγγιση συνήθως μεν επιστημονική αλλά συνήθως επίσης εκτός θέματος.
Παράλληλα, στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα ενδημεί ένα κακόφωνο πανδαιμόνιο ψευδογλωσσολογικών ή και φαντασιόπληκτων απόψεων για τη γλώσσα. Συνεπώς, λίγο λόγω ελλιπούς ενημέρωσης, λίγο εξαιτίας του πόσο σέξι είναι οι ψευδογλωσσολογικές απόψεις για τη γλώσσα, ό,τι γνωρίζει ο μέσος άνθρωπος για τη γλωσσολογία είναι πιθανότατα λάθος: από απλές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις μέχρι μύθους κι επινοήματα τσαρλατάνων.
Το τρίτο μου βιβλίο στα ελληνικά, Μεταξύ νόησης και φωνής, κυκλοφόρησε το 2023 κι ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά από εξαιρετικά βιβλία για τη γλωσσολογία όπως της Ράλλη (2012/2021) και των Παπαδοπούλου & Ρεβυθιάδου (2023) για τη Μορφολογία, της Τοπιντζή (2021) για τη γλωσσική Τυπολογία, της Ρούσσου (2015) για τη Σύνταξη, της Ρεβυθιάδου (2021) για τη Φωνολογία και της Βλάχου για τη Σημασιολογία (2022). Επιπλέον πρόσφατα υποδεχτήκαμε και το πιο προσιτό Εκατό βασικές έννοιες για τη γλωσσολογία των Γαβριηλίδου, Μητσιάκη και Φλιάτουρα (2021), καθώς και το Λεξικογραφία και Μορφολογία των Κατσογιάννου και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2022). Τέλος, όσες και όσοι αναζητούν μια διεξοδική παρουσίαση των διαφόρων κλάδων της γλωσσολογίας είναι πολύ τυχεροί, γιατί το 2022 κυκλοφόρησε το πλήρες και τεκμηριωμένο συλλογικό έργο Εισαγωγή στη Γλωσσολογία, το οποίο επιμελήθηκαν η Μαρίκα Λεκάκου και η Νίνα Τοπιντζή.
Μέσα σε αυτή την εξαιρετική παρέα το Μεταξύ νόησης και φωνής προσπάθησε να πετύχει κάτι κάπως πιο φιλόδοξο: να εισαγάγει τους αναγνώστες του στη γλωσσική θεωρία ξεκινώντας από την αρχή, από τα εντελώς βασικά (άρα από τα δύσκολα), ώστε να τους εξοικειώσει με τη θεωρητική γλωσσολογία.
Δυστυχώς, την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η εξοικείωση αυτή με τα στοιχειώδη του τι είναι γλώσσα, πώς λειτουργεί, πώς κατακτάται, πώς σχετίζεται με τη νόηση και με την κοινωνία χωλαίνει απελπιστικώς ακόμα και εντός κύκλων όπως οι επιστήμονες άλλων κλάδων και, φευ!, οι σπουδαστές και σπουδάστριες της φιλοσοφίας.
Για παράδειγμα, ο γλωσσοκεντρισμός δίνει και παίρνει σε πολλές ανταλλαγές απόψεων μεταξύ ανθρώπων με επιστημονική κατάρτιση, χωρίς καν να μπει κανείς στην επώδυνη διαδικασία να απαριθμήσει όλες τις φορές που λόγιοι και πανεπιστημιακοί συνάδελφοι συγχέουν τη γλώσσα με τον λόγο ή το λεγόμενο discours - όταν βεβαίως δεν νομίζουν ότι γλώσσα είναι μόνον οι λέξεις…
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω λοιπόν, η συγγραφή και δημοσίευση μη τεχνικών βιβλίων γλωσσολογίας αποσκοπεί στο να ξεμάθει το αναγνωστικό κοινό όλα όσα νομίζει ότι γνωρίζει για τη γλώσσα. Η φιλοδοξία αυτή ενισχύεται από την ανάγκη να βασίζονται επιτέλους οι συζητήσεις, η επιχειρηματολογία αλλά και οι πολιτικές που αφορούν τη γλώσσα όχι σε συναισθήματα, γνώμες ή φαντασίες αλλά στα ευρήματα μιας επιστήμης η οποία τα τελευταία 100 και πλέον χρόνια έχει φέρει τα πάνω-κάτω στο πόσα γνωρίζουμε για τη γλώσσα και σε πόσο βάθος κατανοούμε τη γλώσσα.
Συνεπώς, η κυκλοφορία του Μεταξύ νόησης και φωνής έχει ακόμα έναν σκοπό: να ενθαρρύνει συναδέλφισσες και συναδέλφους στη διαδικασία να γράψουν αντίστοιχα βιβλία για το ευρύτερο κοινό και σχετικά με τους άλλους κλάδους των γλωσσικών επιστημών. Με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσουμε τα εργαλεία για να γίνει ορατός και ο επιστημονικός λόγος για τη γλώσσα πλάι σε αστοιχείωτες απόψεις και πρόχειρες γνώμες για τη γλώσσα ή, γιατί όχι, πάνω από αυτές.
Δημοσιεύτηκε στη στήλη Γλωσσοεπιστήμη της εφημερίδας Πολίτης.