Σε μια πρόσφατη τηλεοπτική συζήτηση κατά τη διάρκεια μιας ειδησεογραφικής-ενημερωτικής εκπομπής, ο παρουσιαστής ρωτούσε την καλεσμένη του αν γράφονται τα κυπριακά, βεβαιώνοντάς την παράλληλα ότι δε γράφονται και ότι είναι μια καθομιλουμένη διάλεκτος και μόνο. Είναι όμως αλήθεια ότι δε γράφονται τα κυπριακά; Γιατί όχι;
Η γραπτή μορφή
Το αν πρέπει να γράφεται μια γλωσσική ποικιλία καθώς και πώς πρέπει να γράφεται, δηλαδή με ποιο σύστημα γραφής, αποτελεί πολύ σημαντικό ζήτημα για πάρα πολλές γλώσσες, και μάλιστα όσες δεν έχουν επίσημο χαρακτήρα ή νομοθετική κατοχύρωση. Στην Τουρκία ισχύει ακόμη γενική απαγόρευση χρήσης των γραμμάτων q, w και x με το πρόσχημα ότι δεν υπάρχουν στην τουρκική γλώσσα (βεβαίως ‘τυχαίνει’ να χρησιμοποιούνται στη γραφή της κουρδικής). Τα παιχνίδια της ελληνικής κυβέρνησης με το σλαβομακεδονικό αλφαβητάριο τη δεκαετία του 1920 τα είδαμε συνοπτικά παλιότερα. Οι ομιλητές της αρβανίτικης και της αρωμουνικής (βλάχικης) για δεκαετίες ταλαντεύθηκαν ανάμεσα στο ελληνικό και το λατινικό αλφάβητο: το μεν ελληνικό απηχεί τις εθνικές και πολιτικές επιλογές αυτών των κοινοτήτων αλλά αποδίδει ελλιπώς τους φθόγγους των γλωσσών τους, το δε λατινικό αποδίδει καλύτερα τους φθόγγους αλλά παραπέμπει σε ανεπιθύμητα συγγενικές με τα αρβανίτικα και τα αρωμουνικά γλώσσες: την αλβανική και τη ρουμανική. Σήμερα πάντως η αρβανίτικη και η αρωμουνική γενικά δε γράφονται, εν μέρει και λόγω των διλημμάτων αυτών. Τέλος, η χίντι και η ούρντου, εξαιρετικά κοντινές μεταξύ τους γλώσσες της ινδικής υποηπείρου που κατάγονται από τη σανσκριτική, γράφονται με τελείως διαφορετικά συστήματα: η χίντι γράφεται με το συλλαβικό αλφάβητο ντεβανάγκαρι ενώ για την ούρντου χρησιμοποιείται τροποποιημένο το αραβικό αλφάβητο ώστε να γίνεται και οπτικά σαφής η πίστη των ομιλητών της ούρντου στο Ισλάμ.
Τα παραπάνω τα αναφέρω για να υπογραμμίσω ότι το αν θα γράφεται μια γλωσσική ποικιλία και πώς θα γράφεται είναι για άλλη μια φορά ζήτημα πολιτισμικό, πολιτικό και κοινωνικό – όχι γλωσσικό. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε γλώσσα μπορεί να γραφτεί: άλλωστε έχουν προταθεί συστήματα γραφής ακόμα και για τις νοηματικές γλώσσες, στις οποίες οι λέξεις δεν αρθρώνονται γραμμικά, όπως στις ομιλούμενες, αλλά πολλές φορές ταυτόχρονα η μία με την άλλη.
(Πώς) γράφεται η κυπριακή ελληνική;
Η απάντηση, για όποιον έχει περάσει από το κυπριακό σχολείο, είναι βεβαίως γνωστή. Η νεοελληνική διάλεκτος της Κύπρου γράφεται εδώ και αιώνες, πρόκειται μάλιστα για μία από τις πρώτες νεοελληνικές διαλέκτους από τις οποίες έχουμε γραπτά μνημεία. Αρκεί κανείς να θυμηθεί τις απαρχές, τα πετραρχικής εμπνεύσεως ερωτικά ποιήματα του 16ου αιώνα, και όλη τη συνακόλουθη γραμματεία, διερευνημένη ή μη, όπως συνεχίζεται τον 19ο αιώνα μέσω των Βασίλη Μιχαηλίδη, Δημήτρη Λιπέρτη – αλλά και άλλων πολλών – μέχρι και σήμερα, αναφέροντας δειγματοληπτικά τον ποιητή Κώστα Βασιλείου ή τα βιβλία του χαράκτη Χαμπή. Η κυπριακή ελληνική γράφεται λοιπόν εδώ και αιώνες.
Το ελληνικό σύστημα γραφής παγιώθηκε, όπως και η ιστορική ορθογραφία της ελληνικής γλώσσας, σε μια εποχή κατά την οποία η προφορά της γλώσσας μας ήταν πολύ διαφορετική από σήμερα. Έκτοτε η προφορά όλων των ελληνικών ποικιλιών έχει μεταβληθεί αισθητά. Χαρακτηριστικά αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι έχουμε έξι τρόπους για να αποδώσουμε τον φθόγγο /i/ στη γραφή της νέας ελληνικής – με τα γράμματα ιώτα, ήτα και ύψιλον καθώς και με τα δίψηφα ‘ει’, ‘οι’ και ‘υι’ – ενώ καθένας από αυτούς τους τρόπους απέδιδε διαφορετικούς φθόγγους όταν παγιώθηκε η ορθογραφία. Η φωνολογική αυτή μεταβολή μοιραία οδήγησε στο να επινοηθούν νέοι τρόποι απόδοσης των «καινούργιων» φθόγγων. Έτσι, από την εποχή που το γράμμα δέλτα χρησιμοποιείται για να αποδώσει τον τριβόμενο φθόγγο στην αρχή του ‘δέμα’, στις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους ο φθόγγος που απέδιδε παλιότερα σημειώνεται πλέον με ‘ντ’, ακόμα κι όταν δεν ακούγεται το νι, όπως λόγου χάρη στην ηχοποίητη λέξη ‘ντριν’ (τουλάχιστον στη διάλεκτο του γράφοντος).
Τώρα, μερικές διάλεκτοι (κάποιες βόρειες και μοραΐτικες διάλεκτοι και τα κυπριακά) ανέπτυξαν με το πέρασμα του χρόνου ένα φατνιακό συριστικό σύμφωνο, όπως στην αρχή του ‘σιύλλος’. Όταν γράφουμε τα κυπριακά, μπορούμε είτε να το αποδώσουμε με ‘σι’ (όπως έπραξα εδώ), είτε με κάποιο διακριτικό σημάδι πάνω από το σίγμα, όπως πράττουν πολλοί εδώ και δεκαετίες. Η επιλογή ανάμεσα στους δύο τρόπους ορθογράφησης μπορεί να αφεθεί και ελεύθερη, όμως επικρατεί η αντίληψη ότι η ορθογραφική ελευθερία, να γράφει δηλαδή ο καθένας όπως θέλει, προκαλεί σύγχυση και δυσχέρειες στη γραπτή επικοινωνία. Μια τέτοια δυσχέρεια οξύνεται μάλιστα εάν, όπως στην περίπτωση του φατνιακού συριστικού, ένας από τους δύο τρόπους θα απαιτούσε την εισαγωγή στη γραφή (και στην τυπογραφία) ενός καινούργιου διακριτικού σημαδιού. Η τελική απόφαση για αυτό και για άλλα ζητήματα ορθογράφησης ανήκει φυσικά στους χρήστες της κυπριακής ελληνικής.
Προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι η τυποποίηση της ορθογραφίας της κυπριακής ελληνικής αποτελεί καθήκον του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, του οποίου άλλωστε ο ρόλος περιλαμβάνει και την προστασία και καλλιέργεια της ελληνικής κληρονομιάς στο νησί. Αυτό βεβαίως πρέπει να γίνει μετά από διάλογο και με τη συνδρομή φιλολόγων και ιστορικών γλωσσολόγων, καθώς και τεχνοκρατών που θα αποφανθούν κατά πόσο τα προτεινόμενα είναι εύχρηστα και εφαρμόσιμα. Γενικότερα, πρέπει να ανοίξει δημόσιος διάλογος στην Κύπρο για την καλλιέργεια και περαιτέρω ανάδειξη της ελληνικής κυπριακής ως εκφραστικού μέσου. Αυτό φυσικά αποτελεί έργο εθνικό το οποίο θα διαμορφωθεί και από την αναντικατάστατη συνδρομή των ειδικών και το οποίο θα κριθεί στην εφαρμογή του. Πάντως, σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί η τυποποίηση της ορθογραφίας της κυπριακής ή και η (επιθυμητή και δυνητικά πολλαπλώς ευεργετική) παράλληλη διδασκαλία της γραμματικής της κυπριακής ελληνικής δίπλα σε αυτήν της κοινής νεοελληνικής, να προκύψει από εσωτερικές διεργασίες διοικητικού χαρακτήρα.
Η ουσία του ζητήματος: το προνόμιο της διμορφίας
«Διμορφία» (diglossia) είναι ένας όρος που χοντρικά περιγράφει τη χρήση δύο γλώσσικών ποικιλιών σε μια γλωσσική κοινότητα με σχετικά διακριτούς ρόλους και πρόκειται για μια κατάσταση εξαιρετικά διαδεδομένη παγκοσμίως. Οι δύο ποικιλίες στην περίπτωση της ελληνοκυπριακής κοινότητας είναι, βεβαίως, η κοινή νεοελληνική και η κυπριακή ελληνική. Ο πραγματικός λόγος που τα κυπριακά δε γράφονται τόσο εκτενώς όσο θα ήτανε δυνατόν είναι επειδή επικρατεί η αντίληψη ότι η χρήση της κοινής για τη γραπτή επικοινωνία είναι αρκετή. Αυτός ο διακανονισμός σε πολύ γενικές γραμμές φαίνεται να λειτουργεί, ωστόσο αποστερεί από τον μέσο Ελληνοκύπριο τη δυνατότητα να εκφράζεται και γραπτώς στη μητρική γλωσσική ποικιλία του, με ό,τι συνέπειες μπορεί αυτό να έχει για τον γραμματισμό και την επαφή με τη γραφή και την ανάγνωση, είτε στο χαρτί είτε ηλεκτρονικώς.
Ας όμως δούμε τι συμβαίνει σε μια άλλη κοινωνία όπου επικρατεί γλωσσική διμορφία. Στη γερμανόφωνη Ελβετία βρίσκεται σε χρήση η επίσημη γερμανική και η καθομιλουμένη γερμανοελβετική. Όπως στην Κύπρο, στα κρατικά έγγραφα, ομοσπονδιακά και τοπικά, καθώς και για τις πιο τυπικές περιστάσεις χρησιμοποιείται η επίσημη γερμανική. Ωστόσο, η χρήση της γερμανοελβετικής είναι σαφώς εκτενέστερη από αυτή της κυπριακής ελληνικής στην Κύπρο, αφού χρησιμοποιείται και γράφεται ευρέως στα γερμανόφωνα μέσα ενημέρωσης της Ελβετίας. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ οι πολιτικές και οικονομικές στήλες σε μια εφημερίδα είναι στην επίσημη γερμανική, οι στήλες που αφορούν την καθημερινή ζωή είναι στα γερμανοελβετικά. Το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων εκφωνείται στην επίσημη γερμανική αλλά το δελτίο καιρού στα γερμανοελβετικά. Στην Κύπρο αρχίσε να διαφαίνεται ότι διαμορφώνεται μια ομόλογη κατάσταση πριν λίγα χρόνια, όταν τα κυπριακά δραπέτευσαν από τη μάντρα του φολκλόρ και της φαρσοκωμωδίας και πέρασαν σε ‘σοβαρές’ δραματικές σειρές που διαδραματίζονται στη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία. Ταυτόχρονα, στο διαδίκτυο παρατηρείται άνθηση στα κυπριακά ιστολόγια όπου η ελληνική κυπριακή χρησιμοποιείται όχι μόνο για σάτιρα (παραδοσιακό ‘χώρο’ των διαλέκτων) αλλά και εκμυστηρεύσεις, πολιτικές αναλύσεις, αφηγήματα καθώς και διάλογο πάνω σε σύνθετα ζητήματα.
Για να κλείσω με μια μεταφορά, φρονώ πως αξίζει να προσβλέπουμε σε μια ελληνοκυπριακή κοινωνία όπου οι ομιλητές θα αισθάνονται άνετοι να ανοίξουν το «σπίτι τους» (τη μητρική κυπριακή ελληνική) σε περισσότερες χρήσεις, προφορικές και γραπτές, αλλά και επαρκώς καταρτισμένοι να κυκλοφορούν στο «δημόσιο χώρο» (την κοινή ελληνική).
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 1ης Απριλίου 2007]