Η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να μιλάμε την ίδια γλώσσα υπήρξε και αρκετά διαδεδομένη στο παρελθόν και διαχρονικά πολύ δημοφιλής. Η αντίληψη ότι η ύπαρξη μίας κοινής γλώσσας για όλη την ανθρωπότητα θα συντελούσε αποτελεσματικά στην εδραίωση της ανεκτικότητας, της ειρήνης, της αμοιβαίας κατανόησης και της αδελφοσύνης δεν έχει χάσει εντελώς την ευρύτατη απήχηση που άλλοτε απολάμβανε.
Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης ιδίως, η επιθυμία για μια ενιαία πανανθρώπινη γλώσσα ταυτίστηκε λίγο έως πολύ με την προσπάθεια στοχαστών και λογίων για την κατασκευή μιας ιδανικής γλώσσας, ενός «τέλειου» γλωσσικού εργαλείου στοχασμού και επικοινωνίας. Συνήθως τέτοιες ιδανικές γλώσσες κατασκευάζονταν με βάση τις αρχές του ενός ή του άλλου φιλοσοφικού συστήματος. Οι περισσότερες από αυτές δεν αποκτήσανε δεύτερο ομιλητή πέραν του δημιουργού τους, ενώ καμμία τους δε σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία. Ωστόσο, η ιδέα μιας τεχνητής γλώσσας που θα διευκόλυνε την επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και ανάμεσα στους λαούς ως σύνολα, δεν εγκαταλείφθηκε. Μάλιστα, ο 19ος αιώνας γνώρισε μια σειρά από τεχνητές γλώσσες, ουδέτερες και απαλλαγμένες από την ιστορία και την κουλτούρα συγκεκριμένων λαών, με τις οποίες αναπόφευκτα ταυτίζονται όλες οι φυσικές γλώσσες. Η χρήση αυτών των γλωσσών θα εξάλειφε τις γλωσσικές και εθνοτικές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους και θα είχε ως σκοπό να συντελέσει στην ειρήνευση και στην ενότητα του ανθρωπίνου γένους, γι’ αυτό και η προώθησή τους συμπορεύθηκε για περισσότερο ή λιγότερο με κινήματα όπως ο σοσιαλισμός, ο σιωνισμός, ο μπαχαϊσμός αλλά και με χριστιανικές ομολογίες. Εξέχον παράδειγμα τεχνητής γλώσσας είναι η Εσπεράντο, η οποία δημιουργήθηκε το 1887 από τον Πολωνοεβραίο γιατρό Ζάμενχοφ, με στόχους λίγο-πολύ αυτούς που περιγράφτηκαν παραπάνω. Σήμερα η Εσπεράντο ομιλείται ως δεύτερη γλώσσα από περίπου 2.000.000 ομιλητές σύμφωνα με κάποιες μάλλον αισιόδοξες εκτιμήσεις, αν και πρόκειται για την πιο διαδεδομένη «πανανθρώπινη» γλώσσα.
Γιατί λοιπόν απέτυχαν οι προσπάθειες να θεσπιστεί μια κοινή γλώσσα για ολόκληρη την ανθρωπότητα; Γιατί οι άνθρωποι φαίνονται να επιμένουν στη Βαβέλ, στην πολυγλωσσία;
Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι οργανωμένες προσπάθειες να διαδοθεί η μία ή η άλλη τεχνητή γλώσσα προς χρήση ολόκληρης της ανθρωπότητας, ή τουλάχιστον ενός μεγάλου μέρους της, είναι, βεβαίως, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας ήδη χρησιμοποιεί (τουλάχιστον) μία δεύτερη γλώσσα. Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στην αγγλική γλώσσα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης. Ίσα ίσα, διαθέτουμε αδιάσειστα ντοκουμέντα ότι κατά καιρούς μία ή περισσότερες γλώσσες λειτουργούνε σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές ως lingua franca, δηλαδή ως δεύτερες γλώσσες για την επικοινωνία ανάμεσα σε ομιλητές άλλων γλωσσών. Έτσι, στη Μεσόγειο της ύστερης αρχαιότητας η ελληνιστική Κοινή λειτούργησε ως η γλώσσα των γραμμάτων και του πολιτισμού. Χαρακτηριστικότατα, οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης έγραψαν όλοι (πλην του Ευαγγελιστή Ματθαίου) κατευθείαν στα ελληνικά. Ωστόσο, κανείς τους δε φαίνεται να ήτανε φυσικός ομιλητής της ελληνικής, εκτός πιθανόν από τον Απόστολο Λουκά. Ο λόγος για τον οποίο δεν επέλεξαν τα εβραϊκά ή τα αραμαϊκά για να γράψουν ήταν, βεβαίως, ώστε το μήνυμά τους να γίνει προσιτό και κατανοητό από όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Επιπλέον, και πέρα από ζητήματα πολιτιστικού και πνευματικού ενδιαφέροντος, σώζονται χιλιάδες αιγυπτιακοί πάπυροι στους οποίους ομιλητές της κοπτικής αλληλογραφούν μεταξύ τους αλλά και με ομιλητές άλλων γλωσσών για καθημερινά ζητήματα (από ψώνια και παραινέσεις μέχρι ραντεβού και προικοσύμφωνα) σε σπασμένα ελληνικά. Οπωσδήποτε αυτή η εικόνα είναι πολύ κοντά σε αυτή του σημερινού κόσμου, αν αντικαταστήσει κανείς τα κομμάτια παπύρου στην ελληνιστική Κοινή με ηλεκτρονικά μηνύματα στα αγγλικά.
Εδώ θέλω να τονίσω πως η ύπαρξη δεύτερων γλωσσών δεν περιορίζεται στον ευρωμεσογειακό κόσμο. Παραδείγματα κραταιών δεύτερων γλωσσών βρίσκουμε παντού σε όλον τον κόσμο και μάλιστα από τότε που έχουμε γραπτά μνημεία ή και έμμεσες μαρτυρίες. Έτσι έχουμε την αραμαϊκή στην αρχαιότατη Εγγύς Ανατολή, τη λατινική στη μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη, την κινεζική σε ολόκληρη την Ανατολική Ασία, τη σανσκριτική στη Νότια Ασία, την (κλασσική) αραβική στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, τη σουαχίλι στην Ανατολική Αφρική, την κέτσουα (τη γλώσσα των Ίνκας) και τη ναχουάτλ (τη γλώσσα των Αζτέκων) στις Άνδεις και στην Κεντρική Αμερική αντίστοιχα, και ούτω καθεξής. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση lingua franca είναι και η εξής: πριν την κατάκτησή τους από τους Ευρωπαίους, στις Μεγάλες Πεδιάδες της Βορείου Αμερικής οι γλωσσικές-εθνοτικές ομάδες των Αράπαχο, των Σεγιέν και των Σιου (Λαχότα) χρησιμοποιούσανε για τη μεταξύ τους συνεννόηση τη σήμερα εξαφανισμένη νοηματική γλώσσα των Μεγάλων Πεδιάδων.
Τα παραπάνω είναι λίγο έως πολύ είτε γνωστά είτε αναμενόμενα. Ωστόσο η ύπαρξη όλων αυτών των κοινών γλωσσών δε φαίνεται τους τελευταίους αιώνες να συνέβαλε ιδιαιτέρως στην αδελφοσύνη και στην ειρήνη. Για παράδειγμα, το ότι οι (μορφωμένοι τουλάχιστον) δυτικοευρωπαίοι μπορούσανε να επικοινωνούν μεταξύ τους τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση στα λατινικά και αργότερα στα γαλλικά, ποσώς δεν τους εμπόδισε να αλληλοσφάζονται σε αναρίθμητους πολέμους μεταξύ τους. Μήπως τελικά ο Ζάμενχοφ είχε δίκιο, λοιπόν; Μήπως πρέπει να ξαναρχίσουμε από την αρχή; Μήπως πρέπει να οργανώσουμε ένα κίνημα για την προώθηση μιας πανανθρώπινης μητρικής γλώσσας και να ξανακαλλιεργήσουμε την ιδέα μιας κοινής γλώσσας για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος;
Είναι χαρακτηριστικό πως οράματα σαν κι αυτό της μιας μόνο γλώσσας για όλη την ανθρωπότητα κάθε άλλο παρά δημοφιλή είναι πια. Μάλιστα, κινήματα όπως ο εσπεραντισμός δεν αποτελούνε πια παρά σύντομες ενότητες στην ιστορία των ιδεών, στο κεφάλαιο ‘Ουτοπίες’. Υπάρχουνε κατ’ αρχήν πρακτικοί λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Πρώτα από όλα, λόγοι που αφορούν τη γλωσσική κατάκτηση: όπως έχουμε ξαναπεί, μια γλώσσα, για να κατακτηθεί ως μητρική, πρέπει να υφίσταται ως γλώσσα επικοινωνίας μέσα στο περιβάλλον του αναπτυσσόμενου παιδιού, και μάλιστα κατά την κρίσιμη περίοδο για τη γλωσσική ανάπτυξη (0-4 έτη). Έτσι έγιναν τα εβραϊκά μια από τις γλώσσες του Ισραήλ: σε πείσμα των διαφορετικών γλωσσικών υποβάθρων τους, οι Εβραίοι μετανάστες στην Παλαιστίνη χρησιμοποιούσαν τα εβραϊκά για την επικοινωνία μεταξύ τους κι έτσι οι νέες γενιές κατέκτησαν τη γλώσσα αυτή ως μητρική. Το παράδειγμα του Ισραήλ μάς δείχνει επίσης και το γιατί η επιθυμία για μία κοινή γλώσσα για ολόκληρη την ανθρωπότητα αποτελεί χίμαιρα. Παρότι τα εβραϊκά άρχισαν να χρησιμοποιούνται συστηματικά στην Παλαιστίνη ανάμεσα στους Εβραίους μετανάστες μόλις γύρω στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήδη η γλώσσα έχει υποστεί έκτοτε σημαντικές αλλαγές, ενώ έχουνε ξεπηδήσει τοπικές διάλεκτοι και κοινωνιόλεκτοι. Με άλλα λόγια, οποιοδήποτε όραμα για μια ενιαία γλώσσα παραγνωρίζει τη δυναμική της γλωσσικής αλλαγής. Άλλωστε, οι πρόγονοι γλωσσών τόσο διαφορετικών σήμερα όσο τα ισλανδικά, τα πολωνικά, τα ελληνικά, τα κουρδικά, τα ούρντου και τα βεγγαλέζικα ξεκίνησαν όλοι σαν διάλεκτοι της γλώσσας που ονομάζουμε Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή...
Φυσικά, δεδομένης της διάδοσης και της κυριαρχίας της αγγλικής σήμερα ως της πρώτης ιστορικά παγκόσμιας γλώσσας, στην πραγματικότητα ελάχιστοι θα συγκινούνταν πια με το όραμα μίας πανανθρώπινης γλώσσας, φυσικής ή τεχνητής. Ευτυχώς εκτιμούμε στις μέρες μας πολύ περισσότερο τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που κάθε γλώσσα και διάλεκτος κουβαλάει μαζί της και έχουμε σχετικά απομακρυνθεί από ισοπεδωτικές (και ανεδαφικές) ουτοπίες. Θα συνεχίσουμε όμως τη συζήτηση για αυτό το θέμα την επόμενη φορά.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 4ης Φεβρουαρίου 2007]