Στα τέλη Οκτωβρίου συμμετείχα στο 9ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Το Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας διοργανώνεται κάθε διετία και από διαφορετικό πανεπιστήμιο, ενώ το φετινό συνέδριο του Σικάγου στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία, παρότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες έπρεπε να περάσουν τον Ατλαντικό για να συμμετάσχουν σε αυτό.
Κατά τις τρεις μέρες των εργασιών (29 με 31 Οκτωβρίου), έλληνες και ξένοι γλωσσολόγοι ανακοίνωσαν αποτελέσματα έρευνας σε δεκάδες θέματα θεωρητικού και εφαρμοσμένου ενδιαφέροντος που αφορούν όλες τις πτυχές της ελληνικής γλωσσολογίας: από τη λεξιπλασία του Καζαντζάκη έως τη συντακτική ταυτότητα των μορίων ‘να’, ‘θα’ και ‘μη’ και από τη διδασκαλία της Ελληνικής μέχρι την προσωδία της. Σε μια τόσο συναρπαστική πόλη όπως το Σικάγο, η ποιότητα της έρευνας που ανακοινωνόταν και συζητιούνταν στάθηκε ικανή να κρατήσει τους συνέδρους μέσα στις τέσσερις παράλληλες συνεδρίες.
Η επιτυχία του συνεδρίου στάθηκε όμως μεγάλη και για ένα δεύτερο λόγο: κατά τη συνάντηση εργασίας εγκρίθηκε πανηγυρικά η πολυαναμενόμενη ίδρυση της Διεθνούς Εταιρείας Ελληνικής Γλωσσολογίας. Η Εταιρεία αποτέλεσε έργο και προϊόν κόπου πολλών διακεκριμένων και άξιων συναδέρφων, αλλά και όνειρο ακόμα περισσότερων (τα ονόματα των οποίων δε θα αναφέρω γιατί θα ξεπεράσω κατά πολύ το όριο των λέξεων για το άρθρο μου).
Φρονώ λοιπόν ότι η ύπαρξη και λειτουργία της Εταιρείας εκτός από επιθυμητή είναι και απολύτως αναγκαία. Για πρώτη φορά όλοι όσοι μελετούμε επιστημονικά την ελληνική γλώσσα θα έχουμε ενιαία φωνή και εκπροσώπηση. Θα διαθέτουμε ένα οργανωμένο φόρουμ στο οποίο θα μπορούμε να συζητούμε όσα θέματα μας απασχολούν. Θα μπορούμε να συμβάλλουμε δυναμικότερα στην καλλιέργεια της ελληνικής γλωσσολογίας στην Ελλάδα και στον κόσμο. Θα μπορέσουμε να πλαισιώσουμε και επισήμως το Journal of Greek Linguistics, που συνεχίζει την κυκλοφορία του. Και πολλά άλλα.
Σε προσωπικό επίπεδο, νομίζω ότι δε γινόταν άλλο να απουσιάζει ένα επίσημο όργανο εκπροσώπησης όσων μελετούμε επιστημονικά την ελληνική γλώσσα. Οι γλωσσολόγοι έχουμε την ίδια ιδιομορφία με τους γιατρούς: το επιστημονικό μας αντικείμενο απασχολεί τους πάντες, αφού όλοι φαίνεται να έχουν έντονες και σαφείς απόψεις περί γλώσσας. Δυστυχώς, πάρα πολλές φορές οι απόψεις αυτές δεν είναι τεκμηριωμένες, ενώ κάποτε αποτελούν προϊόν ακόμα και προκατάληψης, παρανάγνωσης ή πλάνης. Είναι σημαντικό λοιπόν η Εταιρεία να μπορεί να αρθρώνει τη φωνή της επιστημονικής έρευνας, λ.χ. όταν σχεδιάζονται πολιτικές που θα επηρεάσουν τη ζωή και την παιδεία των ομιλητών της Ελληνικής. Είναι τέλος πάντων σημαντικό να υπάρχει κάποιου είδους εκπροσωπηση των γλωσσολόγων που θα μπορεί να διαβεβαιώσει την κοινή γνώμη ότι η ελληνική ως γλώσσα προγραμματισμού, ως «κρατυλική», ή με τερατολογικά υπερμεγέθες λεξιλόγιο, αποτελούν εμπορεύματα τσαρλατάνων, τα γλωσσικά αντίστοιχα της φραπελιάς και του νερού Καματερού.
Σε γενικές γραμμές, προσβλέπω σε όλα όσα μπορεί και πρέπει να κάνει η νεοσύστατη Εταιρεία προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας και εκλαΐκευσης της γλωσσολογίας στην Ελλάδα και της μελέτης της Ελληνικής παγκοσμίως. Ειδικότερα, ευελπιστώ ότι τώρα πια οι γλωσσικές πλάνες και προκαταλήψεις που μεταμφιέζονται σε γλωσσικά δόγματα θα βρούνε τον αντίλογο που τους αξίζει και σε επίπεδο θεσμού.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 22ης Νοεμβρίου 2009]