Σελίδες

17/2/25

Μεταξύ μύθων και τεχνικών όρων: παρουσιάζοντας τη Γλωσσολογία στο ευρύ κοινό (με παραδείγματα)

Δημοσιεύθηκε στο μπλογκ των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.

Με την εκλαΐκευση ασχολούμαι από το 2006 με δημοσιεύματα σε εφημερίδες και με τρία πλέον βιβλία. Γνωρίζω λοιπόν από πρώτο χέρι ότι δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο να εκλαϊκεύεις την επιστημονική έρευνα. Ισχύει μάλιστα το εξής παράδοξο, αν και αληθές: πιο εύκολα γράφει κανείς σύνθετα τεχνικά κείμενα για την επιστήμη του, παρά κείμενα που αποσκοπούν στο να εξηγήσουν στο ευρύ κοινό τις ανακαλύψεις της επιστήμης του.

Επίσης, δυστυχώς για εμένα ως εκλαϊκευτή, είμαι γλωσσολόγος. Γλωσσολογία βεβαίως είναι η επιστήμη που μελετάει τη γλώσσα και καθαυτή αλλά και σε σχέση με άλλα γνωστικά αντικείμενα. Γιατί λοιπόν «δυστυχώς»; Επειδή η επιστήμη της γλωσσολογίας, όσο κι αν θα δυσκολευόταν κανείς να το πιστέψει, είναι η μεγάλη απούσα στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα.

Αφενός στον ελληνόφωνο κόσμο λίγο ακούγεται ο επιστημονικός λόγος περί γλώσσας ενώ κυριαρχεί η φιλολογική προσέγγιση στα γλωσσικά ζητήματα – μια προσέγγιση συνήθως μεν επιστημονική αλλά επίσης συνήθως εκτός θέματος. Αφετέρου, στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα επιπλέον ενδημεί ένα κακόφωνο πανδαιμόνιο ψευδογλωσσολογικών ή και φαντασιόπληκτων απόψεων για τη γλώσσα. Συνεπώς, ό,τι με περισσή βεβαιότητα γνωρίζει ο μέσος Έλληνας για τη γλώσσα είναι πιθανότατα λάθος: από απλές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις μέχρι μύθους κι επινοήματα τσαρλατάνων.

Το πρώτο μου βιβλίο για το ευρύ κοινό, Μίλα μου για γλώσσα (2013, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) γνώρισε μεγάλη επιτυχία, παρότι ούτε αναπαρήγε γλωσσικούς μύθους, ούτε χάιδευε τα αυτιά του αναγνωστικού κοινού, αλλά ούτε κινδυνολογούσε. Το βιβλίο αυτό προέκυψε μετά από ανθολόγηση άρθρων μου στην κυπριακή́ εφημερίδα Πολίτης (2006-2010) και στην Καθημερινή (2009-2012), τα οποία βεβαίως αναθεωρήθηκαν και ξαναδουλεύτηκαν.

Αυτή η μέθοδος συγγραφής είχε το πλεονέκτημα ότι μου έδωσε την ευχέρεια και πολλές ευκαιρίες να εξασκήσω τη λεπτή αλλά απαιτητική τέχνη της εκλαΐκευσης σε μικρά επιμέρους θέματα κατ’ αρχάς. Επιπλέον, τα άρθρα ήδη είχαν γίνει αντικείμενο κριτικής και σχολιασμού στις πρώτες δημοσιεύσεις τους, οπότε μπορούσα κι εγώ ξαναδουλεύοντάς τα να ασκηθώ στη σαφήνεια, στην ακρίβεια και στην αμεσότητα ― αναγκαίες στην εκλαΐκευση κι οι τρεις τους.

Αυτή η ποικιλία θεμάτων που το βιβλίο χορηγούσε σε μικρές ποσότητες, απαραίτητες για να μη βαρεθεί το μη εξειδικευμένο αναγνωστικό κοινό, έκανε το βιβλίο δημοφιλές. Στην επιτυχία του βεβαίως συντέλεσε και η μοναδική εκδοτική φροντίδα που του επιδαψίλευσαν οι ΠΕΚ. Γράφοντας λοιπόν το πρώτο αυτό βιβλίο κατάλαβα καλά ότι η τεχνική ορολογία είναι ο σκόπελος της εκλαΐκευσης. Οι τεχνικοί όροι, ακριβώς αυτοί που διευκολύνουν τη συνεννόηση μεταξύ ειδικών και τους γλυτώνουν από τον πλατειασμό, είναι τελικά αυτοί που δυσκολεύουν τους (ας πούμε) αμύητους.

Για το επόμενο εκλαϊκευτικό έργο θέλησα να προχωρήσω σε κάτι πέρα από ένα ανθολόγιο θεμάτων στη γλωσσολογία. Επέλεξα λοιπόν ένα θέμα που για τους περισσότερους μη γλωσσολόγους είναι η γλώσσα: τις λέξεις. Πιστός στο πνεύμα της επιστήμης (όχι μόνο της δικής μου) αποφάσισα να πατήσω σε απλά παραδείγματα για να δείξω αφενός ότι γλώσσα δεν είναι μόνον οι λέξεις και αφετέρου ότι και οι ίδιες οι λέξεις είναι διαρθρωμένες με βάση υπόρρητους γραμματικούς κανόνες. Αυτό το πρόγραμμα υλοποιήθηκε ως το Μέσα από τις λέξεις (2021, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).

Πώς αντιμετώπισα εδώ τον σκόπελο της ορολογίας; Όσο και αν προσπαθεί κανείς να απαλείψει τεχνικούς όρους, τύπους και διαγράμματα, η ορολογία παραμένει καίρια: δεν μπορείς να γράφεις κάθε φορά «οι υπόρρητοι κανόνες της νοητικής γραμματικής που αφορούν τον σχηματισμό των λέξεων», θα πεις «μορφολογία». Ήταν λοιπόν απαραίτητο να επεξηγείται η τεχνική ορολογία με συντομία και σαφήνεια. Στο Μέσα από τις λέξεις τα επεξηγηματικά κείμενα εγκιβωτίστηκαν σε πλαίσια, κατά την πρακτική πολλών διδακτικών εγχειριδίων και άλλων εκλαϊκευτικών βιβλίων. Και έτσι, αν κάποιος λ.χ. γνωρίζει τι είναι η μορφολογία και δεν θέλει να διασπαστεί ο ρυθμός της ανάγνωσης, μπορεί να προσπεράσει το πλαίσιο που εξηγεί τον όρο· αλλιώς μπορεί να διαβάσει το επεξηγηματικό κείμενο.

Τι άλλο χρειάζεται; Μα φυσικά, τα κατάλληλα παραδείγματα. Ίσως το πιο δύσκολο σκέλος της εκλαϊκευτικής διαδικασίας είναι να ανεύρεις και να συζητήσεις κατάλληλα παραδείγματα. Αυτό ισχύει επειδή μπορεί κανείς να ξεχάσει τις λεπτομέρειες ενός φαινομένου ή της ερμηνείας του, αλλά τα παραδείγματα παραμένουν ως υπενθύμιση ότι ναι, υπάρχει ένα ζήτημα εκεί, ένα εμπειρικό ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί επιστημονικά. Γι’ αυτό και στο Μέσα από τις λέξεις αφιερώνεται τόση προσοχή σε κλαρινογαμπρούς και βουλεύτριες, στο σάμαλι και το ραβανί αλλά και στο μπακλαβαδογλύκι (και σε άλλες ζαχαροπλαστικές), στο ψαρονέφρι και το ψαροκόκαλο, στα σουβλάκια και τα τραπεζάκια κτλ.

Το τρίτο μου βιβλίο στα ελληνικά, Μεταξύ νόησης και φωνής (Εκδόσεις Νήσος), κυκλοφόρησε το 2023 κι ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά από εξαιρετικά βιβλία για τη γλωσσολογία όπως της Ράλλη (2012/2021) και των Παπαδοπούλου & Ρεβυθιάδου (2023) για τη Μορφολογία, της Τοπιντζή (2021) για τη γλωσσική Τυπολογία, της Ρούσσου (2015) για τη Σύνταξη, της Ρεβυθιάδου (2021) για τη Φωνολογία και της Βλάχου για τη Σημασιολογία (2022). Ταυτόχρονα υποδεχτήκαμε και το πιο προσιτό Εκατό βασικές έννοιες για τη γλωσσολογία των Γαβριηλίδου, Μητσιάκη και Φλιάτουρα (2021), καθώς και το Λεξικογραφία και Μορφολογία των Κατσογιάννου και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (2022). Τέλος, το 2022 κυκλοφόρησε το πλήρες και τεκμηριωμένο συλλογικό έργο Εισαγωγή στη Γλωσσολογία, που επιμελήθηκαν η Μαρίκα Λεκάκου και η Νίνα Τοπιντζή.

Μέσα στην καλή αυτή παρέα το Μεταξύ νόησης και φωνής προσπάθησε να πετύχει κάτι κάπως πιο φιλόδοξο: να εισαγάγει τους αναγνώστες του στη γλωσσική θεωρία ξεκινώντας από την αρχή, παρουσιάζοντας με απλό τρόπο τα εντελώς βασικά (άρα τα δύσκολα), ώστε να τους εξοικειώσει με τη θεωρητική γλωσσολογία. Διαβάζοντάς το, η αναγνώστρια κι ο αναγνώστης θα εξοικειωθούν με το τι είναι γλώσσα, πώς λειτουργεί, πώς κατακτάται, πώς σχετίζεται με τη νόηση, πώς ποικίλλει.

Συνοψίζοντας, η συγγραφή και δημοσίευση μη τεχνικών βιβλίων γλωσσολογίας αποσκοπεί στο να ξεμάθει το αναγνωστικό κοινό όλα όσα νομίζει ότι γνωρίζει για τη γλώσσα. Η φιλοδοξία αυτή ενισχύεται από την ανάγκη να βασίζονται επιτέλους οι συζητήσεις, η επιχειρηματολογία αλλά και οι πολιτικές που αφορούν τη γλώσσα όχι σε συναισθήματα, παρανοήσεις ή φαντασίες αλλά στα ευρήματα μιας επιστήμης η οποία τα τελευταία 100 και πλέον χρόνια έχει φέρει τα πάνω-κάτω στο πόσα γνωρίζουμε για τη γλώσσα και σε πόσο βάθος κατανοούμε τη γλώσσα.