Σήμερα θα μιλήσουμε για τη γραμματική. Φαντάζομαι αμέσως τις αντιδράσεις. Άλλωστε, η σχολική γραμματική για πολλούς πρώην και νυν μαθητές αποτελεί απλώς έναν μακρύ κατάλογο εξαιρέσεων, ένα πληκτικό και άχαρο νοητικό γύμνασμα. Για άλλους δεν είναι παρά ένας μπελάς, ένα γνωστικό αντικείμενο στο οποίο δύσχρηστη ορολογία, σχολαστική ταξινόμηση και συστηματική απομνημόνευση συναντιούνται μοναδικά κι ανελέητα. Αυτή η κατάσταση οφείλεται εν μέρει σε περιορισμούς και σφάλματα της παραδοσιακής γραμματικής περιγραφής, εν μέρει σε κάποιες (μάλλον ατελέσφορες) παιδαγωγικές επιλογές και τακτικές. Ευτυχώς στη γλωσσολογία ο όρος ‘γραμματική’ έχει απλώς την έννοια της δομής της γλώσσας, του ‘σχεδίου της γλώσσας’ που λέγαμε και από αυτή τη στήλη. ‘Γραμματική’ δηλαδή σημαίνει τους κανόνες με τους οποίους προφέρουμε τη γλώσσα (φωνολογία), φτιάχνουμε λέξεις (μορφολογία) και σχηματίζουμε προτάσεις (σύνταξη).
Η επόμενη ερώτηση, βεβαίως, είναι πού βρίσκονται αυτοί οι κανόνες (αν όχι μέσα σε βιβλία), τι σόι κανόνες είναι και πώς λειτουργούν.
Οι κανόνες της μητρικής μας γλώσσας βρίσκονται μέσα στον νου μας, ο οποίος – με έναν τρόπο κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο – εδράζεται στον εγκέφαλό μας. Γι’ αυτό και το σύνολο των κανόνων της μητρικής μας γλώσσας (ή των μητρικών μας γλωσσών) ονομάζεται ‘νοητική γραμματική’. Αυτούς τους κανόνες, τη νοητική γραμματική, τους κατακτούμε, δεν τους μαθαίνουμε, μέσα στα πρώτα τέσσερα με πέντε περίπου χρόνια της ζωής μας, όπως είδαμε πριν δύο εβδομάδες. Εννοείται ότι η γνώση αυτών των κανόνων είναι επίσης υποσυνείδητη: όταν παράγουμε ή όταν προσλαμβάνουμε λόγο δεν έχουμε επίγνωση του ποια μορφή πρέπει να έχει το άρθρο (ή γιατί), πώς θα σχηματίσουμε μια δευτερεύουσα πρόταση ή ποιος είναι ο σωστός τύπος του ρήματος...
Φυσικά, το εύλογο ερώτημα είναι γιατί χρειαζόμαστε ενδιάθετους γλωσσικούς κανόνες που τους ρουφάμε σα σφουγγάρια όταν είμαστε νήπια. Γιατί, λόγου χάρη, δεν μπορούμε να πούμε ότι μαθαίνουμε τη γλώσσα κάνοντας κάποιες γενικεύσεις με βάση τη γλώσσα που ακούμε ως μικροί ομιλητές (ή που βλέπουμε, αν είμαστε μικροί νοηματιστές); Άλλωστε, μεγάλο μέρος της μάθησης βασίζεται στην αναλογία και στη γενίκευση: έτσι, αν δούμε να ξεβιδώνουν ένα καπάκι βάζου, μπορούμε να γενικεύσουμε αυτή την κίνηση και σύντομα να ξεβιδώνουμε κι εμείς καπάκια βάζων ή μπουκαλιών. Αντί να παραθέσω θεωρητικά επιχειρήματα κατά μιας τέτοιας αντίληψης σχετικά με το πώς καταλήγουμε στη γραμματική γνώση, θα φέρω δύο μόνο παραδείγματα φαινομενικά απλών γραμματικών δομών. Θα δείξω πως αυτές οι δομές μπορούν να αναλυθούν και να εξηγηθούν μόνο με επίκληση σε πολύ εξειδικευμένους και σύνθετους κανόνες και όχι σε αναλογικές γενικεύσεις.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα από τα μπουκάλια, μια και τα αναφέραμε. Ένας απλός (φαινομενικά) γραμματικός κανόνας της ελληνικής είναι αυτός που έχει να κάνει με το πώς βάζουμε δύο ουσιαστικά μαζί. Επίσης πρόκειται για έναν κανόνα που κανείς ποτέ δε μας διδάσκει αναλυτικά, στη σχολική γραμματική ή αλλού. Ας πούμε λοιπόν ότι μεγαλώνετε ακούγοντας ελληνικά γύρω σας. Ακούτε φρασεις όπως ‘λάδι ελιάς’, ‘γυαλιά μυωπίας’, ‘ξύλο κερασιάς’. Ας υποθέσουμε ότι με βάση τα παραπάνω κάνετε μια γενίκευση: «ουσιαστικό που ακολουθεί ουσιαστικό είναι στη γενική», αφήνοντας κατά μέρος πώς αναγνωρίζετε τι είναι ‘ουσιαστικό’ ή ‘γενική’ (διόλου ευκαταφρόνητος άθλος). Ας πούμε τώρα ότι ταυτόχρονα ακούτε και φράσεις όπως ‘μπουκάλι μπύρα’, ‘ποτήρι κρασί’, ‘πιάτο σούπα’, ‘καφάσι μήλα’. Ας υποθέσουμε ότι με βάση τα νέα αυτά δεδομένα κάνετε ακόμα μια γενίκευση: «ουσιαστικό που ακολουθεί ουσιαστικό είναι στην ονομαστική», αφήνοντας κατά μέρος πώς αναγνωρίζετε τι είναι ‘ονομαστική’ (επίσης διόλου ευκαταφρόνητος άθλος).
Τι γίνεται τώρα; Έχουμε δύο γενικεύσεις: «ουσιαστικό που ακολουθεί ουσιαστικό είναι στη γενική» και «ουσιαστικό που ακολουθεί ουσιαστικό είναι στην ονομαστική». Αν χρησιμοποιούσαμε μόνο φράσεις και προτάσεις που έχουμε ξανακούσει, θα είχαμε απλώς δύο γενικεύσεις στα χέρια μας και η ιστορία θα τελείωνε εδώ. Ωστόσο, ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της γραμματικής μας ικανότητας είναι ότι μας επιτρέπει να σχηματίζουμε και να κατανοούμε λέξεις και προτάσεις που δεν έχουμε ξανακούσει ποτέ. Άρα γίνεται να χρησιμοποιήσουμε τις δύο μας γενικεύσεις ώστε, αναλογικά, να φτιάξουμε καινούργιες φράσεις που να αποτελούνται από δύο ουσιαστικά; Αρχικά φαίνεται καλή ιδέα: παίρνοντας τα ουσιαστικά ‘ποτήρι’ και ‘κρασί’ κι εφαρμόζοντας τη γενίκευση ‘ουσιαστικό + ουσιαστικό στην ονομαστική’, έχουμε ‘ποτήρι κρασί’. Παίρνοντας τα ίδια ουσιαστικά κι εφαρμόζοντας τη γενίκευση ‘ουσιαστικό + ουσιαστικό στη γενική’, έχουμε ‘ποτήρι κρασιού’. Το ίδιο και με τα ουσιαστικά ‘μπουκάλι’ και ‘μπύρα’, και ούτω καθεξής.
Αμέσως όμως αρχίζουν τα προβλήματα. Πρώτα πρώτα, η γενίκευση ‘ουσιαστικό + ουσιαστικό στην ονομαστική’ δίνει πάμπολλες εντελώς αντιγραμματικές φράσεις (στη γλωσσολογία, τις σημειώνουμε με αστερίσκο): *λάδι ελιά, *γυαλιά μυωπία, *ξύλο κερασιά και ούτω καθεξής. Επιπλέον, ‘ποτήρι κρασί’ σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό από ‘ποτήρι κρασιού’: μπορούμε να πιούμε το πρώτο και να σπάσουμε το δεύτερο – όχι όμως αντίστροφα. Μπορούμε να φάμε ένα πιάτο σούπα αλλά συνήθως όχι ένα πιάτο σούπας. Παρομοίως, αν μας ρίξουν ένα μπουκάλι μπύρα, θα βραχούμε, αν μας ρίξουν ένα μπουκάλι μπύρας, μπορεί να βρεθούμε στο νοσοκομείο: στην πρώτη περίπτωση μας ρίχνουν το περιεχόμενο του μπουκαλιού, στη δεύτερη το ίδιο το μπουκάλι. Εδώ λοιπόν χρειάζεται ένας κανόνας που το παιδί θα κατακτήσει αβίαστα και ο οποίος θα προσδιορίζει ότι ‘ουσιαστικό + ουσιαστικό στην ονομαστική’ χοντρικά σημαίνει «περιεχόμενο», ένας κανόνας που δεν μπορεί να προκύψει μέσω γενίκευσης και αναλογίας.
Οι φυσικοί ομιλητές μιας γλώσσας γνωρίζουν όμως ακόμα πιο λεπτοφυώς διαμορφωμένους και πιο σύνθετους γραμματικούς κανόνες, αφηρημένους κανόνες. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι και η θέση των κλιτικών αντωνυμιών στην κυπριακή ελληνική, παράδειγμα που έκλεψα από τη συνάδελφο Γεωργία Αγγουράκη, η οποία έχει ερευνήσει εκτενώς το εν λόγω θέμα. Και πάλι, πρόκειται για έναν κανόνα που κανείς ποτέ δε μας διδάσκει, στη σχολική γραμματική ή αλλού. Άλλωστε, αν περίμεναν οι ομιλητές να μάθουνε τους πραγματικά σημαντικούς γραμματικούς κανόνες στο σχολείο, μάλλον θα τους αποθάρρυνε η πολυπλοκότητά τους και ο αφηρημένος χαρακτήρας τους. Δείτε και μόνοι σας:
Στην κυπριακή ελληνική οι κλιτικές αντωνυμίες κατ’ αρχήν ακολουθούν το ρήμα: π.χ. ‘είδα το’. Και πάλι, αφήνουμε κατά μέρος τα καθόλου ευκαταφρόνητα: πώς αναγνωρίζει κανείς τι είναι ‘ρήμα’ ή ‘κλιτική αντωνυμία’. Εν πάση περιπτώσει, προχωρούμε. Αν, τώρα, μπροστά από το ρήμα βρίσκεται κάτι σχετικό με αυτό, η κλιτική αντωνυμία προηγείται του ρήματος: «εν το είδα», «μεν το δεις» (άρνηση), «(εν)να το δω» (υποτακτική ή μέλλοντας), «έθθα το δω» (άρνηση και μέλλοντας). Φυσικά, η διατύπωση που χρησιμοποίησα («κάτι σχετικό» με το ρήμα) είναι ανακριβέστατη: ενώ με τα παραπάνω στοιχεία (‘να’, ‘εν’ κτλ.) και τις ερωτηματικές λέξεις η κλιτική αντωνυμία προηγείται του ρήματος – π.χ. «πκοιος (έμπου) το είδε;» ή «πού (έμπου) το είδε;» – δε συμβαίνει το ίδιο με τα υποκείμενα του ρήματος: έτσι, το γραμματικό είναι «ο Γιώρκος είδε το» ή «ο Γιώρκος είδε το;» όχι *ο Γιώρκος το είδε. Επίσης, και ο σύνδεσμος ‘που’ συμπεριφέρεται όπως η άρνηση, το ‘να’ και οι ερωτηματικές λέξεις: «εν ο Γιώρκος που το είδε», όχι *εν ο Γιώρκος που είδε το. Οι γλωσσολόγοι, μετά από συστηματική έρευνα, έχουμε μια αντίληψη για το τι ενώνει όλα αυτά τα στοιχεία που προκαλούνε πρόκλιση, την εμφάνιση δηλαδή της κλιτικής αντωνυμίας πριν το ρήμα. Πληροφοριακά, η κυπριακή ελληνική συμπεριφέρεται σε αυτό το θέμα όπως η ποντιακή αλλά, κυρίως, όπως τα πορτογαλικά!
Για να μη δώσω την εντύπωση πως έχουμε φωτίσει όλους τους ενδιάθετους γραμματικούς κανόνες (απέχουμε πάρα πολύ από κάτι τέτοιο) ή ότι έχουμε ολοκληρωμένη κατανόηση του τόσο πολύπλοκου γραμματικού και θαυμαστού συστήματος που έχει ο καθένας μας μέσα στο κεφάλι του, να αναφέρω απλώς ένα άλυτο πρόβλημα, και πάλι από την κυπριακή ελληνική και τις κλιτικές αντωνυμίες της: ενώ η άρνηση προκαλεί πρόκλιση, θυμηθείτε το «εν το είδα», αν προσθέσουμε το «τζαι» μετά από αυτήν, το σκηνικό αλλάζει: «εν τζαι είδα το». Γιατί; Δεν ξέρουμε.
Τα παραπάνω δε σκιαγραφούνε μόνο την πολυπλοκότητα και την εξειδίκευση της ενδιάθετης γραμματικής γνώσης μας, της νοητικής γραμματικής. Φέρνουν επίσης στην επιφάνεια μια παραγνωρισμένη αλήθεια: η γλωσσική ικανότητα, κληρονομιά του καθενός από εμάς, αναλφάβητου ή μορφωμένου, είναι σαφώς συνθετότερη από όσο νομίζουμε συνήθως. Η πληρότητα της υποσυνείδητης γνώσης αυτού του συστήματος κανόνων είναι πραγματικά θαυμαστή και ξεπερνάει τις δυνατότητές μας να το κατανοήσουμε επαρκώς. Προς το παρόν τα νήπια, κατακτώντας τέλεια και αβίαστα ένα σύνολο σύνθετων γραμματικών κανόνων, έχουνε το πάνω χέρι έναντι των γλωσσολόγων, που δυσκολεύονται να το περιγράψουν στην πληρότητά του και να το αναλύσουν ικανοποιητικά.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 26ης Νοεμβρίου 2006]