Τα τελευταία χρόνια η πραγματικότητα του γλωσσικού θανάτου και της εξαφάνισης πλήθους γλωσσών αποκτά ολοένα και ευρύτερη δημοσιότητα. Η συζήτηση συνήθως αφορά τον θάνατο γλωσσών που ομιλούνται (ή ομιλούνταν) από αγροτικές ή νομαδικές κοινωνίες σε απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη.
Δε απαιτείται όμως ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να διαπιστώσει κανείς ότι γλώσσες πεθαίνουνε παντού, ακόμα και στην ίδια την Ελλάδα. Για μένα η υπενθύμιση ήρθε σε ένα φανάρι πεζών της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στεκόμουν δίπλα σε δύο ηλικιωμένες κυρίες οι οποίες συζητούσαν έντονα αλλά ακατάληπτα. Λόγω επαγγελματικής διαστροφής αναρωτήθηκα τι γλώσσα να μίλαγαν. Στήνοντας αυτί κατάλαβα ότι ήταν βλάχικα (τα οποία οι ομιλητές τους ονομάζουν αρωμουνικά – ναι, όπως λέμε Αρμάνι). Σχεδόν αντανακλαστικά γύρισα και τις κοίταξα, τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, είδα μια ακαθόριστη στιγμιαία έκφραση στα πρόσωπά τους και αμέσως αφοσιώθηκαν στο απέναντι φανάρι, σιωπηλές.
Γλώσσες πεθαίνουν κι εξαφανίζονται συνεχώς, απλώς ο ρυθμός εξαφάνισης έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία πεντηκονταετία. Δε φταίνε τα αγγλικά και η παγκοσμιοποίηση, παρά – κυρίως – η συγκρότηση και εδραίωση συγκεντρωτικών εθνικών κρατών. Και φυσικά, γλώσσες πεθαίνουν και στην Ελλάδα: τα αρβανίτικα, τα τσακώνικα (και οι δύο διαβρώνονται προϊόντως από τα ελληνικά), τα βλάχικα, τα ποντιακά, τα λαντίνο κ.α. Βεβαίως, ο αφανισμός των μειονοτικών γλωσσών της Ελλάδας αποτελεί εθνική επιταγή, ιστορική αναγκαιότητα και προϋπόθεση εναρμόνισης με την νέα ελληνική ιστορική συνέχεια – ή τουλάχιστον αυτό κηρύσσει το εθνικό μας κράτος και οι οργανικοί διανοούμενοί του εδώ και πολλές δεκαετίες. Υπάρχει ωστόσο μια διάσταση του φαινομένου του γλωσσικού θανάτου στην Ελλάδα που δεν έχει τύχει πολλής προσοχής: αυτή της άλωσης των ντόπιων διαλέκτων.
Το εκπαιδευτικό σύστημα του συγκεντρωτικού ελληνικού κράτους δεν αρκέστηκε στον πόλεμο κατά των μειονοτικών γλωσσών, παρά προχώρησε και στον διωγμό των ντόπιων ελληνικών διαλέκτων. Μάλιστα, ο πόλεμος αυτός είναι από τις λίγες επιχειρήσεις του εκπαιδευτικού συστήματός μας που στέφθηκε με επιτυχία. Έτσι, γλωσσικός (άρα και πολιτισμικός) πλούτος νησιών, χωριών και πόλεων κολοβώθηκε ή και αφανίστηκε στο όνομα της εθνικής ομοιογένειας και του γενικότερου εκσυγχρονισμού: όπως η δημοτική για τους αρχαϊστές, έτσι και οι ντόπιες διάλεκτοι (από τα ναξιώτικα μέχρι τα κοζανίτικα και από τα συμιακά μέχρι τα κερκυραϊκά) είναι τελικά εθνικώς ύποπτες – όταν βεβαίως δεν αποτελούν κωμικά στοιχεία τοπικών φολκλόρ, όπως τα βόρεια και τα μωραΐτικα λάμδα.
Λίγοι βεβαίως θα συνηγορούσαν υπέρ της μουσειακής διατήρησης γλωσσών και διαλέκτων. Ωστόσο υπήρχε και υπάρχει και μια τρίτη επιλογή μεταξύ της φολκλορικής διαλεκτοφωνίας και του γλωσσικού θανάτου: η πανανθρώπινη λύση της διτυπίας και της εναλλαγής μεταξύ δύο ποικιλιών: της Κοινής και της διαλέκτου ή της μειονοτικής γλώσσας, στην περίπτωσή μας. Δυστυχώς αυτή η λύση ούτε καλλιεργείται, ούτε καν συζητιέται. Κι έτσι, όπως συμβαίνει συνήθως με τον γλωσσικό φόνο, η μεταμέλεια (αν υπάρξει) έρχεται αργά: στις καφετέριες ανά την επικράτεια ακούς πια σχεδόν τα ίδια ελληνικά, ενώ γλωσσικά στοιχεία τοπικού χαρακτήρα και τοπικής ταυτότητας χάνονται μαζί με τις μαντήλες των γιαγιάδων μας.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 3ης Μαΐου 2009]