Όταν ήμουνα μαθητής της Γ' Λυκείου μελετούσαμε δοκίμια Ελλήνων συγγραφέων για την έκθεση ιδεών, ώστε να εμπλουτίσουμε τις ιδέες μας και να καλλιεργήσουμε την κριτική σκέψη μας. Εγώ πάντως, που δεν ήμουνα καλός στην έκθεση, καθόλου δεν ήθελα να μελετάω δοκίμια, αφού σ’ αυτά περίσσευε η επιδερμική ανάλυση κοινωνικών φαινομένων, ηθικών ζητημάτων και πολιτικών εννοιών, ενώ οι αναλύσεις παρουσιάζονταν συνήθως μέσα από το πρίσμα μιας γενικευμένης κινδυνολογίας και, ενίοτε, καταστροφολογίας: οι ηθικές αξίες εκπίπτουν, ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται, οι θεσμοί απαξιώνονται, η παράδοση σβήνει, η εθνική συνείδηση αποχρωματίζεται, οι άνθρωποι υποτάσσονται στον αποχαυνωτικό έλεγχο της τηλεόρασης (τότε δεν υπήρχε διαδίκτυο) – και ούτω καθεξής.
Το τέλος της (ελληνικής) γλώσσας
Φυσικά, από το ζοφερό πανόραμα του χαμού και της παρακμής δε θα μπορούσε να απουσιάζει η γλώσσα, και μάλιστα η ελληνική. Η θρυλούμενη διαδικασία εξαγγλισμού της γλώσσας και η προϊούσα λεξιπενία (η οποία θα έπρεπε να είχε αφήσει τη σημερινή γενιά με καμμιά πενηνταριά λέξεις, εάν οι αστήρικτες τερατολογίες των δοκιμιογράφων είχαν κάποια εμπειρική θεμελίωση) υποτίθεται ότι διάβρωναν ταχύτατα την ελληνική γλώσσα και ότι θα υπονόμευαν το μέλλον της. Πρόκειται βεβαίως για γνωστούς γλωσσικούς μύθους που πολλάκις έχουν ανασκευαστεί εκτενέστατα και εξαντλητικά, και από πολλούς συναδέρφους αλλά και από αυτήν εδώ τη στήλη, οπότε δε θα επανέρθω.
Ζήσιμος Λορεντζάτος
Πού και πού ο τελειόφοιτος μαθητής Λυκείου είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με δοκίμια που διαπραγματεύονταν τα θέματά τους με πρωτότυπο και ουσιώδη τρόπο. Σπάνια γινόταν αυτό, αφού η έρευνα και η τεκμηρίωση συνήθως απουσιάζουν από την ελληνική δοκιμιογραφία σχεδόν όσο κι από την ελληνική δημοσιογραφία – αλλά δε θα συνεχίσω επ’ αυτού.
Ένας από αυτούς που έγραφαν για θέματα τα οποία είχαν πρώτα μελετήσει και χωνέψει καλά ήταν και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2004). Παρότι δε με έβρισκαν πάντοτε σύμφωνο οι απόψεις και οι αναλύσεις του, ακόμα κι ως μαθητής μπορούσα να αντιληφθώ ότι ήξερε τι έλεγε και υποψιαζόμουν ότι σπούδαζε πραγματικά το θέμα για το οποίο θα έγραφε, πριν γράψει.
Μια πρόσφατη έκδοση ενός βιβλίου με 1210 καταχωρίσεις/σημειώσεις του Λορεντζάτου, τα Collectanea του, επιβεβαίωσε πέρα από κάθε αμφιβολία την υποψία μου αυτή. Γράφει λοιπόν για τη γλώσσα στη σελίδα 12 (καταχώριση αριθμός 9) ο Λορεντζάτος:
Τον τελευταίο καιρό δοκίμασα να ξεδιαλύνω (μπορεί γνωστές από καιρό σε άλλους) μερικές απορίες μου για τη γλώσσα. Αποτέλεσμα της μελέτης αυτής, σημειώνω εδώ τα εξής γενικά:Η συγκεκριμένη σημείωση αποτελεί απόσταγμα πολλών από όσα διαβάζει κανείς σε οποιοδήποτε άρθρο ή βιβλίο προσπαθεί να εκλαϊκεύσει τα ευρήματα και τις ανακαλύψεις των γλωσσικών επιστημών: η γλωσσική αλλαγή είναι μια μη συνειδητή διαδικασία, η πανανθρώπινη δυνατότητα για γλώσσα είναι ένστικτο (και δη όπως το περπάτημα), ο χαρακτήρας μιας γλώσσας εγγράφεται στα γραμματικά μορφήματά της (τις ‘κλίσεις’), γι’ αυτό και ο δανεισμός πολύ δύσκολα αλλοιώνει τον χαρακτήρα μιας γλώσσας, η γλωσσική αλλαγή ενυπάρχει μέσα στη γλωσσική πραγματικότητα.
1. Όλα μέσα στην ιστορία της γλώσσας γίνονται (συμβαίνουν) ασυνείδητα.
2. Η γλώσσα δεν είναι επινόημα του ανθρώπου˙ όπως δεν είναι και το περπάτημα ή το γέλιο του.
3. Οι κλίσεις είναι κάτι μονιμότερο από τις ρίζες˙ και πιο χαρακτηριστικό μιας γλώσσας.
4. Καμιά γλώσσα δεν είναι οριστική (συνακόλουθα και καμιά γραμματική)
Και οι υπόλοιποι;
Όσοι σκαμπάζουμε από γλωσσικά θέματα αλλά και, πλέον, οι περισσότεροι αναγνώστες αυτής εδώ της στήλης αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο Λορεντζάτος συνοψίζει τέσσερις πολύ σημαντικές ανακαλύψεις της σύγχρονης γλωσσολογίας. Από την ευστοχία και τη διατύπωση των παρατηρήσεών του, προκύπτει ότι ο Λορεντζάτος παρακολουθούσε την έρευνα συστηματικά και από πολύ κοντά, όπως είναι άλλωστε το χρέος κάθε ανθρώπου που θέλει να μπορεί να έχει τεκμηριωμένη κι εμπεριστατωμένη γνώμη για τα γλωσσικά θέματα. Ταυτόχρονα, θλίβεται κανείς για το ότι τα απλά σημεία όπως τα παραπάνω δεν έχουν ακόμα εμπεδωθεί από πολλούς ανθρώπους, πνευματικούς ή μη, που αρθρογραφούν, ομιλούν και συχνά δογματίζουν για τη γλώσσα.
Ευχαριστώ πολύ τον Γιώργο Σεργάκη για την πολύτιμη συμβολή του και τα σχόλιά του.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 10ης Μαΐου 2009]