Οι ζόρικοι παρατατικοί
Πρόσφατα πήρα ένα ιμέιλ από τον γνωστό μπλογκά old boy σχετικά με μια συζήτηση που είχε με κάποιον άλλο πολίτη του διαδικτύου. Ο προβληματισμός τους αφορούσε τους δύσκολους τύπους του παρατατικού μεσοπαθητικών ρημάτων όπως ‘διανοούμαι’, ‘διερωτώμαι’ και ούτω καθεξής. Πριν προχωρήσω, πρέπει να τονίσω ότι με το θέμα έχει ασχοληθεί προσεκτικά αλλά αναλυτικά ο Θ. Μωυσιάδης σε μια ανάρτησή του και όσα θα σημειώσω εδώ θα πρέπει να διαβαστούνε σε σχέση με το κείμενό του.
Μου ανέφερε λοιπόν ο old boy μια συζήτηση κατά την οποία ο συνομιλητής του δηλώνει ότι προτιμάει τη χρήση τύπων όπως ‘διενοείσο’ αντί για ‘διανοούσουν’, αφού στο δεύτερο, κατά τη γνώμη του, περισσεύουν τα ‘ου’. Αν και δεν το αναφέρει, ίσως ο συνομιλητής του old boy να ενοχλήθηκε και από τη χασμωδία του ‘οου’ στο ‘διανοούσουν’. Tο όλο ζήτημα κανονικά εμπίπτει στη δικαιοδοσία του κ. Τζιονή δίπλα, όμως έχει ενδιαφέρουσες προεκτάσεις πέρα από το στενό θέμα του δόκιμου ή μη παρατατικού. Γι’αυτό λοιπόν θεωρησα σκόπιμο να μεταφέρω τη γνώμη μου και να την αναπτύξω εδώ.
Τεχνητοί τύποι
Υπάρχει πράγματι σαφής τάση είτε να αποφεύγονται τύποι όπως ‘διανοούσουν’ και ‘διερωτούμουν’ είτε να υποκαθίστανται από τεχνητούς αρχαιοπρεπείς τύπους όπως ‘διενοείσο’ ή ‘διανοείσο’ και ‘διερωτούμην’. Αφήνοντας στην άκρη την αποφυγή, θα συζητήσω τους τεχνητούς αυτούς αρχαιοπρεπείς τύπους.
Θεωρώ ότι η κατασκευή τέτοιων τύπων αποτελεί γλωσσικό ακκισμό, ή ‘τσαλίμι’, αν προτιμάτε. Γιατί όμως; Ας συζητήσουμε το παράδειγμα του ‘διενοείσο’ ή ‘διανοείσο’, για να γίνει η κουβέντα πιο σαφής και συγκεκριμένη.
Πρώτα-πρώτα, αν θέλαμε να είμαστε ‘σωστοί’, ο ορθός κλασσικός τύπος για το β' ενικό παρατατικού του ‘διανοούμαι’ θα ήταν ‘διενοού’. Φυσικά κανείς δε θα σας καταλάβαινε αν λέγατε π.χ. ‘διενοού όλην αυτή την ώρα τις συνέπειες των πράξεων σου;’ Βεβαίως, η κατάληξη –σο του τεχνητού ‘διενοείσο’ ή ‘διανοείσο’ πράγματι υπήρξε ως κατάληξη β' προσώπου παρατατικού, αλλά εξέλιπε από τη γλώσσα πριν περίπου 26 αιώνες. Στο βαθμό που θα χρησιμοποιηθεί στα νέα ελληνικά, σπανιότατα, δεν μπορεί να γενικευτεί καθόλου, έτσι τα ‘*κυλιόσο’ και ‘*αγαπιόσο’ είναι απλώς κορακίστικα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια νεκρή κατάληξη.
Τώρα, σχετικά με το θεωρούμενο ως πρόβλημα του ‘διανοούσουν’, ότι δηλαδή περιέχει πολλά 'ου'. Σιγουρα αυτό δεν είναι πρόβλημα, έχουμε πάμπολλες λέξεις με πολλά ‘ου’ στα νέα ελληνικά: δε θα καταργούσαμε τα ‘μπουμπουνιέρα’, ‘αμπελουργού’, ‘μουσουργού’, ‘(Μονή) Κουτλουμουσίου’ και άλλα πολλά. Ακόμα και η χασμωδία του ‘οού’ στο ‘διανοούσουν’ δεν είναι αρκετή για να μας βάλει να επινοούμε τύπους: ορίστε, υπάρχει λόγου χάρη στο ‘επινοούμε’. Ή και στο ‘δακρυρροούν’, και πάει λέγοντας.
Προς τι το άγχος, λοιπόν;
Όπως ξαναείδαμε συνοπτικά στο άρθρο ‘Ο νέος αρχαϊσμός’ (στις 2 Νοεμβρίου 2008), η μόδα των ‘διανοείσο’ / ‘διενοείσο’ και των άλλων τεχνητών τύπων ‘αποτελείτο’, ‘απειλείτο’, ‘συγκαλείτο’ (αντί για ‘αποτελούνταν’, ‘απειλούνταν’ και ‘συγκαλούνταν’) εντάσσεται σε ένα γενικότερο φαινόμενο. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που οφείλεται σε ένα μεταγλωσσικό αντανακλαστικό: αυτό μιας κοινωνικά διαδεδομένης και σχεδόν εσωτερικευμένης γλωσσικής αρχαιολατρίας. Με άλλα λόγια, κάποιοι προσπαθούν (ακόμα) να κάνουν κάποιους γλωσσικούς τύπους εδώ κι εκεί να ακούγονται αρχαιοπρεπέστεροι. Πρόκειται ίσως για αναζωπυρωμένο υπόλειμμα της ‘μαλλιαροφοβίας’, του τρόμου απέναντι στην εξτρέμ δημοτική (τη ‘μαλλιαρή’). Προφανώς πολλοί ακόμα αισθάνονται τον δαιμονοποιημένο ψυχαρισμό ως μια απειλή που θα καταντήσει την καθομιλουμένη να ακούγεται σαν ‘βλάχικα’, ‘χωριάτικα’, ή δεν ξέρω τι, και πάντως πολύ μακρινή από τη χαμένη Εδέμ των αρχαίων ελληνικών.
Για να το πούμε πιο απλά, κάποιοι τύποι απλώς χτυπούν άσχημα στο αυτί μας όχι λόγω των φθόγγων τους, παρά επειδή δε συμμορφώνονται με κάποιο θολό κι ακαθόριστο πρότυπο αρχαιοπρέπειας που (ακόμα) διέπει κάποιες κρίσεις μας για τη γλώσσα και, στην περίπτωσή μας, κάποιους ρηματικούς τύπους. Κατά συνέπεια, πολλές φορές πίσω από την υποτιθέμενη ανάγκη για ευφωνία κρύβεται η διάθεσή μας να εξαρχαΐσουμε κομμάτια της γλώσσας. Γι’αυτό, όπως σημείωσε ο Γ. Χάρης στα Νέα πριν περίπου δύο χρόνια, η κακοφωνία του ‘φιλεύσπλαγχνος’, του ‘επισπευσθεί’ και του ‘ευθραυστότητα’ ελάχιστους δείχνει να ενοχλεί.
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 5ης Ιουλίου 2009]