Σελίδες

5/7/09

Λεξιπενία. Πάλι.

Στην καταχώριση αρ. 9 των Collectanea του, ο Z. Λορεντζάτος διατυπώνει με λακωνική σοφία την πλάνη της εξίσωσης «γλώσσα=λέξεις». Ωστόσο, για τους περισσότερους από εμάς, η εξίσωση είναι δυστυχώς αυτονόητη. Έτσι, όταν πρόσφατα ξανάνοιξε η συζήτηση για το γλωσσικό μάθημα σε φιλικό σπίτι, μοιραία κατέληξε στη λεξιπενία: οι φίλοι μου θεωρούσαν ότι πρέπει να αποτελεί σημαντικό γλωσσικό πρόβλημα, άλλωστε αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες που παρακίνησαν το Υπουργείο Παιδείας να ενισχύσει το μάθημα των Αρχαίων στο Γυμνάσιο το 2004. Κανείς τους πάντως δεν μπορούσε να ορίσει τη λεξιπενία.

Πολλοί ταυτίζουν τη λεξιπενία με τη (νεανική) αργκό, η οποία όμως διακρίνεται από πάμπολλα χαρακτηριστικά της δημιουργικής φύσης του γλωσσικού φαινομένου: μια επίσκεψη στον ιστότοπο http://www.slang.gr με τον θεαματικό λεξιλογικό πλούτο που ανθολογεί, θα πείσει τους περισσότερους. Αυτά είναι όμως γνωστά ήδη από το κεφάλαιο του Γ. Βελούδη στο βιβλίο ‘Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα’.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι λεξιπενία ενσκήπτει όταν χρησιμοποιούμε μόνο μια χούφτα λέξεις καθημερινά. Πράγματι, θρυλείται (χωρίς τεκμηρίωση) ότι χρησιμοποιούμε 300 ή 500 ή 900 στην καθημερινή επικοινωνία. Βεβαίως, ο αριθμός λέξεων σε χρήση εξαρτάται πρωτίστως από το τι έχουμε να συζητήσουμε και σε πόσα συμφραζόμενα, από το πόσο μιλάμε και για πόσο ποικίλα θέματα. Αν η καθημερινή επικοινωνία μας εξαντλείται σε ένα μίνιμουμ στιχομυθιών, το λεξιλόγιο σε χρήση θα είναι μικρό. Αν όμως υπάρξει ανάγκη να επιχειρηματολογήσουμε, έστω και για απλά θέματα όπως μια οικονομική διαφορά ή ένας ερωτικός καβγάς, το λεξιλόγιο σε χρήση θα είναι βεβαίως εκτενέστερο. Άρα ούτε εδώ μπορούμε να μιλάμε για λεξιπενία.

Συνεχίζουμε λοιπόν: ας εικάσουμε ότι έχουμε λεξιπενία όταν δε χρησιμοποιούμε τις λέξεις ορθά. Πιο συγκεκριμένα, σε πρόσφατη εκπαιδευτική έρευνα της Α. Βερέβη διαβάζουμε και για λάθη όπως «άνθρωποι που αντικρούουν τη μόδα», αντί του δόκιμου ‘απορρίπτουν’, ή τη χρήση του «κακαίσθητος» αντί για ‘ακαλαίσθητος’. Διαπιστώνουμε κατ’ αρχήν ότι η γλωσσική ικανότητα των μαθητών που κάνουν τέτοια λάθη είναι φυσιολογικότατη: επέκτειναν τη σημασία του ‘αντικρούω’, ενώ σχημάτισαν το αδόκιμο αλλά γραμματικό ‘κακαίσθητος’ για να αποδώσουν μία έννοια για την οποία δεν έβρισκαν κατάλληλη λέξη. Σίγουρα όμως ένας παιδαγωγός διακρίνει ταυτόχρονα την αποτυχία του γλωσσικού μαθήματος να διδάξει λεξιλόγιο: άλλωστε στέλνουμε τα παιδιά σχολείο ακριβώς και για να μην αρκούνται στο στοκ των 40.000 λέξεων των αναλφάβητων.

Αυτό που αποτελεί γενική ομολογία των εκπαιδευτικών (τεκμηριωμένη από την έρευνα) είναι πάντως ότι οι μαθητές τους δυσκολεύονται πολύ να συνθέσουν μία παράγραφο με λογικό ειρμό και συνοχή. Αποτελεί επίσης κοινό μυστικό ότι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν σε προφορικά και γραπτά γλωσσικά τεστ και ότι αγνοούν τη διαφορά μεταξύ κειμενικών ειδών: ό,τι και να γράψουν (είτε πρόκειται για έκθεση ιδεών, είτε για επιστολή διαμαρτυρίας, είτε για αίτηση) διέπεται από συνειρμική δομή και κοσμείται με ξύλινη γλώσσα ή ψευδοποιητισμό.

Προκύπτει τελικά ότι το πρόβλημα δεν είναι κάποια εκδοχή της λεξιπενίας παρά ο ελλιπής γραμματισμός, δηλαδή η ελαττωματική χρήση δόκιμου γραπτού λόγου για την παραγωγή κειμένων επικοινωνιακά κατάλληλων για την περίσταση. Προφανώς τα Νέα Ελληνικά δε διδάσκονται αρκετά ή σωστά στο σχολείο. Ή και τα δύο.

[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 5ης Ιουλίου 2009]