Ως θιασώτης του γαστρονομικού τουρισμού, ρώτησα την κοπέλα που μας σέρβιρε την πρώτη μέρα των διακοπών στην Αστυπάλαια ποιες είναι οι ντόπιες σπεσιαλιτέ. Ανάμεσα σε πολλές και ενδιαφέρουσες ανέφερε δειλά και χαμηλόφωνα τα «πουντζιά με τυρί». Έτσι, εδώ στο δυτικό άκρο του νοτιοανατολικού συνεχούς των ελληνικών διαλέκτων, θυμήθηκα μια συζήτηση που είχα πριν έξι χρόνια κάπου στο ανατολικότερο άκρο του, στην Κύπρο, με έναν νεοελληνιστή. Ο νεοελληνιστής, με αφορμή τα κυπριακά ερωτικά ποιήματα του 16ου αιώνα, παραπονιόταν που «χάθηκε εκείνη η ωραία μορφή της κυπριακής ελληνικής, αφού πλέον η διάλεκτος έχει γεμίσει τούρκικα ch και dj». Δεν ξέρω εάν οι νοτιοανατολικές διάλεκτοι δεν είχαν φατνιακά συμπλέγματα, όπως το dj στο ‘πουντζιά’, πριν την επαφή τους με τα τούρκικα˙ πάντως η εκτενής γεωγραφική κατανομή τέτοιων φθόγγων από την Αστυπάλαια μέχρι την Κύπρο και μέχρι την Κρήτη με κάνει να αμφιβάλλω ότι αποτελούν τουρκικό δάνειο.
Ωστόσο, το σχόλιο για τους υποτιθέμενα τουρκογενείς φθόγγους φωτίζει ένα άλλα θέμα, ευρύτερου ενδιαφέροντος: ότι τα γλωσσικά γούστα μας και οι κρίσεις μας για γλωσσικούς τύπους (φθόγγους, καταλήξεις, λέξεις, συντακτικά σχήματα κτλ.) είναι κάθε άλλο παρά αισθητικές, και ότι πρόκειται για αξιολογήσεις κοινωνικού αλλά και ευρύτερα ιδεολογικού χαρακτήρα. Έτσι, τα φατνιακά ‘ch’ και ‘dj’ είναι άσχημα γιατί, κατά τη διαίσθηση μερικών, όζουν τουρκιά. Τα μάλλον κορακίστικα ‘θεωρείσο’ ή ‘θεωρούντο’ τείνουν από πολλούς να θεωρούνται πιο δόκιμα και κομψότερα από τα ‘θεωρούσουν’ και ‘θεωρούνταν’ ακριβώς επειδή τα πρώτα φαντάζουν αρχαιοπρεπέστερα. Επίσης, η επίφαση λογιότητάς τους σίγουρα έχει συντελέσει στην αυξημένη δημοτικότητα των κάπως άγαρμπων ονοματικών συνόλων χωρίς άρθρο στα οποία προτάσσεται η γενική, ιδίως σε τίτλους (‘ανθρώπων έργα’, ‘Ιωνίας μνήμες’) και σε ονομασίες διαφόρων υπηρεσιών και καταστημάτων (‘βίου αποκατάστασις’, ‘Μεσογείου γεύσεις’, ‘οίνου μέλαθρον’) κτλ. Τέλος, από την άλλη, το ‘εναντίον’, επειδή συντάσσεται με γενική, βοτανίστηκε συστηματικά για δεκαετίες λόγω καθαρευουσιανισμού. Και ούτω καθεξής.
Με άλλα λόγια, οι κρίσεις μας για τη γλώσσα, από τις πιο γενικευτικές (π.χ. για τα «βαριά ηπειρώτικα», τα «νωθρά σαλονικιώτικα», τα «τραγουδιστά κερκυραϊκά» κτλ) μέχρι τις πιο εξειδικευμένες, όπως π.χ. οι παραπάνω, είναι πάντοτε εξωγλωσσικού και συνήθως μη-αισθητικού χαρακτήρα. Πίσω από τα γλωσσικά μας γούστα βρίσκονται κρυμμένες πολλές ιδεολογικές προτιμήσεις, προκαταλήψεις ή και ανασφάλειες μας.
Δεν υπάρχουν δηλαδή γλωσσικά γούστα. Υπάρχουν ωστόσο κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές στάσεις. Ως χρήστες της γλώσσας συσχετίζουμε κάποιους γλωσσικούς τύπους με συγκεκριμένες κοινωνιογλωσσικές μεταβλητές: κοινωνικές ομάδες και συμπεριφορές, ιδεολογικές στάσεις, στοιχεία πολιτικής ή εθνικής ταυτότητας. Αυτά μάλλον είναι γνωστά, στο κάτω-κάτω στη χώρα του Γλωσσικού Ζητήματος δε λείπουν ούτε οι σοφοί φιλόλογοι, ούτε οι άξιοι κοινωνιογλωσσολόγοι, ούτε οι οξυδερκείς γλωσσικοί αναλυτές. Το ότι τέτοιου είδους κρίσεις και γούστα καθοδηγούν τους ρυθμιστές της γλώσσας είναι επίσης δεδομένο κι αναπόφευκτο: έτσι λειτουργεί εν πολλοίς η γλωσσική ρύθμιση σε όλες τις κουλτούρες με γραπτή παράδοση. Απλώς καλό είναι να έχουμε υπόψη μας σε τι είδους αξιολογική κρίση προβαίνουμε όταν, πάντοτε επιλεκτικά, στιγματίζουμε «άχαρα» ιδιώματα, «βαρβαρικές» λέξεις, «κακόηχες» καταλήξεις, «ασύντακτες» εκφράσεις και – πολύ περισσότερο – τους χρήστες τους.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 2ας Αυγούστου 2009]