Οι περισσότερες συζητήσεις για τη γλώσσα αφορούν αποκλειστικά λέξεις: συχνά αντιμετωπίζουμε τη γλώσσα σαν να αποτελείται από λέξεις και μόνο. Η έμφαση που τους δίνουμε δεν είναι ούτε τυχαία ούτε ανεξήγητη, αφού οι λέξεις ανταποκρίνονται σε νοητικές έννοιες: νοητικές αναπαραστάσεις πραγμάτων στον κόσμο γύρω μας (π.χ. ροδάκινο, ιδρώνω) ή αφηρημένες έννοιες (π.χ. υπάρχω, περιορισμός). Έτσι, οι λέξεις δεν αποτελούν ετικέτες των πραγμάτων, άλλωστε ποιος μπορεί να μας δείξει έναν περιορισμό όπως μπορεί να μας δείξει ένα ροδάκινο. Ωστόσο, ακόμα και φαινομενικά απλές λέξεις (και έννοιες) όπως ‘ροδάκινο’ κρύβουν πολυπλοκότητα: σκεφτείτε, για παράδειγμα, πόσο δύσκολο είναι να διατυπώσουμε τη διαφορά μεταξύ ροδάκινου, γιαρμά, βανίλιας, κορόμηλου και νεκταρινιού, ακόμα και για όσους τα τρώμε χρόνια.
Φυσικά, το στοκ των λέξεων που διαθέτει μία γλώσσα δεν παραμένει σταθερό και αναλλοίωτο, αφού λέξεις εκλείπουν ή προστίθενται στη γλώσσα κάποτε με δανεισμό (π.χ. ‘παράδεισος’ από τα περσικά, ‘γλέντι’ και ‘καφές’ από τα τούρκικα, ‘φουστάνι’ από τα αραβικά, ‘πιάτο’ από τα ιταλικά, ‘μπουγάδα’ από τα καταλανικά κτλ.), κάποτε με βάση γραμματικές διαδικασίες (π.χ. ‘αλατ-ο-πίπερο’, ‘κουκουναρό-σπορος’, ‘διαφορετικ-ότητα’) και κάποτε με αλλαγή της σημασίας (π.χ. ‘υπουργός’ – που σήμαινε ‘υπηρέτης’, ‘δουλεύω’, ‘αγαθός’).
Τι είναι λοιπόν γλώσσα πέρα από τις λέξεις; Αν οι λέξεις είναι δομικά υλικά, όπως τα τούβλα και οι πέτρες, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε πως όποιος έχει έναν σωρό από δομικά υλικά έχει μια συνοικία με κτήρια και δρόμους. Αυτό που θα έλειπε στην περίπτωσή μας είναι το σχέδιο, η τεχνική και ο συνδυασμός των υλικών, δηλαδή οι δομικοί κανόνες με βάση τους οποίους χτίζονται τοίχοι, όροφοι και κτήρια. Επομένως, (μία) γλώσσα είναι και οι γραμματικοί κανόνες που διέπουν τον συνδυασμό των λέξεων (η σύνταξη), οι γραμματικοί κανόνες σχηματισμού λέξεων (η μορφολογία) και οι γραμματικοί κανόνες για το πώς προφέρεται η γλώσσα (φωνολογία). Έτσι, γλώσσες με αρκετά συγγενές λεξιλόγιο, όπως τα αγγλικά και τα ολλανδικά, διαφέρουν ξεκάθαρα μεταξύ τους ακριβώς λόγω των διαφορετικών γραμματικών κανόνων τους. Συνοψίζοντας, γλώσσα = λέξεις + γραμματική.
Η σύγχρονη γλωσσολογία κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα γραμματικά συστήματα των ανθρώπινων γλωσσών διαφέρουν μεταξύ τους πολύ λιγότερο από όσο νομίζουμε, ότι διέπονται από «καθολικές αρχές» – δηλαδή από γενικές δομικές αρχές. Αυτές οι καθολικές αρχές (περι)ορίζουν τη γραμματική όλων των γλωσσών και πραγματώνονται σε όλα τα γραμματικά συστήματα. Συνεπώς δεν υπάρχουν γραμματικά συνθετότερες και λιγότερο σύνθετες γλώσσες, ούτε γλώσσες με πλουσιότερα ή πληρέστερα γραμματικά συστήματα από άλλες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω είναι κι αυτό της Γουόλμπιρι (Warlpiri), μιας από τις πολλές γλώσσες των Αβορίγινων της Αυστραλίας. Η μορφολογία της Γουόλμπιρι και κάποια συντακτικά χαρακτηριστικά της μοιάζουν με αυτά κλασσικών γλωσσών όπως η σανσκριτική, η αρχαία ελληνική, η λατινική. Αυτό το γεγονός είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, αφού μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων, στα τέλη του 18ου αιώνα, οι αυστραλιανοί Αβορίγινες είχανε ζήσει ως τροφοσυλλέκτες με στοιχειώδη εργαλεία και σε πλήρη απομόνωση από την υπόλοιπη ανθρωπότητα για περίπου 40.000 χρόνια.
Όλα αυτά θα έπρεπε να βάλουν σε αμφιβολίες τους θιασώτες απόψεων κατά τις οποίες υπάρχουν γλώσσες πολυπλοκότερες ή εκφραστικότερες από άλλες λόγω της γραμματικής δομής τους, αφού ακόμα και η γλώσσα μιας κοινωνίας τροφοσυλλεκτών ή η άγραφη διάλεκτος μιας κοινότητας φτωχών νομάδων παρουσιάζουν δομή και οργάνωση εφάμιλλες και εξίσου σύνθετες με αυτές γλωσσών με μακρά γραπτή παράδοση.
[Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στη στήλη Εξ αφορμής, της 6ης Σεπτεμβρίου 2009]